Κυριακὴ Ζ΄ Ματθαίου (Ματθ. 9,27-35)
Πνευματικά τυφλοί, κουφοί, άλαλοι
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Θὰ ἔπρεπε, ἀγαπητοί μου, ὁ γέροντας ἐγὼ ἐπίσκοπος νὰ παύσω νὰ ὁμιλῶ. Ἀλλὰ
θὰ τολμήσω νὰ κάνω ἕνα μικρὸ κήρυγμα.
Πῶς νὰ μιλήσω; Νὰ μιλήσω ἁπλᾶ; δὲν θὰ ἱκανοποιηθοῦν
οἱ κάπως μορφωμένοι· νὰ μιλήσω λίγο ὑψηλότερα; δὲν θὰ μὲ καταλάβουν οἱ ἁπλοϊκοί.
Θὰ προσπαθήσω νὰ συμβιβάσω τὶς δύο ἀπαιτήσεις. Παρακαλῶ τὸ Θεό, νὰ μοῦ δώσῃ
φώτισι καὶ δύναμι νὰ κηρύξω, καὶ σ᾽ ἐσᾶς νὰ δώσῃ προθυμία ἀκροάσεως.
* * *
Δύο θαύματα διηγεῖται τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 9,27-35).
Τὸ ἕνα θαῦμα. Καθὼς ὁ Χριστὸς περπατοῦσε,
ἀκούει μιὰ φωνὴ σπαρακτική· «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ»· Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Δαυΐδ, ἐλέησέ
μας (βλ. ἔ.ἀ. 9,27). Αὐτὸ τὸ «ἐλέησέ μας» τὸ λέμε κ᾽ ἐμεῖς· στὴν θεία
Λειτουργία ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός…» μέχρι τὸ «Δι᾽ εὐχῶν…»
–μετρῆστε– πενήντα φορὲς λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον»· ἀλλὰ ψυχρά. Ἡ φωνὴ αὐτὴ
ὅμως ἔβγαινε σὰν φωτιά.
Αὐτὸ εἶνε τὸ ἕνα θαῦμα· τὸ δεύτερο ποιό εἶνε.
Τὴν ἴδια ὥρα φέρνουν μπροστά του ἕναν ἄλλο δυστυχισμένο. Αὐτὸς ἦταν
κουφὸς καὶ ἄλαλος ἀπὸ ἐνέργεια δαιμονίου, ποὺ τοῦ εἶχε ἀφαιρέσει τὴν ἀκοὴ καὶ
τὴ λαλιά. Ὁ Χριστὸς ἀμέσως τὸν θεράπευσε· ὁ κουφὸς ἄκουσε καὶ ὁ ἄλαλος μίλησε.
Αὐτὰ εἶνε τὰ δύο θαύματα.
Γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ σχολεῖο, ὅτι ἔχουμε
πέντε αἰσθήσεις. Ὅλες σπουδαῖες, ἀλλὰ σπουδαιότερη εἶνε ἡ ὅρασις· μὲ τὰ μάτια
κυρίως λαμβάνουμε γνῶσι τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου. Τί εἶνε τὸ μάτι; μία τέλεια
φωτογραφικὴ μηχανή. Καὶ ὅπως γιὰ τὴ φωτογραφικὴ μηχανὴ ξέρουμε ὅτι κάποιος
τεχνίτης τὴν κατασκεύασε, ἔτσι καὶ τὰ μάτια νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τὰ
δημιούργησε ὁ Θεός. Φτάνει καὶ ἕνα μάτι, ναὶ ἕνα μάτι, νὰ μᾶς δείξῃ ὅτι ὑπάρχει
Θεός!
Μία αἴσθησις λοιπὸν ἡ ὅρασις· ἡ ἄλλη ἐπίσης
σπουδαία αἴσθησις εἶνε ἡ ἀκοή. Τί εἶνε τὸ αὐτί· ἕνα ῥαντάρ. Ἐπάνω στὸ Βίτσι ὑπάρχει
ῥαντάρ, ἕνα μεγάλο τεχνικὸ αὐτί, ποὺ ἐὰν –μὴ γένοιτο– ἐχθρικὰ ἀεροπλάνα
περάσουν τὰ σύνορα, αὐτὸ ἀμέσως εἰδοποιεῖ· Λάβετε τὰ μέτρα σας! Δὲν εἶνε τίποτα
ὅμως τὸ ῥαντὰρ αὐτὸ μπροστὰ στὸ αὐτὶ ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς. Ἐὰν πῇ κάποιος ὅτι τὸ ῥαντὰρ
ἔτσι μόνο του φύτρωσε ἐκεῖ στὴν κορυφὴ τοῦ Βιτσίου, θὰ ποῦμε ὅτι τρελλάθηκε.
Κι αὐτὸ τὸ ἄλλο τέλειο ῥαντάρ, τὸ αὐτὶ στὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ποιός τὸ ἔφτειαξε;
Γι᾽ αὐτὸ νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες στὸ Θεὸ διότι βλέπουμε καὶ ἀκοῦμε. Ἕνας δικός
μας ποιητὴς, ὁ Ἰωάννης Πολέμης, λέει·
«Ὅταν τριγύρω βλέπω τῆς φύσεως τὰ
κάλλη,
τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τ’ ἄστρα τὰ
φωτεινά,
τὴ θάλασσα, π’ ἀφρίζει κι’ ἁπλώνεται
μεγάλη,
τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους,
τὰ βουνά,
καὶ τ’ ἄνθη ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ
μονοπάτια,
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωκες τὰ
μάτια».
Ἀλλοίμονο ἐὰν δὲν πῇς ἕνα εὐχαριστῶ.
«Κι᾽ ὅταν ἀκούω τὸ φλοῖσβο στὴ ἥσυχη ἀμμουδιά,
κι᾽ ὅταν ἀκούω στὸ δάσος τὸ ζηλεμένο ἀηδόνι,
κι᾽ ὅταν ἀκούω τ᾽ ἀγέρι στοῦ δένδρου τὰ
κλαδιά,
κι᾽ ὅταν ἀκούω ἀκόμη τοὺς στεναγμοὺς τοῦ
γκιόνη
καὶ τὴ φωνὴ του γρύλου στὴ σκοτεινὴ
νυχτιά,
Σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωκες τ᾽
αὐτιά».
Τὸ λέμε ἐμεῖς αὐτὸ τὸ εὐχαριστῶ, ἢ εἴμαστε
ἀχάριστοι; Ἡ θεία Λειτουργία λέει· Σ᾽ εὐχαριστοῦμε, οὐράνιε Πατέρα, «ὑπὲρ
πάντων», γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες σου, ὑλικὲς καὶ πνευματικές, φανερὲς καὶ ἀφανεῖς
(βλ. εὐχ. ἁγ. ἀναφ.).
Προχωροῦμε τώρα. Μὲ τὶς πέντε αἰσθήσεις
λαμβάνουμε μιὰ ἰδέα τοῦ φυσικοῦ καὶ ὁρατοῦ κόσμου. Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ἐκτὸς
τοῦ κόσμου αὐτοῦ δὲν ὑπάρχει ἄλλος κόσμος; Οἱ ὑλισταὶ λένε· Ὕλη καὶ μόνο ὕλη ὑπάρχει.
Δὲν εἶνε ἔτσι. Ἡ πραγματικότης, ἡ παρατήρησις, ἡ ἔρευνα, ἡ μελέτη, ὡδήγησαν
σοφοὺς ἐπιστήμονες καὶ συγγραφεῖς στὴν πεποίθησι ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλος
κόσμος, ἀόρατος, ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ· οἱ ἅγιοι, οἱ ἄγγελοι, οἱ δαίμονος, ἡ
κόλασι, ὁ παράδεισος, ἡ αἰώνιος ζωή.
Παιδιὰ στὸ σχολεῖο μαθαίναμε γιὰ τὸ Ἐνύπνιον
τοῦ Σκιπίωνος (Somnium Sciρionis). Σ᾽ αὐτὸ ὁ περίφημος Κικέρων λέει, ὅτι ὁ
Σκιπίων εἶδε τὴν εὐτυχισμένη μετὰ θάνατον ζωή, διαπιστώνει πόσο μικρὴ εἶνε αὐτὴ
ἡ Γῆ μέσα στὸ σύμπαν καὶ συμπεραίνει, ὅτι ἀξίζει κανεὶς νὰ περιφρονῇ τὴ
ματαιότητα τῶν γηίνων καὶ νὰ στραφῇ στὴν οὐράνια δόξα· πετάει πάνω ἀπὸ τὸν
φυσικὸ κόσμο καὶ βλέπει τὸν ἀόρατο κόσμο.
Δὲν σοῦ φτάνει ὁ Κικέρων; διάβασε ἔργα
τοῦ Πλάτωνος· τὸν Κρίτωνα, τὸν Εὐθύφρονα, τὸν Φαίδωνα, τὴν Ἀπολογίαν. Νὰ δῇς τὶς
τελευταῖες ἡμέρες καὶ ὧρες τοῦ Σωκράτους, τότε ποὺ ἡ ψυχή του παίρνει φτερὰ
μεγάλα καὶ πετάει στὸν ἄλλο κόσμο.
Περισσότερο ὅμως ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα αὐτὰ
ἔργα ἐγὼ συνιστῶ ν᾽ ἀνοίξετε τὴν Καινὴ Διαθήκη, στὴν πρὸς Κορινθίους Δευτέρα ἐπιστολή,
κεφάλαιο δωδέκατο. Ἐκεῖ θὰ δῆτε τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ πετάῃ, νὰ φτάνῃ μέχρι
«τρίτου οὐρανοῦ». Δὲν εἶνε πλάσμα καὶ φαντασία, δὲν εἶνε ὄνειρο καὶ φιλοσοφικὸς
στοχασμός· εἶνε ἡ πραγματικότης. Ἐκεῖ στὸν κόσμο ἐκεῖνον εἶδε καὶ ἄκουσε
πράγματα «ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι», ποὺ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ πῇ (Β΄
Κορ. 12,2-4). Τέτοια μεγαλεῖα! Ὅσο εἶσαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει ἥλιος, γῆ, ἀστέρες
καὶ γαλαξίες, τόσο κι ἀκόμη περισσότερο νὰ πιστεύῃς, ὅτι ὑπάρχει ἄλλη ζωὴ τὴν ὁποία
λαχταροῦμε. «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν»
(Ἑβρ. 13,14). Νά σὲ τί διαφέρουμε οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τοὺς μαρξιστάς· ἐκεῖνοι
λένε ὕλη, ἐμεῖς λέμε πνεῦμα! καὶ ὅτι ὁλόκληρο τὸ ὁρατὸ τοῦτο σύμπαν εἶνε μικρὸ
μπροστὰ στὸ ἀόρατο ἐκεῖνο σύμπαν τοῦ πνευματικοῦ κόσμου.
Λοιπόν, προχωρῶ ἀκόμη. Ἐὰν τὸν φυσικὸ
κόσμο τὸν αἰσθανώμαστε μὲ τὶς πέντε αἰσθήσεις, πῶς θὰ αἰσθανθοῦμε ὅτι ὑπάρχει ἀόρατος
κόσμος; Ὑπάρχει μιὰ ἄλλη αἴσθησις. Ὤ ἡ ἄλλη αἴσθησις! Μέσ᾽ στοὺς χίλιους ἕνας τὴν
ἔχει – μακάριος αὐτός. Τὴν ὀνομάζουν ἕκτη αἴσθησι, καὶ κατ᾽ αὐτὴν
διαφέρει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ ζῷα, ποὺ πέντε αἰσθήσεις ἔχουν κι αὐτά (μερικὰ
μάλιστα νικοῦν τὸν ἄνθρωπο στὶς αἰσθήσεις· ὁ ἀετὸς βλέπει πιὸ μακριά, ὁ
σκύλος ἀκούει πιὸ καθαρά, κ.τ.λ.).
Ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ὑπερέχῃ
εἶνε ὁ νοῦς. Ὄχι ὁ ὁποιοσδήποτε νοῦς, ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα
τὸ ἅγιο καὶ φτάνει στὴν πίστι. Ἡ πίστις ὁπλίζει τὸ νοῦ καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος ἀνέρχεται
στὰ οὐράνια, βλέπει τὰ ἀόρατα, ἀγγίζει τὰ ἄψαυστα.
* * *
Τὸν 4ο αἰῶνα ζοῦσε τὴν Ἀλεξάνδρεια ὁ Δίδυμος ὁ τυφλός, διδάσκαλος τῆς
κατηχητικῆς σχολῆς. Ὅταν τὸν συνάντησε ὁ μέγας Ἀντώνιος τοῦ εἶπε· Σὲ μακαρίζω·
στερήθηκες μὲν τὰ σωματικὰ μάτια, ἔχεις ὅμως μάτια πνευματικά, ἔχεις πίστι, καὶ
βλέπεις ὅσα ἄλλοι δὲν βλέπουν.
Ὁ ἄπιστος εἶνε τυφλός. Τὸ εἶπε κάποτε ὁ
Χριστός· μάτια ἔχουν μὰ δὲν βλέπουν, αὐτιὰ ἔχουν μὰ δὲν ἀκοῦνε (βλ. Μᾶρκ.
8,18). Αὐτὴ τὴν κατάστασι περιέγραψαν ὁ Πλάτων στὸ Σπήλαιό του καὶ ὁ
Ντοστογιέφσκυ στὸ Ὑπόγειό του.
Ἡ ἐποχή μας καυχήθηκε γιὰ τὰ πολλά της
γράμματα… Ἐγὼ π.χ. γεννήθηκα σ᾽ ἕνα νησάκι τῶν Κυκλάδων, οἱ ὁποῖες τότε εἶχαν
μόνο ἕνα γυμνάσιο, τὸ Γυμνάσιο Σύρου, καὶ τώρα μαθαίνω ὅτι ἔχουν πενήντα
γυμνάσια! Γέμισε ὁ κόσμος σχολεῖα. Καὶ ἡ Ἑλλάδα, ἐκεῖ ποὺ εἶχε ἕνα
πανεπιστήμιο, τώρα ἔχει δέκα! Φουρνιὲς πτυχιούχων βγαίνουν. Δὲν κατηγορῶ τὴν ἐπιστημονικὴ
μόρφωσι, συμβαίνει ὅμως μία ἐκτροπή. Ἡ πολλὴ γνῶσις χωρὶς Θεό, τὰ ἄθεα
γράμματα, ποὺ εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, εἶνε μεγάλη συμφορά. Ὁ κόσμος κινδυνεύει ὄχι
ἀπὸ τὸ βοσκὸ καὶ τὸ γεωργό, ἀλλ᾽ ἀπὸ ἐπιστήμονες ποὺ θὰ πατήσουν ἕνα κουμπὶ καὶ
θὰ φέρουν τὴν καταστροφή. Ἕνας Γερμανὸς συγγραφέας εἶπε· Ἰδοὺ ἐγώ, μὲ τόσα φῶτα,
τυφλός ὅπως καὶ πρῶτα. Μᾶς τύφλωσε ἡ φιλαργυρία, ἡ φιληδονία, ἡ φιλοδοξία, ὁ ἐγωισμός,
ἡ ἀπάτη, τὸ μῖσος. Μέσα στὸ σκοτάδι ἀδελφὸς σκοτώνει τὸν ἀδελφό, ὁ Κάιν
σκοτώνει τὸν Ἄβελ. Σήμερα, ποὺ ἀκούσαμε αὐτὸ τὸ εὐαγγέλιο, ἂς ποῦμε μιὰ
προσευχή·
Κύριε, εἴμαστε τυφλοί, δός μας νὰ δοῦμε
τὸ φῶς σου! εἴμαστε κουφοί, δός μας ν᾽ ἀκούσουμε τὴ φωνή σου! εἴμαστε ἄλαλοι,
κάνε τὴ γλῶσσα μας νὰ γίνῃ κιθάρα καὶ νὰ ψάλλῃ μέρα – νύχτα τὰ μεγαλεῖα σου· ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου