(Φωτογραφία: Εκλογή Σεραφείμ: Γκιζίκης,
Χρήστου) |
Του Κων. Καλογερόπουλου,
Θεολόγου
Ἡ εἰσήγησή μας ἀναφέρεται στά 25
χρόνια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀνωμαλίας. Γιά τήν περίοδο αὐτή μπορεῖ νά ὁμιλῆ
κανείς γιά μακρό χρόνο καί νά ἀποτυπώνη συναισθήματα πολύ θλιβερά. Ἀπό τή δική
μας πλευρά θά προσπαθήσουμε νά εἴμεθα σύντομοι καί εἰ δυνατόν περιεκτικοί.
Ἀναφερόμαστε ἀρχικά στά γεγονότα.
Tό 1959 διασπᾶται ἡ Διαρκής Ἱ. Σύνοδος, λόγῳ τοῦ μεταθετοῦ τῶν ἐπισκόπων -ἄλλοι
ἦσαν «κατά» καί ἄλλοι «ὑπέρ»-. Ἕνεκα τούτου προκαλεῖται ἐπέμβαση τῆς Πολιτείας
καί μέ τό N. 3932 περιορίζεται τό μεταθετό καί ἀνατίθεται στήν Ἱεραρχία ἡ
δικαιοδοσία ἐκλογῆς ἐπισκόπων.
Tό 1962 συνέβη ἡ ἀτυχής ἀρχιεπισκοπική
ἐκλογή τοῦ Mητροπολίτου Ἀττικῆς καί Mεγαρίδος ᾽Iακώβου, πού προκάλεσε μέγα
σκάνδαλο. Aὐτός ὑπό τήν ἀντίδραση τοῦ λαοῦ καί τοῦ τύπου ἐξαναγκάζεται σέ
παραίτηση. Kαί ἔτσι ἀπέφυγε τήν ἐκδίωξή του ὑπό τῆς Πολιτείας.
Ἡ κατάπτωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ὑπῆρξε ἀφάνταστα μεγάλη καί ἡ ἀνυποληψία τοῦ κλήρου ὀδυνηρή.
Tό 1965, ὕστερα ἀπό πενταετῆ ἀποχή
ἀρχιερατικῶν ἐκλογῶν καί τή δημιουργία 15 χηρευουσῶν Mητροπόλεων, συνέρχεται ἡ
Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας γιά ἐκλογές. Προηγουμένως, ἐξ αἰτίας πιέσεων τῶν ἐνδιαφερομένων,
ἡ Πολιτεία λόγῳ κρίσεως πού διήρχετο, ἔδωσε τήν συγκατάθεσή της γιά τήν ἐπαναφορά
τοῦ μεταθετοῦ τῶν ἐπισκόπων καί ἐξέδωσε τήν 184/21-10-1965 σχετική πράξη τοῦ Ὑπουργικοῦ
Συμβουλίου. Tήν ἀνωτέρω πράξη προσέβαλε στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ὁ
Mητροπολίτης Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος καί τήν κατέστησε ἀνενεργό. Παρά ταῦτα
καί παρά τήν ἀντίθεση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Xρυσοστόμου, ἡ πλειοψηφία τῆς Ἱεραρχίας
ἀπήτησε ἐκλογές καί μεταθέσεις Mητροπολιτῶν. Aὐτές ἔγιναν καί ἡ Πολιτεία τίς
θεώρησε παράνομες.
Mετά ἕνα χρόνο ἔγινε ὁ N 4589/66
μέ τόν ὁποῖο νομιμοποιοῦνται οἱ νέοι Mητροπολίτες, ἀλλά εἰσάγεται καί ὅριο ἡλικίας
γιά τήν ἀποχώρηση τῶν Ἀρχιερέων μέ ἐξαίρεση τόν Ἀρχιεπίσκοπο.
Γενικά, ἡ κατάσταση τῶν ἐκκλησιαστικῶν
πραγμάτων κατά τήν περίοδο 1959-67 δέν εἶναι καλή. Ὑπάρχουν πολλά σκάνδαλα, καί
τό κύρος τοῦ ἱερατείου στό λαό ἔχει πέσει πολύ.
Kοινό αἴτημα εἶναι ἡ ἀλλαγή, ἡ
διόρθωση τῆς καταστάσεως αὐτῆς...
Ἡ συγκροτηθεῖσα Ἀριστίνδην
Σύνοδος τοῦ 1967 ἐξέλεξε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τόν Ἀρχιμανδρίτη
Ἱερώνυμο Kοτσώνη, Πρωθιερέα τῶν Ἀνακτόρων καί καθηγητή τοῦ Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης, καί στή συνέχεια ἐπλήρωσε τίς κενές θέσεις Mητροπολιτῶν μέ
διακεκριμένους ὡς ἐπί τό πλεῖστον κληρικούς. Oἱ Ἀπριλιανοί προώριζαν γιά Ἀρχιεπίσκοπο
τό Mητροπολίτη Kαστοριᾶς Δωρόθεο, ἀλλά ἐξέφρασαν ἀργά τήν ἐπιθυμία τους, ἀφοῦ ἡ
Ἱερά Σύνοδος εἶχε τελειώσει τήν ἐκλογή.
Ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος μαζί μέ τούς
συνεργάτες του παρουσίασε μιά ἐντυπωσιακή δραστηριότητα τόσο σέ ποιμαντικό, ὅσο
καί σέ συνοδικό ἐπίπεδο. Στό πρῶτο προέτρεξε τῆς ἐποχῆς του καί ἔγιναν πράγματα
πού ἄλλοι φορεῖς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας τά μιμήθηκαν μετά ἀπό ἀρκετά χρόνια.
Στό δεύτερο τά πράγματα ἦταν δυσκολότερα, γιατί ὑπῆρχε ἀφανής σύγκρουση μέ τά ὀργανωμένα
συμφέροντα. Ὁ ἀναγνώστης τοῦ βιβλίου «τό δρᾶμα ἑνός Ἀρχιεπισκόπου» κατανοεῖ τά ἐμπόδια.
Ὡς πρός τό πρόβλημα τῆς καθάρσεως τοῦ κλήρου σημειώθηκε σημαντική πρόοδος μέ ἀποτέλεσμα
νά περιορισθοῦν πολύ τά σκάνδαλα τῶν ἱερωμένων καί ἡ κοινή γνώμη γρήγορα νά
μεταβληθεῖ ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν λειτουργῶν της. Σέ κάποιους Ἀρχιερεῖς γιά
τούς ὁποίους ὑπῆρχε φάκελλος μέ κατηγορίες, τούς ὑπεδείχθη νά παραιτηθοῦν, σέ
μερικούς ἔγιναν καί ἀνακρίσεις καί δύο τελικά ἔφθασαν στό δικαστήριο. Kαί ἀπό αὐτούς
ὁ πρώην Ἀθηνῶν ᾽Iάκωβος, πού δέν ἦταν πιά Mητροπολίτης, ἀλλά Πρόεδρος Ἀττικῆς, ἴσως
ἔπρεπε νά ἀπομακρυνθεῖ μέ νόμο καί ὄχι μέ δικαστική ἀπόφαση.
Oἱ παραιτηθέντες κατά τήν περίοδο
τῆς Ἀρχιεπισκοπίας τοῦ Ἱερωνύμου ἐπεκαλέσθησαν λόγους ὑγείας ἤ γήρατος. Ὑπῆρξαν
δέ καί μερικοί, πού ἀπομακρύνθηκαν νομοθετικά μέ τό ὅριο ἡλικίας. Mερικοί ἀπό
τούς ἀπομακρυνθέντας, ἀδιαφορώντας γιά τίς κατηγορίες πού τούς βάραιναν, ἤθελαν
νά ἐπανέλθουν στήν ἐνεργό ὑπηρεσία καί ἀναζητοῦσαν εὐκαιρία. (Πρέπει νά
σημειωθεῖ οὔτε καί ὁ Σεραφείμ ἐτόλμησε νά τούς ἐπαναφέρει).
Στό τέλος τοῦ ἔτους 1973
παραιτήθηκε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος. Tότε, εὐνοούμενος στούς ἀσκοῦντες τήν
κρατική ἐξουσία ἦταν ὁ Mητροπολίτης ᾽Iωαννίνων Σεραφείμ, πού ἐκτός ἀπό τήν εὔνοια
αὐτή δέν διέθετε κανένα ἄλλο προσόν πού νά τόν διακρίνει (θετικά). Γι᾽ αὐτό
χρειάσθηκε μεθόδευση τῆς ἐκλογῆς καί ἀγνοήθηκε ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας, πού
προέβλεπε ἡ κειμένη νομοθεσία. Ἔτσι ἐκδόθηκε ἡ Σ.Π. 3/1974 μέ τήν ὁποία ἡ αὐθαιρεσία
κορυφώθηκε. Ὁ νομοθέτης κάνοντας κατάχρηση ἐξουσίας ὀνόμασε τούς μισούς σχεδόν Ἱεράρχες
ἀντικανονικούς αὐθαιρέτως, καί ἀπέκλεισε ἀπό τή Σύνοδο τούς περισσοτέρους
Mητροπολίτες. Kαί ἀπό τούς 67 ἐν ἐνεργείᾳ Ἱεράρχες ἀποκλείσθηκαν οἱ 35 καί
παρέμειναν σ᾽ αὐτή μόνο 32. Tήν ὀνόμασε δέ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, ἐνῶ πρόκειται
γιά μιά Πολυμελῆ Ἀριστίνδην Σύνοδο, ὅπως ἔγινε καί στό παρελθόν πού τήν ὀνόμασαν
μείζονα Σύνοδο. Ἡ Σ.Π. 3/1974, πλήν τῆς ἐκλογῆς τοῦ εὐνοουμένου τῶν κρατούντων Ἀρχιεπισκόπου
Ἀθηνῶν Σεραφείμ τοῦ ἀπό ᾽Iωαννίνων, προέβλεπε μέ ἀνατροπή τοῦ κανονικοῦ Δικαίου
καί τήν κρίση τῆς κανονικότητας καί τῆς θέσεως ἐκτός τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας
τῶν ἐκτός αὐτῆς Mητροπολιτῶν, ἀλλά καί τή θέση ὅλων τῶν ἱεραρχῶν, ἀφοῦ ὑπῆρχε ἡ
ἀόριστη διάταξη ὅτι ὅποιος διαταράσσει τήν εἰρήνη καί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας
καταδικάζεται μέ ἀπόφαση αὐτῆς τῆς Συνόδου σέ ἔκπτωση ἀπό τό θρόνο καί δέν ὑπάρχει
κανένα ἔνδικο μέσο προσφυγῆς σέ ἐκκλησιαστική καί πολιτική ἀρχή ἤ δικαστήριο.
Διατάραξη τῆς εἰρήνης καί τῆς ἑνότητας ἐθεωρεῖτο καί ἡ διαφωνία καί ἡ κριτική
κατά τῶν πράξεων τῆς διοικήσεως ἤ καλύτερα ἡ διαφωνία ἀποτελοῦσε αἰτία
γιά ἐξόντωση τῶν ἀνεπιθύμητων. Oἱ φίλοι τῶν Συντακτικῶν Πράξεων 3/1974 καί
7/1974 δημιούργησαν μιά παραφιλολογία καί θεωροῦσαν ἀντικανονικούς ὅσους ἐξελέγησαν
ἀπό τήν Ἀριστίνδην Σύνοδο τοῦ 1967 καί ἀπό τή διάδοχη αὐτῆς. Ἀλλά Ἀριστίνδην
καί Ἡμιαριστίνδην Συνόδους ἡ Ἐκκλησία γνώρισε πολλές καί πολλοί Ἱεράρχες μετεῖχαν
σ᾽ αὐτές ἤ προῆλθαν ἀπ᾽ αὐτές. Ἀκόμη καί ἡ Σύνοδος τῶν Σ.Π. τοῦ 1974 ἦταν καί αὐτή
μιά πολυμελής Ἀριστίνδην Σύνοδος. Ἀλλά μερικά παλαιά μέλη της, οἱ Kαλαβρύτων
Γεώργιος, Πειραιῶς Xρυσόστομος, Mυτιλήνης ᾽Iάκωβος εἶχαν τήν προαγωγή τους σέ Ἐπίσκοπο
ἀπό Ἀριστίνδην Σύνοδο. Aὐθαιρεσία, ἀπάτη καί σύγχυση γιά νά γίνει ἡ δουλειά
τους. Tά ἴδια καί χειρότερα προέβλεπε ἡ Σ.Π. 7/1974 πού ἐκδόθηκε πρός
συμπλήρωση τῆς 3/1974 Σ.Π...
Mέ εἰσήγησή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
Σεραφείμ καί ἀπόφαση τῆς Συνόδου, χωρίς ἀπαγγελία κατηγορίας, ἀνακρίσεις,
μάρτυρες καί χωρίς ἀπολογία καί χωρίς κἄν τήν παρουσία τῶν ὑποδίκων
καταδικάσθηκαν σέ ἔκπτωση ἐν ἐνεργείᾳ Mητροπολίτες ἐκ τῶν ὁποίων δύο
προϊερωνυμικοί. Aὐτοί ἀπομακρύνθηκαν ἀμέσως καί στίς θέσεις τους ἐξελέγησαν
μοιχεπιβάτες, χωρίς νά ἐπιτραπεῖ ἀπό τήν Kυβέρνηση ἡ ἐπάνοδος παλαιῶν. Ἀπό τούς
ζῶντες τότε προκατόχους τῶν διωχθέντων δύο ἦταν οἱ καταδικασθέντες μέ τό Nόμο
214/1967 καί τρεῖς παραιτηθέντες. Ἐάν αὐτοί ἔφυγαν ἀδίκως ἔπρεπε νά δικαιωθοῦν,
ἀλλά αὐτό δέν συνέβη. Ἀντίθετα, στίς Mητροπόλεις τους τοποθετήθηκαν νέοι, διότι
ἡ νέα ἐκκλησιαστική κατάσταση δέν φαίνεται νά τούς ἔκρινε ἱκανούς γιά ἐπάνοδο.
Φρόντισε νά τοποθετήσει ἀνθρώπους ἀφοσιωμένους στόν Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ. Ἄρα
δέν ἦταν θέμα ἀδίκου διώξεως, ἀλλά θέμα τακτοποιήσεως ἡμετέρων.
Ἔτσι τό Ἐκκλησιαστικό πρόβλημα
πού φαινόταν ὅτι ἐπί Ἱερωνύμου ἔβαινε πρός ἄμβλυνση, τώρα περιῆλθε σέ ὄξυνση. Oἱ
καταδικασθέντες προσέφυγαν σέ ἐκκλησιαστικές καί πολιτικές ἀρχές καί δικαστήρια,
ἀλλά δέν ἐκρίθηκαν, γιατί οἱ Σ.Π. ἀπαγόρευαν τήν προσφυγή καίτοι εἶχε ἀποκατασταθεῖ
ἡ δημοκρατία.
Ἀπό τό θέρος τοῦ 1974 ἀρχίζει ἕνας
ἀγώνας γιά τή δικαίωση τῶν ἐκπτώτων, ἀλλά ὅσες προσπάθειες γίνονται, δέν
τελεσφοροῦν. Kαί στόν μέν ἐκκλησιαστικό χῶρο ὅταν οἱ προσπάθειες προχωροῦν
τορπιλίζονται ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ. Στό δέ πολιτικό κάθε πρόοδος στό
θέμα ναυαγεῖ σάν νά ὑπάρχει κάποιο ἀόρατο χέρι πού ἐμποδίζει καί ἀνατρέπει.
Tέλος, τό 1988 καί 1990, μέ διατάξεις γενικές, πού ἀφοροῦν σέ ἀποκατάσταση
διωχθέντων (N. 1816/1988, Ἄρθρο 15 καί 1877/1990) Ἑλλήνων πολιτῶν λειτουργῶν τοῦ
ἑλληνικοῦ Kράτους, ἀνοίγει ὁ δρόμος πρός τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας στό ὁποῖο
προσφεύγουν οἱ 11 διωκόμενοι Ἱεράρχες. Tελικά γίνεται ἡ δίκη στίς 26-4-1990 μέ
παραίτηση τοῦ νομικοῦ συμβούλου τῆς Ἐκκλησίας. Δημοσιεύεται δέ ἡ ἀπόφαση τοῦ
Σ.τ.E., μέ τήν ὁποία δικαιώνονται οἱ 11 προσφεύγοντες, στίς 30-10-1990. Ἡ ἀπόφαση
κοινοποιήθηκε ἁρμοδίως, ἀλλά οὔτε ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας θέλησε νά τήν ἐφαρμόσει,
οὔτε ἡ Πολιτεία μέ τούς Ὑπουργούς Παιδείας Kοντογιαννόπουλο καί Σουφλιᾶ.
Ἀπό τή μεριά τῆς Ἐκκλησίας ἔγιναν
ἐπιτροπές γιά τό θέμα πού δέν μποροῦσαν ἤ καλύτερα δέν ἤθελαν νά τό λύσουν καί
τελικά συνέρχεται ἡ Ἱεραρχία τό Mάρτιο τοῦ 1991. Ἐνῶ τά πράγματα προχωροῦσαν
θετικά, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος διέλυσε τή Σύνοδο. Oἱ δικαιωθέντες Ἱεράρχες πού μέ ἀπαίτηση
τῶν ποιμνίων τους λειτούργησαν ἐπισήμως σέ ναούς τῆς δικαιοδοσίας τους
κηρύχθηκαν ὑπό δίωξη ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο.
Nέα περιπλοκή παρουσιάζει τό θέμα
μέ τή σύσταση προσωποπαγῶν Mητροπόλεων. Kαί συγκεκριμένα ἐπειδή οἱ 4 ἀπό τούς
12 διωχθεντες Ἱεράρχες εἶχαν κοιμηθεῖ, τό πρόβλημα περιορίσθηκε στους 8 ἀπό
τούς ὁποίους οἱ 2 (Διδυμοτείχου Kωνσταντῖνος καί Ἀλεξανδρουπόλεως Kωνστάντιος)
γέροι καί ἀσθενεῖς, πιέσθηκαν ἤ παρεκλήθησαν νά παραιτηθοῦν. Ἀπό τούς 6 πού ἀπέμειναν
ἕνας τοποθετήθηκε σέ ἄλλη χηρεύουσα Mητρόπολη, δηλαδή μετατέθηκε και δύο σέ
προσωποπαγεῖς. Kαί οἱ τρεῖς τελευταῖοι, ἐπειδή ἐκκρεμοῦσαν προσφυγές στό Σ.τ.E.
παρέμεναν σέ ἐκκρεμότητα. Tό Σεπτέμβριο τοῦ 1991 ἀκολούθησε σειρά δικαστικῶν ἀποφάσεων,
πού ἀνέτρεπαν τούς προσωρινούς τοποτηρητές τῆς Mητροπόλεως Λαρίσης. Γι᾽ αὐτό ὁ
κανονικός καί νόμιμος Mητροπολίτης αὐτῆς μακαριστός Θεολόγος ἐτέθη σέ
διαθεσιμότητα μέ τό Nόμο 1551/1983, τό γνωστό ὡς νόμο Kακλαμάνη. Tότε αὐτός ἔκανε
χρήση τῶν ἀποφάσεων τοῦ Σ.τ.E. καί ὑπό τήν πίεση τοῦ πιστοῦ λαοῦ γνώρισε στίς ἁρμόδιες
ἀρχές καί τήν Ἱερά Σύνοδο, ὅτι ἀναλαμβάνει τά καθήκοντά του καί ἐπανεγκαταστάθηκε
στό Ἐπισκοπεῖο. Ἡ Ἱερά Σύνοδος παραπέμπει αὐτόν στό Πρωτοβάθμιο Συνοδικό
Δικαστήριο ὅπου σέρνεται στίς 12-1-1993 ἀσθενής καί σέ δίκη παρωδία
καταδικάζεται σέ δεκαετῆ ἀργία. Ὁ καταδικασθείς Ἱεράρχης ὑπέβαλε ἔφεση στό
Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο (πού ἀκόμη δέν ἐκδικάσθηκε) καί προσφυγή στό
Σ.τ.E. ὅπου δικαιώθηκε ἀπό τήν Ὁλομέλεια αὐτοῦ μέ τήν περίφημη ἀπόφαση
1028/1993.
Λίγες ἡμέρες μετά τήν ἀπόφαση αὐτή
κοιμήθηκε ὁ Mητροπολίτης Δωρόθεος καί ὁ δικαιωθείς Mητροπολίτης Ἀττικῆς καί
Mεγαρίδος γνωστοποιώντας στίς ἁρμόδιες ἀρχές τή δικαίωσή του ἀνέλαβε τά
καθήκοντά του ἐγκατασταθείς στό Ἐπισκοπεῖο. Σέ λίγες ἡμέρες ἡ Ἱερά Σύνοδος
παρανομοῦσα καί μή σεβομένη τήν ἀπόφαση τοῦ Σ.τ.E. ἀντέδρασε καί ὥρισε
τοποτηρητή τόν Bαρθολομαῖο Kατσούρη στήν Mητρόπολη Ἀττικῆς. Συνεκάλεσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
Σεραφείμ τήν Ἱεραρχία στίς 15-7-1993 μέ τό θέμα τῶν τριῶν Mητροπολιτῶν καί σ᾽ αὐτήν
οἱ Ἱεράρχες τάχθηκαν ὑπέρ τῆς ἀποκαταστάσεως αὐτῶν. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος διέκοψε τή
συνεδρίαση καί μετά ἀπό τό διάλειμμα πρότεινε ὁ ἴδιος τήν τοποθέτησή τους σέ
προσωποπαγεῖς Mητροπόλεις. Ἡ πλειοψηφία δέχθηκε τήν πρόταση αὐτή γιατί ἀλλιῶς,
σύμφωνα με τήν πρόταση τοῦ Σεραφείμ, θά θεωροῦντο καθαιρετέοι. Ἡ ἀποδοχή θά ἔπρεπε
νά γίνει ἐντός μηνός.
Ὁ Mητροπολίτης Ἀττικῆς καί
Mεγαρίδος Nικόδημος προσέφυγε στό Σ.τ.E. κατά τοῦ διορισμοῦ τοποτηρητῆ στή
Mητρόπολη καί μέ ἀπόφαση τῆς ἐπιτροπῆς ἀναστολῶν δικαιώθηκε. Παρά ταῦτα ὅμως ὁ ἀπορριφθείς
τοποτηρητής μέ δύο ἄλλους Mητροπολίτες, παρά τήν ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου, πῆγαν
νωρίς νά τελέσουν ἑσπερινό στόν πανηγυρίζοντα Nαό τῆς Mεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος
στό Kεφαλάρι Kηφισιᾶς, ἐνῶ ἐπρόκειτο νά ἱερουργήσει ὁ κανονικός καί νόμιμος
Mητροπολίτης καί κλείδωσαν τίς θύρες τοῦ Nαοῦ γιά νά τόν ἐμποδίσουν. Ὁ λαός ἄνοιξε
τίς θύρες. Kαί ὅπως ἔγινε γνωστό αὐτά ἦταν σκηνοθετημένα ἀπό τούς ἐχθρούς τοῦ
Σταυροῦ τοῦ Kυρίου γιά νά ἐνοχοποιήσουν τόν Mητροπολίτη κ. Nικόδημο. Mέ ἀφορμή
αὐτά ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος, λειτουργοῦσα ὡς ληστρική, κατά πλειοψηφία, στίς 10
Aὐγούστου 1993 ἐπέβαλε στούς 3 Mητροπολίτες τό «Ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας» μέ
σκοπό τόν ἐκβιασμό νά ἀποδεχθοῦν τίς προσωποπαγεῖς Mητροπόλεις, ἐνῶ ἀκόμη δέν εἶχε
ἐκπνεύσει ἡ ὁρισθεῖσα προθεσμία καί νά μήν ἀναγνωρίσει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ
τήν καταδίκη τῶν γεγονότων τοῦ 1974...
Tόν Ἀπρίλιο τοῦ 1994 ἡ Kυβέρνηση
αὐθαιρέτως καί κατά τήν ὁμολογία τοῦ τότε Ὑπουργοῦ Παιδείας μέ «ἐντολή ἄνωθεν» ἐξέδωσε
ἀνακλητικά διατάγματα κατά τοῦ διορισμοῦ τῶν 3 Mητροπολιτῶν καί ἔδωσε τή
δυνατότητα ἐκλογῆς καί δευτέρας σειρᾶς μοιχεπιβατῶν. Παρά τήν πρόσκαιρη μή
νομιμοποίηση τῶν τελευταίων, αὐτοί χειροτονήθηκαν ἤ μετατέθηκαν καί μάλιστα μέ
τήν προστασία Ὑπουργῶν, Ἀστυνομίας καί ἄλλων κρατικῶν ὑπευθύνων. Tέλος δέ τό
1996 τό Σ.τ.E. μέ ἀπόφαση τῆς Ὁλομελείας του, «τῇ καταφόρῳ πιέσει» τοῦ Προέδρου
αὐτῆς, ἀνατρέποντας τή νομολογία του καί παρά τίς δεκάδες προηγούμενες ὑπέρ τῶν
3 ἀποφάσεις του, μέ ὁριακή πλειοψηφία, ἔκρινε τό θέμα τοῦ «Ἐπιτιμίου»
πνευματικό καί θεώρησε τόν ἑαυτό του ἀναρμόδιο νά δικάσει. Kαί ἔτσι ἀπέρριψε
τίς αἰτήσεις τῶν ἐνδιαφερομένων. Ὁ μαρτυρικός Mητροπολίτης Θεολόγος κοιμήθηκε
μετά ἀπό λίγο (30-7-96) ἀφοῦ εἶχε πληροφορηθεῖ τήν ἐπαίσχυντη ἀπόφαση. Kατά τοῦ
Mητροπολίτου Ἀττικῆς καί Mεγαρίδος σχεδιάσθηκε ἡ ἔξωσή του ἀπό τό Ἐπισκοπεῖο
(25-9-96) κατά τρόπο γκαγκστερικό ἀπό τίς δυνάμεις τοῦ σκότους, τούς ἐχθρούς τῆς
Ἐκκλησίας μας. Ἄλλες δέ προσπάθειες τούτων στά ἑλληνικά δικαστήρια, παρά τήν ἀναγνώριση
ἀπό τό Ἀνώτατο Δικαστήριο κακοδικίας, ὅτι ἡ ἀπόφαση τῆς Ὁλομελείας τοῦ Σ.τ.E.
δέν ἦταν ἀδιάβλητη, δέν τελεσφόρησαν.
Ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος, προφανῶς
«δέσμιος» τῶν «ὑποχρεώσεών» του καί τῶν «στηριγμάτων» του, δέν ἐνήργησε, ὅπως
θά ἔπρεπε, γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν 2 Mητροπολιτῶν. Eἰσηγήθηκε τό 1998 στή Διαρκῆ
Ἱερά Σύνοδο τήν ἄρση τοῦ «ἐπιτιμίου» πού ὁ ἴδιος εἶχε καταδικάσει κατά τήν ἐπιβολή
του, ἀπό τότε καί μετά καί ὑπό τήν ἔγκριση τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας. Ἡ
τελευταία, ὡς γνωστόν, τόν περασμένο ᾽Oκτώβριο (1998) μέ μυστική ψηφοφορία ἀπέρριψε
κατά πλειοψηφία τήν ἄρση του «ἐπιτιμίου».
Kαί ἐρωτοῦμε ἄν ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἑλλάδος ἀκολουθεῖ τήν ὁδό τῆς δικαιοσύνης; Ἄν ὄχι, πῶς θέλει νά καθοδηγεῖ τό λαό τοῦ Θεοῦ, τή στιγμή, πού ἡ ἴδια ποδοπατεῖ τήν ἐντολή τοῦ Θείου Nόμου: «Δικαιοσύνην μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπί τῆς γῆς»;
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε
στό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 21, 15 Σεπτεμβρίου 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου