Όλοι μας, όσο είμαστε νέοι και
δεν έχουμε καν δεσμό, φανταζόμαστε κάποια πράγματα για τα παιδιά μας.
Όλοι έχουμε ονειροπολήσει πώς θα
είναι η οικογένειά μας στο μέλλον. Και έχουμε ονειροπολήσει για τα παιδιά μας
πως θα είναι. Την ιστορία με την κουκουβάγια και την πέρδικα την ξέρετε. Τα
παιδιά μας θα είναι τα πιο όμορφα, τα πιο έξυπνα, τα πιο πειθαρχημένα, θα τρώνε
το φαγητό τους, θα φέρνουν καλούς βαθμούς. Έτσι τα φανταζόμαστε. Ακόμα και από
όταν είναι μέσα στην κοιλιά τα φανταζόμαστε.
Έρχεται όμως η στιγμή που βγαίνει
ένα συγκεκριμένο παιδί, το οποίο έχει μερικά μόνο από αυτά που είχαμε
φανταστεί. Όχι όλα. Και ευτυχώς που δεν τα έχει όλα.
Αλίμονο αν ο Θεός μας έδινε τα
τέλεια παιδιά, όπως τα είχαμε φανταστεί εμείς. Πρώτα απ’ όλα, δεν θα μαζευόταν
ο εγωισμός μας με τίποτα πλέον. Δεν θα είχαμε αφορμή για ταπείνωση καμία.
Αλλά ίσως να ήταν πρόβλημα και
για τα παιδιά τα ίδια, να ανταποκρίνονται ακριβώς στις προσδοκίες των γονέων.
Δεν θα τους έκανε καλό.
Έρχεται και το συγκεκριμένο
παιδί, το οποίο δεν είναι και στην φυσιογνωμία όπως ακριβώς το περιμέναμε, άσε
που μπορεί να μοιάζει στον πεθερό ή στην πεθερά -αυτό είναι άλλη υπόθεση-, δεν
είναι τόσο ήσυχο την νύχτα, κλαίει και μας ξυπνάει. Ή, σε μεγαλύτερη ηλικία που
παίζει με άλλα παιδάκια, δεν είναι και τόσο ήσυχο στο παιχνίδι, τσακώνεται με
τα άλλα παιδιά, τα πειράζει κιόλας μερικές φορές. Και όταν αρχίσει να πηγαίνει
σχολείο, δεν ακούγονται και πάρα πολλά «μπράβο».
Κι έτσι αρχίζει να
πληγώνεται ο γονέας, να τραυματίζεται δηλαδή η εικόνα που είχε πλάσει για το
παιδί του, (δηλαδή, για τον εαυτό του). Τραυματίζεται δηλαδή η εικόνα που
είχαμε πλάσει για εμάς, όχι για το παιδί μας.
Επομένως, το να αγαπώ το παιδί
μου όπως ακριβώς είναι κι όχι όπως θα ήθελα να είναι, αποτελεί μια άσκηση. Όχι
απλώς αγάπης, αλλά ταπείνωσης.
Είναι μία άσκηση, θα
λέγαμε, ευχαριστίας -να το πούμε με εκκλησιαστικούς ορούς. Δηλαδή, προσπαθώ να
γίνω ευχαριστιακός άνθρωπος. Να ευχαριστώ τον Θεό για αυτή την δωρεά του
συγκεκριμένου παιδιού που βρίσκεται στην ζωή μου. Και για να μην παίζω θέατρο
με τον Θεό και να το εννοώ ότι Τον ευχαριστώ, πρέπει αυτά τα καλά του παιδιού
μου να είναι περισσότερα από τα άσχημα όπως το βλέπω εγώ.
Δεν λέω να είμαστε στα σύννεφα
και να νομίζουμε ότι το παιδί μας έχει προτερήματα που δεν έχει. Δεν εννοώ
αυτό. Αλλά εννοώ, οι αφορμές που μας δίνει χαρά το παιδί μας να είναι
περισσότερες από τις αφορμές που μας αγχώνει, που μας νευριάζει. Τότε μόνο θα
είμαι γνήσιος προς τον Θεό και θα Τον ευχαριστώ πράγματι και θα αποδέχομαι το
παιδί μου όπως πράγματι είναι. Δηλαδή το πραγματικό παιδί μου, όπως είναι στ’
αλήθεια, γίνεται πηγή χαράς και δοξολογίας και ευχαριστίας. Και στην θεία
Λειτουργία θα μπορώ να ευχαριστήσω, ώστε να έχει το νόημα που της δίνει η λέξη:
θεία Ευχαριστία. Ότι πηγαίνουμε για να ευχαριστήσουμε «υπέρ των φανερών και
αφανών ευεργεσιών, των εις ημάς γεγενημένων».
Το δύσκολο μερικές φορές είναι
αυτό, να βρούμε πράγματα για τα οποία να ευχαριστούμε τον Θεό για τα παιδιά
μας.
Και για τον σύντροφό μας το ίδιο.
Διάβαζα κάτι που έγραψε προ καιρού ένας άνθρωπος σαράντα χρονών, που έχασε την
γυναίκα του από καρκίνο και έμεινε με δυο παιδιά, εννέα και επτά ετών. Είναι
Αμερικανός Ορθόδοξος. «Είναι στιγμές που πονάω πάρα πολύ και μου λείπει πάρα
πολύ. Αλλά τα καλά που προσέφερε στην ζωή μου το πέρασμά της μου είναι μέσα μου
πολύ περισσότερα από τον πόνο της απουσίας της. Κι ευγνωμονώ τον Θεό που πέρασε
από την ζωή μου». Ο ίδιος, έγραφε πριν πεθάνει η γυναίκα του, καθώς την έβλεπε
πια να σβήνει: «Είναι κοντά μου και όμως την νιώθω να φεύγει μακριά μου. Φεύγει
και χάνεται από τα χέρια μου. Αυτό με κάνει και πονάω, αλλά με παρηγορεί ότι
πάει σε χέρια που την αγαπούν περισσότερο».
"Χρειαζόμαστε την
οικογένεια;" • εκδόσεις Αρμός
π. Βασίλειος Θερμός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου