Οὐχ ὁ Θεός κολάζει τινά ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι;
«Δικαιοσύνη καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στην
παγκόσμια Κρίση»: Ἒτσι ἐπιγράφεται τό τέταρτο καί τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ λαμπροῦ
βιβλίου τοῦ πανοσιολογιωτάτου ἀρχιμανδρίτου Ἀστερίου Χατζηνικολάου, μέ τόν
τίτλο: «Μέλλουσα Κρίση καί Αἰωνιότητα»[1]. Στό
ἐν λόγῳ συγγραφικό ἒργο παρατίθεται ἡ φράση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: «Ὁ
Θεός οὐ κολάζει τινά ἐν τῷ μέλλοντι (αἰῶνι)»[2].
Ὁπότε εὒλογο ἀνακύπτει τό ἐρώτημα: Ἡ ρητή ἀναφορά τοῦ μεγάλου Δογματικοῦ
Θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας ὃτι ὁ Θεός κανένα δέν τιμωρεῖ, δέν προσκρούει στήν
πίστη τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας περί Μελλούσης Κρίσεως καί ἑπομένως περί τῆς ἀμοιβῆς
τῶν δικαίων καί τῆς τιμωρίας τῶν μέχρι τέλους ἀμετανόητα ἁμαρτωλῶν;
1) Ὃταν ὁ ἱερός Δαμασκηνός γράφει πώς ὁ Θεός κανένα δέν τιμωρεῖ, δέν ἀρνεῖται τή δίκαια κρίση, τήν ἀνταπόδοση δικαιοσύνης ἀπό τόν Παντοκράτορα Κύριο σέ ὃλους τούς ἀνθρώπους, ζῶντας καί νεκρούς, κατά τήν Δευτέρα Του ἒνδοξη Παρουσία, ἀλλά θέλει νά ὑπερασπιστεῖ τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, νά διαδηλώσει πώς ἓνας Θεός (Μία Ἀρχή- Μοναρχία) τῶν ὂντων ὑπάρχει καί αὐτός ὁ ἓνας Θεός, ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι ἀγαθός.
Μάλιστα
ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ («ἡ ἐγκατάλειψις») εἶναι δύο εἰδῶν: Τιμωρία σέ τούτη τή ζωή,
τήν ὁποία ὁ ἃγιος Δαμασκηνός χαρακτηρίζει «ἐγκατάλειψιν τοῦ Θεοῦ οἰκονομικήν
καί παιδευτικήν» καί ἡ ὁποία παραχωρεῖται ἀπό τόν Θεό «πρός διόρθωσιν καί
σωτηρίαν τοῦ πάσχοντος (δηλ. αὐτοῦ πού τιμωρεῖται) ἢ τῶν ἂλλων (τῶν συνανθρώπων
του)», καί τιμωρία στήν ἂλλη, τήν αἰώνια ζωή, τήν ὁποία ὀνομάζει «ἐγκατάλειψιν ἀπογνωστικήν
(ἀπελπιστική) πρός τελείαν κόλασιν». Ἡ διπλῆ αὐτή τιμωρία τοῦ Θεοῦ, «πρός
διόρθωσιν καί σωτηρίαν» ἀφ’ ἑνός, καί «πρός τελείαν κόλασιν» ἀφ’ ἑτέρου, συνιστᾶ
τό κατά παραχώρησιν ἢ ἑπόμενον (στήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία) θέλημα τοῦ Κυρίου.
Διότι βέβαια τό ἀρχικό (τό «προηγούμενον») ἢ τό κατ’ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι
τό «πάντας σωθῆναι καί τῆς Βασιλείας αὐτοῦ τυχεῖν». Ἐπειδή ὃμως ἁμαρτήσαμε,
«θέλει κολάζεσθαι δικαίως»[5].
Συμπερασματικά, ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει ἡ βράβευση τῶν δικαίων καί ἡ
καταδίκη τῶν μέχρι θανάτου ἀμετανόητων ἁμαρτωλῶν, ἀσφαλῶς καί συμβιβάζεται μέ
τήν ἀγάπη Του.
2) Ἀπό τήν ἲδια ἀπολογητική
διάθεση κινούμενος ὁ ἱερός Δαμασκηνός, διατείνεται πώς τό κακό δέν εἶναι (ἒχει)
οὐσία, παρά εἶναι μή ὂν[6].
Θέλει καί πάλι νά ἀντιτάξει στούς Μανιχαίους ὃτι τό κακό ἦταν ἀπόν, δέν ὑφίστατο
στήν ἀρχική λίαν καλή δημιουργία τοῦ Θεοῦ[7]. Ἂς
μήν κατηγοροῦν λοιπόν οἱ Μανιχαῖοι τόν πανάγαθο Πατέρα γιά τήν ὓπαρξη τοῦ κακοῦ
μέσα στόν κόσμο, ἀλλ’ ἂς ἀναζητοῦν ἀλλοῦ τήν αἰτία τῆς παρείσφρυσης τοῦ κακοῦ
στή λίαν καλή κτίση τοῦ Θεοῦ: στήν κακή χρήση (κατάχρηση ἢ παράχρηση) τῆς ἐλευθερίας
ἀπό τόν ἂνθρωπο[8].
3) Τό ἲδιο ἰσχυρό ἀντιμανιχαϊστικό
σκεπτικό ὑποκρύπτεται καί ὃταν σημειώνεται πώς τό σῶμά μας, δέν εἶναι κατώτερο,
ἀλλά εἶναι ἰσότιμο μέ τήν ψυχή[9].
Ἡ πρόθεση καί στήν περίπτωση αὐτή εἶναι νά καταδειχθεῖ ὃτι ὂχι μόνον ἡ ψυχή
μας, ἀλλά καί τό σῶμα εἶναι κτίσμα τοῦ ἑνός καί βεβαίως ἀγαθοῦ Θεοῦ. Ἒχουμε
δηλαδή καί ἐδῶ μιά ἒκφραση ὑπερβολῆς: Τό σῶμά μας ὂχι μόνο δέν εἶναι κάτι τό
βδελυρό καί ἀπόβλητο, ἀλλ’ ἀπεναντίας εἶναι τόσο καλό, ὣστε νά θεωρεῖται ὡς ἰσάξιο
μέ τήν ψυχή.
4) Τέλος, παρατηρεῖται συχνά τό
φαινόμενο σήμερα, ὃταν τονίζεται ἡ ἀξία τῆς ὓλης καί τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος
(σωστά!), νά ἀτονεῖ ἡ σημασία τοῦ χριστιανικοῦ ἀσκητικοῦ ἀγώνα (λάθος). Τό ἀκριβῶς
ἀντίθετο συνέβαινε πολλές φορές στό παρελθόν: Ἡ προβολή τῆς ἀξίας τῆς Ὀρθόδοξης
χριστιανικῆς ἂσκησης ἀπό τούς παληότερους θεολόγους (ὀρθῶς!), τούς συμπαρέσυρε
σέ ὑποτίμηση τοῦ σώματος καί τῆς ἐγκόσμιας ζωῆς (κακῶς). Μέ ἂλλα λόγια, ἡ
πολεμική κατά τοῦ Μανιχαϊσμοῦ καί ἡ συνακόλουθη ὑπεράσπιση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος,
μπορεῖ ἀσυναίσθητα νά ἐκτραπεῖ πρός τήν ἐκκοσμίκευση, τή νόθευση δηλαδή τοῦ
χριστιανικοῦ ἢθους ἀπό τό ἁμαρτωλό φρόνημα τοῦ παρόντος κόσμου (Α΄ Ἰω. 5, 19).
Καί ἀντίστροφα, ἡ ὑπεράσπιση τοῦ Ὀρθόδοξου πνευματικοῦ ἀγώνα ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας,
ἐνδέχεται νά διολισθήσει, ἂν δέν προσέξουμε, σέ θέσεις μανιχαϊστικές, ἀπαισιόδοξες
καί ἀρνησίκοσμες.
Σωστά λοιπόν τονίζεται ἀφ’ἑνός, ἡ
ἀξία τῆς ὑλικῆς δημιουργίας καί τοῦ σώματος καί ἐξ ἲσου ὀρθῶς προβάλλεται ἀπ’
τήν ἂλλη μεριά, ἡ σημασία τοῦ Χριστιανικοῦ ἀσκητικοῦ ἀγώνα. Ἀρκεῖ βέβαια, τήν
κάθε φορά, νά μήν ἐκτρεπόμαστε πρός τό ἀντίθετο ἂκρο: Εἲτε πρός τήν ἐγκατάλειψη
τῆς αἱματηρῆς προσπάθειας γιά τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, πράγμα
πού σημαίνει ἐκκοσμίκευση, ὑποδούλωσή μας στό ἁμαρτωλό πνεῦμα τοῦ παρόντος αἰῶνος
(Β΄ Τιμόθ. 4, 10), εἲτε πρός τήν περιφρόνηση καί τήν ἀπόρριψη τοῦ σωματικοῦ- ὑλικοῦ-
ἐπίγειου κόσμου, πού ἰσοδυναμεῖ μέ Μανιχαϊσμό. Ἑπομένως, ἡ ὑπερβολική ἒμφαση σέ
μερικές χριστιανικές ἀλήθειες εἶναι παραδεκτή καί σεβαστή, ἐφ’ ὃσον τήν ἲδια στιγμή
δέν ἀποσιωπῶναι καί δέν ὑποβαθμίζονται κάποιες ἂλλες, τοὐτέστιν οἱ ὑπόλοιπες
χριστιανικές ἀλήθειες!
Ὁποιαδήποτε λοιπόν προσπάθεια γιά νά ἐξαρθεῖ εἲτε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σέ βάρος τῆς δικαιοσύνης Του, εἲτε ἡ δικαιοκρισία Του σέ βάρος τῆς ἀγαθότητάς Του, ἀναπόφευκτα καταλήγει στις αἱρέσεις τῆς Ἀποκατάστασης τῶν πάντων ἢ τοῦ ἀπόλυτου Προορισμοῦ, ἀντίστοιχα. Ἡ μέση καί βασιλική ὁδός τῆς Ἐκκλησίας μας, τήν ὁποία καί ἀκολουθεῖ ὁ π. Ἀστέριος Χατζηνικολάου, μᾶς προφυλάσσει τόσο ἀπό τήν ἀδυσώπητη δικαιοσύνη (κρίση) τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία διακηρύσσουν οἱ σκληροί καί ἂτεγκτοι ἂνθρωποι, ὃσο καί ἀπό τήν ἀφελῆ, τήν «ἀγαθιάρικη» ἀγάπη Του, τήν ὁποία ἐστερνίζονται οἱ ὑπερευαίσθητοι συνάνθρωποί μας[10]. Ἐξ ἂλλου, αὐτό ἀκριβῶς δέν κάνουν οἱ αἱρετικοί; Ἀπολυτοποιοῦν τό σχετικό, υἱοθετοῦν καί προβάλλουν μόνο τήν μισή ἀλήθεια, ἡ ὁποία μισή ἀλήθεια εἶναι χειρότερη κι’ ἀπό τό ψέμμα. Τελικά ὃμως, ὁ χριστιανικός Θεός εἶναι φιλάνθρωπος καί δίκαιος μαζί!
Ὀρθόδοξος Τύπος, 1-6-2012
«Ἐκκλησιολόγος» τῶν Πατρῶν, 6-3-2016
[3] Βλ. Τσιτσίγκου Σπύρου, «Τό νέο βιβλίο Θρησκευτικῶν τῆς Γ΄ Λυκείου», Θεοδρομία 5, (2000), σ. 115- 123
[4] Βλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἒκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, εἰσαγωγή- μετάφραση- σχόλια Νίκου Ματσούκα, Ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1989, κεφ.28 (42) καί 29 (43), σ. 194- 200, 19 (92), σ. 414- 416, 21 (94), σ. 420, 27 (100), σ. 444- 448, 452, βλ. ἐπίσης Τσιτσίγκου Σπύρου, ὃ.π. σ. 121- 123
[5] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἒκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ὃ.π. 29 (43), σ. 194- 200
[6] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἒκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ὃ.π. 20 (93), σ. 418, βλ. ἐπίσης Ματσούκα Νίκου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄, ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 19882, σ. 211- 212, Ἀγγελόπουλου Ἰωάννη, «Ἡ πτῶσις τοῦ ἀνθρώπου, μιά δραματική πραγματικότης μέ συνέπειες», Διάβαση (Δημινιαία ἒκδοση Γραμματείας κατηχήσεως Ἱερᾶς Μητροπόλεως Περιστερίου), ἒτος 13ο – τεῦχος 72ο (Μάϊος- Ἰούλιος 2008)
[7] Βλ. Παναγιώτη Ν. Γκουρβέλου, «Εἶναι τό κακό μή ὂν; (Μεταξύ Μανιχαϊσμοῦ καί Πελαγιανισμοῦ)», Μυστικές διαδρομές, ἐκδοτική παραγωγή Σαΐτης, Πάτρα 2010, σ. 105- 110
[8] Βλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἒκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ὃ.π. 19 (92) καί 20 (93), σ. 412- 420, Ἀγγελόπουλου Ἰωάννη, ὃ.π.
[9] Βλ. Παπαθανασίου Ν. Ἀθανασίου, Θέματα Χριστιανικῆς Ἠθικῆς, ΟΕΔΒ, Ἀθήνα 20023, σ. 81, 83. Πάντως ἡ Ἐκκλησία, διά στόματος ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, διακηρύσσει τήν ὑπεροχή τῆς ψυχῆς μας ἒναντι τοῦ σώματος, Εἰς Ρωμ. Ὁμ. 13, 2, PG 60, 509 καί Εἰς Ἐφεσ. Ὁμ. 5, 4, PG 62, 42. Bλ. ἐπίσης πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ν. Ζήση, Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, κατά τόν Ἃγιον Ἰωάννην Χρυσόστομον, Πατερικά 2, Ἐκδόσεις Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 171- 178
[10] Βλ. Παναγιώτη Ν. Γκουρβέλου, «Χριστιανική Ἐσχατολογία καί Ἀποκατάσταση τῶν πάντων (Ἃγιος Αὐγουστίνος καί Ὠριγένης)», Μυστικές διαδρομές, σ. 83- 104 καί Κοινωνία (τ. Ὀκτ.- Δεκεμβρ. 2007)
2 σχόλια:
Πάντα θεολογικά και βαθυστόχαστα τα άρθρα σας.
Όλες οι διευρύνσεις κι οι τοποθετήσεις σας με φώτισαν για να αποκρυσταλλώσω άποψη.
Σας ευχαριστώ
Δημοσίευση σχολίου