Κυριακὴ Ζ΄ Ματθαίου
Οἱ πνευματικοὶ ὁδηγοὶ
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, δὲν
μπορεῖ νὰ ζήσῃ χωρὶς θρησκεία. Ὅπως τὸ ψάρι ψοφάει ἔξω ἀπ᾿ τὸ νερό, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος
ἔξω ἀπὸ τὴν ἅγια πίστι τοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἔχουμε τὴν πιὸ ὡραία
θρησκεία. Δὲν εἴμαστε φράγκοι – δὲν πιστεύουμε στὸν πάπα, οὔτε προτεστάντες οὔτε
χιλιασταί· εἴμαστε ὀρθόδοξοι. Καὶ ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι λαοὶ εἴμαστε μιὰ οἰκογένεια
ἑνωμένοι στὴν ἁγία μας Ὀρθοδοξία.
Καμμιά δύναμι δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ
καταστρέψῃ τὴν Ἐκκλησία. Γιατί; Διότι δὲν τὴν ἔφτειαξε ἄνθρωπος· τὴν ἔφτειαξε ὁ
Χριστός, ποὺ εἶνε ὁ Θεός. Ὑπάρχουν ἀποδείξεις; Κι ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, καὶ οἱ
πέτρες θὰ φωνάξουν· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ
Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός. Τὸ φωνάζουν τὰ θαύματά του, ποὺ εἶνε ἀμέτρητα. Καὶ μόνο ὁ Χριστὸς ἔχει θαύματα; Καὶ ἡ Παναγία καὶ οἱ ἅγιοι ἔχουν θαύματα. Ἀλλὰ τὰ ἔκαναν ὄχι ἀφ᾿ ἑαυτῶν. Ὅπως τὸ φεγγάρι δὲν ἔχει δικό του φῶς, ἀλλὰ παίρνει τὸ φῶς ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἔτσι καὶ οἱ ἅγιοι ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ ἔκαναν τὰ θαύματά τους· τὰ θαύματα δηλαδὴ τῶν ἁγίων εἶνε θαύματα τοῦ Χριστοῦ· δι᾿ ὅλων αὐτῶν λάμπει – ἀστράφτει ἡ θεότης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀκούω ὅμως ἀντίρρησι· Θαύματα δὲν γίνονται σήμερα· μόνο “τῷ καιρῷ ἐκείνῳ”… Καὶ τώρα γίνονται θαύματα καὶ θὰ σᾶς πῶ στὸ τέλος ἕνα. Εἶνε ὅμως ἀλήθεια ὅτι σήμερα γίνονται λιγώτερα ἀπ᾿ ὅ,τι στὴν παλιὰ ἐποχή. Γιατί, ποιός εἶνε ὁ λόγος; Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀπαντᾷ τὸ εὐαγγέλιο σήμερα. Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα; Τὸ ἀκούσατε.
* * *
Ἦταν δυὸ τυφλοί· δὲν ἔβλεπαν
καθόλου. Μιὰ μέρα πέρασε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸ χωριό τους. Ἄλλοι, ἀδιάφοροι, τὸν
περιφρόνησαν. Τί εἶν᾿ αὐτός; εἶπαν· ἕνας φτωχὸς ξυλουργός. Καὶ θὰ μᾶς κάνῃ αὐτὸς
τὸ δάσκαλο; ἐμεῖς ἔχουμε ἄλλους δασκάλους… Ἀλλὰ οἱ δύο τυφλοί, ποὺ εἶχαν τὸν
πόνο τους, μόλις ἔμαθαν ὅτι ἦρθε ὁ Χριστός, ἔδειξαν ἐνδιαφέρον. Ὁ Χριστός,
σκέφτηκαν, κάνει θαύματα. Καὶ μέσα τους πίστεψαν· Αὐτὸς θὰ μᾶς κάνῃ καλά!… Ἔκαναν
λοιπὸν τὸ λαρύγγι τους σάλπιγγα καὶ φώναζαν· «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ» (Ματθ.
9,27). Ἔλεγαν δηλαδὴ τὸ «Κύριε, ἐλέησον», αὐτὸ ποὺ λέμε κ᾿ ἐμεῖς κατ᾿ ἐπανάληψιν
στὴ λατρεία μας – καὶ στὴν πρώτη ἐκκλησία τό ᾿λεγε ὅλος ὁ λαός. Αὐτὸ τὸ «Κύριε,
ἐλέησον», μιὰ φορὰ νὰ τὸ πῇς μὲ πίστι –ἀκοῦς τί σοῦ λέω;–, τὰ ἄστρα κατεβάζεις
κάτω στὴ γῆ. Διαφορετικά, χίλιες φορὲς νὰ τὸ πῇς, εἶνε κάλπικος παρᾶς. Κάλπικοι
παρᾶδες εἶνε τὰ «Κύριε, ἐλέησον» τὰ δικά μας. Γνήσιο νόμισμα, χρυσὸς
κεκαθαρμένος διὰ τοῦ πυρὸς τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλπίδος, ἦταν τὸ
«Κύριε, ἐλέησον» τῶν δύο τυφλῶν.
Τὸ εἶπαν μιὰ φορά. Ὁ Χριστὸς ἔκανε πὼς
δὲν ἀκούει· ὄχι πὼς τοῦ διέφυγε, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανῇ ἡ πίστι τους. Κι αὐτοὶ ἀπὸ
μακριὰ δὲν σταματοῦσαν νὰ φωνάζουν. Ὅταν ἦρθε στὸ σπίτι, οἱ δυὸ τυφλοὶ τὸν
πλησίασαν κ᾿ ἐκεῖνος τοὺς λέει· –Πιστεύετε, ὅτι ἐγὼ μπορῶ νὰ τὸ κάνω αὐτὸ ποὺ
ζητᾶτε; (προτοῦ δηλαδὴ νὰ τοὺς θεραπεύσῃ, ζήτησε τὴν πίστι τους). Καὶ οἱ δυὸ
λένε· –Ναί, Κύριε. Ἕνα «ναί», ποὺ ἔφτασε μέχρι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Τότε ὁ
Χριστὸς ἄγγιξε τὰ μάτια τους καὶ εἶπε· –Νὰ γίνῃ κατὰ τὴν πίστι σας. Κι ἀμέσως τὰ
μάτια τους ἄνοιξαν.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Χριστὸς ἔβγαλε τὸ
δαιμόνιο ἀπὸ ἕνα κωφάλαλο δαιμονιζόμενο καὶ αὐτὸς γιατρεύκητε κι ἄρχισε νὰ μιλάῃ.
Ὅσοι τὰ εἶδαν αὐτὰ εἶπαν· Τέτοια θαύματα κανείς δὲν ξαναεῖδε! καὶ πίστεψαν ὅλοι
στὸ Χριστό.
Τί εἶπα, «ὅλοι»; Λάθος· ὄχι ὅλοι. «Στοῦ
διαβόλου τὸ χωριὸ μὴν κάνῃς ποτέ καλό». Ἐκεῖνοι ποὺ περιφρονοῦσαν τὸ Χριστό,
οἱ φαρισαῖοι, σὰν φίδια φαρμακερὰ ἄνοιξαν τὸ στόμα τους καὶ τί εἶπαν· ὅτι ὁ
Χριστὸς κάνει τὰ θαύματα μὲ τὴ δύναμι τοῦ σατανᾶ· «Ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων
ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια» (ἔ.ἀ. 9,34)! Τὰ λόγια αὐτὰ εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη βλασφημία, εἶνε
τὸ ἀσυγχώρητο ἁμάρτημα τῆς βλασφημίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τί ἀποδεικνύει αὐτό;
Ὅτι τέτοιοι ἄνθρωποι, ὅσα θαύματα καὶ ἂν ἔκανε ὁ Χριστός, θὰ τὰ ἀμφισβητοῦσαν,
θὰ τὰ κακολογοῦσαν, θὰ τὰ ἀπέδιδαν στὸν ἐχθρὸ τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Καὶ σήμερα αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται.
Ὄχι οἱ σημερινοὶ κληρικοὶ ποὺ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ὄχι ἅγιοι ὅπως ὁ μέγας
Βασίλειος κι ὁ μέγας Ἀθανάσιος, ὄχι ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ Χριστὸς
νὰ κατεβῇ πάλι στὸν κόσμο καὶ νὰ κάνῃ θαύματα, λίγοι θὰ πιστέψουν. Ὑπάρχουν
βέβαια καὶ οἱ ταπεινοὶ καὶ ἁγνοὶ ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν, ἀλλὰ οἱ ἄλλοι; Ὤ οἱ ἄλλοι,
θὰ τὸν ξανασταυρώσουν! Τέτοιος εἶνε ὁ κόσμος· δὲν ἄλλαξε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ
Χριστοῦ. Πάντοτε θὰ ὑπάρχουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ σατανᾶ.
Γιὰ νὰ γίνῃ λοιπὸν τὸ θαῦμα τί
χρειάζεται, τί διδάσκει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο; Καλὴ διάθεσι. Ἂν δὲν ἔχῃς διάθεσι,
χίλια θαύματα νὰ δῇς δὲν πιστεύεις· ἂν ἔχῃς διάθεσι, τότε παντοῦ θὰ βλέπῃς τὸ
θαῦμα καὶ θὰ δοξάζῃς τὸ Θεό. Ἔδειξε ὁ Χριστὸς σήμερα ὅτι, γιὰ νὰ γίνῃ θαῦμα,
χρειάζεται πίστι. Ἐὰν λοιπὸν δὲν γίνωνται σήμερα θαύματα, αἰτία εἶνε ὅτι δὲν ὑπάρχει
αὐτὴ ἡ πίστι ποὺ ὑπῆρχε στὶς καρδιὲς τῶν δύο τυφλῶν. Πιστεύετε; ἂν πιστεύετε,
καὶ σήμερα γίνονται θαύματα.
Πέρασε ἀπὸ τὸ γραφεῖο μου ἕνας ὀνομαστὸς
δικηγόρος τῶν Ἀθηνῶν ὀνόματι Ἰάκωβος Γρίσπος, παλαιὸς συμμαθητής μου στὸ Γυμνάσιο
Σύρου. Εἶχε διοριστῆ δικαστικὸς ἀντιπρόσωπος σὲ ἐκλογικὸ τμῆμα τῆς Φλωρίνης γιὰ
τὴ διενέργεια δημοψηφίσματος. Τοῦ λέω· –Ἰάκωβε, μικρὸς πίστευες· πιστεύεις καὶ
τώρα, ποὺ πῆγες στὸ Παρίσι, μορφώθηκες, ἔγραψες βιβλία, θεωρεῖσαι ἕνας ἀπὸ τοὺς
καλύτερους δικηγόρους; –Ἄ, λέει, πιστεύω σὰν τὴ μάνα μου. –Γιατί πιστεύεις; εἶδες
κανένα θαῦμα; –Ἤμουν τελειόφοιτος τῆς νομικῆς, λέει, ὅταν πῆγα στὸ χωριό μου,
στὸ νησάκι μου τὴν Ἀμοργό. Πῆγα στὴν ἐκκλησία τὴν ἡμέρα τῆς Παναγιᾶς καὶ
φέρανε ἐκεῖ ἀπὸ ἕνα χωριὸ ἕνα παιδὶ παράλυτο 15 χρονῶν. Ἐγὼ εἶπα μέσα μου· «Μπᾶ,
καὶ τί περιμένουν νὰ γίνῃ σήμερα;». Ξαφνικά, ὅταν περνοῦσαν τὰ ἅγια, σὰν νὰ ἔγινε
σεισμός· κουνιόντουσαν τὰ καντήλια κι ὁ πολυέλεος, σείονταν τὸ ἔδαφος, οἱ εἰκόνες,
τὸ τέμπλο, καὶ τὸ παιδὶ σηκώθηκε πάνω κι ἄρχισε νὰ κλαίῃ. (Ἦταν μπροστὰ κι ὁ
πρωτοσύγκελλος, ὅταν μοῦ τὰ ἔλεγε αὐτὰ κ᾿ ἔκλαιγε σὰν μικρὸ παιδί). Τὸ θαῦμα αὐτὸ
τὸ εἶδα, λέει, μὲ τὰ μάτια μου, κι ὅπου βρεθῶ, σὲ σαλόνια μεγάλων, μεταξὺ καθηγητῶν
καὶ ἀνθρώπων τῆς ἀνωτέρας κοινωνίας τῶν Ἀθηνῶν, τὸ διηγοῦμαι καὶ τοὺς λέω· Ἐγὼ
πιστεύω, εἶδα μὲ τὰ μάτια μου θαῦμα στὸ χωριό, παράλυτος σηκώθηκε ὄρθιος καὶ
περπατοῦσε!
Καὶ σήμερα λοιπὸν γίνονται θαύματα ὅπως
τότε ποὺ οἱ δύο τυφλοὶ εἶδαν τὸ φῶς τους. Μόνο ποὺ ὑπάρχουν τυφλοὶ καὶ τυφλοί.
Αὐτοὶ οἱ τυφλοὶ τοῦ εὐαγγελίου, προτοῦ ν᾿ ἀνοίξῃ τὰ μάτια τους ὁ Χριστός, ἔβλεπαν!
Πῶς; Ἔβλεπαν, δηλαδὴ πίστευαν στὸ Χριστό. Μάτια δὲν εἶχαν καὶ μάτια εἶχαν. Οἱ ἄλλοι,
οἱ φαρισαῖοι, μάτια εἶχαν ἀλλὰ μάτια δὲν εἶχαν. Ποιοί εἶνε οἱ ὄντως τυφλοί; Αὐτοὶ
ποὺ δὲν πιστεύουν. Μὰ θὰ πῇ κάποιος· –Ποῦ εἶνε τώρα ὁ Χριστός; μπορῶ νὰ τὸν βρῶ,
νὰ τὸν ἀκολουθήσω;
Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός, στὴν Ἐκκλησία.
Ποιοί συνεχίζουν τὸ ἔργο του; Ὁ παπᾶς ποὺ φορεῖ τὸ πετραχήλι κι ὁ δεσπότης. Εἶνε
ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Κι ὅποιος δὲν ἀκούει αὐτούς, εἶνε σὰν νὰ μὴν ἀκούῃ τὸν ἴδιο
τὸ Χριστό.
Πίστι ἴσον ὑπακοή. Αὐτὸς ποὺ πιστεύει
στὸ Χριστό, ὑπακούει στὴν Ἐκκλησία του. Κ᾿ ἐμεῖς εἴμαστε σὲ θέσι πνευματικοῦ ὁδηγοῦ
τοῦ λαοῦ. Μὴ λέτε, Καὶ τί εἶν᾿ ὁ παπᾶς, τί εἶν᾿ ὁ δεσπότης!… Ὡς ἄτομο εἶμαι
μηδέν. Ὡς κληρικὸς ὅμως μελετῶ Γραφὴ καὶ πατέρες, σπούδασα ὀρθόδοξη θεολογία
καὶ πιστεύω αὐτὰ ποὺ κηρύττω· ἂν δὲν τὰ πίστευα, θὰ ἔσπαζα τὴν ποιμαντορικὴ ῥάβδο
ποὺ κρατῶ καὶ γιὰ νὰ ζήσω θὰ γινόμουν λοῦστρος νὰ γυαλίζω παπούτσια. Πιστεύω
στὸν ἐν Τριάδι Θεό, πιστεύω στὶς ἱερὲς παραδόσεις, κ᾿ εἶμαι ἕτοιμος καὶ τὸ αἷμα
μου νὰ χύσω. Γι᾿ αὐτὸ ζητῶ καὶ τὸ ποίμνιο νὰ ὑπακούῃ.
Ὅ,τι λέω τὰ λέω μὲ ἀγάπη κι ἀπὸ τὰ βάθη
τῆς ψυχῆς. «Ὅσοι πιστοί», λοιπόν, ἀκολουθῆστε. Διαφορετικά, νίπτω τὰς χεῖρας
μου, δὲν φέρω εὐθύνη. Σᾶς δείχνω τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, τῶν ἁγίων καὶ μαρτύρων, τὸ
δρόμο τῆς αἰωνιότητος. Ἐὰν δὲν ἀκολουθήσετε, τότε πρόβατο ποὺ φεύγει ἀπὸ τὴ
μάντρα καὶ τὸν τσοπᾶνο, ἀπὸ τὴν ἁγία Ἐκκλησία, τὸ τρώει ὁ λύκος.
Δὲν θέλω νὰ χαθῇ κανένα πρόβατο. Καὶ ἐλπίζω
στὸν Κύριο, ὅτι διὰ πρεσβειῶν τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων, ὅλοι θ᾿ ἀνοίξετε τ᾽
αὐτιά σας, θ᾿ ἀκούσετε τὴν Ἐκκλησία, καὶ πιστὰ καὶ ἀφωσιωμένα τέκνα θά ᾽χετε τὴν
εὐλογία τοῦ οὐρανοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου