Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2023

Αγαπούμε εμείς τον Χριστό; - Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

 Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως (Ἰω. 3,13-17)
 
Αγαπούμε εμείς τον Χριστό;

Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔ­δωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,16)

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑ­ψώσεως. Σὲ λίγο ὅλος ὁ ὀρθόδοξος κόσμος, ἀ­πὸ τὰ Οὐράλια μέχρι τὴν Κρήτη κι ἀπὸ τὴν Κέρκυρα μέχρι τὴν Κύπρο, θὰ ἑορτάσουμε τὴν Ὕψω­σι τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Ἡ ἁ­γία μας Ἐκκλησία ὥ­ρισε νὰ διαβάζεται σήμε­ρα ἀ­πὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο (κεφ. 3ο) ἕνα μέρος τοῦ διαλόγου ποὺ εἶχε ὁ Κύριος τὴ νύχτα μὲ τὸ Νικόδημο (εἶνε ὁ κρυ­φὸς μαθη­τής του, ποὺ μα­ζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὶς μυροφόρες ἐκήδευσαν τὸ ἄχραντο σῶμα του στὸν κῆ­πο τοῦ Γολγο­θᾶ). Ἀπὸ ὅλη τὴν περικοπὴ παίρνω τὸ ῥητὸ ποὺ ἀκούσατε. Ἀλλὰ πρὶν ἐπιχει­ρήσω μίαν ἀβαθῆ ἑρ­μηνεία στὸν ὠ­κεανὸ ποὺ περιέχει τὸ ῥητό, θὰ σᾱς πῶ ἕνα ἀνέκδοτο.
Κάποτε στὸ Παρίσι, τὴν ἐποχὴ τοῦ Βολταίρου, ἕ­νας ἱεροκήρυκας ἄνοιξε διάλογο μ᾽ ἕ­να νεα­ρὸ ποὺ ἔλεγε σαρκαστι­κά· –Ἔφτασε πιὰ τὸ τέλος τοῦ Ναζωραίου. Ὁ ἱεροκήρυκας χωρὶς νὰ ἐξοργι­στῇ τοῦ λέει· –Στὸ δικαστήριο, γιὰ νὰ κρίνουν σω­στά, ἀκοῦνε τοὺς μάρτυρες κατηγορίας ἀλλὰ καὶ τοὺς μάρτυρες ὑ­περασπίσεως. Ἐσὺ ἄκουσες μό­νο ἀθέους· δὲν θ᾽ ἀκούσῃς καὶ μάρτυρες ὑπερα­σπίσεως; –Ποιούς δηλαδή; –Σοῦ προτείνω ἕνα μόνο μάρτυρα, τὴν ἁγία Γραφή. Τὴ διάβασες; –Ὄ­­χι. –Ἄδικη θά ᾽νε ἡ ἀπόφασι. Σοῦ δί­νω λοι­πὸν τὸ Εὐαγγέλιο, μελέτησέ το… Ὁ νεαρὸς ἔ­δειξε κα­λὴ διάθεσι. Ἄρχισε νὰ μελετᾷ. Καθὼς προχωροῦσε ἔφτασε στὸ στίχο αὐτόν· «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱ­­ὸν αὐτοῦ τὸν μονο­γενῆ ἔ­δωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀ­πόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζω­ὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,16). Ἐδῶ συγ­κι­νήθηκε μέχρι δακρύων καὶ εἶπε· –Πιστεύω ἀλη­θι­­νὰ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου!
Ἐγώ, ἀδελφοί μου, νιώθω ἰσχνόφωνος. Μὰ καὶ γλῶσ­σα Δημοσθένους καὶ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἂν εἶ­χα, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἑρμηνεύσω κατὰ πλάτος καὶ βάθος τὸ χωρίο αὐτό. Παρακαλῶ λοι­πὸν τὸν Κύριό μας Ἰησοῦν Χριστόν, νὰ φωτί­σῃ ὅλους μας νὰ μποῦμε στὸ νόημά του.
* * *
«Οὕτως ἀγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον…»· τόσο πολὺ ἀγάπησε τὸν κόσμο ὁ Θεός. «Ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη» (Α΄ Ἰω. 4,8,16). Ὅ,τι ὑπάρχει γύρω μας, εἶνε δεῖγμα τῆς ἀγάπης του. Τὸ ὀ­ξυ­γόνο π.χ., ποὺ δίχως αὐτὸ δὲν ζοῦμε. Χθὲς συνάν­τησα στὴ Λάρισ­­σα ἕνα γεωργό. Ἤμουν ἄπιστος, λέει· καὶ πῶς πί­στεψα. Τὸ παιδί μου εἶ­χε ἀναπνευστι­κὸ πρόβλημα, ἐ­φωδιαστήκαμε μὲ φιάλη, φύγαμε γιὰ Θεσσαλονίκη, τὸ αὐ­τοκίνητο ἔ­πα­θε βλάβη, τὸ ὀ­ξυ­γόνο τελείωνε κ᾽ ἐ­γὼ ἔ­τρεμα· φτάσαμε στὴ Βέ­ροια, τρέξαμε σὲ φαρ­μακεῖο, ἀνανε­­ώσαμε τὴ φι­άλη, καὶ μόλις ποὺ προλάβαμε νὰ μποῦ­με στὸ νο­σοκομεῖο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ σώθηκε… Ἀ­ναγ­καῖο τὸ ὀξυγόνο. Καὶ σκεφθῆτε· ἀτμόσφαιρα ὑπάρχει μόνο στὴ Γῆ! Οἱ ἀ­στροναῦτες ἐφοδιάζονται ἀπ᾽ ἐδῶ μὲ φι­άλες. Ὦ Κύριε, «σὺ πρὸς ἀ­­ναπνοὰς τὸν ἀέρα ἐξέχεας» (εὐχ. Μεγ. Ἁγιασμ.)· μὲ κάθε ἀναπνοὴ «Δό­ξα σοι, ὁ Θεός»! Ἄλλο ἀ­παραίτητο τὸ νερό. Ἂν συμβῇ προσωρινὴ δι­ακοπὴ στὴν ὕ­δρευσι ἀνησυχοῦ­με· φαντάζεστε νὰ ἐξαν­­τλη­θῇ ἡ δεξαμενὴ τῆς πό­λεως; Θὰ τρέχουμε στὰ βουνὰ γιὰ λίγη δροσιά. Ὁ ἥλιος ἔπειτα, ἡ μεγάλη «ΔΕΗ» τοῦ οὐ­ρα­νοῦ· σκορπίζει δισεκατομ­μύρια κιλοβάτ, φωτίζει, θερμαίνει, ζωογονεῖ, δωρεὰν πα­ρα­καλῶ, ἐνῷ ἡ δική μας Δ.Ε.Η. χρεώνει ἡ τσιγγούνα ἀκρι­βὰ τὸ ῥεῦμα ἀδιακρίτως σὲ πλου­σίους καὶ φτωχούς. Ὀξυγόνο, ἀέρας, νερό, ἥ­λιος, ὅλα μᾶς λένε ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί» (Α΄ Ἰω. 4,8,16)· ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾷ. Τυφλὸς ὅποιος δὲν τὸ βλέπει, κουφὸς ὅ­ποιος δὲν τ᾽ ἀκούει, ἄκαρδος ὅ­ποιος δὲν τὸ αἰσθάνε­ται. Ἀκόμη μεγαλύτερη ἀ­πόδειξι τῆς ἀγάπης του εἶνε ἐκεῖνα ποὺ φέρει ἐπάνω του ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Δὲν εἴμαστε ἁ­πλῶς ἕνα βιολογικὸ ὂν μὲ σκοπὸ «Φάγω­μεν καὶ πίωμεν, αὔ­ριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α΄ Κορ. 15,32). Ὁ ἄν­θρωπος ἔχει ἐφόδια μοναδικά· τοῦ ἔ­δωσε ὁ Θε­ὸς νοῦ, ποὺ τὰ ζῷα δὲν ἔχουν, καὶ συνεχῶς ἀναβαθμίζεται. Τοῦ ἔ­­δωσε ἀκόμη συνείδη­σι, ποὺ ἀ­κούγεται μέσα του σὰν φωνὴ εἰσαγγε­­λέως. Τοῦ ἔδωσε πρὸ παντὸς καρδιά, νὰ ἀγα­πᾷ τὸν Πλάστη του, τὸν πλησίον, τὸ σπίτι, τὴν πατρίδα, ὅ,τι ἱερὸ καὶ ὅσιο ἔχουμε.
Δὲν σᾶς εἶπα τίποτα. Σταματῶ ἐδῶ. Μπορεῖ κάτι, ἕνα ἠλεκτρόνιο νὰ αἰσθάνωμαι κ᾽ ἐ­γὼ ὡς ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τὸ χωρίο αὐτό, ἀλλὰ πλήρως δὲν εἶμαι εἰς θέσιν νὰ τὸ ἑρμηνεύσω. Γι᾿ αὐτὸ ἂς ἔλθῃ Πνεῦμα ἅγιο στοὺς ἀκροατάς, σὲ ὅλο τὸ λαό μας, γιὰ νὰ τὸ νιώσουν.
Τί μᾶς λέει; ποιά εἶνε ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξι τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου; Ὅλα τ᾽ ἄλλα ἔ­χουν γραφῆ μὲ χαρτὶ καὶ μολύβι· ἀλλ᾽ αὐτὸ εἶνε γραμμένο μὲ πύρινα γράμματα, μὲ τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου ἐπάνω στὸ σταυρό· ὁ Πιλᾶτος, ἀντὶ τῆς ἐπιγραφῆς ποὺ ἔβαλε, ἔπρεπε νὰ γράψῃ «Ὁ Θε­ὸς ἀγάπη ἐστί», διότι στὸ Γολγοθᾶ στήθηκε τὸ μεγαλύτερο μνημεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Γιατί, ἀδελφοί μου, σταυρώθηκε, καρφώθηκε ἐ­πὶ τοῦ ξύλου ὁ Χριστός; γιατί φόρεσε ἀγκάθινο στεφάνι, ὑβρίσθηκε, συκοφαντήθηκε, ἀδικήθηκε; Γιὰ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ λυτρωθῇ ὁ κόσμος. «Καὶ τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ (τοῦ Θεοῦ) καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰω. 1,7).
Τελειώνω. Δὲν μπόρεσα νὰ εἰσέλθω στὸ βά­θος. Σᾶς μεταφέρω μόνο τὸ ἑξῆς ἀπὸ τὶς Διδα­χὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.
«Ἕνας ἄρχοντας πλούσιος ἐθησαύριζε κατὰ πολλά, ποτέ δὲν ἤθελε μήτε νὰ ἐξομολογηθῇ μήτε ἐ­λεημοσύνη νὰ κάμῃ· εἶχεν ἕνα υἱὸν ἕως δέκα χρο­νῶν. Ἦλθε καιρὸς καὶ ἀρρώστησε, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἰ­δι­κοί του νὰ ἐξ­ομολογηθῇ, νὰ κάμῃ γιὰ τὴν ψυχήν του τίποτε, αὐ­τὸς τοὺς ἔλεγεν· Ἂς εἶνε καλὰ τὸ παιδί μου, ἐκεῖνο θὰ κάμῃ διὰ τὴν ψυχήν μου. Ὅλος μὲ τὸν διάβολον ἦτο, ἡ γνώμη του δὲν ἤλ­λαζεν. Εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον ἦτο ἕνας πνευματικὸς ἐνάρετος· πηγαίνει καὶ ξυρίζει τὰ γένεια του, ἐν­δύ­εται φορέματα κοσμικὰ καὶ πηγαίνει εἰς τὸ σπίτι τοῦ πλουσίου (καὶ εἶπε) πὼς εἶνε ξένος. –Ἔμαθα πὼς εἶνε ὁ ἄρχοντας ἄρρωστος καὶ ἦλθα νὰ τὸν ἰδῶ καὶ ἐγώ, ἐπειδὴ εἶμαι ἰατρός· πῶς εἶνε ὁ ἄρ­ρω­­στος; Ἀπεκρίθη ὁ ἄρρωστος· –Ἀχαμνὰ εἶμαι, ἀφέν­τη. –Τί σοῦ λέγουν οἱ ἰατροὶ τῆς χώρας σας; –Μὲ λέγουν πὼς εἶμαι ἀχαμνὰ διὰ τὸν θάνατον. Τὸν πιάνει ἀ­­­πὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ λέγει ὁ πνευματι­κὸς ἰατρός· –Καὶ ἐγὼ τὸ λέγω ὅτι πεθαίνεις· μὰ ἀνίσως καὶ εὑρίσκετο ἕ­­­να ἰατρικὸν ὁποὺ γνωρίζω, δὲν ἀπέθνῃσκες. –Τί ἰατρι­κὸν εἶνε ἐκεῖνο ὁποὺ χρειάζεται νὰ εὕρωμεν; Καμώ­νεται πὼς δὲν ἠξεύρει καὶ ἐρωτᾷ· –Ἔχει κανένα παι­δί; Τοῦ εἶπαν πὼς μόνον ἕνα ἔχει. Τοῦ λέγει ὁ πνευ­­ματι­­κός· –Νὰ μὴ λυπᾶ­σαι, τὸ ἰατρικόν σου εὑρέθη, ἐγὼ σοῦ ὑπόσχομαι πὼς δὲν ἀποθνῄσκεις. Γυρεύει νὰ τοῦ δώσουν ἕνα φλετζάνι νερὸ καὶ ἀλεύρι, τὰ ἀνακατώνει καὶ καμώ­νεται πὼς καὶ κάτι ἄλλο ἰατρι­κὸν βάνει μέσα καὶ λέγει· –Τώρα τὸ ἰατρικὸν εἶνε ἕτοιμον, μόνον χρειάζεται νὰ ἔλθῃ τὸ παιδί σου ἐδῶ, νὰ τοῦ σπάσω (=τρυπήσω, τσιμπήσω) τὸ δάκτυλόν του τὸ μικρὸν μὲ τὸ βελόνι, νὰ στάξῃ τρεῖς σταλαγματιὲς αἷμα, νὰ σοῦ τὸ δώσω νὰ τὸ πιῇς καὶ εὐθὺς νὰ γίνῃς καλά. Τὸ παιδὶ ἔ­παι­ζε, στέλλουν καὶ τὸ ἔφεραν, (καὶ) καθὼς τὸ βλέπει ὁ ἰατρὸς τοῦ λέγει· –Ἔλα, παιδί μου, νὰ σοῦ σπά­­σω τὸν μικρὸν δάκτυλον μ᾽ ἕνα βελόνι, νὰ στά­ξῃ τρεῖς σταλαγματιὲς αἷμα ἐδῶ μέσα ὁποὺ ἔχω κάτι ἰατρικόν, νὰ δώσω νὰ τὸ πίῃ ὁ πατέρας σου νὰ γίνῃ εὐ­θὺς καλά. –Ἐτρελλάθηκα ἢ ἐπαλά­βωσα νὰ χαλάσω ἐ­γὼ τὸ δάκτυλόν μου; Λέγει ὁ ἰατρός· –Εἰς σέ, παιδί μου, κρέμαται ἢ νὰ ζήσῃ ἢ ν᾽ ἀποθάνῃ· δὲν βλέπεις πόσα ἐσύναξε νὰ σοῦ ἀ­φήσῃ; –Ζήσῃ δὲν ζήσῃ, ἐγὼ δὲν χαλῶ τὸ χέρι μου· καὶ ἔφυγε. Λέγει ὁ ἰατρὸς τοῦ ἄρ­χοντος· –Ἐγὼ εἶ­μαι ὁ πνευματικὸς τῆς χώρας καὶ τὸ ἔκαμα τοῦτο διὰ νὰ σοῦ δείξω πὼς ἀπὸ τὸ παι­δί σου μὴ ἐλπίζεις τίποτε διὰ τὴν ψυχήν σου νὰ σοῦ κά­μῃ. Τότε σηκώνεται ὁ ἄρ­ρωστος. –Ἐγώ, λέγει, ἐκόλα­σα τὴν ψυχήν μου διὰ τὸ παιδί μου, νὰ τοῦ ἀ­φήσω πολλά, καὶ ἐκεῖνο δὲν τὸ ἐ­βάσταξε ἡ καρδιά του νὰ δώσῃ τρεῖς σταλα­γματιὲς αἷμα διὰ τὴν ζωήν μου; καλὰ λέγεις, πνευματικέ μου. Εὐθὺς γυρεύει τὰ δευτέρια του, τὰς ὁμολογίας του καὶ τὰ ξεσχί­ζει· ἐ­μοίρασεν ὅλα του τὰ πρά­γματα, δὲν ἄφησε τίποτε, καὶ τὸ παιδί του τὸ κατέστησε πάμ­πτωχον, καὶ ἐκέρδισε τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάν­τοτε. Ὅσοι ἔχετε παιδιά, μὴ ἐλπίζετε· ὅ,τι κάμνει ὁ ἄνθρωπος μόνος του, ἐκεῖνο εὑρίσκει εἰς τὴν ἄλ­λην ζωήν» (βλ. ἡμ. βιβλ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθῆναι 201331, σσ. 278-280).
Γιατί τὸ ἀνέφερα αὐτό; Ὁ μικρὸς δὲν θυσί­ασε γιὰ τὸν πατέρα του λίγες σταγόνες, ἐνῷ ὁ Χριστὸς γιὰ μᾶς τοὺς ἀσεβεῖς ἔχυσε ὁλόκληρο τὸ αἷμα του στάγδην – στάγδην ἐπὶ τοῦ σταυροῦ· τὸ ἀναμάρτητον αἷμα, διὰ τοῦ ὁποίου σώθηκε ὅλη ἡ ἀνθρωπότης.
* * *
Τί πρέπει νὰ αἰσθανώμαστε, ἀδελφοί μου, γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο; Εὐγνωμοσύνη. Καὶ ἐρωτῶ· ἐμεῖς ἀγαποῦμε τὸ Χριστό; Πολλὰ πράγματα ἀ­γαποῦμε, ἀλλὰ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἐρωτῶ, τὸν ἀγαποῦμε ὅπως πρέπει καὶ ὅσο πρέπει; Ἡ συνείδησι ἑνὸς ἑκάστου θὰ μαρτυρήσῃ, ὅτι πολὺ ἀπέχουμε ἀπὸ αὐτό.
Στὸ πρωτοδικεῖο τῆς Λαρίσσης δικάστηκαν τρία φτωχὰ παιδιά, ποὺ δὲν ὑπέφεραν νὰ προβάλλεται σὲ κινηματογράφο ἡ ταινία ἑνὸς ἑ­βραίου, μὲ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ὑβριζόταν· ἔκαναν τὸ σταυρό τους, μπῆκαν στὸν κινημα­τογράφο καὶ φώναξαν «Αἶσχος!». Τοὺς συνέλαβαν καὶ ὡδηγή­θηκαν κατηγορούμενοι στὸ δικαστήριο· αὐτοὺς πῆγα καὶ τοὺς ὑπερασπίστηκα ὡς ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ὑβρίζεται λοιπὸν σήμερα ὁ Χριστός. Καὶ λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς· «Ἕνας ἄνθρωπος νὰ μὲ ὑ­βρί­σῃ, νὰ φονεύ­σῃ τὸν πατέρα μου, τὴν μητέρα μου, τὸν ἀ­δελ­φόν μου, καὶ ὕστερα τὸ μάτι νὰ μοῦ βγά­λῃ, ἔχω χρέος ὡσὰν χριστιανὸς νὰ τὸν συγχωρήσω. Τὸ δὲ νὰ ὑ­βρίσῃ τὸν Χριστόν μου καὶ τὴν Παναγίαν μου, δὲν θέλω νὰ τὸν βλέπω» (ἔ.ἀ. σ. 185). Ἂν ὑβρίσῃς τὸ Χριστό, λέει, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ. Καὶ τέτοιοι βλάσ­φημοι εἶνε πολλοὶ σήμερα.
Ἀλλὰ δὲν θὰ ἡσυχάσουμε, δὲν θὰ καταθέσουμε ὅπλα τὰ ἱερά, ἕως ὅτου σβήσῃ ἀπὸ τὸν τόπο μας κάθε βλασφη­μία. Καμμία γλῶσσα νὰ μὴ προσ­βάλλῃ πλέον τὸν Κύριο, ἀλλὰ ὅλα τὰ στόματα νὰ γίνουμε μία κιθάρα ποὺ θ᾽ ἀναπέμπῃ τὸν ὕμνο· «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ, περὶ πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;…» (ἦχ. βαρύς, αἶν. Κυρ.).

Δεν υπάρχουν σχόλια: