Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως (Ἰω. 3,13-17)
Αγαπούμε εμείς τον Χριστό;
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν
μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον»
(Ἰω. 3,16)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως. Σὲ λίγο ὅλος ὁ ὀρθόδοξος κόσμος, ἀπὸ τὰ Οὐράλια μέχρι τὴν Κρήτη κι ἀπὸ τὴν Κέρκυρα μέχρι τὴν Κύπρο, θὰ ἑορτάσουμε τὴν Ὕψωσι τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ διαβάζεται σήμερα ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο (κεφ. 3ο) ἕνα μέρος τοῦ διαλόγου ποὺ εἶχε ὁ Κύριος τὴ νύχτα μὲ τὸ Νικόδημο (εἶνε ὁ κρυφὸς μαθητής του, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὶς μυροφόρες ἐκήδευσαν τὸ ἄχραντο σῶμα του στὸν κῆπο τοῦ Γολγοθᾶ). Ἀπὸ ὅλη τὴν περικοπὴ παίρνω τὸ ῥητὸ ποὺ ἀκούσατε. Ἀλλὰ πρὶν ἐπιχειρήσω μίαν ἀβαθῆ ἑρμηνεία στὸν ὠκεανὸ ποὺ περιέχει τὸ ῥητό, θὰ σᾱς πῶ ἕνα ἀνέκδοτο.
Κάποτε στὸ Παρίσι, τὴν ἐποχὴ τοῦ Βολταίρου, ἕνας ἱεροκήρυκας ἄνοιξε διάλογο μ᾽ ἕνα νεαρὸ ποὺ ἔλεγε σαρκαστικά· –Ἔφτασε πιὰ τὸ τέλος τοῦ Ναζωραίου. Ὁ ἱεροκήρυκας χωρὶς νὰ ἐξοργιστῇ τοῦ λέει· –Στὸ δικαστήριο, γιὰ νὰ κρίνουν σωστά, ἀκοῦνε τοὺς μάρτυρες κατηγορίας ἀλλὰ καὶ τοὺς μάρτυρες ὑπερασπίσεως. Ἐσὺ ἄκουσες μόνο ἀθέους· δὲν θ᾽ ἀκούσῃς καὶ μάρτυρες ὑπερασπίσεως; –Ποιούς δηλαδή; –Σοῦ προτείνω ἕνα μόνο μάρτυρα, τὴν ἁγία Γραφή. Τὴ διάβασες; –Ὄχι. –Ἄδικη θά ᾽νε ἡ ἀπόφασι. Σοῦ δίνω λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο, μελέτησέ το… Ὁ νεαρὸς ἔδειξε καλὴ διάθεσι. Ἄρχισε νὰ μελετᾷ. Καθὼς προχωροῦσε ἔφτασε στὸ στίχο αὐτόν· «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,16). Ἐδῶ συγκινήθηκε μέχρι δακρύων καὶ εἶπε· –Πιστεύω ἀληθινὰ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου!
Ἐγώ, ἀδελφοί μου, νιώθω ἰσχνόφωνος. Μὰ καὶ γλῶσσα Δημοσθένους καὶ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἂν εἶχα, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἑρμηνεύσω κατὰ πλάτος καὶ βάθος τὸ χωρίο αὐτό. Παρακαλῶ λοιπὸν τὸν Κύριό μας Ἰησοῦν Χριστόν, νὰ φωτίσῃ ὅλους μας νὰ μποῦμε στὸ νόημά του.
* * *
«Οὕτως ἀγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον…»· τόσο πολὺ ἀγάπησε τὸν κόσμο ὁ
Θεός. «Ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη» (Α΄ Ἰω. 4,8,16). Ὅ,τι ὑπάρχει γύρω μας, εἶνε δεῖγμα τῆς
ἀγάπης του. Τὸ ὀξυγόνο π.χ., ποὺ δίχως αὐτὸ δὲν ζοῦμε. Χθὲς συνάντησα στὴ
Λάρισσα ἕνα γεωργό. Ἤμουν ἄπιστος, λέει· καὶ πῶς πίστεψα. Τὸ παιδί μου εἶχε
ἀναπνευστικὸ πρόβλημα, ἐφωδιαστήκαμε μὲ φιάλη, φύγαμε γιὰ Θεσσαλονίκη, τὸ αὐτοκίνητο
ἔπαθε βλάβη, τὸ ὀξυγόνο τελείωνε κ᾽ ἐγὼ ἔτρεμα· φτάσαμε στὴ Βέροια,
τρέξαμε σὲ φαρμακεῖο, ἀνανεώσαμε τὴ φιάλη, καὶ μόλις ποὺ προλάβαμε νὰ μποῦμε
στὸ νοσοκομεῖο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ σώθηκε… Ἀναγκαῖο τὸ ὀξυγόνο. Καὶ σκεφθῆτε·
ἀτμόσφαιρα ὑπάρχει μόνο στὴ Γῆ! Οἱ ἀστροναῦτες ἐφοδιάζονται ἀπ᾽ ἐδῶ μὲ φιάλες.
Ὦ Κύριε, «σὺ πρὸς ἀναπνοὰς τὸν ἀέρα ἐξέχεας» (εὐχ. Μεγ. Ἁγιασμ.)· μὲ κάθε ἀναπνοὴ
«Δόξα σοι, ὁ Θεός»! Ἄλλο ἀπαραίτητο τὸ νερό. Ἂν συμβῇ προσωρινὴ διακοπὴ στὴν
ὕδρευσι ἀνησυχοῦμε· φαντάζεστε νὰ ἐξαντληθῇ ἡ δεξαμενὴ τῆς πόλεως; Θὰ
τρέχουμε στὰ βουνὰ γιὰ λίγη δροσιά. Ὁ ἥλιος ἔπειτα, ἡ μεγάλη «ΔΕΗ» τοῦ οὐρανοῦ·
σκορπίζει δισεκατομμύρια κιλοβάτ, φωτίζει, θερμαίνει, ζωογονεῖ, δωρεὰν παρακαλῶ,
ἐνῷ ἡ δική μας Δ.Ε.Η. χρεώνει ἡ τσιγγούνα ἀκριβὰ τὸ ῥεῦμα ἀδιακρίτως σὲ πλουσίους
καὶ φτωχούς. Ὀξυγόνο, ἀέρας, νερό, ἥλιος, ὅλα μᾶς λένε ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί»
(Α΄ Ἰω. 4,8,16)· ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾷ. Τυφλὸς ὅποιος δὲν τὸ βλέπει, κουφὸς ὅποιος
δὲν τ᾽ ἀκούει, ἄκαρδος ὅποιος δὲν τὸ αἰσθάνεται. Ἀκόμη μεγαλύτερη ἀπόδειξι τῆς
ἀγάπης του εἶνε ἐκεῖνα ποὺ φέρει ἐπάνω του ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Δὲν εἴμαστε ἁπλῶς
ἕνα βιολογικὸ ὂν μὲ σκοπὸ «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ.
22,13 = Α΄ Κορ. 15,32). Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐφόδια μοναδικά· τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς νοῦ,
ποὺ τὰ ζῷα δὲν ἔχουν, καὶ συνεχῶς ἀναβαθμίζεται. Τοῦ ἔδωσε ἀκόμη συνείδησι,
ποὺ ἀκούγεται μέσα του σὰν φωνὴ εἰσαγγελέως. Τοῦ ἔδωσε πρὸ παντὸς καρδιά, νὰ
ἀγαπᾷ τὸν Πλάστη του, τὸν πλησίον, τὸ σπίτι, τὴν πατρίδα, ὅ,τι ἱερὸ καὶ ὅσιο ἔχουμε.Δὲν σᾶς εἶπα τίποτα. Σταματῶ ἐδῶ. Μπορεῖ κάτι, ἕνα ἠλεκτρόνιο νὰ αἰσθάνωμαι κ᾽ ἐγὼ ὡς ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τὸ χωρίο αὐτό, ἀλλὰ πλήρως δὲν εἶμαι εἰς θέσιν νὰ τὸ ἑρμηνεύσω. Γι᾿ αὐτὸ ἂς ἔλθῃ Πνεῦμα ἅγιο στοὺς ἀκροατάς, σὲ ὅλο τὸ λαό μας, γιὰ νὰ τὸ νιώσουν.
Τί μᾶς λέει; ποιά εἶνε ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξι τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου; Ὅλα τ᾽ ἄλλα ἔχουν γραφῆ μὲ χαρτὶ καὶ μολύβι· ἀλλ᾽ αὐτὸ εἶνε γραμμένο μὲ πύρινα γράμματα, μὲ τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου ἐπάνω στὸ σταυρό· ὁ Πιλᾶτος, ἀντὶ τῆς ἐπιγραφῆς ποὺ ἔβαλε, ἔπρεπε νὰ γράψῃ «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί», διότι στὸ Γολγοθᾶ στήθηκε τὸ μεγαλύτερο μνημεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Γιατί, ἀδελφοί μου, σταυρώθηκε, καρφώθηκε ἐπὶ τοῦ ξύλου ὁ Χριστός; γιατί φόρεσε ἀγκάθινο στεφάνι, ὑβρίσθηκε, συκοφαντήθηκε, ἀδικήθηκε; Γιὰ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ λυτρωθῇ ὁ κόσμος. «Καὶ τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ (τοῦ Θεοῦ) καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰω. 1,7).
Τελειώνω. Δὲν μπόρεσα νὰ εἰσέλθω στὸ βάθος. Σᾶς μεταφέρω μόνο τὸ ἑξῆς ἀπὸ τὶς Διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.
«Ἕνας ἄρχοντας πλούσιος ἐθησαύριζε κατὰ πολλά, ποτέ δὲν ἤθελε μήτε νὰ ἐξομολογηθῇ μήτε ἐλεημοσύνη νὰ κάμῃ· εἶχεν ἕνα υἱὸν ἕως δέκα χρονῶν. Ἦλθε καιρὸς καὶ ἀρρώστησε, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἰδικοί του νὰ ἐξομολογηθῇ, νὰ κάμῃ γιὰ τὴν ψυχήν του τίποτε, αὐτὸς τοὺς ἔλεγεν· Ἂς εἶνε καλὰ τὸ παιδί μου, ἐκεῖνο θὰ κάμῃ διὰ τὴν ψυχήν μου. Ὅλος μὲ τὸν διάβολον ἦτο, ἡ γνώμη του δὲν ἤλλαζεν. Εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον ἦτο ἕνας πνευματικὸς ἐνάρετος· πηγαίνει καὶ ξυρίζει τὰ γένεια του, ἐνδύεται φορέματα κοσμικὰ καὶ πηγαίνει εἰς τὸ σπίτι τοῦ πλουσίου (καὶ εἶπε) πὼς εἶνε ξένος. –Ἔμαθα πὼς εἶνε ὁ ἄρχοντας ἄρρωστος καὶ ἦλθα νὰ τὸν ἰδῶ καὶ ἐγώ, ἐπειδὴ εἶμαι ἰατρός· πῶς εἶνε ὁ ἄρρωστος; Ἀπεκρίθη ὁ ἄρρωστος· –Ἀχαμνὰ εἶμαι, ἀφέντη. –Τί σοῦ λέγουν οἱ ἰατροὶ τῆς χώρας σας; –Μὲ λέγουν πὼς εἶμαι ἀχαμνὰ διὰ τὸν θάνατον. Τὸν πιάνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ λέγει ὁ πνευματικὸς ἰατρός· –Καὶ ἐγὼ τὸ λέγω ὅτι πεθαίνεις· μὰ ἀνίσως καὶ εὑρίσκετο ἕνα ἰατρικὸν ὁποὺ γνωρίζω, δὲν ἀπέθνῃσκες. –Τί ἰατρικὸν εἶνε ἐκεῖνο ὁποὺ χρειάζεται νὰ εὕρωμεν; Καμώνεται πὼς δὲν ἠξεύρει καὶ ἐρωτᾷ· –Ἔχει κανένα παιδί; Τοῦ εἶπαν πὼς μόνον ἕνα ἔχει. Τοῦ λέγει ὁ πνευματικός· –Νὰ μὴ λυπᾶσαι, τὸ ἰατρικόν σου εὑρέθη, ἐγὼ σοῦ ὑπόσχομαι πὼς δὲν ἀποθνῄσκεις. Γυρεύει νὰ τοῦ δώσουν ἕνα φλετζάνι νερὸ καὶ ἀλεύρι, τὰ ἀνακατώνει καὶ καμώνεται πὼς καὶ κάτι ἄλλο ἰατρικὸν βάνει μέσα καὶ λέγει· –Τώρα τὸ ἰατρικὸν εἶνε ἕτοιμον, μόνον χρειάζεται νὰ ἔλθῃ τὸ παιδί σου ἐδῶ, νὰ τοῦ σπάσω (=τρυπήσω, τσιμπήσω) τὸ δάκτυλόν του τὸ μικρὸν μὲ τὸ βελόνι, νὰ στάξῃ τρεῖς σταλαγματιὲς αἷμα, νὰ σοῦ τὸ δώσω νὰ τὸ πιῇς καὶ εὐθὺς νὰ γίνῃς καλά. Τὸ παιδὶ ἔπαιζε, στέλλουν καὶ τὸ ἔφεραν, (καὶ) καθὼς τὸ βλέπει ὁ ἰατρὸς τοῦ λέγει· –Ἔλα, παιδί μου, νὰ σοῦ σπάσω τὸν μικρὸν δάκτυλον μ᾽ ἕνα βελόνι, νὰ στάξῃ τρεῖς σταλαγματιὲς αἷμα ἐδῶ μέσα ὁποὺ ἔχω κάτι ἰατρικόν, νὰ δώσω νὰ τὸ πίῃ ὁ πατέρας σου νὰ γίνῃ εὐθὺς καλά. –Ἐτρελλάθηκα ἢ ἐπαλάβωσα νὰ χαλάσω ἐγὼ τὸ δάκτυλόν μου; Λέγει ὁ ἰατρός· –Εἰς σέ, παιδί μου, κρέμαται ἢ νὰ ζήσῃ ἢ ν᾽ ἀποθάνῃ· δὲν βλέπεις πόσα ἐσύναξε νὰ σοῦ ἀφήσῃ; –Ζήσῃ δὲν ζήσῃ, ἐγὼ δὲν χαλῶ τὸ χέρι μου· καὶ ἔφυγε. Λέγει ὁ ἰατρὸς τοῦ ἄρχοντος· –Ἐγὼ εἶμαι ὁ πνευματικὸς τῆς χώρας καὶ τὸ ἔκαμα τοῦτο διὰ νὰ σοῦ δείξω πὼς ἀπὸ τὸ παιδί σου μὴ ἐλπίζεις τίποτε διὰ τὴν ψυχήν σου νὰ σοῦ κάμῃ. Τότε σηκώνεται ὁ ἄρρωστος. –Ἐγώ, λέγει, ἐκόλασα τὴν ψυχήν μου διὰ τὸ παιδί μου, νὰ τοῦ ἀφήσω πολλά, καὶ ἐκεῖνο δὲν τὸ ἐβάσταξε ἡ καρδιά του νὰ δώσῃ τρεῖς σταλαγματιὲς αἷμα διὰ τὴν ζωήν μου; καλὰ λέγεις, πνευματικέ μου. Εὐθὺς γυρεύει τὰ δευτέρια του, τὰς ὁμολογίας του καὶ τὰ ξεσχίζει· ἐμοίρασεν ὅλα του τὰ πράγματα, δὲν ἄφησε τίποτε, καὶ τὸ παιδί του τὸ κατέστησε πάμπτωχον, καὶ ἐκέρδισε τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε. Ὅσοι ἔχετε παιδιά, μὴ ἐλπίζετε· ὅ,τι κάμνει ὁ ἄνθρωπος μόνος του, ἐκεῖνο εὑρίσκει εἰς τὴν ἄλλην ζωήν» (βλ. ἡμ. βιβλ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθῆναι 201331, σσ. 278-280).
Γιατί τὸ ἀνέφερα αὐτό; Ὁ μικρὸς δὲν θυσίασε γιὰ τὸν πατέρα του λίγες σταγόνες, ἐνῷ ὁ Χριστὸς γιὰ μᾶς τοὺς ἀσεβεῖς ἔχυσε ὁλόκληρο τὸ αἷμα του στάγδην – στάγδην ἐπὶ τοῦ σταυροῦ· τὸ ἀναμάρτητον αἷμα, διὰ τοῦ ὁποίου σώθηκε ὅλη ἡ ἀνθρωπότης.
* * *
Τί πρέπει νὰ αἰσθανώμαστε, ἀδελφοί μου, γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο; Εὐγνωμοσύνη.
Καὶ ἐρωτῶ· ἐμεῖς ἀγαποῦμε τὸ Χριστό; Πολλὰ πράγματα ἀγαποῦμε, ἀλλὰ τὸν Κύριον ἡμῶν
Ἰησοῦν Χριστόν, ἐρωτῶ, τὸν ἀγαποῦμε ὅπως πρέπει καὶ ὅσο πρέπει; Ἡ συνείδησι ἑνὸς
ἑκάστου θὰ μαρτυρήσῃ, ὅτι πολὺ ἀπέχουμε ἀπὸ αὐτό.Στὸ πρωτοδικεῖο τῆς Λαρίσσης δικάστηκαν τρία φτωχὰ παιδιά, ποὺ δὲν ὑπέφεραν νὰ προβάλλεται σὲ κινηματογράφο ἡ ταινία ἑνὸς ἑβραίου, μὲ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ὑβριζόταν· ἔκαναν τὸ σταυρό τους, μπῆκαν στὸν κινηματογράφο καὶ φώναξαν «Αἶσχος!». Τοὺς συνέλαβαν καὶ ὡδηγήθηκαν κατηγορούμενοι στὸ δικαστήριο· αὐτοὺς πῆγα καὶ τοὺς ὑπερασπίστηκα ὡς ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ὑβρίζεται λοιπὸν σήμερα ὁ Χριστός. Καὶ λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς· «Ἕνας ἄνθρωπος νὰ μὲ ὑβρίσῃ, νὰ φονεύσῃ τὸν πατέρα μου, τὴν μητέρα μου, τὸν ἀδελφόν μου, καὶ ὕστερα τὸ μάτι νὰ μοῦ βγάλῃ, ἔχω χρέος ὡσὰν χριστιανὸς νὰ τὸν συγχωρήσω. Τὸ δὲ νὰ ὑβρίσῃ τὸν Χριστόν μου καὶ τὴν Παναγίαν μου, δὲν θέλω νὰ τὸν βλέπω» (ἔ.ἀ. σ. 185). Ἂν ὑβρίσῃς τὸ Χριστό, λέει, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ. Καὶ τέτοιοι βλάσφημοι εἶνε πολλοὶ σήμερα.
Ἀλλὰ δὲν θὰ ἡσυχάσουμε, δὲν θὰ καταθέσουμε ὅπλα τὰ ἱερά, ἕως ὅτου σβήσῃ ἀπὸ τὸν τόπο μας κάθε βλασφημία. Καμμία γλῶσσα νὰ μὴ προσβάλλῃ πλέον τὸν Κύριο, ἀλλὰ ὅλα τὰ στόματα νὰ γίνουμε μία κιθάρα ποὺ θ᾽ ἀναπέμπῃ τὸν ὕμνο· «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ, περὶ πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;…» (ἦχ. βαρύς, αἶν. Κυρ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου