Εννέα περίπου ώρες ήταν αρκετές για να καταστραφούν
68 χρόνια μετά η μνήμη παραμένει ισχυρή!
Ο μηχανισμός της καταστροφής (Σπύρος Βρυώνης) - εκδ. Εστία 2007
Τη νύχτα της 6ης προς 7η Σεπτεμβρίου 1955, η ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης έγινε στόχος απρόκλητων βιαιοτήτων. Μέσα σε λίγες ώρες εμπορικά καταστήματα, βιοτεχνίες, σπίτια, ακόμα και οι εκκλησίες των Ελλήνων μετατράπηκαν σε ερείπια. Τα γεγονότα αυτά σήμαναν την αρχή του τέλους της κοινότητας των Ρωμιών της Πόλης.
«Dönüş» σημαίνει «επιστροφή». Επιστροφή στην αλήθεια· την
ιστορική, την προσωπική, την πνευματική.
Με όχημα τα ντοκουμέντα της ίδιας της Τουρκίας και των συμμάχων της, η
επιβεβλημένη ιστορική «πραγματικότητα» κατακρημνίζεται. Γενοκτονίες και διωγμοί
την έχουν σημαδέψει βαθιά. Το «χτίσιμο» της νέας ταυτότητας αποδεικνύεται πολύ
αιματηρό. Η ανατροπή της ιστορικής γνώσης δεν είναι η μόνη που καλούνται να
βιώσουν οι ήρωες. Έχει επιπτώσεις και στη δική τους πορεία. Το δίλημμα γίνεται
ζωτική αναμέτρηση. Αν θα επιλέξουν να βαδίσουν τον δρόμο της επιστροφής.
Κάποιοι το τόλμησαν. Κάποιοι άλλοι, όχι…
Ένα ιστορικό μυθιστόρημα για την κρίση ταυτότητας στη σύγχρονη Τουρκία, που έχει τις ρίζες της στο αιματηρό ιστορικό παρελθόν. Αυτό που τα τελευταία 100 χρόνια επιμελώς κρύβεται «κάτω από το χαλί».
Το αντικείμενο του βιβλίου της Ντιλέκ Γκιουβέν ξεπερνά τα όρια ενός μεμονωμένου επεισοδίου: τα όρια των διώξεων εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης τον Σεπτέμβριο του 1955. Η πλούσια σε αρχειακό υλικό και προβληματισμό μελέτη της αφορά τις συμπεριφορές ενός κράτους, του τουρκικού, στη δύσκολη διαδρομή του προς τη νεωτερικότητα. (. . .) Πέρα από το συγκεκριμένο «ελληνικό» ενδιαφέρον του, το βιβλίο οδηγεί σε προβληματισμούς για την σύγχρονη τουρκική ιστορία και συγκεκριμένα για τις λειτουργίες και τις λήψεις αποφάσεων στο τουρκικό κράτος.
Με τους δυο εμφυλίους πολέμους (1944 και 1946-1949) περιορίσαμε τις δυνατότητες αντοχών κι εθνικών διεκδικήσεων. Η Αγγλία, με μοχλό τις αδυναμίες της Ελλάδας τα χρόνια εκείνα, μας επέβαλε πολιτική και πολιτικούς. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κληρονόμησαν την επιρροή της Αγγλίας πάνω στην Ελλάδα, υιοθέτησαν την τακτική της και την εφάρμοσαν με πιο ωμό τρόπο. Στην πλειοψηφία τους οι Έλληνες πολιτικοί συνωστίζονταν στα παρασκήνια των ξένων μηχανισμών ελέγχου της πολιτικής ζωής της χώρας. Η άμεση ή έμμεση αυτή εξάρτηση και η διηνεκής κατάρα της φυλής, η διχόνοια, δεν επέτρεψαν το σχεδίασμα και την οργάνωση μιας μακρόπνοης στρατηγικής πάνω στα εθνικά θέματα. Ακόμη και όταν ο εχθρός βρέθηκε προ των πυλών μας δεν αλλάξαμε, δεν μετανιώσαμε, δε συσπειρωθήκαμε. Αντίθετα, οι Τούρκοι αξιοποίησαν όλες τις ευκαιρίες…
Το βιβλίο αυτό είναι το χρονικό των γεγονότων που σημάδεψαν μια μεγάλη τραγική στιγμή του ελληνισμού, το διωγμό των Ελλήνων απ’ την Κωνσταντινούπολη. Ο γνωστός Τούρκος συγγραφέας Αζίζ Νεσίν καταθέτει την προσωπική του εμπειρία για τα γεγονότα αυτά, αφού βρέθηκε κατηγορούμενος ανάμεσα στους υποκινητές τους, όταν ο στρατηγός Ακνόζ απέδωσε τις ταραχές στους αριστερούς. «Να κρεμαστούν σαν τα τσαμπιά», είχε διαταχθεί τότε, στην προσπάθεια να θεωρηθεί η Αριστερά υπεύθυνη των γεγονότων της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου 1955, που διαδραματίσθηκαν με κύριο σύνθημα «Η Κύπρος είναι τουρκική».
Η κωνσταντινουπολίτικη Ρωμηοσύνη υπήρξε και εξακολουθεί να είναι μια πολύπαθη κοινότητα, που πάντα εικονολογούσε την οικουμενική διάσταση της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Στον αιώνα μας δέχθηκε αρκετά πλήγματα και εξακολουθεί να βρίσκεται υπό ιδιότυπο διωγμό. Υπήρξε ωστόσο μία περίοδος, αμέσως μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, και μάλιστα κατά την περίοδο 1948-1955, που η κοινότητα αυτή γνώρισε μία κοινωνική και οικονομική άνθηση εξόχως εντυπωσιακή. Αυτό ωφειλόταν κυρίως στις μεταπολεμικές συγκυρίες που επέβαλαν στην απομονωμένη, λόγω της στάσεώς της στον πόλεμο, Τουρκία μία φιλελεύθερη στροφή, τόσο στον πολιτικό όσο και στον οικονομικό χώρο, σε συνδυασμό και με την ελληνοτουρκική προσέγγιση που τότε έφθασε σε μοναδικό επίπεδο. Το παρόν βιβλίο επιχειρεί να παρουσιάσει την πολύπλευρη ανθηρή δραστηριότητα του γηγενούς ελληνικού στοιχείου της Πόλης, την οποία η τουρκική πλευρά έβλεπε με διογκούμενη δυσφορία. Η έρευνα του συγγραφέα βασίστηκε, πέραν της ισχνότατης βιβλιογραφίας, στις 150 περίπου συνεντεύξεις του με επιζώντες παράγοντες του τότε πολίτικου Ελληνισμού, στα ελληνόγλωσσα έντυπα της Πόλης (περιοδικά και εφημερίδες), και στο πλούσιο σε πληροφορίες αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών στο οποίο αναδίφησε με ειδική άδεια. Την έκδοση εμπλουτίζουν χάρτες, σκίτσα κωνσταντινουπολιτών γελοιογράφων, καθώς και αξιόλογο φωτογραφικό υλικό της εποχής, μέρος του οποίου προέρχεται από το φωτογραφικό αρχείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Πολύ πιθανόν ο τίτλος του βιβλίου, γι’ αυτούς που αγνοούν τη νεότερη ιστορία του ελληνισμού, να αναγάγει σε διατριβή οικονομολογικού περιεχομένου και όχι σε καταγραφή μιας ακόμα μαρτυρικής περιπέτειας των Ελλήνων της Πόλης που είχαν μείνει μόνοι να φυλάνε τις Θερμοπύλες. (. . .) Η έκδοση ενός βιβλίου μ’ αυτή τη θεματολογία μετά από τόσα χρόνια έχει διττό στόχο: να αποδοθεί φόρος τιμής στα θύματα αυτής της τραγωδίας και να πληροφορηθούν όλοι, με έγκυρο και αντικειμενικό τρόπο, τα δεινά μαρτύρια ενός σημαντικού τμήματος του ελληνικού έθνους. Η γνώση των ιστορικών γεγονότων βοηθά για καλύτερη εκτίμηση του μέλλοντος.
“Τη νύχτα των τουρκικών βανδαλισμών κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως (6-7 Σεπτεμβρίου 1955) φωτογραφίζει τα γεγονότα αυτά και οι φωτογραφίες του δημοσιεύονται στο διεθνή Τύπο. Οι φωτογραφίες αυτές αποτέλεσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των φωτογραφικών τεκμηρίων για τα τραγικά γεγονότα, που κυκλοφορούσαν διεθνώς μέχρι και πέρυσι, όταν ο στρατιωτικός εισαγγελέας που ασχολήθηκε με την υπόθεση δημοσίευσε μετά θάνατον και τις φωτογραφίες που συμπεριελήφθησαν την εποχή εκείνη στο φάκελο της ανακρίσεως.”
Το φωτογραφικό αυτό λεύκωμα παρουσιάζει 41 ασπρόμαυρες φωτογραφίες των τελευταίων Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, έτσι όπως τους είδε ο φωτογράφος Κώστας Σακελλαρίου ζώντας πάνω από δύο χρόνια (1992-1995) ανάμεσά τους. “Το έργο δεν είναι μια καταγραφή των ελληνικών μνημείων της πόλης”, σημειώνει στον πρόλογο της έκδοσης ο φωτογράφος. “Είναι μια προσπάθεια να ανιχνευθεί το τι σημαίνει για μια απελπισμένη κοινότητα χιλίων πεντακοσίων ατόμων να ζει τη ζωή της μέρα τη μέρα στη σκιά της μελαγχολίας, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι αυτοί είναι οι “τελευταίοι”. […] Πολλές από τις φωτογραφίες τραβήχτηκαν στις σκοτεινές βασιλικές, τις τόσο χαρακτηριστικές για την Πόλη. Άλλες πάλι τραβήχτηκαν στα μισοφωτισμένα, θλιβερά σπίτια των γερόντων. […] Τα πρόσωπα που φωτογράφισα, είναι εκείνοι που τους πλησίασα περισσότερο. Είναι επίσης εκείνοι που πραγματικά τους έδινε χαρά η παρουσία μου.[…]” Την έκδοση συμπληρώνει ένα κείμενο της Μαργαρίτας Πουτουρίδου για την φθίνουσα ελληνική μειονότητα της Πόλης και χρονολόγιο με τους σημαντικούς σταθμούς στην ιστορία των Ελλήνων της Πόλης.
Επιμέλεια: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Πύργου
3 σχόλια:
Εξαιρετική ανάρτηση!
Ευχαριστούμε!
γδμ
Πολυτίμη παρουσίαση για εμπλουτισμό ιστορικών γνώσεων για την καταστροφή.
Αυτού του είδους οι βιβλιοπαρουσιάσεις είναι κάτι το εξαιρετικό. Ευχαριστώ.
Δημοσίευση σχολίου