ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΟΣ:
Τα «προσκυνηματικά αφηγήματα»
του κ. Ι. Χ. Δασουρά,
Υπ. Διδάκτορα Θεολογίας ΕΚΠΑ
Την αποφασιστική ώθηση για την καθιέρωση και άνθιση του χριστιανικού προσκυνήματος θεωρείται γενικώς πως έδωσαν οι Μ. Κωνσταντίνος και Αγία Ελένη, άμα τη λήξει των διωγμών και την καθιέρωση της ανεξιθρησκείας του 313. Ο πρώτος χριστιανός Ρωμαίος αυτοκράτορας μαζί με τη μητέρα του ανέδειξαν τους ιερούς χριστιανικούς τόπους, ανεγείροντας «μαρτύρια» στις τοποθεσίες εκείνες που συνδέονταν με την επίγεια ζωή και δράση του Υιού και Λόγου του Θεού ως Ιησού Χριστού[1]. Επικρατεί ωστόσο διχογνωμία σχετικά με τις απαρχές του χριστιανικού προσκυνήματος.
Εικόνα 1. Εμμ. Τζάνες, Φορητή εικόνα των Αγίων
Κωνσταντίνου & Ελένης. Β’ μισό 17ου αι. ΒΧΜ
Είναι βέβαιο πως από το β’ μισό του 4ου και σταθερά μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα, προσκυνητές συνέρρεαν κατά κύματα από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας προς τους Αγίους Τόπους και την Αίγυπτο. Διακινδύνευαν τη ζωή, την ασφάλεια και τις οικονομίες τους προκειμένου να επισκεφτούν τα μέρη όπου διαδραματίστηκαν τα μεγάλα γεγονότα της Βίβλου, να προσκυνήσουν τα χώματα που αγίασε με την επί γης παρουσία του ο Κύριος και τους «ζωντανούς» τάφους των μαρτύρων[1], καθώς και να απαντήσουν τους φημισμένους αναχωρητές, τα μοναστήρια και όσους ασκήτευαν στις άνυδρες περιοχές της ερήμου του Σινά[2]. Οι προσκυνητές αυτοί εκπροσωπούσαν όλα τα κοινωνικά στρώματα της εποχής· επρόκειτο για απλούς ανθρώπους και των δυο φύλων, αλλά και πλούσιους, συγκλητικούς, εκκλησιαστικούς και ανώτατους κρατικούς αξιωματούχους[3].
Εικόνα 2. Το σύμπλεγμα του
Αγίου Τάφου. Ξύλινη σφραγίδα άρτου ευλογίας.
Ιεροσόλυμα, π. 700. Μουσείο Τέχνης, Cleveland
Εικόνα 3. Πήλινο φιαλίδιο, ευλογία του αγίου Μηνά, Μουσείο
Μπενάκη
Τα «προσκυνηματικά αφηγήματα»
Για τα προσκυνηματικά ταξίδια και τους προσκυνητές της Ύστερης
αρχαιότητας[1] πληροφορούμαστε
μέσα από πλήθος γραπτών πηγών (σε επιγραφές, επιστολές, Εκκλησιαστικές
Ιστορίες, κηρύγματα, Βίους αγίων). Υπάρχει ωστόσο μια ειδική κατηγορία κειμένων
που μπορούμε να αποκαλέσουμε ως «προσκυνηματικά αφηγήματα». Γράφονταν από τους
ίδιους τους προσκυνητές με σκοπό την αφήγηση των εντυπώσεων, περιπετειών και
των απολαβών του ταξιδιού τους, για να πληροφορήσουν άλλους επίδοξους
ταξιδιώτες και κάποιες φορές για να διδάξουν. Η γραφή των κειμένων αυτών
εγγίζει τα όρια της λογοτεχνίας, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις η διήγηση αποκτά
γλαφυρό και μυθιστορηματικό ύφος. Στα βασικά προσκυνηματικά αφηγήματα της
Ύστερης αρχαιότητας ανήκουν το Λαυσαϊκόν του Παλλαδίου,
η Κατ’ Αίγυπτον των Μοναχών Ιστορία, ανωνύμου συγγραφέα, το αφήγημα
του ανώνυμου προσκυνητή του Μπορντώ, το Itinerarium
(Οδοιπορικόν) της Εγερίας και η Διήγησις του Αμμωνίου[2].
Προσκυνηματικά ταξίδια περιγράφονται και σε επιστολές εκκλησιαστικών ανδρών,
όπως του αγίου Ιερωνύμου (Επιστολή 77, Επιστολή 108 κα.)
Κάθε κείμενο έχει το δικό του συγγραφικό χαρακτήρα και τις ιδιομορφίες του.Εικόνα 4. Η διαδρομή του ανώνυμου προσκυνητή του
Μπορντώ.
Είναι εύλογο να υποτεθεί ότι πολλοί χριστιανοί δεν είχαν το σωματικό, ψυχικό και οικονομικό σθένος να ανταποκριθούν σε ένα προσκυνηματικό ταξίδι, οπότε κατέφευγαν στα αφηγήματα αυτά[1]. Δίπλα στους «αληθινούς» προσκυνητές υπήρχαν και αυτοί που ήθελαν να μεταφερθούν όχι απαραίτητα σωματικά, αλλά νοητά στα άγια προσκυνήματα, να διαβάσουν ιστορίες για ασκητές της ερήμου και για θαυμαστά γεγονότα, αφήνοντας να δράσει η δική τους φαντασία, προκειμένου με τα μάτια της πίστης να «δουν», αυτά που κάποιοι άλλοι μπόρεσαν και είδαν με τους φυσικούς τους οφθαλμούς[2]. Ως ψυχοφελή έργα, ενδέχεται ακόμα να αξιοποιούνταν από τους πιστούς ως μέσο προσευχής και καλλιέργειας της εν Χριστώ αρετής, λαμβάνοντας υπόψιν το αντίστοιχη πρακτική της Οσίας Μελάνης της νεoτέρας, που στις αρχές του 5ου αιώνα πραγματοποίησε και εκείνη προσκυνηματικό ταξίδι στους Αγίους Τόπους και την Αίγυπτο[1].
Τα αφηγήματα αυτά έχουν μυθιστορηματική δομή. Η αίσθηση της δράσης, αγωνίας και πλοκής που διατρέχουν τις γραμμές τους, τα καθιστούν λογοτεχνικά κείμενα, ενώ αποπνέουν τον ενθουσιασμό των συγγραφέων τους για αυτά που έζησαν κατά το προσκύνημα, τη χαρά και την πνευματική τους πληρότητα[1]. Παράλληλα, οι περιγραφές μακρινών, εν πολλοίς άγνωστων και δυσπρόσιτων τόπων, καθώς και οι αναφορές σε αναχωρητές που διάγουν σχεδόν άσαρκο βίο, προσδίδουν στα κείμενα αυτά έντονα «εξωτικά» στοιχεία, γνώριμα και από άλλους συγγραφείς στον ελληνορωμαϊκό κόσμο της εποχής[2], χωρίς ωστόσο να πρόκειται για φανταστικές ιστορίες[3].
[1] Γαλαβάρης, «Προσκυνήματα», ό.π. (υποσημ. 6), 61.
[1] Frank, ό.π. (υποσημ. 23), 38.
[1] Γερόντιος, Βίος τῆς ὀσίας Μελάνης τῆς νεωτέρας, 23. Βλ. ακόμη, Κόκκορη, «Ο βίος της Οσίας Μελάνης της Νεοτέρας, 418 – 420.
[1] Campbell, The Witness and the Other World, 18.
[1] ό.π., 140.
[2] Αυγουστίνος μοναχός (επιμ.), Η προς Λαύσον Ιστορία, 1914, 2.
[3] ό.π., 188 – 189: «[…]ἐτόλμησα πρὸς τὴν διήγησιν ταύτην τραπῆναι, ἵνα καμοί τι κέρδος γένηται τῆς αὐτῶν ὠφελείας, μιμησάμενον αὐτῶν τὴν πολιτείαν καὶ τὴν παντελῆ τοῦ κόσμου ἀναχώρησιν καὶ ἡσυχίαν διὰ τῆς ὑπομονῆς τῶν ἀρετῶν, ἧς μέχρι τέλους κατέχουσιν.».
[1] ό.π., 20.
[2] Βλ. χαρακτηριστικά, Αιθερίας, Οδοιπορικόν, 79 – 80: «Αὐτὴν τὴν ἡμέρα ἐπισκεφθήκαμε καὶ ἄλλους ἁγιωτάτους μοναχούς, αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι λόγῳ ἡλικίας ἢ ἀσθενείας δὲν ἡμποροῦσαν νὰ ἀνέλθουν εἰς τὸ ὄρος τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν Λειτουργία, καὶ οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴν εὐχαρίστησι νὰ μᾶς ὑποδεχθοῦν εἰς τὰ κελλία τους μὲ μεγάλη φιλοφροσύνη. […] Γνωρίζω ὅτι πάντοτε καὶ μὲ κάθε τρόπο πρέπει νὰ δοξάζω τὸν Θεόν, καὶ δὲν θέλω νὰ ὁμιλῶ μόνον γιὰ τὴν τόση χάρι, πού μὲ ἀξίωσε νὰ λάβω, ἐπιτρέποντας εἰς ἐμέ, τὴν τόσον ἀναξία τῆς προνοίας Του, νὰ ἐπισκεφθῶ ὅλους τοὺς τόπους, ποὺ δὲν ἄξιζα νὰ τοὺς ἰδῶ, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι, ποὺ ποτὲ δὲν θὰ ἀξιωθῶ νὰ τοὺς εὐχαριστήσω ἐπαξίως, αὐτοὶ ποὺ εἶχαν τὴν εὐχαρίστησι νὰ δεχθοῦν μὲ προθυμία τὴν ταπεινότητά μου εἰς τὰ κελλία τους καὶ τοὐλάχιστον νὰ μὲ ὁδηγήσουν εἰς ὅλους τοὺς τόπους ἐκείνους, ποὺ πάντοτε ζητοῦσα νὰ τοὺς ἰδῶ, σύμφωνα μὲ τὶς Ἅγιες Γραφές.».
[3] Vanzo, «Itinerarium Burdigalense», 1 – 2. (Για το άρθρο βλ. https://doi.org/10.20935/AL766. Τελευταία προσπέλαση, 1/5/2024). Για μια πλήρη μετάφραση του έργου στα αγγλικά βλ. Itinerary from Bordeaux to Jerusalem: The Bordeaux Pilgrim (333 A.D.), μτφ. A. Stewart, PPTS, 1887, 1 – 35.
[1] ό.π., 20.
[2] Βλ. χαρακτηριστικά, Αιθερίας, Οδοιπορικόν, 79 – 80: «Αὐτὴν τὴν ἡμέρα ἐπισκεφθήκαμε καὶ ἄλλους ἁγιωτάτους μοναχούς, αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι λόγῳ ἡλικίας ἢ ἀσθενείας δὲν ἡμποροῦσαν νὰ ἀνέλθουν εἰς τὸ ὄρος τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν Λειτουργία, καὶ οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴν εὐχαρίστησι νὰ μᾶς ὑποδεχθοῦν εἰς τὰ κελλία τους μὲ μεγάλη φιλοφροσύνη. […] Γνωρίζω ὅτι πάντοτε καὶ μὲ κάθε τρόπο πρέπει νὰ δοξάζω τὸν Θεόν, καὶ δὲν θέλω νὰ ὁμιλῶ μόνον γιὰ τὴν τόση χάρι, πού μὲ ἀξίωσε νὰ λάβω, ἐπιτρέποντας εἰς ἐμέ, τὴν τόσον ἀναξία τῆς προνοίας Του, νὰ ἐπισκεφθῶ ὅλους τοὺς τόπους, ποὺ δὲν ἄξιζα νὰ τοὺς ἰδῶ, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι, ποὺ ποτὲ δὲν θὰ ἀξιωθῶ νὰ τοὺς εὐχαριστήσω ἐπαξίως, αὐτοὶ ποὺ εἶχαν τὴν εὐχαρίστησι νὰ δεχθοῦν μὲ προθυμία τὴν ταπεινότητά μου εἰς τὰ κελλία τους καὶ τοὐλάχιστον νὰ μὲ ὁδηγήσουν εἰς ὅλους τοὺς τόπους ἐκείνους, ποὺ πάντοτε ζητοῦσα νὰ τοὺς ἰδῶ, σύμφωνα μὲ τὶς Ἅγιες Γραφές.».
[3] Vanzo, «Itinerarium Burdigalense», 1 – 2. (Για το άρθρο βλ. https://doi.org/10.20935/AL766. Τελευταία προσπέλαση, 1/5/2024). Για μια πλήρη μετάφραση του έργου στα αγγλικά βλ. Itinerary from Bordeaux to Jerusalem: The Bordeaux Pilgrim (333 A.D.), μτφ. A. Stewart, PPTS, 1887, 1 – 35.
[1] Για τον όρο βλ. ενδεικτικά, Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό κράτος, 58 – 60.
[2] Κουρκουβάτη,ό.π. (υποσημ. 3), 18.
[1] Lemcke, Imperial transportation, 39 – 40.
[2] Casson, Το Ταξίδι στον Αρχαίο Κόσμο, 248 – 249.
[3] Sodini, «La terre des semelles», 77 – 79.
[1] Φωσκόλου, ό.π. (υποσημ, 5), 160 – 161.
[1] Vikan, «Byzantine Pilgrims’ art», 231 – 234.
[2] Φωσκόλου, «Λείψανα, θαύματα και ευλογίες», 158 – 160. Βλ. ακόμη, Chitty, The Desert a City, 46 – 61.
[3] Γαλαβάρης, «Προσκυνήματα», 59.
[1] Frank, «Pilgrimage», 827. Βλ. ακόμη, Hunt, Holy Land Pilgrimage, 9 – 27.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου