Γονείς σήμερα: μια αδύνατη αποστολή;
Massimo Recalcati
Το
πρόβλημα της εποχής μας είναι πώς θα καταφέρουμε να διατηρήσουμε την
παιδαγωγική λειτουργία που χαρακτηρίζει τον οικογενειακό δεσμό μπροστά σε μια
όλο και πιο ριζική και γενικευμένη κρίση του παιδαγωγικού λόγου. Πώς μπορεί να
υπάρχει διαπαιδαγώγηση – και επομένως διαμόρφωση – αν η προσταγή που
προσανατολίζει τον κοινωνικό λόγο συντονίζεται διαστροφικά σ’ ένα «Γιατί
όχι;» που καθιστά ανούσια κάθε εμπειρία του ορίου; Πώς μπορούμε να
εισάγουμε την αποδοτική λειτουργία του ορίου – λειτουργία που προσδίδει τη
δυνατότητα ενός νοήματος στην απόρριψη και που κάνει δυνατή τη συνένωση Νόμου
και επιθυμίας – αν όλα τείνουν να ωθούνται προς την κυνική υπεράσπιση της
κατανάλωσης και της ικανοποίησης χωρίς χρονοτριβή; Πώς μπορεί ο οικογενειακός
δεσμός να μην εγκαταλείψει τον παιδαγωγικό του ρόλο, να παραμείνει ο ιδιαίτερος
τόπος μετάδοσης της επιθυμίας και της υποκειμενοποίησης, αν ο κυρίαρχος
κοινωνικός λόγος εξυμνεί την αποφυγή του ευνουχισμού ως άξονα της νέας
υπερηδονιστικής ηθικής; Πώς είναι δυνατό να υποστηρίξει τη διαμορφωτική
λειτουργία της παραίτησης και του ορίου όταν η απουσία ή η παρακμή των
κανονιστικών αναφορών στο Ιδεώδες καταλήγει να καταστήσει την παραίτηση από την
ενορμητική απόλαυση ολοένα και πιο ανούσια;
Η δυσκολία στην οποία βρίσκεται κάθε παιδαγωγικός λόγος είναι διπλή: αφ’ ενός είναι η δυσκολία να δεχτεί με υπευθυνότητα τη γενεαλογική διαφορά εισάγοντας τη συμβολική εξουσία της απαγόρευσης. Αφ’ ετέρου είναι η δυσκολία να μεταδώσει την επιθυμία από τη μία γενιά στην άλλη∙ είναι η δυσκολία να δώσει τη μαρτυρία τού τι σημαίνει επιθυμείν.
Η
απουσία συγκρουσιακής κατάστασης ως αναγκαίος παράγοντας διαμόρφωσης είναι ένα
από τα μεγαλύτερα συμπτώματα του υπερμοντέρνου οικογενειακού και κοινωνικού
δεσμού. Η νέα δυσφορία της νεότητας δεν σημαδεύεται πια από τον Οιδίποδα, δεν
προκαλείται από τη σύγκρουση μεταξύ των γενεών, από την τραγωδία σφετερισμού,
από τον παραβατικό χαρακτήρα της επιθυμίας που παραβιάζει τον Νόμο. Η δυσφορία
της νεότητας που δημιουργείται από τον λόγο του καπιταλιστή είναι μία δυσφορία συνδεδεμένη
με το αποτέλεσμα κορεσμού και τοξικότητας που προκαλεί το πλεόνασμα απόλαυσης
και η υποβάθμιση της συμβολικής λειτουργίας του ευνουχισμού. Η κλινική των
επονομαζόμενων νέων συμπτωμάτων μάς δείχνει με ευκρίνεια πως το πρόβλημα της
σημερινής δυσφορίας της νεότητας δεν είναι τόσο πρόβλημα της σύγκρουσης ανάμεσα
στο πρόγραμμα της ενόρμησης και στο πρόγραμμα του Πολιτισμού, ανάμεσα στη
φαντασία της επιθυμίας και το καταπιεστικό βάρος της πραγματικότητας, ανάμεσα
στους λόγους των παιδιών και τους λόγους των πατέρων, αλλά ο τρόπος πρόσβασης
στην εμπειρία της επιθυμίας.
Αυτή
η δυσκολία πρόσβασης στην επιθυμία έχει να κάνει, όπως είδαμε, με την
αδιαμφισβήτητη ηγεμονία του λόγου του καπιταλιστή και με την εξάχνωση του
πατέρα που προκύπτει από αυτή. Σχετίζεται επίσης και με την απουσία των
ενηλίκων, με την κατάρρευση της γενεαλογικής διαφοράς και της ευθύνης που αυτή
επιφέρει.[1]
Μια
νεαρή ασθενής μου μίλαγε για όλη της τη δυσφορία (και την ασυνείδητη απόλαυσή
της) στο να πρέπει να υποστηρίξει τον πατέρα της ο οποίος, μετά τον χωρισμό με
τη μητέρα της όταν εκείνη ήταν μόλις δύο ετών, είχε την απαίτηση να παρηγορηθεί
κάθε φορά που οι αισθηματικές του ιστορίες δεν κατέληγαν πουθενά. Μια άλλη
νεαρή βουλιμική ασθενής μου η οποία έκλεβε στα σούπερ μάρκετ μου μιλούσε για τη
δυσκολία της να βρει έναν συμβολικό φραγμό που να μπορεί να εμποδίσει την
καταστροφική και ξέφρενη πορεία της απόλαυσής της. Το πρόβλημά της δεν ήταν να
πετύχει την απόλαυση της παράβασης διαφεύγοντας κρυφά από τον Νόμο, αλλά να
βρει έναν τρόπο να αφυπνίσει τον πατρικό Νόμο από τον ανέμελο ύπνο του, να
μπορέσει να γίνει αντιληπτή από κάποιον ο οποίος θα αναλάμβανε την ευθύνη της
ενορμητικής ανεξέλεγκτης πορείας της.
Η
σημερινή κρίση της λειτουργικότητας της συμβολικής τάξης συμπίπτει με την κρίση
της ικανότητας της απαγόρευσης, αλλά και με τη δυσκολία μετάδοσης της επιθυμίας
από τη μία γενιά στην άλλη, συμπίπτει με την ικανότητα των ενηλίκων να παρέχουν
μία μαρτυρία για το πώς μπορεί να υπάρχει η ανθρώπινη ζωή χωρίς να θέλει να
αυτοκτονήσει ή να τρελαθεί, για την ικανότητα να καταστεί αυτή η ύπαρξη άξια να
βιωθεί. Είναι το διπλό καθήκον της πατρικής λειτουργίας. Καλούμαστε να
εισάγουμε ένα «Όχι!» που να είναι πραγματικό «Όχι!» (ένας τοξικομανής ασθενής
μου παραπονιόταν ότι δεν είχε συναντήσει ποτέ ένα «Όχι!» αυτού του είδους) και,
ταυτόχρονα, να ξέρουμε να ενσαρκώσουμε μια ζωτική και ικανή επιθυμία
πραγμάτωσης. Γιατί σήμερα είναι τόσο δύσκολο να υποστηριχθεί αυτό το διπλό
καθήκον;
Ας
σταθούμε σε δύο τουλάχιστον νέα μεγάλη άγχη των σημερινών γονιών. Το πρώτο
είναι σχετικό με την απαίτηση να νιώθουν πως αγαπιούνται από τα παιδιά τους.
Αυτή η απαίτηση είναι πρωτόγνωρη και ανατρέπει τη διαλεκτική της αναγνώρισης:
δεν είναι πια τα παιδιά που ζητούν να αναγνωριστούν από τους γονείς τους, αλλά
είναι οι γονείς που ζητούν να αναγνωριστούν από τα παιδιά τους. Με αυτόν τον
τρόπο η γενεαλογική ασυμμετρία ανατρέπεται. Για να μπορέσουν να φανούν αγαπητοί
είναι απαραίτητο να λένε πάντα «Ναι!», να εξαλείψουν τη δυσφορία της
σύγκρουσης, να μεταθέσουν την παιδαγωγική τους ευθύνη, να εγγυηθούν τον
ψευτοδημοκρατικό χαρακτήρα του διαλόγου. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μια
παθογενής συνομωσία ανάμεσα στο συνεχές «Ναι!» και το διαστροφικό «Γιατί όχι;»
που εμπνέει τον κυρίαρχο κοινωνικό λόγο.
Η
ψυχαναλυτική κλινική δείχνει ότι χωρίς την εμπειρία του ορίου, η ίδια η
εμπειρία της επιθυμίας απορροφάται μοιραία προς μία απόλαυση θανάτου. Το
επαναλάβαμε πολλές φορές. Παραμένει αναγκαίο κάποιος – πέρα από τις διαφορές
γένους και πέρα από τον δεσμό αίματος, γιατί όπως συνήθιζε να επαναλαμβάνει
συχνά ο ύστερος Λακάν, «οποιοδήποτε πράγμα» μπορεί να ασκήσει την πατρική
λειτουργία – να αναλάβει το βάρος της πράξης εισαγωγής του συμβολικού
ευνουχισμού, θεωρώντας ωστόσο ότι σ’ αυτήν την πράξη απαγόρευσης υπάρχει ήδη
μια κίνηση δωρεάς. Γιατί ο Νόμος που ο πατέρας ενσαρκώνει, χωρίς να σκέφτεται
ποτέ να τον εξαντλήσει στο πρόσωπό του, δεν εκδηλώνεται ως καθαρή κατασταλτική
άρνηση, αλλά ως αυτό που έχει την ικανότητα να καθιστά δυνατή την επιθυμία.
Είναι το πρόβλημα της μετάδοσης: μια γενιά πρέπει να δωρίσει στην άλλη, μαζί με
την έννοια του ορίου, τη δυνατότητα του μέλλοντος, την επιθυμία νοούμενη ως
πίστη στο μέλλον.
Το δεύτερο μεγάλο άγχος των σημερινών γονιών συνδέεται με την αρχή της επίδοσης. Η αναποδιά, η ήττα, η αποτυχία των παιδιών γίνεται ολοένα και λιγότερο ανεκτή από τους γονείς. Μπροστά στο εμπόδιο η υπερμοντέρνα οικογένεια κινητοποιείται σύσσωμη προκειμένου να το εξαλείψει χωρίς να δώσει τον κατάλληλο χρόνο στο παιδί να το βιώσει. Οι ναρκισσιστικές προσδοκίες αρνούνται να αναμετρηθούν με αυτό το όριο αναθέτοντας στα παιδιά σχέδια υποχρεωτικής πραγμάτωσης. Όμως, όπως έγραψε ο Σαρτρ, αν οι γονείς έχουν σχέδια για τα παιδιά τους, [τότε] τα παιδιά έχουν πάντα πεπρωμένα …, πεπρωμένα σχεδόν ποτέ ευτυχή. Το να έχουν ένα παιδί χωρίς ελαττώματα, ικανό για επιδόσεις, αντανακλά τα ναρκισσιστικά άγχη των γονιών. Η αποτυχία της μετάδοσης μπορεί να συνδέεται με μια απαίτηση κλωνοποίησης, συνταύτισης με τον απόγονό τους, επανάληψης του ίδιου πεπρωμένου. Ήταν αυτό που συνέβαινε στην οιδιπόδεια εποχή της δυσφορίας της νεότητας. Μα αυτό μπορεί επίσης να προκαλείται ως αποτέλεσμα μιας απουσίας συμβολικών πράξεων, όπως συμβαίνει στην υπερμοντέρνα εποχή μας. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα έχουμε τη φαλλική ανακήρυξη, τhν κλωνοποίηση, τον ιερό χαρακτήρα της ταύτισης –«Γίνε όπως εγώ!» – αλλά μια υπερεγωτική απαίτηση για επίδοση. Σημασία δεν έχει τόσο η κλωνοποίηση, αλλά η ανάγκη συγκάλυψης κάθε ατέλειας. Οι σημερινοί γονείς τρομοκρατούνται από την πιθανότητα η ατέλεια να διαταράξει την εμφάνιση του παιδιού τους ως ιδεώδες. Είναι ένας νέος μύθος του πολιτισμού μας: να δώσουν στα παιδιά τους τα πάντα για να μπορούν να αγαπηθούν∙ να καλλιεργήσουν το είναι τους ως ικανό για επιδόσεις προκειμένου να εξορκίσουν την εμπειρία της αποτυχίας. Ως συνέπεια οι νέοι μας δεν αντέχουν την αποτυχία γιατί αυτοί που δεν την αντέχουν είναι κυρίως οι γονείς τους. Η υπερμοντέρνα αρχή επίδοσης είναι μια αρχή επιβεβαίωσης του εγώ. Αλλά είμαστε σίγουροι ότι η επιτυχία του εγώ συνοδεύεται με την ικανοποίηση;
Απόσπασμα από το βιβλίο «Τι
απομένει από τον πατέρα; - Massimo Recalcati
[1]
Δεν εκτιμάται ποτέ επαρκώς η ασυμμετρία που χαρακτηρίζει τη σχέση ανάμεσα σ’
έναν γονέα και το παιδί του. Η προσβολή ενός πατέρα προς το παιδί του μπορεί να
έχει ανεξίτηλες συνέπειες, κάτι που δεν συμβαίνει ποτέ αντιστρόφως. Όταν ο
Φρόυντ προσέδιδε στον πατέρα την
ικανότητα «να κρατάει τα μάτια κλειστά» σκοπός του ήταν να υπογραμμίσει τον
«εξανθρωπισμένο» χαρακτήρα του Νόμου που αντιπροσωπεύει ο πατέρας. Αν τα μάτια
του πατέρα ήταν πάντα ανοιχτά θα βρισκόμασταν μπροστά στο παρανοϊκό σκηνικό του
Μεγάλου Αδελφού ή σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το γεγονός ότι ένας πατέρας
μπορεί σε κάποιες καταστάσεις να στρέψει αλλού το βλέμμα του καθιστά εφικτό τον
εξανθρωπισμό του Νόμου και την εισαγωγή της εξαίρεσης. Αυτό συμβαίνει στα
γήπεδα ποδοσφαίρου όταν ο διαιτητής, για να μην αλλοιώσει την εξέλιξη του
παιχνιδιού, προσποιείται ότι δεν άκουσε ή δεν είδε τις προσβολές που του
απευθύνουν∙ το να μπορεί να μην ακούσει μια προσβλητική λέξη ή να μην δει μια
προσβλητική χειρονομία, κάποιες φορές μπορεί να είναι για έναν πατέρα η
απαραίτητη συνθήκη για να επιτρέψει στο παιχνίδι της επιθυμίας να εξελιχθεί. Η
ικανότητα εναλλαγής της ισχύος του Νόμου με την αναστολή του είναι ένας πιθανός
ορισμός της πατρικής λειτουργίας.
3 σχόλια:
Σπουδαίο άρθρο. Είδα τα λάθη μου. Διαπίστωσα την σοφία των γονιών μου που χρησιμοποιούσαν το παιδαγωγικό ΟΧΙ. Τις συνέπειες των λαθών την βίωσα στα παιδιά μου. Τώρα που έμαθα είναι αργά….
Την πάτησα
Ανοίγει ορίζοντες για διορθώσεις λαθών και των ορίων που πρέπει να υπάρχουν.
Να το διαβάσουν οι νέοι γονεις που τα δίνουν χωρίς αντίρρηση όλα στα πριγκιπόπουλά τους.
Θα το φωτοτυπήσω να το μοιράσω.
Το αναδημοσίευσα στο facebook μπράβο Κωστόπουλε, συγχαρητήρια Μίσκιν
Δημοσίευση σχολίου