Ἕνας λύκος
έγινε ἀρνί!
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου
Καντιώτου
«Ἦλθε γὰρ
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (Λουκ. 19,10)
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο,
ἀγαπητοί μου, διηγεῖται ἕνα θαῦμα. –Θαῦμα; Ὄχι, θὰ πῆτε, λάθος κάνεις, δὲν
διηγεῖται θαῦμα· οὔτε θεραπεία ἀρρώστου του ἀφηγεῖται, οὔτε βοήθεια φτωχοῦ, οὔτε
ἀνάστασι νεκροῦ.
Καὶ ὅμως αὐτὸ ποὺ διηγεῖται σήμερα τὸ εὐαγγέλιο εἶνε μεγάλο θαῦμα, μεγαλύτερο
ἀπὸ τὰ ἄλλα. Γιατί; Ἂς δοῦμε πρῶτα
τί λέει (βλ. Λουκ. 19,1-10), καὶ πιστεύω θὰ συμφωνήσουμε.
* * *
Σὲ κάποια πόλι τῆς Ἁγίας Γῆς, στὴν Ἰεριχώ, κατοικοῦσε ἕνας φιλάργυρος καὶ πλεονέκτης, ὁ Ζακχαῖος. Ἅπλωνε παντοῦ τὰ χέρια, ἅρπαζε, ἔκλεβε· τὸν βοηθοῦσε καὶ τὸ ἐπάγγελμά του. Γιατὶ ὑπάρχουν καὶ ἐπαγγέλματα ποὺ βοηθοῦν στὴν κλοπή· τί νὰ κλέψῃ ἕνας τσοπᾶνος, χωριάτης, ἐργάτης; ἐνῷ ἄλλοι μὲ ἄτιμα μέσα κερδίζουν πολύ. Τέτοιος ἦταν καὶ ὁ Ζακχαῖος· ἦταν τελώνης ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Τί ἔκανε; Χρωστοῦσε ἕνας στὸ κράτος 100 δραχμές; Αὐτὸς τὸν «τύλιγε στὸ χαρτί» καὶ ἀντὶ νὰ δώσῃ 100 τοῦ ἔπαιρνε 200· τὶς 100 ἔδινε στὸ κράτος, τὶς ἄλλες 100 τὶς ἔπαιρνε δικές του. Σὰν τὴν ἀράχνη ποὺ πιάνει τὰ μυγάκια, ἔτσι αὐτὸς ἔπιανε τοὺς φτωχούς. Γι᾽ αὐτὸ τὸν φοβοῦνταν καὶ τὸν μισοῦσαν ὅλοι. Ἦταν ἀντικοινωνικὸ στοιχεῖο.
Τὰ πρόβατα φοβοῦνται τὸ λύκο καὶ οἱ φτωχοὶ φοβοῦνται τὸν πλεονέκτη, ποὺ τοὺς ἁρπάζει τὴ μπουκιὰ τὸ ψωμὶ ἀπ᾽ τὸ στόμα. Οἱ λύκοι ὅμως εἶνε στὰ βουνὰ καὶ μόνο ὅταν πεινάσουν κατεβαίνουν στὰ μαντριά· καὶ τρῶνε πόσα; 5 – 10 πρόβατα. Μὰ οἱ πλεονέκτες πού ᾽νε μέσα στὴν κοινωνία κάνουν πιὸ μεγάλη καταστροφὴ μὲ τὶς κλοπὲς καὶ ἀδικίες, μὲ τὴ φιλαργυρία καὶ πλεονεξία τους.
Ἐρωτῶ· μπορεῖ ἕνας λύκος νὰ γίνῃ ἀρνί; Ἅμα τὸ πῇς αὐτό, θὰ γελάσουν. Ποτέ ὁ λύκος δὲν ἀλλάζει. Ὁ κόσμος λέει· ὁ λύκος τὸ μαλλί του ἀλλάζει ἀλλὰ μυαλὸ – γνώμη δὲν ἀλλάζει· ὅπως καὶ τὸ φίδι δέρμα ἀλλάζει, ἀλλὰ τὸ δόντι του μένει τὸ ἴδιο. Ὁ πλεονέκτης λοιπὸν εἶνε λύκος κι ὁ λύκος ἀρνὶ δὲν γίνεται. Καὶ ὅμως τὸ εὐαγγέλιο σήμερα μᾶς λέει, ὅτι ἕνας λύκος ἔγινε ἀρνί! Λύκος ἄγριος ἦταν ὁ Ζακχαῖος, καὶ ὅμως ἔγινε ἀρνί. Πῶς ἔγινε αὐτό; Ἐδῶ εἶνε τὸ θαῦμα. Νά πῶς ἔγινε.
Μιὰ μέρα στὴν Ἰεριχὼ ἄκουσε θόρυβο. Τὰ μαγαζιὰ ἔκλειναν, οἱ γυναῖκες ἄφηναν τὶς δουλειές τους, οἱ χωρικοὶ τὰ τσαπιά τους, τὰ παιδιὰ τὰ παιχνίδια τους, καὶ ὅλοι μαζὶ ἔτρεχαν νὰ ὑποδεχθοῦν – ποιόν; ἕναν ποὺ πιὸ φτωχὸς στὸν κόσμο δὲν γεννήθηκε· ποὺ δὲν εἶχε οὔτε σουγιᾶ στὴν τσέπη του· ποὺ περπατοῦσε μὲ τὰ πόδια· τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο. «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ τῷ βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ». Ἄκουσε τὸ θόρυβο. Ποῦ ἦταν ὁ Ζακχαῖος τότε; Ὅπου εἶνε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ χρήματος· ἦταν κλεισμένος στὸ τελωνεῖο του, ἔκανε λογαριασμούς, μετροῦσε τὰ ἀργύριά του.
Ἀκούγοντας τὸ θόρυβο μιὰ φωνὴ τοῦ λέει· Ζακχαῖε, δὲν βγαίνεις νὰ δῇς ποιός τέλος πάντων εἶν᾽ αὐτὸς ποὺ κινητοποιεῖ τόσο κόσμο; Ἀσφαλίζει βιαστικὰ τὰ λεφτά, ἀφήνει τὰ χαρτιά του καὶ πετιέται ἔξω. Τί νὰ δῇ; Ἀδύνατο νὰ προχωρήσῃ. Φωνές, ζητωκραυγές, κόσμος. Ποτέ βασιλιᾶς δὲν ἔγινε τόσο δεκτὸς ὅσο ὁ Χριστὸς τὴν ἡμέρα ἐκείνη.
Αὐτὸς ὅμως ἦταν κοντός. Ἤθελε νὰ δῇ τὸ Ναζωραῖο, μὰ δὲν μποροῦσε. Τί κάνει τότε; Ἔχετε δεῖ γατὶ πῶς σκαρφαλώνει στὰ δέντρα; Ἔτσι κι ὁ Ζακχαῖος. Σὰν παιδὶ σκαρφάλωσε σὲ μία συκομουριά, τὴν ἔκανε παρατηρητήριο – σκοπιά, καὶ κρυμμένος στὰ φυλλώματα περίμενε νὰ τὸν δῇ. Σὲ λίγο νάτος, ἔρχεται. Ὦ Χριστέ, πῶς λάμπει τὸ πρόσωπό σου! Καθὼς προχωρεῖ ὁ Χριστὸς φτάνει στὸ δέντρο, σταματᾷ, σηκώνει τὰ μάτια, τὸν βλέπει καὶ τὸν φωνάζει· Ζακχαῖε!… Εἶνε σὰν νά ᾽ρχωμαι ἐγὼ ἐδῶ καὶ ν᾽ ἀρχίσω νὰ ὀνομάζω κάποιους μὲ τὰ ὀνόματά τους. Δὲν θὰ ἐκπλαγῆτε; (Τά ᾽καναν κάποτε αὐτὰ οἱ βουλευταὶ τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς· εἶχαν δίπλα τους κάποιον ὅταν πήγαιναν στὰ χωριὰ καὶ τοῦ ἔλεγαν· –Λέγε μου τὰ ὀνόματα νὰ τοὺς φωνάζω ἔτσι… Κ᾽ οἱ καημένοι οἱ χωριάτες ἀποροῦσαν πῶς ἤξεραν τὰ ὀνόματά τους). Μὰ ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν τέτοιος.
Ζακχαῖε!… τοῦ φωνάζει. Παραξενεύτηκε αὐτός. Ποῦ μὲ ξέρει; Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ καρδιογνώστης. Ζακχαῖε, κατέβα κάτω. Τά ᾽χασε ὁ αὐτός. Κατεβαίνει, ὁ Χριστὸς τὸν παίρνει, βαδίζουν μαζὶ καὶ φτάνουν στὸ σπίτι του. Ὁ κόσμος γόγγυζε· Γιά κοίτα· σὲ τέτοιον κλέφτη καὶ πλεονέκτη πάει νὰ καθήσῃ ὁ Χριστός; Δὲν ὑπάρχουν ἄλλα σπίτια ἐδῶ; (Καὶ ὑπῆρχαν πράγματι πολλὰ σπίτια· ἡ Ἰεριχὼ ἦταν πόλις ὅπου κατοικοῦσαν χιλιάδες ἱερεῖς καὶ λευΐτες). Ὁ Χριστὸς δὲν πῆγε σὲ κανένα ἀπὸ αὐτά· πῆγε στὸ σπίτι τοῦ ἀπατεώνα, γι᾽ αὐτὸ γογγύζουν. Καὶ τότε ὁ Ζακχαῖος κάνει τὸ «θαῦμα» του. Στάθηκε μπροστὰ στὴν πόρτα καὶ λέει στὸ Χριστὸ λόγια ποὺ σημαίνουν τὰ ἑξῆς. Χριστέ, εἶμαι ἁμαρτωλός, βουτηγμένος μέσ᾽ στὴν ἀνομία. Ἀλλὰ τώρα ποὺ ἦρθες ἐσὺ στὸ σπίτι μου, ἀλλάζω ὅλως δι᾽ ὅλου. Ὅ,τι ἔκλεψα τὸ ἐπιστρέφω τετραπλάσιο· καὶ τὰ μισὰ τῶν ὑπαρχόντων μου τὰ δίνω στοὺς φτωχούς.
Ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν ἔμπρακτη αὐτὴ μετάνοια καὶ τὴν ἡρωικὴ ἀπόφασι, στρέφεται στὸν κόσμο καὶ λέει· –«Σήμερον σωτηρία ἐγένετο» στὸ σπίτι αὐτό· (Λουκ. 19,9)· σώθηκε ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του. Γιατὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦρθε ν᾽ ἀναζητήσῃ καὶ νὰ σώσῃ τὸ χαμένο πρόβατό του, τὸν ἄνθρωπο ποὺ πλανήθηκε στὴν ἁμαρτία.
* * *
Εἴδατε, ἀδελφοί μου, πῶς ἕνας λύκος ἔγινε ἀρνί; Νά
λοιπὸν γιατί εἶπα, ὅτι αὐτὸ εἶνε θαῦμα. Εἶνε πολὺ δύσκολο ἕνας φιλάργυρος νὰ
μετανοήσῃ. Μιὰ πόρνη ἢ ἕνας μοιχὸς συχνὰ μετανοοῦν· ἐκεῖνος ποὺ πιὸ δύσκολα
μετανοεῖ εἶνε ὁ φιλάργυρος. Εἴδατε τὸν Ἰούδα; Κοντὰ στὸ Χριστὸ ἦταν. Τὰ λεφτὰ
ἀγαποῦσε, τὰ τριάκοντα ἀργύρια, ἀλλὰ δὲν μετανόησε· «ὁ δὲ παράνομος Ἰούδας οὐκ
ἠβουλήθη συνιέναι» (Μ. Παρ. ὄρθρ., ἀντίφ. γ΄). Νά λοιπὸν γιατί ἡ ἀλλαγὴ τοῦ
Ζακχαίου εἶνε μεγάλο θαῦμα· ἕνας λύκος ἔγινε ἀρνὶ τοῦ Χριστοῦ.
Τί συμπεράσματα βγαίνουν γιὰ ἐμᾶς;
Τί ἔκανε ὁ Ζακχαῖος; Ἔκλεψε. Καὶ μετὰ ἐπέστρεψε τὰ κλεμμένα. Ὅποιος λοιπὸν
κλέβει, ἂς τὸν μιμηθῇ. Γιατὶ ἡ κλεψιὰ εἶνε φωτιά. Ἔβαλες ξένο πρᾶγμα μέσα στὸ
σπίτι; Κλάψε τὸ σπίτι. Δυναμίτη ἔβαλες στὰ θεμέλια του. Ἔχεις πρόβατα. Θέ᾽ς νὰ
τὰ χάσῃς; Βάλε ἀνάμεσά τους ἕνα κλεμμένο· κοντὰ σ᾽ αὐτὸ θὰ χάσῃς ὅλο τὸ κοπάδι.
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ζῇ μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του. Ἡ κλοπὴ δὲν εἶνε
εὐλογημένη. Ὅσα μαζεύει κανεὶς μὲ τὸν διάβολο, τὰ σκορπάει ὁ διάβολος. Θυμᾶμαι
καὶ ἐξετάζω τὸ μικρό μου χωριό. Πέρασαν τὰ χρόνια καὶ πληροφοροῦμαι. Σπίτια
μεγάλα, εὐτυχισμένα, ποὺ εἶχαν χωράφια καὶ πρόβατα, μαθαίνω ὅτι καταστράφηκαν·
κλειστὰ εἶνε, κουκουβάγιες λαλοῦν. Γιατὶ ἐκεῖ ὁ οἰκογενειάρχης ἦταν ἄδικος καὶ
πλεονέκτης. Ἐνῷ καλύβες, ποὺ κατοικοῦσαν τίμιοι ἄνθρωποι, τοὺς εὐλόγησε ὁ Θεός.
Μὴ ζηλεύετε αὐτούς, ποὺ μὲ ἄτιμα μέσα κερδίζουν πολλὰ χρήματα. Αὐτὰ θὰ χαθοῦν,
τὰ σπίτια αὐτὰ θὰ καταστραφοῦν. Κοράκια καὶ ὄρνεα θὰ φωλιάσουν στὰ σπίτια τῶν
κλεφτῶν καὶ τῶν ἀπατεώνων.
Μὴν κρατοῦμε ξένο πρᾶγμα. Μιὰ βελόνα νά ᾽χῃς πάρει, γύρισέ την· ἕνα ἀβγὸ πῆρες,
ἕνα πρόβατο πῆρες; νὰ τὸ ἐπιστρέψῃς. Εἶνε φωτιὰ, καταστροφή. Εἶδες τί εἶπε ὁ
Χριστός; «Σωτηρία», λέει, «ἔγινε στὸ σπίτι». Πότε; Τώρα ποὺ ἐπέστρεψε τὰ
κλεμμένα. Δηλαδή, ἂν τὰ κρατοῦσε, οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονο!
Τί ἄλλο εἴδαμε; ὅτι ὁ Ζακχαῖος μοίρασε τὴν περιουσία, ἔδωσε τὰ μισὰ στοὺς
φτωχούς. Τὸ κάνουμε ἐμεῖς σήμερα; Φιλάργυρη εἶνε ἡ γενεά μας. Ὁ ἄνθρωπος
κοιτάζει τὸ σπιτάκι του, τὴ γυναῖκα του, τὰ παιδάκια του, νὰ φᾶνε, νὰ ντυθοῦν
καλά. Πέρα ἀπὸ τὸ σπίτι του, δὲν τοῦ καίγεται καρφί. Μεγάλη ἁμαρτία αὐτή.
Δὲν κλέβεις; καλά. Δὲν βλάπτεις; καλά. Δὲν κάνεις δικαστήρια; πολὺ καλά. Ἀλλὰ ἂν
δὲν ἔχῃς καὶ σπλάχνα οἰκτιρμῶν, θὰ κολαστῇς· γιατὶ μποροῦσες νὰ κάνῃς τὸ καλὸ
στὸν κόσμο καὶ δὲν τὸ ἔκανες.
Κοιτάξτε· ἀπὸ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ σβήνει ὁ κόσμος σήμερα. Σβήνει στὶς ὀθόνες,
στὶς ταβέρνες, στὰ καμπαρέ, στὰ κέντρα διασκεδάσεως, στοὺς χορούς, στὰ
χαρτοπαίγνια, στὸ τσιγάρο, στὸ πιοτό. Ἑκατομμύρια καίγονται, ἐνῷ ἄλλοι
πεθαίνουν ἀβοήθητοι. Καταραμένη γενεά.
Περνοῦσα μεσάνυχτα ἀπὸ ἕνα χωριό. Εἶχαν φέρει ὀργανοπαῖχτες καὶ διεφθαρμένα
γύναια ἀπ᾽ τὴ Θεσσαλονίκη, εἶχαν μαζευτῆ ὅλοι καὶ διασκέδαζαν, χόρευαν τοὺς πιὸ
ἁμαρτωλοὺς χορούς. ῾Ρωτῶ τὸν πᾶπα· στὴν ἐκκλησιὰ δὲν πατᾶνε. Τὴν Κυριακὴ ἡ ἐκκλησιὰ
δὲν πιάνει οὔτε 10 δραχμές· ῥήμαξαν οἱ εἰκόνες, τὰ καντήλια· δὲν ὑπάρχουν
δισκοπότηρα. Καὶ ἐνῷ στὴν ἐκκλησία ἀφήνουν 10 δραχμές, τὴ νύχτα ἐκείνη ὁ
διάβολος μὲ τὰ ὄργανα, τὶς ντιζέζ, τὰ διεφθαρμένα γύναια μάζεψε πόσα παρακαλῶ·
35.000 δραχμές· στὸν διάβολο τὰ πάντα, τίποτα στὸ Χριστό.
Γι᾽ αὐτό, ἄνθρωπε, θὰ κολαστῇς. Τὰ χρήματα ποὺ περισσεύουν δὲν εἶνε δικά σου· εἶνε
τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ, τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων, καὶ ἡ σπατάλη εἶνε ἁμαρτία
μεγάλη.
Κάνε τὸ καλὸ στὸν κόσμο!
Τὸ πρῶτο ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ Ζακχαῖος εἶνε, ὅτι ἡ κλεψιὰ εἶνε φωτιά, τὸ δεύτερο
εἶνε νὰ κάνουμε τὸ καλὸ στὸν ἄλλο. Καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμα· νὰ μὴν κατακρίνουμε τὸν
ἄλλο. Ὅταν ὁ Χριστὸς πῆγε στὸ σπίτι τοῦ τελώνη, ὅλοι γόγγυζαν· Γιά δές, πῆγε
στὸ σπίτι τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Κανένα μὴν κατηγοροῦμε.
Ξέρω μιὰ γυναίκα στὴν Ἀθήνα, ποὺ ἦταν πόρνη, καὶ σήμερα εἶνε μιὰ συνετὴ
νοικοκυρὰ καὶ μάνα μὲ καλὰ παιδιά. Ξέρει ὁ Χριστός· παίρνει τὰ κάρβουνα καὶ τὰ
κάνει διαμάντια, παίρνει τοὺς λύκους καὶ τὰ κάνει ἀρνιά, παίρνει τὰ κοράκια καὶ
τὰ κάνει περιστέρια, παίρνει τὰ κουρέλια καὶ τὰ κάνει φορέματα μεταξωτά.
Μὴν κατακρίνεις. Ἔχουμε παραδείγματα. Ὁ λῃστὴς στὸ σταυρὸ μὲ τὸ «Μνήσθητί μου,
Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42) ἔγινε ἅγιος. Μὴν
κατακρίνετε λοιπόν, γιατὶ δὲν ξέρουμε στὸ τέλος τί θὰ γίνῃ.
* * *
Αὐτά, ἀγαπητοί
μου, εἶχα νὰ σᾶς πῶ.
Σᾶς συμβουλεύω, πάντα νὰ ἐκκλησιάζεστε.
Πρόβατο ποὺ μένει ἔξω ἀπ᾽ τὸ μαντρὶ τὸ τρώει ὁ λύκος, καὶ Χριστιανὸς ποὺ
μένει ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία χάνεται. Ὅλοι κοντὰ στὸ Θεό, ὅλοι κοντὰ στὴν Ἐκκλησία!
Νὰ προσέξουμε τὰ χέρια μας, νὰ μὴν ἀδικοῦν· νὰ ἐλεοῦν.
Ἂν ἀγαπήσουμε τὸ Χριστὸ μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας, τότε ὁ Χριστὸς θά ᾽ρθῃ καὶ στὸ
σπίτι μας. Τώρα δὲν εἶνε στὸ σπίτι
μας· τότε θά ᾽ρθῃ καὶ θὰ πῇ· Εὐλογία! Θὰ εὐλογήσῃ τὰ χωράφια, τὰ δέντρα, τὰ ζῷα
μας. Ἐὰν ὅμως ἀδειάζουμε τὶς ἐκκλησιὲς καὶ δὲν πατοῦμε, τότε ἀγαπητοί μου, φοβᾶμαι·
ἐὰν δὲν μετανοήσουμε, δὲν κόψουμε τὴ βλαστήμια· ἐὰν οἱ γυναῖκες δὲν κοιτάξουν τὰ
παιδιά τους, ἐὰν οἱ ἄντρες δὲν κόψουν τὴν ἁμαρτία, ἐὰν οἱ πλούσιοι δὲν κάνουν ἐλεημοσύνη,
τότε ὄχι εὐλογία καὶ σωτηρία, ἀλλὰ ἡ πατρίδα μας θὰ περάσῃ μεγάλη συμφορά, δὲν
θὰ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθου.
Μία εἶνε ἡ ὁδὸς ποὺ πρέπει νὰ βαδίσουμε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Δὲν ὑπάρχει ἄλλη.
Ὄχι ἡ ὁδὸς τῆς φιλαργυρίας, τῆς πλεονεξίας, τῆς ἀπιστίας, τῆς ἀθεΐας. Ἕνας εἶνε
ὁ δρόμος ποὺ χάραξε ὁ Χριστὸς μὲ τὸ αἷμα του, μὲ τὸ λόγο του, μὲ τὰ θαύματά
του· ὁ δρόμος εἶνε τὸ «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 4,17). Δὲν μετανοοῦμε; δὲν ἀκοῦμε;
περιπαίζουμε τοὺς κληρικούς, τοὺς κήρυκες; κλείνουμε τ᾽ αὐτιά μας καὶ δὲν ἀκοῦμε;
Δὲν ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστὸς ἀπὸ μᾶς. Καὶ ἂν ἐμεῖς τὸν ἀρνηθοῦμε, καὶ ἂν γίνουμε ὅλοι
ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, δὲν ἔχει νὰ ζημιωθῇ τίποτα ὁ Χριστός. Καὶ οἱ πέτρες ποὺ πατοῦμε,
θὰ φωνάξουν, ὅτι ὑπάρχει καὶ εἶνε δοξασμένος. Ἐμεῖς θὰ ζημιωθοῦμε.
Μετανοῆστε, ἀγαπητοί μου, ὅλοι, ἄντρες, γυναῖκες, παιδιά. Ἀλλάξτε φρόνημα.
Πιστέψτε στὸν Ἰησοῦ Χριστό, βαδίστε στὸ δρόμο τῆς μετανοίας, γιατὶ ἔρχονται ἡμέρες
συμφορᾶς. Δὲν θὰ μᾶς σώσουν οὔτε χωράφια, οὔτε ἀμπέλια, οὔτε λίρες, οὔτε μάρκα,
οὔτε Γερμανία, οὔτε ῾Ρωσία, οὔτε Ἀγγλία. Ἕνας θὰ μᾶς σώσῃ, ὁ Χριστὸς καὶ μόνο ὁ
Χριστός. Ἂς πέσουμε στὰ πόδια του, ἂς κλάψουμε, ἂς μετανοήσουμε. Κ᾽ ἐγὼ ὁ
δεσπότης, καὶ οἱ παπᾶδες, καὶ οἱ βασιλιᾶδες, καὶ οἱ πλούσιοι. Καὶ οἱ μικροὶ καὶ
οἱ μεγάλοι ἂς πέσουμε μέχρι τὴ γῆ, ἂς τὸν προσκυνήσουμε. Τότε μόνο ὁ Χριστὸς θὰ
πῇ· εὐλογία, εὐλογία καὶ πάλι εὐλογία. Τὴν εὐλογία αὐτὴ μὲ ὅλη τὴν καρδιά μου
δίνω σ᾽ ἐσᾶς καὶ εὔχομαι νὰ γίνεται ὑπόδειγμα Χριστιανῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου