Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος Ιερεμίας ομιλεί για τον προκατοχό του Ευστάθιο Ευσταθόπουλο στον "Εκκλησιολόγο"


ΙΕΡΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΥΠΕΡ ΑΝΑΠΑΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΩΝ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΣΑΝΤΩΝ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΑΤΡΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ ΚΥΡΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΕΥΣΤΑΘΟΠΟΠΟΥΛΟΥ (ΠΑΤΡΙΝΟΥ ΣΤΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ) 


Παύλε μακάριε,
Πελοποννήσου το βλάστημα,
Πατρών το κλέος
και Ραϊθού σεμνολόγημα...

 O NYN ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ κ.κ. ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΟΜΙΛΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΚΑΤΟΧΟ ΤΟΥ ΚΥΡΟ ΕΥΣΤΑΘΙΟ ΕΥΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟ, ΣΤΟΝ "ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟ"

Α­πό το έ­τος 2008 ε­πί Αρ­χιε­ρα­τεί­ας του νυν Μη­τρο­πο­λί­του μας κ.κ. Χρυ­σο­στό­μου, καθιερώθηκε με την ε­πέ­τειο της ε­ορ­τής της Ιε­ράς Μνή­μης του Ο­σιο­μάρ­τυ­ρος Παύ­λου του Πα­τρέ­ως, να τε­λεί­ται εις τον Ιε­ρό Μη­τρο­πο­λι­τι­κό Να­ό της Ευαγ­γε­λι­στρί­ας, Ιε­ρό Μνη­μό­συ­νο υ­πέρ α­να­παύ­σε­ως της ψυ­χής των Αρ­χιε­ρα­τευ­σά­ντων την Ιε­ρά Μη­τρό­πο­λη Πα­τρών, κα­θώς, και του Γόρ­τυ­νος και Με­γα­λο­πό­λε­ως κυ­ρού Ευ­στα­θί­ου Ευ­στα­θό­που­λου (διε­τέ­λε­σε Πρω­το­σύ­γκελ­λος της Ιε­ράς Μη­τρο­πό­λε­ως Πα­τρών και προ­ϊ­στά­με­νος του Να­ού της Ευαγ­γε­λι­στρί­ας Πα­τρών), με έ­ρευ­νες του ο­ποί­ου α­πο­κα­λύ­φθη­κε ό­τι  έ­νας εκ των 32 Ο­σιο­μαρ­τύ­ρων Αβ­βά­δων των εν Σι­νά και Ρα­ϊ­θώ, α­ναι­ρε­θέ­ντων – ο Παύ­λος ο Πα­τρέ­ας – ή­το κα­τα­γω­γής α­πό την πό­λη που μαρ­τύ­ρη­σε ο Πρω­τό­κλη­τος μα­θη­τής του Κυ­ρί­ου μας Ά­γιος Αν­δρέ­ας, την Πά­τρα.
Έ­ντο­νο ή­το τη Κυ­ρια­κή 15 Ιανουαρίου 2012 στον με­γα­λο­πρε­πή Μη­τρο­πο­λι­τι­κό μας Να­ό και το Γιαν­νιώ­τι­κο στοι­χεί­ο, κα­θώς ο Πα­νη­πει­ρω­τι­κός Σύλ­λο­γος τέ­λε­σε Αρ­το­κλα­σί­α ε­πί τη ε­ορ­τή του νε­ο­μάρ­τυ­ρος Γε­ωρ­γί­ου του εν Ιω­αν­νί­νοις (ε­ορ­τά­ζε­ται 17 Ια­νουα­ρί­ου).
Πλή­θος κό­σμου με­τεί­χε στη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α της ο­ποί­ας προ­έ­στη ο Σε­βα­σμιώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Πα­τρών κ.κ. Χρυ­σό­στο­μος, ο ο­ποί­ος μί­λη­σε διε­ξο­δι­κά για τη ζω­ή του Ο­σιο­μάρ­τυ­ρος Παύ­λου και στο γε­γο­νός ό­τι ευ­σε­βείς Η­πει­ρώ­τες εβοήθησαν στην ανέγερση του Μητροπολιτικού Ναού των Πατρών.

Ε­μείς πα­ρα­θέ­του­με, την αλ­λη­λο­γρα­φί­α που εί­χε στις 17 Ια­νουα­ρί­ου 1968 ο μα­κα­ρι­στός Ιε­ράρ­χης Γόρ­τυ­νος και Με­γα­λο­πό­λε­ως κυ­ρός Ευ­στά­θιος με τον Αρ­χιε­πί­σκο­πο Σι­νά και Ρα­ϊ­θώ κυ­ρό Πορ­φύ­ριον Γ΄, για την α­πο­στο­λή ε­άν υ­πήρ­χε κά­ποια ει­κό­να του Ο­σιο­μάρ­τυ­ρος Παύ­λου του Πα­τρέ­ως.


Προς κά­θε εν­δια­φε­ρό­με­νο: την Α.Σ. τον Αρ­χιε­πί­σκο­πον Σι­νά και Ρα­ϊ­θώ κ.κ. Προ­φύ­ριον τον Γ΄
                    εις Κά­ϊ­ρον.


Σε­βα­σμιώ­τα­τε και πο­λυ­σέ­βα­στέ μοι ά­γιε εν Χρι­στώ Α­δελ­φέ,
Ως και άλ­λο­τε έγ­γρα­φον τη Υ­με­τέ­ρα Πα­νιε­ρό­τη­τι, η ι­διαι­τέ­ρα ευ­λά­βεια προς τον Ά­γιον Ο­σιο­μάρ­τυ­ρα Παύ­λον τον Πα­τρέ­α, προ­ϊ­στά­με­νο και κα­θη­γού­με­νον των εν Ρα­ϊ­θώ  και Σι­νά α­ναι­ρε­θέ­ντων Αβ­βά­δων, με ώ­θη­σε τό­τε  να πα­ρα­κα­λέ­σω την Υ­με­τέ­ραν α­γά­πην, να με πλη­ρο­φο­ρή­ση, αν υ­πήρ­χεν  ει­κών του Α­γί­ου Παύ­λου, ο­πό­τε, δια φω­το­γρα­φι­κής μη­χα­νής, θα ε­λαμ­βά­νε­το  α­ντί­γρα­φον αυ­τής, δια να φι­λο­τε­χνή­σω­μεν και η­μείς ο­μοί­αν, έ­χου­σαν τα αυ­τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ε­κεί­νης και ε­πί πλέ­ον , μας ε­φο­διά­ση, αν βέ­βαια υ­πήρ­χον, με μι­κρόν τμή­μα λει­ψά­νου Αυ­τού, προς ευ­λο­γί­αν της πό­λε­ως των Πα­τρών.
Ε­λή­φθη ό­μως η υπ΄ α­ριθ­μόν 40 της 8-3-1967 σε­πτή ε­πι­στο­λή Υ­μών, ή­τις ε­γνώ­ρι­ζεν η­μίν εν λε­πτο­με­ρεί­α ε­πί των αι­τη­μά­των μας και τα μέ­γι­στα υ­πε­χρέ­ω­σεν η­μάς και πολ­λάς χά­ρι­τας ο­φεί­λο­μεν Υ­μίν.
Και τώ­ρα Σε­βα­σμιώ­τα­τε ά­γιε Σι­ναί­ου, η ι­δί­α αι­τί­α με ω­θεί να γρά­ψω προς Υ­μάς την πα­ρού­σαν. Η ε­πι­θυ­μί­α μου  να τι­μά­ται ο Ά­γιος Παύ­λος και η α­γί­α των Αβ­βά­δων ε­ορ­τή με­γα­λο­πρε­πώς και πρε­πό­ντως εν τη γε­νε­τεί­ρα αυ­τού, ή­τις τυγ­χά­νει και η­με­τέ­ρα, και ε­πει­δή πρό­κει­ται να κά­μω­μεν την α­να­τύ­πω­σιν εις ει­δι­κήν φυλ­λά­δα της Ιε­ράς Α­κο­λου­θί­ας της ε­ορ­τής των εν Σι­νά και Ραι­θώ α­ναι­ρε­θέ­ντων Αβ­βά­δων με­τά του Συ­να­ξα­ρί­ου, προς οι­κο­δο­μήν των α­πεί­ρων θαυ­μα­στών των Α­γί­ων και ε­πει­δή μέ­χρι τού­δε η Α­κο­λου­θί­α αυ­τών τε­λεί­ται εκ χει­ρο­γρά­φου – α­ντι­γρά­φου, υφ η­μών α­ντι­γρα­φέ­ντος εκ της ε­ντύ­που, της πε­ριε­χο­μέ­νης εις το βι­βλί­ον «Πε­ρι­γρα­φή του α­γί­ου Θε­ο­βα­δί­στου Ό­ρους Σι­νά», ή­τις ευ­ρί­σκε­ται υ­πό α­να­τύ­πω­σιν, γνω­ρί­ζο­ντες τού­το Υ­μίν, θα η­θέ­λα­μεν, δι΄ ε­πι­στο­λής Υ­μών, να ε­πευ­λο­γή­ση­τε την φι­λο­μάρ­τυ­ρα προ­σπά­θειάν μας. Ω­σαύ­τως πα­ρα­κα­λού­μεν Υ­μάς, ό­πως ε­πι­δα­ψι­λεύ­ση­τε τας ευ­λο­γί­ας Υ­μών και α­πά­σης της Α­δελ­φό­τη­τος, ας η­μείς α­να­μέ­νο­μεν ως ευ­φρό­συ­νον μή­νυμ των ι­δί­ων α­θλη­τών της πί­στε­ως, δι­δό­με­νον ως α­πό εκ­προ­σώ­που Αυ­τών, της Υ­με­τέ­ρας Γε­ρα­ράς Σε­βα­σμιό­τη­τος, προς την Πό­λιν, την γεν­νη­σα­μέ­νην και εκ­θρέ­ψα­σαν τον Παύ­λον – των Πα­τρών δη­λα­δή – ή­τις α­πό του 1947 σω­τη­ρί­ου έ­τους, ό­τε η τα­πει­νό­της μου, Πρω­το­σύ­γκελ­λος ων εν Πά­τραις, εκ της α­φα­νεί­ας Αυ­τόν ε­ξή­γα­γε και τον πα­νη­γυ­ρι­κόν και α­ξιό­χρε­ων ε­ορ­τα­σμόν της μνή­μης ηρ­χί­σα­μεν. Ο ε­ορ­τα­σμός ού­τος η­μέ­ρα τη η­μέ­ρα και λα­μπρό­τε­ρος γί­νε­ται και τας ψυ­χάς των φι­λυ­σε­βών συ­μπο­λι­τών μου ή­δη συ­γκι­νεί, ώ­στε α­θρό­οι εν τω πα­νη­γυ­ρί­ζο­ντι Κα­θε­δρι­κώ Να­ώ των Πα­τρών να προ­σέρ­χο­νται και την ευ­λο­γί­αν του Α­γί­ου Συ­μπο­λί­του των να ε­πι­κα­λώ­νται.
Δη­λού­μεν δε ευ­λα­βώς, ό­τι τό­σον την πα­ρού­σαν ε­πι­στο­λήν, ό­σον και την Υ­με­τέ­ραν α­πα­ντη­τι­κήν τοιαύ­την προ­τι­θέ­με­θα να προ­τά­ξω­μεν της ό­λης Ιε­ράς Α­κο­λου­θί­ας, διό­τι ού­τω πολ­λά τοις ε­ρευ­νώ­σι και εις τους φι­λί­στο­ρας πα­ρέ­χο­μεν στοι­χεί­α πε­ρί της ε­ορ­τής και ε­ξε­λί­ξε­ως αυ­τής εν Πά­τραις.
Ό­θεν πα­ρα­κα­λού­μεν Υ­μάς, ό­πως θε­λή­ση­τε να ε­πι­δα­ψι­λεύ­ση­τε πλου­σί­αν την ευ­λο­γί­αν, την εκ του Θε­ο­βα­δί­στου Ό­ρους και των πε­ρι­κλειο­μέ­νων Αυ­τώ α­γί­ων και σε­πτών Κει­μη­λί­ων προ­ερ­χο­μέ­νην, προς ευ­λο­γί­αν της τι­μώ­σης Πό­λε­ως και των κα­τοί­κων αυ­τής.
Της Υ­με­τέ­ρας Θε­ο­τι­μή­του και πο­λυ­σε­βά­στου Σε­βα­σμιό­τη­τος,
Ο α­γα­πη­τός εν Χρι­στώ τω Θε­ώ Α­δελ­φός
+ ο Γόρ­τυ­νος και Με­γα­λο­πό­λε­ως ΕΥ­ΣΤΑ­ΘΙΟΣ


H ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ


ΙΕ­ΡΑ ΑΥ­ΤΟ­ΚΡΑ­ΤΟ­ΡΙ­ΚΗ ΜΟ­ΝΗ
ΤΟΥ ΘΕ­Ο­ΒΑ­ΔΙ­ΣΤΟΥ Ο­ΡΟΥΣ ΣΙ­ΝΑ
(Με­τό­χιον Κα­ϊ­ρου)


Τω Σε­βα­σμιω­τά­τω Μη­τρο­πο­λί­τη α­γί­ω Γόρ­τυ­νος και με­γα­λο­πό­λε­ως Κυ­ρί­ω Ευ­στα­θί­ω α­δελ­φώ εν Χρι­στώ α­γα­πη­τώ και πε­ρι­πο­θή­τω
Εις Δη­μη­τσά­ναν
Σε­βα­σμιώ­τα­τε,
Ε­λά­βο­μεν πρό­τρι­τα λό­γω κα­θυ­στε­ρή­σε­ως του τα­χυ­δρο­μεί­ου την α­πό 17 πα­ρελ­θό­ντος μη­νός Ια­νουα­ρί­ου α­δελ­φι­κήν Υ­μών ε­πι­στο­λήν ην με­τά πολ­λής της συ­γκι­νή­σε­ως α­νέ­γνω­μεν ό­σα η ευ­σε­βής καρ­δί­α της Υ­με­τέ­ρας πε­ρι­σπου­δά­στου Σε­βα­σμιό­τη­τος γρά­φει πε­ρί α­πο­στο­λής της τα­πει­νής  α­δελ­φι­κής η­μών ευ­λο­γί­ας και των εν τη Μο­νή ε­να­σκου­μέ­νων Πα­τέ­ρων δια τον ευ­σε­βή λα­όν της γε­νε­τεί­ρας Υ­μών πό­λε­ως των Πα­τρών δια την ως ήρ­μο­ζεν α­πο­νο­μήν φό­ρου και τι­μής ι­διαι­τέ­ρως προς τον συ­μπο­λί­την Υ­μών ά­γιον Παύ­λον, η­γού­με­νον των εν Ρα­ϊ­θώ Πα­τέ­ρων και α­στεί­ον τω Θε­ώ ως νε­ω­τέ­ρω Μω­υ­σεί, αλ­λά και προ­ϊ­στά­με­νον της ε­κεί Με­γί­στης Λαύ­ρας.
Α­πα­ντώ­ντες  εις την ευ­γε­νή ταύ­την διά­θε­σιν της Υ­με­τέ­ρας Σε­βα­σμιό­τη­τος ου μό­νον εκ κα­θή­κο­ντος συ­να­δελ­φι­κού και α­γά­πης αλ­λά και υ­πο­χρε­ώ­σε­ως ι­δια­ζού­σης προς τους εν α­σκή­σει λάμ­ψα­ντας μα­κα­ρι­στούς ε­κεί­νους πα­τέ­ρες οί­τι­νες και δια του τι­μί­ου αυ­τών αί­μα­τος κα­θη­γί­α­σαν τα χώ­μα­τα α πα­τού­σι κα­θη­με­ρι­νώς οι πό­δες η­μών ε­πί τοις “ί­χνε­σιν ε­κεί­νων, και ε­νι­σχυό­με­νοι ού­τως εις τον τρα­χύν η­μών α­γώ­να ζη­τού­ντες ν΄α­κο­λου­θή­σω­μεν  τον ά­γιον αυ­τόν βί­ον, και να φέ­ρω­μεν τα δια­βή­μα­τα η­μών, αν και α­τε­λέ­στα­τοι εν Κυ­ρί­ω ε­πί τοις τρί­βοις αυ­τών, λί­αν προ­θύ­μως τό­σον η­μείς, ό­σον και ά­πα­σα η των Σι­να­ϊ­τών Πα­τέ­ρων ο­μή­γυ­ρις, γε­γο­νοί­α τη φω­νή και ε­λευ­θέ­ρα γλώσ­ση, ε­ξαί­ρει τον έν­θε­ον ζή­λον Υ­μών, ως πρω­τερ­γά­του και ε­μπνευ­στού της ι­διαι­τέ­ρας τι­μής προς τον Ό­σιον και μα­κα­ρι­στόν Παύ­λον, των εκ Πα­τρών ορ­μώ­με­νον, και εν τη Σι­να­ϊ­τι­κή χερ­σο­νή­σω μαρ­τυ­ρή­σα­ντα, και συγ­χαί­ρει  Υ­μάς και πα­τρα­ϊ­κόν λα­όν, δια τα προς ιε­ρά πρό­σω­πα της α­γί­ας η­μών πί­στε­ως ευ­σε­βή αι­σθή­μα­τα, και ε­πι­κα­λεί­ται δα­ψι­λή ου μό­νον του εν Ου­ρα­νοίς Πα­τρός η­μών χά­ριν αλ­λά και του με­γά­λου εν τοις οσιο­μάρ­τυ­σι Παύ­λου την ευ­λο­γί­αν προς προ­στα­σί­αν και ε­νί­σχυ­σιν Υ­μών και αυ­τού εις τον δί­σβα­τον και α­καν­θώ­δη βί­ον του πα­ρό­ντος αιώ­νος.
Ταύ­τα εν πολ­λή κα­τα­νύ­ξει ψυ­χής και καρ­δί­ας γρά­φο­ντες τη Υ­με­τέ­ρα γε­ρα­σμί­α Σε­βα­σμιό­τη­τα κα­τα­σπα­ζό­με­θα φι­λή­μα­τι α­γί­ω α­δελ­φι­κώ και δια­τε­λού­μεν Της Υ­με­τέ­ρας φί­λης Σε­βα­σμιό­τη­τος τα­πει­νός εν Χρι­στώ α­δελ­φός και ό­λως πρό­θυ­μος.


Ο ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
κ.κ. ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΠΡΟΚΑΤΟΧΟ ΤΟΥ κυρό ΕΥΣΤΑΘΙΟ
Ζητήσαμε από τον αξιοσέβαστο Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ.κ. Ιερεμία, να μας γράψει ό,τι γνωρίζει για τον προκάτοχό του συμπατριώτη μας Μητροπολίτη κυρό Ευστάθιο Ευσταθόπουλο με σκοπό να το μεταφέρουμε στην αγάπη σας.
Πράγματι, ο Σεβασμιώτατος αποδέχθηκε την παράκλησή μας και μας απέστειλλε το παρακάτω κείμενο.


Προς τον Α­ξιό­τι­μον Κύ­ριον Α­λέ­ξαν­δρον Κολ­λιό­που­λον Διευ­θυ­ντήν της Ε­φη­με­ρί­δος «ΕΚ­ΚΛΗ­ΣΙΟ­ΛΟ­ΓΟΣ»
 Κύ­ριε Διευ­θυ­ντά,


1. Μού ε­ζη­τή­σα­τε να Σας γρά­ψω πε­ρί του μα­κα­ρι­στού προ­κα­τό­χου μου κυ­ρού Ευ­στα­θί­ου Ευ­στα­θο­πού­λου. Λυ­πού­μαι ό­μως, για­τί δεν έ­χω να σας γρά­ψω πολ­λά πε­ρί αυ­τού, ε­πει­δή δεν τον ε­γνώ­ρι­σα. Α­πό πα­λαιούς ό­μως κλη­ρι­κούς και λαϊκούς της Μη­τρο­πό­λε­ως Γόρ­τυ­νος και Με­γα­λο­πό­λε­ως έ­χω α­κού­σει πο­λύ κα­λούς λό­γους πε­ρί αυ­τού, για την α­ρε­τή του και την σο­φή ποι­μα­ντι­κή του, η ο­ποί­α τον έ­χει κα­τα­στή­σει α­λη­σμό­νη­το Ποι­μέ­να στο ποί­μνιό του. Τον τρό­πο σκέ­ψε­ως και ποι­μα­ντι­κής ε­νερ­γεί­ας του α­λή­στου μνή­μης εκ­κλη­σια­στι­κού αυ­τού αν­δρός τον εί­δα ι­διαί­τε­ρα σε μί­α πα­λαιά ε­γκύ­κλιό του, κα­τά τα πρώ­τα έ­τη της αρ­χιε­ρω­σύ­νης του, στην ο­ποί­α εκ­θέ­τει πως θέ­λει την ποι­μα­ντι­κή των Ιε­ρέ­ων στις Ε­νο­ρί­ες τους. Μού ά­ρε­σε ι­διαι­τέ­ρως η ε­γκύ­κλιός του αυ­τή, διά τού­το και ε­γώ, προς ω­φέ­λεια και εις μνή­μην του μα­κα­ρι­στού αυ­τού Ποι­με­νάρ­χου, την α­πέ­στει­λα και στους νυν Ιε­ρείς της Μη­τρο­πό­λε­ως, α­παι­τώ­ντας να συμ­μορ­φω­θούν και αυ­τοί α­πο­λύ­τως προς την ποι­μα­ντι­κή γραμ­μή  του, αυ­τήν την ο­ποί­α εκ­φρά­ζει στο πα­λαιό του αυ­τό κεί­με­νο.
2. Ως εκ­πλη­κτι­κό και ω­φέ­λι­μο α­νέκ­δο­το πε­ρί αυ­τού λέ­γω αυ­τό που ά­κου­σα α­πό κά­ποιον Ιε­ρο­μό­να­χο, ο ο­ποί­ος ή­θε­λε να μου ο­μι­λή­σει για την α­ρε­τή του Μα­κα­ρι­στού Γόρ­τυ­νος και Με­γα­λο­πό­λε­ως Ευ­στα­θί­ου: Κά­πο­τε, κα­τά την δια­νο­μή του α­ντι­δώ­ρου – μου εί­πε – , α­πό α­προ­σε­ξί­α του Ιε­ρο­δια­κό­νου, έ­πε­σε το με­γά­λο κα­ντή­λι της Ω­ραί­ας Πύ­λης και χύ­θη­κε ό­λο στην κε­φα­λή του Αρ­χιε­ρέ­ως και στην αρ­χιε­ρα­τι­κή του στο­λή. Αλ­λά έ­κα­νε με­γά­λη ε­ντύ­πω­ση σε ό­λους η α­τα­ρα­ξί­α του Μα­κα­ρι­στού Ιε­ράρ­χου κυ­ρού Ευ­στα­θί­ου, για­τί δεν εί­πε τί­πο­τε και δεν ε­πέ­πλη­ξε κα­θό­λου - μα κα­θό­λου τον Ιε­ρο­διά­κο­νο. Πραγ­μα­τι­κά, λέ­γω και ε­γώ, αυ­τή η α­τα­ρα­ξί­α του για ε­κεί­νη την ζη­μιά που του έ­γι­νε ε­νώ­πιον του πλή­θους προ­δί­δει Ιε­ράρ­χη, ο ο­ποί­ος εί­χε πραγ­μα­τι­κά την Χά­ρη του Θε­ού ε­ντός του, έ­ναν Ιε­ράρ­χη που του ήρ­μο­ζε να λέ­ει το «Ει­ρή­νη πά­σι», για­τί εί­χε αυ­τός πρώ­τος την ει­ρή­νη στην ψυ­χή του. Προς τον Ιε­ράρ­χη αυ­τόν, τον κυ­ρόν Ευ­στά­θιον Ευ­στα­θό­που­λον, η Ιε­ρά Μη­τρό­πο­λις Γόρ­τυ­νος και Με­γα­λο­πό­λε­ως εί­ναι κα­τά πο­λύ ευ­γνώ­μων, για­τί πέ­ραν α­πό την σο­φή ποι­μα­ντο­ρί­α του σ΄ αυ­τήν ε­πί πολ­λά έτη, την ε­κό­σμη­σε και με κτί­σμα­τα πολ­λά, με ιε­ρούς Να­ούς και με το μη­τρο­πο­λι­τι­κό μέ­γα­ρο Με­γα­λο­πό­λε­ως και άλ­λα φι­λαν­θρω­πι­κά και ιε­ρα­πο­στο­λι­κά δη­μιουρ­γή­μα­τα.
3. Σας ε­πα­να­λαμ­βά­νω, α­γα­πη­τέ κ. Διευ­θυ­ντά της ω­ραί­ας Ε­φη­με­ρί­δος «Εκ­κλη­σιο­λό­γος», σας ε­πα­να­λαμ­βά­νω, λέ­γω, ό­τι δεν έ­ζη­σα α­πό κο­ντά τον ά­γιον αυ­τόν Ιε­ράρ­χη για να μπο­ρέ­σω να σας κα­τα­θέ­σω πε­ρί της α­γιό­τη­τος και της λο­γιό­τη­τος αυ­τού. Α­πό ό­σα ό­μως έ­χω α­κού­σει πε­ρί αυ­τού τον ευ­λα­βού­μαι λί­αν και ε­πι­κα­λού­μαι το ό­νο­μά του για την πρε­σβεί­α του στον Κύ­ριο για μέ­να και για να έ­χω την ευ­χή του, για να μπο­ρέ­σω και ε­γώ, έ­στω και στο ε­λά­χι­στο, να τον μι­μη­θώ. Του­λά­χι­στον να μην χα­λά­σω την ορ­θό­δο­ξη γραμ­μή, την ο­ποί­α α­κο­λου­θού­σε στην ποι­μα­ντο­ρί­α του. Ως δείγ­μα ευ­λα­βεί­ας μου στο πρό­σω­πό του εί­ναι και η χα­ρά μου ό­ταν α­κού­ω α­πό με­ρι­κούς Ιε­ρείς να μου λέ­γουν ό­τι έ­χουν στους Να­ούς τους Α­ντι­μήν­σιο του Μα­κα­ρι­στού Ευ­στα­θί­ου. Με πο­λύ δε ζή­λο και φρο­ντί­δα και ε­γώ τους λέ­γω να εί­ναι ε­πι­με­λείς στο να φυ­λά­γουν ως κει­μή­λια ιε­ρά τα α­ντι­μήν­σια τα φέ­ρο­ντα την υ­πο­γρα­φή του Ιε­ράρ­χου Ευ­στα­θί­ου.
Ό­μως, αν και δεν συ­να­νε­στρά­φην τον εκ Πά­τρας κα­τα­γό­με­νο Μη­τρο­πο­λί­τη Γόρ­τυ­νος και Με­γα­λο­πό­λε­ως κυ­ρό Ευ­στά­θιο έ­χω να σας πω κά­τι πε­ρί αυ­τού α­πό την παι­δι­κή μου η­λι­κί­α: Πρέ­πει να ή­μουν 11 ή 12 ε­τών στην η­λι­κί­α, ό­ταν η μα­κα­ρι­στή μη­τέ­ρα μου με έ­στελ­νε τα Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κα στην Πά­τρα, για να ε­πι­σκε­φθώ την ε­κεί δια­μέ­νου­σα θεί­α μου Γε­ωρ­γί­α Χα­ρα­κί­δα. Διέ­με­νε, θυ­μά­μαι κα­λά, στην ο­δό Ρα­δι­νού, α­ριθ­μός 6. Το α­να­φέ­ρω αυ­τό, για­τί α­κρι­βώς στην ι­δί­α κα­τοι­κί­α, στο ί­διο δια­μέ­ρι­σμα, κα­τοι­κού­σε και ο θε­ο­λό­γος Λύ­σαν­δρος Φά­σος, ο ο­ποί­ος εί­χε, αν το θυ­μά­μαι κα­λά, δύ­ο α­δελ­φές. Πε­ρί αυ­τού του θε­ο­λό­γου μου έ­λε­γε πολ­λά και πολ­λά σε μέ­να τον μι­κρόν η θεί­α μου, ό­ταν την ε­πι­σκε­πτό­μουν. Γι΄ αυ­τό και ε­γώ, αν και μι­κρός έ­βλε­πα τον κ. Λύ­σαν­δρο με πο­λύ σε­βα­σμό και με έ­να δέ­ος. Ε­κεί­νο δε που μου έ­κα­νε ι­διαί­τε­ρη ε­ντύ­πω­ση ή­ταν ό­τι με­ρι­κά βρά­δυα έ­βλε­πα την μί­α του α­δελ­φή να α­κου­μπά­ει στο πα­ρά­θυ­ρο, να κά­θε­ται ε­κεί α­κί­νη­τη με σκυ­φτό το κε­φά­λι της και να σι­γο­μι­λά­ει. Η θεί­α μου μου έ­λε­γε με θαυ­μα­σμό ό­τι κά­νει την προ­σευ­χή της! Μού ά­ρε­σε ι­διαί­τε­ρα το θε­άμα αυ­τό και μου τυ­πώ­θη­κε στην παι­δι­κή μου ψυ­χή, για να το μι­μού­μαι κι ε­γώ. Η κα­τοι­κί­α αυ­τή α­νή­κε, θυ­μά­μαι, στην Ε­νο­ρί­α της Ευαγ­γε­λί­στριας Πα­τρών και σ΄ αυ­τήν πή­γαι­να να λει­τουρ­γη­θώ και ε­γώ, ό­ταν ευ­ρι­σκό­μουν στην Πά­τρα. Εί­χε δε η Ε­νο­ρί­α αυ­τή λει­τουρ­γό τον Αρ­χι­μαν­δρί­τη πα­τέ­ρα Ευ­στά­θιο, για τον ο­ποί­ον πά­λι μου μι­λού­σε η θεί­α μου με κα­λά λό­για. Τον εί­χαν ό­λοι στο στό­μα τους! Ό­ταν εί­δα για πρώ­τη φο­ρά τον Αρ­χι­μαν­δρί­τη αυ­τόν, μου έ­κα­νε πολ­λή ε­ντύ­πω­ση η εμ­φά­νι­σή του. Ή­ταν κο­ντός, θυ­μά­μαι, και κά­πως γε­μά­τος. Μι­κρός ε­γώ ε­ξε­δή­λω­να την ε­ντύ­πω­σή μου και τον σε­βα­σμό μου σ΄ αυ­τόν με το να τον κοι­τά­ζω συ­νέ­χεια. Μά­λι­στα θυ­μά­μαι έ­να α­πο­γευ­μα­τι­νό, που γι­νό­ταν βά­πτι­ση στην Ευαγ­γε­λί­στρια, τον κοί­τα­ζα ι­διαί­τε­ρα, με πο­λύ σε­βα­σμό και θαυ­μα­σμό. Αυ­τός το πα­ρα­τή­ρη­σε αυ­τό και με κοί­τα­ξε και αυ­τός με πε­ριέρ­γεια, πως δη­λα­δή κάρ­φω­σα το βλέμ­μα μου ε­πά­νω του. Ή­ταν, λέ­γω τώ­ρα, το ό­τι θα ποι­μαί­να­με και οι δύ­ο την ί­δια Μη­τρό­πο­λη! Αρ­γό­τε­ρα, θυ­μά­μαι, ό­ταν πή­γαι­να στην Γ΄ Γυ­μνα­σί­ου, ά­κου­σα α­πό το ρα­διό­φω­νο την χει­ρο­το­νί­α του σε Ε­πί­σκο­πο και χά­ρη­κα, για­τί ή­ταν αυ­τός που γνώ­ρι­ζα α­πό παι­δί. Μά­λι­στα θυ­μά­μαι πο­λύ-πο­λύ κα­λά ό­τι στην χει­ρο­το­νί­α αυ­τήν ο Μα­κα­ρι­στός Ποι­με­νάρ­χης της πα­τρί­δος μου, Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πα­κτί­ας κυ­ρός Χρι­στο­φό­ρος, εί­πε με την καλ­λι­κέ­λα­δο φω­νή του το «Καί κα­τα­ξί­ω­σον η­μάς Δέ­σπο­τα...». Το συ­ζη­τού­σα­με αρ­γό­τε­ρα αυ­τό με τον ευ­λα­βέ­στα­το και ε­πι­στή­μο­να Ιε­ρο­ψάλ­τη Ιω­άν­νη Κά­βου­ρα, ο ο­ποί­ος τώ­ρα, ε­νε­νη­κο­ντού­της την η­λι­κί­α, τώ­ρα δια­μέ­νει στην Πά­τρα.
Αυ­τά τα ο­λί­γα, α­ξιό­τι­με κ. Διευ­θυ­ντά, ή­θε­λα να κα­τα­θέ­σω α­πα­ντώ­ντας στην πρό­σκλη­σή σας να γρά­ψω κά­τι για τον Μα­κα­ρι­στό Μη­τρο­πο­λί­τη Γόρ­τυ­νος και Με­γα­λο­πό­λε­ως κυ­ρό Ευ­στά­θιο Ευ­στα­θό­που­λο. Αιω­νί­α του η μνή­μη. Ας έ­χου­με την ευ­χή Του.
Τέ­λος εκ­φρά­ζω την ευ­γνω­μο­σύ­νη μου προς τον ά­ξιον Ποι­μέ­να της Ιε­ράς Μη­τρο­πό­λε­ως Πα­τρών κ.κ. Χρυ­σό­στο­μον, διό­τι, ό­ταν ως Αρ­χιε­ρεύς, κα­τά πρό­σκλη­σίν Του, ε­πε­σκέ­φθην την Μη­τρό­πο­λίν Του, μου έ­δω­σε την ευ­λο­γί­α να πά­ω στο μνή­μα του Μα­κα­ρι­στού Ιε­ράρ­χου κυ­ρού Ευ­στα­θί­ου και να ψά­λω εις αυ­τό Τρι­σά­γιον.

Δεν υπάρχουν σχόλια: