Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

Η Ενορία ως ζωντανό κύτταρο της Εκκλησίας - Παναγιώτης Θ. Παπαθεοδώρου

Α΄
Η Ε­νο­ρί­α εί­ναι έ­νας πο­λύ πα­λιός θε­σμός της Εκ­κλη­σί­ας. Την αρ­χή του πρέ­πει να α­να­ζη­τή­σου­με στους Α­πο­στο­λι­κούς χρό­νους, διό­τι η πρώ­τη Εκ­κλη­σί­α δεν ήταν τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά μί­α Ε­νο­ρί­α ορ­γα­νω­μέ­νη στα Ιε­ρο­σό­λυ­μα. Η ρη­τή πα­ραγ­γε­λί­α του Α­πο­στό­λου Παύ­λου προς τον Τί­το «Ί­να κα­τα­στή­ση κα­τά πό­λιν πρε­σβυ­τέ­ρους” (Τιτ. α 5), ή­ταν ε­ντο­λή για ορ­γά­νω­ση χρι­στια­νι­κών κοι­νο­τή­των, δη­λαδή Ε­νο­ριών.
Ό­ταν οι πι­στοί μιας πό­λε­ως πλή­θαι­ναν τό­σο πο­λύ, ώ­στε να μη μπο­ρούν να συ­γκε­ντρώ­νο­νται ό­λοι μα­ζί ως μί­α κοι­νό­τη­τα, τό­τε σχη­μα­τί­ζο­νταν στην πό­λη ε­κεί­νη πε­ρισ­σό­τε­ρες κοι­νό­τη­τες ή Ε­νο­ρί­ες με δι­κούς τους πρε­σβυ­τέ­ρους και δια­κό­νους κά­θε μί­α, κά­τω α­πό τη γε­νι­κή ε­πο­πτεί­α του Ε­πι­σκό­που της πό­λε­ως και αρ­γό­τε­ρα της πε­ριο­χής.
Έ­τσι, α­πό την αρ­χι­κή Ε­νο­ρί­α που πε­ρι­λάμ­βα­νε την πρώ­τη Εκ­κλη­σί­α, την Εκ­κλησί­α των Ιε­ρο­σο­λύ­μων, ξε­πή­δη­σαν σαν κλά­δος α­πό έ­να κορ­μό οι νε­ό­τε­ρες το­πικές Εκ­κλη­σί­ες με τις ε­πι­μέ­ρους Ε­νο­ρί­ες τους, που ό­λες μα­ζί συ­να­πο­τε­λούν τη μί­α Κα­θο­λι­κή Εκ­κλη­σί­α του Χρι­στού.

Η Κα­θο­λι­κή ό­μως Εκ­κλη­σί­α του Χρι­στού δε βρί­σκε­ται μό­νο στο σύ­νο­λο των επι­μέ­ρους Ε­νο­ριών, αλ­λά εί­ναι πα­ρού­σα ο­λό­κλη­ρη και στην πιο μι­κρή Ε­νο­ρί­α του τε­λευ­ταί­ου χω­ριού, α­φού και ε­κεί υ­πάρ­χουν τα βα­σι­κά στοι­χεί­α που συ­νιστούν την Κα­θο­λι­κή Εκ­κλη­σί­α, δηλ.: οι πι­στοί, η χρι­στια­νι­κή α­λή­θεια και ο Ίδιος ο Χρι­στός, σύμ­φω­να με τη δια­βε­βαί­ω­ση του α­γί­ου Ι­γνα­τί­ου Α­ντιο­χεί­ας που γρά­φει στους Σμυρ­ναί­ους (8,2): “ό­που αν ή Χρι­στός Ι­η­σούς, ε­κεί η Κα­θο­λι­κή Εκκλη­σί­α”. Ε­πο­μέ­νως η Ε­νο­ρί­α εί­ναι μι­κρο­γρα­φί­α της ό­λης Εκ­κλη­σί­ας. Γι΄ αυτό πρέ­πει να ε­πι­τε­λεί το ό­λο έρ­γο της Εκ­κλη­σί­ας.
Κέ­ντρο της Ε­νο­ρια­κής ζω­ής ή­ταν και εί­ναι ο να­ός της Ε­νο­ρί­ας, του ο­ποί­ου φέρει και το ό­νο­μα. Αυ­τός δεν εί­ναι μό­νο το κέ­ντρο της λα­τρεί­ας της Ε­νο­ρί­ας, αλ­λά και το κέ­ντρο της δι­δα­κτι­κής, φι­λαν­θρω­πι­κής και της κα­θό­λου κοι­νω­νικής της δρά­σε­ως.
Υ­πεύ­θυ­νος η­γέ­της, πρω­τερ­γά­της, κα­θο­δη­γη­τής, ε­μπνευ­στής και ορ­γα­νω­τής της Ε­νο­ρια­κής ζω­ής εί­ναι ο πνευ­μα­τι­κός πα­τέ­ρας ή Γέ­ρο­ντας, ό­πως ο­νο­μά­στη­κε αρ­γό­τε­ρα, ο ο­ποί­ος συ­μπί­πτει με τον κλη­ρι­κό (ε­φη­μέ­ριο) του ε­νο­ρια­κού να­ού. Τε­λώ­ντας αυ­τός υ­πό την ε­πο­πτεί­α του οι­κεί­ου Ε­πι­σκό­που και ε­νερ­γώ­ντας στο ό­νο­μα Ε­κεί­νου μπο­ρεί και ο­φεί­λει, ως προς τα ε­πι­μέ­ρους, να α­να­ζη­τεί συνερ­γά­τες και να ε­ξα­σφα­λί­ζει βο­ή­θεια α­πό κα­τάλ­λη­λα πρό­σω­πα της Ε­νο­ρί­ας.
 Γύ­ρω α­πό τον πνευ­μα­τι­κό πα­τέ­ρα, τον α­γιο­πνευ­μα­τι­κά φω­τι­σμέ­νο άν­θρω­πο, και ό­χι α­πλώς “η­θι­κό” ή πε­παι­δευ­μέ­νο (πρέ­πει να) μα­ζεύ­ο­νται τα πνευ­μα­τι­κά του τέ­κνα. Ο πνευ­μα­τι­κός πα­τέ­ρας δεν εί­ναι έ­νας α­πλός δι­δά­σκα­λος ή παι­δα­γωγός, αλ­λ΄ αυ­τός που α­να-γεν­νά τον άν­θρω­πο. Αυ­τό υ­πο­γραμ­μα­τί­ζει ο Απ. Παύ­λος στους Κο­ριν­θί­ους: “Ε­άν γαρ μυ­ρί­ους παι­δα­γω­γούς έ­χη­τε εν Χρι­στώ, αλ­λ΄ ου πολλούς πα­τέ­ρας, εν γαρ Χρι­στώ Ι­η­σού δια του Ευαγ­γε­λί­ου ε­γώ υ­μάς ε­γέν­νη­σα” (Α΄ Κυρ. 4,15).
Η συμ­με­το­χή μας στην ε­νο­ρια­κή ζω­ή α­παι­τεί α­φε­νός μεν την ύ­παρ­ξη τέ­τοιων πνευ­μα­τι­κών πα­τέ­ρων, α­φε­τέ­ρου δε την α­πο­δέ­σμευ­σή μας α­πό τα ο­ποια­δή­πο­τε δε­σμά με τον κό­σμο.
Η συ­γκρό­τη­ση της Ε­νο­ρί­ας γί­νε­ται με έ­να και μο­να­δι­κό στό­χο: Τη θέ­ω­ση των με­λών της. Αυ­τός ο στό­χος μέ­νει  στους αιώ­νες α­με­τά­θε­τος και α­με­τά­βλη­τος. Κά­θε με­τα­βο­λή του στό­χου ση­μαί­νει αυ­τό­μα­τα αλ­λο­τρί­ω­ση της ε­νο­ρί­ας και έκπτω­σή της σε μια ο­μα­δο­ποί­η­ση (π.χ. σύλ­λο­γο, σω­μα­τεί­ο κλπ), που χά­νει το χα­ρακτή­ρα της Εκ­κλη­σί­ας.
Α­πο­στο­λή της ε­νο­ρί­ας εί­ναι να γί­νει “ερ­γα­στή­ριον α­γιό­τη­τος και ια­τρεί­ον πνευ­μα­τι­κόν”, για να κα­τα­στή­σει τους ε­νο­ρί­τες πο­λί­τες της ου­ρά­νιας (Ά­κτιστης) θεί­ας Βα­σι­λεί­ας. Να γί­νει δη­λα­δή ερ­γα­στή­ρι σω­τη­ρί­ας, στί­βος κα­τά της φθο­ράς, του θα­νά­του και της α­μαρ­τί­ας, κο­λυμ­βή­θρα α­να­γεν­νή­σε­ως και α­ναστά­σε­ως, χώ­ρος α­να­πλά­σε­ως και α­να­και­νί­σε­ως της ό­λης ζω­ής των πι­στών.
Στο σώ­μα του Χρι­στού (και συ­νε­πώς στη ζω­ή της Ε­νο­ρί­ας) ε­ντάσ­σε­ται κά­θε άν­θρω­πος, για να θε­ρα­πευ­θεί. Η θε­ρα­πεί­α α­πό την αρ­ρώ­στια της πτώ­σε­ως, η κά­θαρ­ση του νου α­πό φθο­ρο­ποιούς λο­γι­σμούς και της καρ­διάς α­πό πά­θη, κα­θώς και η πνευ­μα­τι­κή α­πο­κα­τά­στα­ση του αν­θρώ­που μέ­σα στο πνευ­μα­τι­κό ια­τρεί­ο της Ενο­ρί­ας πρέ­πει να εί­ναι η πρώ­τη προ­τε­ραιό­τη­τα και η κύ­ρια ε­πι­δί­ω­ξη των μελών της Ε­νο­ρί­ας. Τα υ­πό­λοι­πα, ό­πως η ά­σκη­ση κοι­νω­νι­κού έρ­γου, οι φι­λαν­θρω­πικές εκ­δη­λώ­σεις, οι διά­φο­ρες τε­λε­τές, και τα συ­να­φή θα πρέ­πει να εί­ναι ε­νταγμέ­να στη συ­νε­χή προ­σπά­θεια για πνευ­μα­τι­κή ο­λο­κλή­ρω­ση και φυ­σι­κοί καρ­ποί της κοι­νω­νί­ας με την Ά­κτι­στη θεί­α Χά­ρη. Ε­πο­μέ­νως μό­νο ο συν­δυα­σμός πνευ­μα­τι­κό­τη­τος και κοι­νω­νι­κό­τη­τας σε μια α­διά­σπα­στη ε­νό­τη­τα ζω­ής θα κά­νει την Ε­νο­ρί­α  ζω­ντα­νό κύτ­τα­ρο της Εκ­κλη­σί­ας.
Β΄
ΜΙΑ ΣΥΓ­ΧΡΟ­ΝΗ ΚΑΙ ΖΩ­ΝΤΑ­ΝΗ Ε­ΝΟ­ΡΙΑ
Η αί­σθη­ση του πνεύ­μα­τος της κοι­νό­τη­τας, που ε­πι­κρα­τού­σε στις ο­λι­γάν­θρωπες ε­νο­ρί­ες του πα­λιού και­ρού, εί­ναι δύ­σκο­λο σή­με­ρα να το συ­να­ντή­σει κα­νείς στις με­γα­λου­πό­λεις, ό­που μί­α ε­νο­ρί­α μπο­ρεί να α­ριθ­μεί πολ­λές χι­λιά­δες με­λών, που τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές εί­ναι ά­γνω­στα με­τα­ξύ τους και εί­ναι μόνο τυ­πι­κά και ό­χι ου­σια­στι­κά μέ­λη της. Ε­πι­πλέ­ον η ψυ­χι­κή α­πο­μό­νω­ση του σημε­ρι­νού αν­θρώ­που, ο ε­γκλω­βι­σμός του σε πα­νύ­ψη­λες πο­λυ­κα­τοι­κί­ες, ο αγ­χώ­δης ρυθ­μός της ζω­ής του και το γε­νι­κό­τε­ρο πνεύ­μα εκ­κο­σμί­κευ­σης κρα­τούν μακριά τον έ­ναν α­πό τον άλ­λο. Έ­τσι, ε­νώ μειώ­νε­ται διαρ­κώς η α­πό­στα­ση που μας χω­ρί­ζει α­πό τον συ­νάν­θρω­πο, ο άλ­λος πα­ρα­μέ­νει ξέ­νος, ά­γνω­στος και ψυ­χι­κά μό­νος.
Παρ΄ ό­λα αυ­τά η δυ­να­τό­τη­τα ι­κα­νο­ποί­η­σης της ψυ­χι­κής α­νά­γκης για α­λη­θι­νή κοι­νω­νί­α με τον άλ­λο πα­ρέ­χε­ται και σή­με­ρα μέ­σα στην εκ­κλη­σια­στι­κή κοι­νότη­τα, την Ε­νο­ρί­α. Υ­πάρ­χουν ε­νο­ρί­ες, και εί­ναι πολ­λές, και στη Μη­τρό­πο­λή μας, που βιώ­νουν την ε­σχα­το­λο­γι­κή αυ­το­συ­νει­δη­σί­α της Ορ­θο­δο­ξί­ας στη ση­με­ρινή ι­στο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και δια­κρα­τούν τη συ­νέ­χειά της πα­ρο­ντο­ποιώντας την πα­ρά­δο­ση. Το έρ­γο τους το βλέ­που­με, το πα­ρα­κο­λου­θού­με στον η­με­ρήσιο, πε­ριο­δι­κό και η­λε­κτρο­νι­κό Τύ­πο, το ζού­με. Εί­ναι α­δύ­να­το ό­μως να το θίξου­με, έ­στω και ε­πι­γραμ­μα­τι­κά ε­δώ. Γι΄ αυ­τό πε­ριο­ρι­ζό­μα­στε να α­να­φερ­θού­με, και πά­λι συ­νο­πτι­κά, στο έρ­γο μιας ε­νο­ρί­ας, της ε­νο­ρί­ας Πα­να­γί­ας Α­λεξιω­τίσ­σης, που γνω­ρί­ζου­με α­πό κο­ντά.
Η Πα­να­γί­α Α­λε­ξιώ­τισ­σα, με­τό­χι της Μο­νής Γη­ρο­κο­μεί­ου έ­γι­νε ε­νο­ρια­κός να­ός τον Ια­νουά­ριο του 1713 με κοι­μη­τή­ριο δί­πλα, για τους αν­θρώ­πους των συ­νοι­κιών Κα­ντριάν­νι­κων και Πα­γώ­νας, που θα φεύ­γουν α­πό τον κό­σμο αυ­τό.
Α­πό την ε­πο­χή ε­κεί­νη μέ­χρι σή­με­ρα, η Ε­νο­ρί­α αυ­τή έ­χει να πα­ρου­σιά­σει πλουσιό­τα­το έρ­γο. Οι ιε­ρείς που υ­πη­ρέ­τη­σαν και υ­πη­ρε­τούν ως ε­φη­μέ­ριοι στο ναό της Πα­να­γί­ας της Α­λε­ξιω­τίσ­σης, συ­νε­πι­κου­ρού­με­νοι και α­πό το υ­πό­λοι­πο προ­σω­πι­κό του να­ού (Ιε­ρο­ψάλ­τες, Ε­πι­τρό­πους κλπ), ε­πι­τέ­λε­σαν και ε­πι­τε­λούν α­ξιό­λο­γο και πο­λύ­μορ­φο πνευ­μα­τι­κό, κοι­νω­νι­κό και ε­ξω­ρα­ϊ­στι­κό έρ­γο:
1. Η κα­θη­με­ρι­νή τέ­λε­ση των προ­βλε­πό­με­νων α­κο­λου­θιών, το α­πο­γευ­μα­τι­νό ε­βδο­μα­διαί­ο κή­ρυγ­μα σε κύ­κλο κυ­ριών της Ε­νο­ρί­ας, η λει­τουργί­α Κα­τη­χη­τι­κών Σχο­λεί­ων για ό­λες τις η­λι­κί­ες των παι­διών, η συ­γκρό­τη­ση νε­α­νι­κών χρι­στια­νι­κών ο­μά­δων, η τέ­λε­ση πα­ρα­κλή­σε­ων στο νε­ο­ϊ­δρυ­θέν πα­ρεκκλή­σιο της Α­γί­ας Άν­νης, ει­δι­κά για τις πα­ντρε­μέ­νες γυ­ναί­κες που δεν έ­χουν α­κό­μη α­πο­κτή­σει παι­δί, ε­νώ δια­κα­ώς το ε­πι­θυ­μούν, α­πο­βλέ­πουν στη στή­ριξη των ε­νο­ρι­τών, στην πνευ­μα­τι­κή τους καλ­λιέρ­γεια και α­να­γέν­νη­ση και στην α­να­ζω­πύ­ρω­ση της ελ­πί­δας μέ­σα τους. Εί­ναι ά­ξιο υ­πο­γράμ­μι­σης, το γε­γο­νός ό­τι πε­ντά­δα νέ­ων που προ­ήλ­θαν α­πό το Κ.Σ. της Ε­νο­ρί­ας με­τά τις σπου­δές τους έ­γι­ναν κλη­ρι­κοί.
2. Ση­μα­ντι­κό­τα­το εί­ναι και το έρ­γο αλ­λη­λεγ­γύ­ης και στή­ρι­ξης των εν­δε­ών της ε­νο­ρί­ας που ε­πι­τε­λεί­ται, στους δύ­σκο­λους και­ρούς που περ­νού­με, με τις άο­κνες προ­σπά­θειες των κυ­ριών του Φι­λο­πτώ­χου. Η λει­τουρ­γί­α τρά­πε­ζας τροφί­μων και η πα­ρο­χή συσ­σι­τί­ου σε ά­πο­ρους έρ­χε­ται να κα­λύ­ψει ά­με­σες α­νά­γκες ε­νο­ρι­τών.
Πέ­ραν αυ­τών η ε­πί­σκε­ψη α­σθε­νών στα σπί­τια τους και σε νο­ση­λευ­τι­κά ι­δρύ­ματα της πό­λε­ώς μας εί­ναι μί­α άλ­λη πτυ­χή της αλ­λη­λεγ­γύ­ης της Ε­νο­ρί­ας προς τον πά­σχο­ντα συ­νάν­θρω­πο.
3. Πα­ρέ­χο­ντας η Ε­νο­ρί­α δη­μιουρ­γι­κές διε­ξό­δους στα παι­διά με την βι­βλιο­θήκη που συ­ντη­ρεί, την ορ­γά­νω­ση ε­ορ­τα­στι­κών εκ­δη­λώ­σε­ων επ΄ ευ­και­ρί­α ε­θνικών και θρη­σκευ­τι­κών ε­ορ­τών, με τη δι­δα­σκα­λί­α χρή­σης η­λε­κτρο­νι­κών υ­πο­λογι­στών, με τη συ­γκρό­τη­ση βυ­ζα­ντι­νής και ευ­ρω­πα­ϊ­κής χο­ρω­δί­ας, ε­πι­τυγ­χά­νει  να τα κρα­τή­σει σε χώ­ρους πνευ­μα­τι­κής καλ­λιέρ­γειας και μα­κριά α­πό φθο­ροποιές συ­να­να­στρο­φές και ε­πι­δρά­σεις.
4. Η ορ­γά­νω­ση ε­πι­σκέ­ψε­ων των ε­νο­ρι­τών σε πνευ­μα­τι­κούς χώ­ρους, τό­σο της πατρί­δας μας (Πα­να­γί­α Φα­νε­ρω­μέ­νη Λευ­κά­δας, Με­γα­λό­χα­ρη Τή­νου, Ι.Μ. Σισ­σί­ων Κεφαλ­λη­νί­ας κλπ), ό­σο και του ε­ξω­τε­ρι­κού (Οι­κου­με­νι­κό Πα­τριαρ­χεί­ο, Καπ­πα­δοκί­α, Έ­φε­σο κλπ) συμ­βάλ­λει στη με­τα­ξύ των με­λών προ­σέγ­γι­ση και στη γνω­ρι­μί­α  μνη­μεί­ων και τό­πων ιε­ρών της Ορ­θο­δο­ξί­ας.
5. Πέ­ραν των α­νω­τέ­ρω πρέ­πει να ε­ξαρ­θεί ι­διαι­τέ­ρως το ε­ξω­ρα­ϊ­στι­κό έρ­γο που έ­χει γί­νει στην ε­νο­ρί­α τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια:
α) Α­πο­κα­τά­στα­ση του ε­σω­τε­ρι­κού του να­ού με­τά την πυρ­κα­γιά του 1991, (η ο­ποί­α προ­κλή­θη­κε α­πό α­μέ­λεια ή σκο­πί­μως α­πό διαρ­ρή­κτες που μπή­καν στην εκ­κλη­σία για χρή­μα­τα), δια­κό­σμη του να­ού και α­γιο­γρά­φη­σή του. 
β) Α­ντι­σει­σμι­κή θω­ρά­κι­ση ο­λό­κλη­ρου του να­ού και του Κω­δω­νο­στα­σί­ου του μετά το σει­σμό του 1993, ο ο­ποί­ος ε­πέ­φε­ρε τε­ρά­στιες ζη­μιές στην τοι­χο­ποι­ί­α της εκ­κλη­σί­ας.
γ) Πλα­κό­στρω­ση του προ­αυ­λί­ου χώ­ρου και α­νέ­γερ­ση φιά­λης στο κέ­ντρο αυ­τού για τη λα­μπρό­τε­ρη τέ­λε­ση της α­κο­λου­θί­ας της Α­να­στά­σε­ως, του Α­για­σμού των υ­δά­των κλπ.
δ) Α­νέ­γερ­ση  πα­ρεκ­κλη­σί­ου Β.Α. του να­ού α­φιε­ρω­μέ­νου στον Ά­γιο Λά­ζα­ρο, για τις πνευ­μα­τι­κές α­νά­γκες της ε­νο­ρί­ας.
ε) Α­ντι­κα­τά­στα­ση των πα­λαιών τζα­μιών των πα­ρα­θύ­ρων του ε­νο­ρια­κού να­ού με ε­ντυ­πω­σια­κά βι­τρώ (με­τά την προ­α­να­φρθεί­σα πυρ­κα­γιά).
στ) Α­νέ­γερ­ση αί­θου­σας για τις α­νά­γκες της ε­νο­ρί­ας (κη­δεί­ες, μνη­μό­συ­να κλπ), αλ­λά και για την ε­γκα­τά­στα­ση της βι­βλιο­θή­κης, την ε­ξα­σφά­λι­ση χώ­ρου με­λέτης, την το­πο­θέ­τη­ση Η/Υ και παι­χνι­διών, για τις θε­α­τρι­κές πα­ρα­στά­σεις των μα­θη­τών των κα­τη­χη­τι­κών ο­μά­δων κλπ.
και ζ) Ε­κεί­νο ό­μως που σή­με­ρα συ­νε­χί­ζει και χα­ρο­ποιεί  ό­λους μας, εί­ναι η από­κτη­ση της Ε­νο­ρί­ας νέ­ου διώ­ρο­φου Πνευ­μα­τι­κού Κέ­ντρου με την ά­δεια και τις ευ­λο­γί­ες του Σε­βα­σμιω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του μας κ.κ. Χρυ­σο­στό­μου. Το νέ­ο κα­θί­δρυ­μα, που στο­λί­ζει την Ε­νο­ρί­α, έ­γι­νε τού­βλο - τού­βλο, μέ­ρα με την η­μέ­ρα, με το υ­στέ­ρη­μα των ε­νο­ρι­τών και “τον ο­βο­λό της χή­ρας” υ­πό τον συ­ντο­νι­σμό και τις συ­νε­χείς εκ­κλή­σεις στους πι­στούς για βο­ή­θεια. Στις αί­θου­σές του οι νέ­οι της ε­νο­ρί­ας θα έ­χουν δι­κό τους χώ­ρο πνευ­μα­τι­κής οι­κο­δο­μής και ψυ­χαγω­γί­ας και οι ε­νή­λι­κοι το δι­κό τους χώ­ρο πνευ­μα­τι­κού προ­βλη­μα­τι­σμού και ανταλ­λα­γής α­πό­ψε­ων και ό­λοι μα­ζί στο ι­σό­γειο νέ­ο πα­ρεκ­κλή­σιο α­φιε­ρω­μέ­νο στην Α­γί­α Άν­να, μη­τέ­ρα της Θε­ο­μή­το­ρος, για την τέ­λε­ση της λα­τρεί­ας, την προσευ­χή, την ε­ξο­μο­λό­γη­ση κλπ.
- Με ό­λα τα πα­ρα­πά­νω οι α­φα­νείς και α­θό­ρυ­βοι ζη­λω­τές του πνευ­μα­τι­κού έρ­γου της Ε­νο­ρί­ας και κυ­ρί­ως οι συ­ντο­νι­στές του και κα­θο­δη­γοί του, ιε­ρείς του να­ού της Πα­να­γί­ας Α­λε­ξιω­τίσ­σης, π. Βα­σί­λειος Δη­μη­τρό­που­λος, προ­ϊ­στά­με­νος, π. Μι­χα­ήλ Κα­ρα­γιάν­νης και π. Πα­να­γιώ­της Μπα­χράς, α­να­δει­κνύ­ουν την Ε­νο­ρία “Ια­τρεί­ον Πνευ­μα­τι­κόν”.
Αυ­τός ο ζή­λος “για τον οί­κο Κυ­ρί­ου” ευ­χό­μα­στε να κα­τα­φλέ­γει την καρ­διά ό­λων, να εί­ναι συ­νε­χής, α­πρό­σκο­πτος και αυ­ξα­νό­με­νος προς δό­ξαν Θε­ού και επ΄ ωφε­λεί­α των αν­θρώ­πων.
Παναγιώτης Θ. Παπαθεοδώρου

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ενισχύεται ο πιστός
ακούγοντας όλα αυτά
Μπράβο!

Ανώνυμος είπε...

Ο καθηγητής μου κ. Παπαθεοδώρου ήταν άριστος στην παράδοση του μαθήματος και είχε το βίωμα του Θεολόγου. Η ζωή του και η συμπεριφορά του μέσα στο σχολείο ήταν παράδειγμα για μας.
κ. Καθηγητά σας ευχαριστώ.