Κυριακή ΙΓ΄Λουκᾶ
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
Οἱ
δίψυχοι
« Ὁ δέ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο» (Λουκ.
ιη΄23)
*******
« Ὁ δέ ἀκούσας
ταῦτα περίλυπος ἐγένετο »
Ὁ πλούσιος νέος
τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μᾶς θυμίζει
ὑψιπέτη ἀετό, ὁ ὁποῖος μέ δυνατό πλατάγισμα
τῶν φτερῶν του τινάχτηκε πάνω ἀπό τή μολυσμένη ἀτμόσφαιρα τοῦ
περιβάλλοντός του. Στά μάτια του ἔλαμπε ὁ πόθος τῆς αἰωνιότητας. Συγκινούμαστε
καί τόν θαυμάζουμε καθώς τόν βλέπουμε νά πλησιάζει μέ σεβασμό τόν Κύριο καί νά
τόν ἐρωτᾶ μέ πόθο: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω»;
Πολύ γρήγορα
ὅμως ὁ θαυμασμός μας μετατρέπεται σέ ἀπογοήτευση. Ἀπογοητευόμαστε, καθώς
βλέπουμε αὐτό τόν «ὑψιπέτη, ὅπως εἶπα, « ἀετό», νά μαζεύει ξαφνικά τά φτερά του, νά ἀποσύρει
τό βλέμμα του ἀπό τόν οὐρανό, νά σκύβει τό κεφάλι καί σέρνοντας τά βήματά του
νά χάνεται στό βάθος τοῦ δρόμου, μόλις ὁ Κύριος ἄγγισε τήν κρυφή πληγή τῆς καρδιᾶς
του. Ἔτσι ἔγινε φανερό πώς, ἐνῶ ποθοῦσε τήν αἰώνια ζωή, ἦταν πολύ προσκολλημένος
στή γῆ. Σέ τελευταία ἀνάλυση ἦταν ἕνας ἄνθρωπος δίψυχος.
Ἄς δοῦμε λοιπόν τί σημαίνει νά εἶναι κανείς
δίψυχος, ποιές συνέπειες ἔχει μιά τέτοια κατάσταση καί πῶς μπορεῖ αυτή νά ξεπεραστεῖ.
******
« Ὁ δέ ἀκούσας
ταῦτα περίλυπος ἐγένετο »
Δίψυχος, ὅπως
ἀντιλαμβανόμαστε εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού συμπεριφέρεται στή ζωή σάν νά
ἔχει δύο ψυχές. Μιά ψυχή πού ἀγαπᾶ τόν Θεό, καί μιά δεύτερη πού εἶναι κολλημένη
στόν ἁμαρτωλό καί ἀποστάτη κόσμο. Δίψυχος δηλαδή εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού τόν
ἑλκύουν, τόν θέλγουν καί τόν μαγνητίζουν τά θεῖα καί οὐράνια πράγματα, ὁ
ἄνθρωπος πού ποθεῖ τήν αἰωνιότητα, ἀλλά δέν θέλει, δέν ἐννοεῖ νά ξεκολλήσει ἀπό
τά γήϊνα πράγματα, ἀπό τίς ἁμαρτωλές του συνήθειες, ἀπό τά πάθη τῆς ψυχῆς μέ τά
ὁποῖα συνυπῆρξε καί συνέζησε ἐπί χρόνια πολλά καί στά ὁποῖα σέ τελευταία
ἀνάλυση εἶναι ὑποδουλωμένη ἡ ψυχή του. Δίψυχος θά λέγαμε μέ βεβαιότητα ὅτι
εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος πιστεύει ὅτι εἶναι δυνατό νά διαψεύσει τόν
Κύριο, τόν δοτήρα τοῦ νόμου καί τῶν ἐντολῶν, ὁ Ὁποῖος μᾶς διαβεβαίωσε καί
μάλιστα μέ τρόπο κατηγορηματικό ὅτι «οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν».
Κανένας δέν μπορεῖ νά δουλεύει ταυτόχρονα σέ δύο κυρίους, καί ἀμέσως
διευκρίνησε: δέν μπορεῖτε νά εἶσθε ταυτόχρονα δοῦλοι τοῦ Θεοῦ καί τοῦ μαμωνᾶ,
δηλαδή τοῦ πλούτου (Ματθ. στ´24). Ἀλλά, τότε, θά πεῖ κἄποιος ὅτι κι ἐμεῖς
εἴμαστε δίψυχοι.
Βέβαια κανείς
δέν ἀμφιβάλλει ὅτι μερικοί ἀπό ἐμᾶς
μπορεῖ καί νά εἴμαστε δίψυχοι. Θά πρέπει ὅμως νά διευκρινήσουμε, ὅτι
ἄλλο πράγμα εἶναι ὁ δίψυχος καί ἄλλο ὁ ἀδύναμος ἄνθρωπος. Αὐτή ἡ διάκριση
βέβαια εἶναι ἐξαιρετικά λεπτή, πλήν ὅμως εἶναι καί πάρα πολύ σημαντική.
Κάνοντας αὐτή τή διάκριση ἐννοοῦμε ὅτι ὁ πρῶτος, ὁ δίψυχος δηλαδή ἄνθρωπος
εἶναι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός καί αὐτός, ὅπως ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ, πλήν ὅμως
δέν θέλει νά μετανοήσει. Ἐπιμένει στήν ἁμαρτία του. Ὁ δεύτερος, ἁμαρτάνει κι
αὐτός, ἀλλά θέλει νά μετανοήσει, θέλει νά ἀλλάξει τρόπο ζωῆς, ἀλλά ὡς ἀδύναμος
ἄνθρωπος, ὅπως εἴμαστε ὅλοι μας, παρασύρεται καί πέφτει. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός
εἶναι ἕνας ἀγωνιστής τοῦ καλοῦ ἀγώνα, πού πέφτει πάνω στήν μάχη, πέφτει, ὅπως
λέμε ἐπί τῶν ἐπάλξεων. Ὁ ἀδύναμος ἄνθρωπος μπορεῖ νά πέσει πολλές φορές, αὐτό
ὅμως δέν ἔχει σημασία. Σημασία ἔχει τό ὅτι καί πάλι θά σηκωθεῖ, θά μετανοήσει
καί θά συνεχίσει τό δρόμο του. Εἶναι δηλαδή ἕνας μαχητής. Ἐνῶ ὁ δίψυχος δέν
ἀγωνίζεται ποτέ. Θαυμάζει τήν ἁγιότητα, ἀλλά τό πάθος ἐκεῖνο στό ὁποῖο εἶναι
ὑποδουλωμένος, δέν θέλει νά τό πολεμήσει. Ἑπομένως ὁ δίψυχος εἶναι ἕνας
συμβιβασμένος ἄνθρωπος.
Ὅπως
ἀντιλαμβανόμαστε ὅλη ἡ ὑπόθεση ἐπικεντρώνεται καί ἐξαρτᾶται ἀπό τή θέληση τοῦ
ἀνθρώπου. Θέλει; Τότε εἶναι ἀγωνιστής. Καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ στό τέλος νικᾶ.
Δέν θέλει; Τότε εἶναι δίψυχος. Καί ὁ δίψυχος κινδυνεύει καί μάλιστα τόν ἔσχατο
κίνδυνο. Κινδυνεύει νά χάσει τή σωτηρία του. Νά πάθει αὐτό πού ἔπαθε ὁ πλούσιος
νέος τοῦ εὐαγγελίου. Κλήθηκε ἀπό τόν Κύριο νά πουλήσει τήν περιουσία του, νά
τήν μοιράσει στούς πτωχούς καί νά γίνει Ἀπόστολος. Δυστυχῶς ὅμως δέν δέχτηκε
τήν κλήση. Προτίμησε τά πλούτη του καί
χάθηκε!
Ἕνα κλασικό
παρέδειγμα πού φανερώνει τόν κίνδυνο τόν ὁποῖο διατρέχει ὁ δίψυχος ἄνθρωπος,
εἶναι τό παράδειγμα τῆς γυναίκας τοῦ Λώτ. Ὁ Θεός, ὅταν ἀπεμάκρυνε τόν Λώτ καί
τήν οἰκογένειά του ἀπό τά Σόδομα, τούς ἔδωσε σαφῆ τήν ἐντολή: «μή περιβλέψῃ εἰς
τά ὀπίσω... μήποτε συμπαραληφθῇς» (Γεν. ιθ´17). Μή στρέψεις τό βλέμμα σου
πίσω... γιά νά μή χαθεῖς καί σύ μαζί τους. Δυστυχῶς ὅμως ἡ γυναίκα τοῦ Λώτ
«ἐπέβλεψεν εἰς τά ὀπίσω καί ἐγένετο στήλη ἁλός» (Γεν. ιθ´26). Ἔρριξε τό βλέμμα
της πίσω καί ἀμέσως ἔγινε μιά κολώνα ἀπό ἀλάτι. Τό βλέμμα αὐτό δέν ἔδειχνε μόνο
περιέργεια, ἀλλά καί ἐπιθυμία γι᾽ αὐτά πού ἀγαποῦσε, καί τά ὁποῖα τά εἶχε
ἐγκαταλείψει ἀπό ἀνάγκη. Ἦταν ἕνα βλέμμα πού φανέρωνε πώς ἡ γυναίκα ἐκείνη ἦταν
δίψυχη. Ἔφευγε ἀπό τά Σόδομα, ἀλλά ἡ καρδιά της ἦταν ἐκεῖ, στόν τόπο τῆς
ἁμαρτίας, τῆς κοσμικῆς ζωῆς. Καί χάθηκε. Πράγμα τό ὁποῖο κινδυνεύει νά πάθει
καί ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς, ἄν δέν προσέξει.
*******
Νά προσέξουμε
λοιπόν, ἀδελφοί. Ὁ Κύριος μᾶς ἀπευθύνει ἔντονα τήν προτροπή: «μνημονεύετε τῆς
γυναικός Λώτ» (Λουκ. ιζ´32). Θυμηθεῖτε τό πάθημα τῆς γυναίκας τοῦ Λώτ, καί μή
γίνεσθε δίψυχοι. Μή γυρνᾶτε νά κυττάξετε πίσω τίς παλιές κακές σας συνήθειες.
Ἡ γυναίκα τοῦ Λώτ χάθηκε ἐνῶ βάδιζε τό δρόμο τῆς σωτηρίας! Προσέξετε λοιπόν καί σεῖς μήπως χαθεῖτε ἐνῶ
βρίσκεσθε μέσα στήν Ἐκκλησία. Μήπως ναυαγήσετε μέσα στό λιμάνι. Μή δίνετε
σημασία σέ λάθη καί πάθη τοῦ παρελθόντος τά ὁποῖα ἔρχονται στή μνήμη σας ὄχι
γιά νά προκαλέσουν αἰσθήματα μετανοίας, ἀλλά γιά νά ξύσουν παλιές πληγές.
Πάρετε τό βλέμμα σας ἀπό ἐκεῖ, μᾶς λέγει, κινδυνεύετε. Θυμηθεῖτε τή γυναίκα τοῦ
Λώτ.
Νά προσέχουμε
λοιπόν. Νά προσέχουμε, ἀδελφοί, ἀλλά νά εἴμαστε καί τολμηροί καί ἀποφασιστικοί.
Μή στεκόμαστε ποτέ διστακτικοί καί ἀναποφάσιστοι στά θέματα τῆς πνευματικῆς
ζωῆς. Ἅπαξ καί βάλαμε τό χέρι στό ἀλέτρι, ἄς κυττάζουμε μπροστά, καί ἄς μήν
ἐπηρεαζόμαστε
ἀπό αὐτά πού συμβαίνουν πίσω μας ἤ ἀκοῦμε γύρω μας. Νά
ἀσκοῦμε βία πάνω στό νωθρό ἑαυτό μας, γιά νά ἐπιτύχουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ
αὐτό, πού εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωή μας, δηλαδή τήν σωτηρία μας.
*****
« Ὁ δέ ἀκούσας
ταῦτα περίλυπος ἐγένετο »
Ἀδελφοί, σ᾽ αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο εἴμαστε ἐξόριστοι.
Πάροικοι καί παρεπήδημοι. Ἡ ζωή μας πάνω στή γῆ ἔχει χαρακτηρισθεῖ σάν μιά ἐμποροπανήγυρις.
Ἐρχόμαστε, ἀγοράζουμε καί φεύγουμε.
Θά εἴμαστε εὐτυχισμένοι, ἄν καταλάβουμε
πώς ὁ μεγάλος θησαυρός, τό πολύτιμο μαργαριτάρι, πού μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε,
εἶναι ὁ Χριστός. Εὐτυχισμένοι, ἄν τά πουλήσουμε ὅλα γιά νά τό ἀγοράσουμε. Ἄν
δηλαδή, θεωρήσουμε ὅλες τίς χαρές καί τίς δόξες τοῦ κόσμου «σκύβαλα»,
σκουπίδια, γιά νά κερδήσουμε τόν Χριστό.
Τό Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι τό πλήρωμα ὅλων
τῶν ἄπειρων πόθων μας.
Γρηγόριος Μουσουρούλης
1 σχόλιο:
Ευχαριστούμε,πατερ,την ευχή σας.
Δημοσίευση σχολίου