Ὁμιλία
τῆς Α. Θ.
Παναγιότητος
τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου
κ. κ.
Βαρθολομαίου
κατὰ τὴν
Συνάντησιν Αὐτοῦ μετὰ τῶν Μαθητῶν τῶν Γυμνασίων
καὶ τῶν
Λυκείων τῆς Κερκύρας
(11 Δεκεμβρίου 2014)
Μὲ πολλὴν χαρὰν ἀρχίζομεν τὴν δευτέραν ἡμέραν τῆς ἐπισήμου
ἐπισκέψεώς μας εἰς τὴν ὡραίαν νῆσον σας μὲ αὐτὴν τὴν συνάντησιν, τὴν συνάντησιν
μὲ τοὺς μαθητὰς τῶν Γυμνασίων καὶ τῶν Λυκείων τῆς Κερκύρας. Χαιρόμεθα βλέποντες
τὰ χαρούμενα πρόσωπά σας, τὰ ὁποῖα προσφέρουν εἰς ἡμᾶς τοὺς μεγαλυτέρους ἐλπίδα
καὶ αἰσιοδοξίαν διὰ τὸ μέλλον. Χαιρόμεθα βλέποντες τὸ ἐνδιαφέρον σας καὶ τὰς ἀνησυχίας
διὰ τὸ περιβάλλον καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς προστασίας του, ὅπως τὴν
παρουσιάζετε μέσῳ τῆς ἐκθέσεως τῶν περιβαλλοντικῶν δράσεων, εἰς τὴν ὁποίαν εἴχομεν
πρὸ ὀλίγου τὴν εὐκαιρίαν νὰ ξεναγηθῶμεν. Χαιρόμεθα ὅμως ἀκούοντες καὶ τοὺς
προβληματισμούς σας τοὺς ὁποίους διατυπώσατε διὰ τῆς συμμετοχῆς σας εἰς τὸν
διαγωνισμὸν μὲ θέμα «Τί ζητοῦν οἱ νέοι ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξίαν σήμερα». Διότι αἱ
σκέψεις σας καὶ οἱ προβληματισμοί σας ἀποδεικνύουν ὅτι κατανοεῖτε τὴν θέσιν καὶ
τὴν σημασίαν τῆς ᾽Ορθοδοξίας τόσον εἰς τὸν σύγχρονον κόσμον ὅσον καὶ εἰς τὴν ζωὴν
τοῦ κάθε ἀνθρώπου ξεχωριστά. Διότι, ὅπως γνωρίζετε, ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι μία
νεκρὰ θρησκεία, ἡ ὁποία δὲν συμβαδίζει μὲ τὴν ἐποχήν μας, οὔτε μία θρησκεία τῆς
ὁποίας τὰ διδάγματα καὶ τὰ πιστεύματα εὑρίσκονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐποχήν
μας.
Σεῖς, ὡς νέοι, εἶναι φυσικὸν νὰ ζητῆτε ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξίαν
αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἔχει ἀνάγκη ἡ ψυχὴ τοῦ κάθε νέου. Ζητεῖτε ἀπαντήσεις εἰς τὰ βασικὰ
ἐρωτήματα τῆς ψυχῆς ἑκάστου ἀνθρώπου, ἀπαντήσεις διὰ τὸν Θεὸν καὶ τὴν ὕπαρξίν
του, ἀπαντήσεις διὰ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον, ἀπαντήσεις διὰ τὴν ζωήν, διὰ τὰς
σχέσεις μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, διὰ τὴν κατάστασιν ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ εἰς τὸν
κόσμον, τὴν κοινωνικὴν ἀδικίαν, τὴν σύγκρουσιν τῶν πολιτισμῶν καὶ τῶν θρησκειῶν,
τὸν φανατισμὸν καὶ τὸν φονταμενταλισμόν.
Ἡ νεότης εἶναι ἡ ἐποχὴ τῆς διερευνήσεως τοῦ κόσμου,
τοῦ ἐσωτερικοῦ καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ. Εἶναι ἡ περίοδος τῶν ἀποριῶν καὶ τῶν ἐρωτήσεων.
Εἶναι ἀκόμη καὶ ἡ περίοδος τῆς κριτικῆς ἢ καὶ τῆς ἀρνήσεως τῶν μεγαλυτέρων, τοῦ
«κατεστημένου», ἀκόμη καὶ τῶν θεσμῶν. Δι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία,
βαδίζοντας εἰς τὰ ἴχνη τῶν πατέρων καὶ μεγάλων διδασκάλων της, στέκεται μὲ ἀγάπην
ἔναντι τῶν ἐρωτημάτων τῶν νέων καὶ αὐτῆς ἀκόμη τῆς κριτικῆς τους. Συνομιλεῖ μὲ
τοὺς νέους, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων ἐπισκέπτονται συχνὰ καὶ τὸ Οἰκουμενικόν μας
Πατριαρχεῖον εἰς τὸ πλαίσιον σχολικῶν ἐκδρομῶν, καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ δίδῃ ἀπαντήσεις
εἰς ὅλα τὰ ἐρωτήματά τους. Ἐπιθυμεῖ δὲ μὲ κάθε τρόπον νὰ ἀνταποκρίνεται εἰς τὰ
αἰτήματά σας.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ζῇ καὶ κινεῖται ἐν τῷ κόσμῳ,
δι᾽ αὐτὸ καὶ ἔχει πάντοτε ἀπαντήσεις διὰ τὰ συμβαίνοντα εἰς τὸν κόσμον καὶ ἀπασχολοῦντα
τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ ἐξελίξεις τοῦ κόσμου δὲν ἐπηρεάζουν ἀσφαλῶς τὴν πίστιν της εἰς
τὸν Χριστὸν ὁ ὁποῖος εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας», καὶ ὁ
ὁποῖος ἀποτελεῖ διὰ τοὺς ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς «τὴν ὁδὸν καὶ τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν
ζωήν».
Ἡ σχέσις τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ
βεβαίως καὶ μὲ σᾶς τοὺς νέους, δὲν εἶναι σχέσις θεωρητικὴ ἀλλὰ βιωματική, ἐμπειρική.
Διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν δὲν ὑφίσταται ἡ θέσις, ἡ ὁποία κακῶς πολλάκις τῆς ἀποδίδεται,
«πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα», ἀλλὰ ἡ θέσις τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου, ὁ ὁποῖος εἰς τὴν ἀμφισβήτησιν
τοῦ φίλου του Ναθαναήλ, ἐὰν δύναται νὰ προέλθῃ κάτι καλὸν ἐκ τῆς Ναζαρέτ, ἀπήντησε
τὸ «ἔρχου καὶ ἴδε».
Αὐτὴν τὴν πρόσκλησιν ἀπευθύνει μέχρι σήμερον καὶ ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία πρὸς πάντα ἄνθρωπον καλῆς θελήσεως καὶ ἰδίως πρὸς τοὺς νέους. Διότι ἡ
γνωριμία μὲ τὸν Χριστὸν δὲν εἶναι γνωριμία θεωρητική, δὲν εἶναι γνῶσις
προερχομένη ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσιν βιβλίων καὶ πραγματειῶν, εἶναι ἐπαφή, εἶναι
βίωμα, εἶναι κοινωνία μετ᾽ Αὐτοῦ, εἶναι ἕνωσις μετὰ τοῦ Θεοῦ. Πάντα ταῦτα ἐπιτυγχάνονται
μὲ τὴν προσωπικὴν συνάντησιν τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεόν, τοῦ πλάσματος μὲ τὸν
δημιουργόν του, ἡ ὁποία πραγματώνεται μέσα εἰς τὴν ἀγάπην. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι
δεδομένη ἐκ τῆς φύσεώς του. Τό ζητούμενον εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος
ἀναζητεῖ τὴν ἀγάπην, δὲν γνωρίζει ὅμως πάντοτε νὰ τὴν προσφέρῃ μὲ τὸν
κατάλληλον τρόπον καὶ δὲν συνειδητοποιεῖ ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον
λύονται ὅλαι αἱ ἀπορίαι καὶ προσεγγίζεται ἡ γνῶσις.
Δι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν βασίζει τὴν
πίστιν της μόνον εἰς τὰς γραπτὰς πηγάς της ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν ἐμπειρίαν τῶν ἁγίων
της, καλοῦσα ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ βιώσουν τὴν πίστιν καὶ νὰ ζήσουν μὲ τὸν
Χριστόν.
Ὑπάρχει μία φράσις ἡ ὁποία ἀποδίδεται εἰς τὸν ἱερὸν
Αὐγουστῖνον καὶ ἡ ὁποία, ἄν καὶ πολλὲς φορὲς παρερμηνεύεται ἢ παρανοεῖται,
περιγράφει τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ δίδει ἀπάντησιν εἰς πολλὰ ἐρωτήματα ἀπὸ
ὅσα ἀνακύπτουν εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὴν πορείαν τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἰδιαιτέρως ἑνὸς
νέου. Ἡ φράσις εἶναι «Ἀγάπα τὸν Θεὸν καὶ κάνε ὅ,τι θέλεις».
Ὁ Θεὸς δὲν θέτει εἰς τὸν ἄνθρωπον ὅρια, παρὰ μόνον ἕνα,
τό ὅριον τῆς ἀγάπης. Ἀπὸ τὴν ἐντολήν, ἄλλωστε, τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν
ἄνθρωπον, ὅπως βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, «ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται
κρέμανται». Ὁ Θεὸς δὲν ἀπαγορεύει τίποτε εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸν ἀφήνει ἐλεύθερον
νὰ ἐπιλέξῃ καὶ νὰ πράξῃ ὅ,τι ἐκεῖνος κρίνει. Ὑπὸ μίαν προϋπόθεσιν: νὰ μὴν
προσκρούῃ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴν τὸν λυπῇ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾷ τὸν
Θεόν, τότε ἡ ἀγάπη αὐτὴ τοῦ δείχνει τί ἠμπορεῖ νὰ κάνῃ καὶ τί ὄχι. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος
ἀγαπᾶ τὸν Θεόν, τότε δὲν θέλει νὰ κάνῃ κάτι τὸ ὁποῖον θὰ τὸν λυπήσῃ, ὅπως δὲν
θέλει νὰ κάνῃ καὶ κάτι τὸ ὁποῖον θὰ λυπήσῃ ἕνα προσφιλές του πρόσωπον. Εἰς τὴν
περίπτωσιν αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος δὲν αἰσθάνεται ἀπαγόρευσιν, δὲν αἰσθάνεται στέρησιν
τῆς ἐλευθερίας του, διότι ἡ ἀγάπη καλύπτει τὴν ψυχήν του καὶ τὴν πληροῖ διὰ τῆς
ἀνεκλαλήτου χαρᾶς καὶ γλυκύτητος, τὴν ὁποία προσφέρει ὁ Θεός. Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷ τὸν
Θεόν, ἀγαπᾷ καὶ τὸν συνάνθρωπόν του. Διότι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν διαβαίνει διὰ
τοῦ συνανθρώπου μας, διὰ τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ὁ συνάνθρωπος, ὁ
πλησίον. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγαποῦμε τὸν Θεὸν καὶ νὰ μισοῦμε τὸν συνάνθρωπόν
μας. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγαποῦμε τὸν Θεὸν καὶ νὰ ἀδικοῦμε τὸν συνάνθρωπόν
μας. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγαποῦμε τὸν Θεὸν καὶ νὰ ἀδιαφοροῦμε διὰ τὴν
δυστυχίαν τοῦ συνανθρώπου ἤ, πολύ περισσότερον, νὰ συμβάλλωμεν εἰς αὐτήν. Τί
διαφορετικὸς θὰ ἦταν ὁ κόσμος ἐὰν ἐφαρμόζαμε ὅλοι τὴν ἀρετὴν τῆς ἀληθοῦς ἀγάπης,
τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης.
Τὸ κριτήριον αὐτὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ καὶ
τὴν λυδίαν λίθον διὰ τὴν ἐπίλυσιν ὅλων τῶν ζητημάτων τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦν τὸν
σύγχρονον κόσμον καὶ τὸν σύγχρονον ἄνθρωπον καὶ τὰ ὁποῖα θεωρητικῶς δὲν
θίγονται εἰς τὸ Εὐαγγέλιον. Δι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν διστάζει νὰ
τοποθετηθῇ ἔναντι τῶν ζητημάτων τὰ ὁποῖα προβληματίζουν τὸν ἄνθρωπον τοῦ 21ου αἰῶνος,
εἴτε πρόκειται διὰ θέματα περιβαλλοντολογικά, εἴτε διὰ τὰ θέματα τῶν σχέσεων
μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, εἴτε διὰ θέματα τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦν περισσότερον τοὺς
νέους ἀνθρώπους (ναρκωτικά, σχέσεις τῶν δύο φύλων, aids κλπ.), εἴτε διὰ θέματα
κρίσεων καὶ συγκρούσεων μεταξὺ τῶν κοινωνικῶν τάξεων, τῶν λαῶν, τῶν θρησκειῶν
καὶ τῶν πολιτισμῶν.
Περιβάλλει τοὺς πάντας μὲ τὴν ἀγάπην της καὶ τοὺς
καλεῖ νὰ οἰκειωθοῦν αὐτὴν τὴν ἀγάπην, ἡ ὁποία προσφέρει τὴν καλλιτέραν λύσιν ὅλων
τῶν προβλημάτων, καὶ τὸν σεβασμὸν πρὸς τὸν ἄλλον ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ καὶ
αὐτὸς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Τοιουτοτρόπως θεωρεῖ ὅτι ἀνταποκρίνεται εἰς τὴν ἀποστολὴν
αὐτῆς ἐν τῷ κόσμῳ καὶ καθοδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἀκούουν τὴν φωνήν της
εἰς τὴν ἀληθῆ εὐτυχίαν, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄλλη παρὰ ἡ συνάντησις μὲ τὸν Θεὸν καὶ
ἡ ἕνωσις τοῦ ἀνθρώπου μετ᾽ Αὐτοῦ.
Μὲ αὐτὰς τὰς σκέψεις, εὐχόμεθα κάθε καλὸν εἰς τὴν
ζωήν σας, ἀγαπητά μας παιδιά, κάθε ἐπιτυχίαν καὶ εὐτυχίαν καὶ προτρεπόμεθα ὅλους
ἐσᾶς νὰ μετατρέψετε τὴν καρδιάν σας εἰς μίαν ζεστὴν ἀπὸ ἀγάπην Φάτνην, ζεστὴν ἀπὸ
τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν πλησίον, διὰ νὰ γεννηθῇ πραγματικὰ ἐκεῖ μέσα ὁ Χριστός. Ἐλπίζομεν
καὶ εὐχόμεθα ὅτι τὰ ἐφετεινὰ Χριστούγεννα δὲν θὰ εἶναι δι᾿ ἐσᾶς μόνον ἀφορμὴ
ψυχαγωγίας ἀλλὰ καὶ ἀνανεώσεως πνευματικῆς. Καλὰ Χριστούγεννα, πολὺ ἀγαπητοί
μας νέοι, ἐλπίδα μας καὶ καύχημά μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου