Ὁμιλία
τῆς Α. Θ.
Παναγιότητος
τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου
κ. κ.
Βαρθολομαίου
κατὰ τὴν
Πατριαρχικὴν Θείαν Λειτουργίαν
εἰς τὸ Ἱερὸν
Προσκύνημα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος
(Κέρκυρα, 12 Δεκεμβρίου 2014)
«Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα• δι᾿ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ,
σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται καὶ νομὴν εὑρήσει [...] ἐγὼ ἦλθον ἵνα
ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν» (Ἰωάν. ι΄ 9-11), λέγει ὁ Κύριος διὰ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ
Του Ἰωάννου, τοῦ μαθητοῦ τῆς ἀγάπης.
Εὑρισκόμενοι εἰς τὴν ἱστορικὴν νῆσον Κέρκυραν καὶ
τιμῶντες τὸν προστάτην αὐτῆς Ἅγιον Σπυρίδωνα, διὰ τῆς προσφορᾶς τῶν τιμίων
δώρων εἰς τὸν Κύριον, ἐκφράζομεν ἐν πρώτοις τὴν χαράν μας διότι ἀπολαμβάνομεν τὴν
ἐπικοινωνίαν μαζί σας καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς προσκυνητὰς ἐκ τῆς Ἑπτανήσου
καὶ ἐκ πάσης τῆς Ἑλλάδος. Ἡ χαρὰ δὲ καὶ ἡ συγκίνησις τοῦ Πατριάρχου καθίσταται ἐντονωτέρα
διότι ἔχει τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἐπικοινωνήσῃ καὶ μαζί σας, ὡς τμῆμα τῆς οἰκουμένης
τοῦ Κυρίου καὶ νὰ προσφέρῃ μαζί σας «τὰ ἴδια ἐκ τῶν ἰδίων» εἰς τὸν Κύριον «εἰς ἄφεσιν
ἁμαρτιῶν». Διὰ τὴν ἀπόκτησιν τῆς ζωῆς, τῆς ἀφθάρτου ζωῆς, ἦλθεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν
κόσμον καὶ ἔρχεται καὶ πάλιν ἐντὸς τῶν ἡμερῶν νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν κόσμον μας,
γεννώμενος ἐν σπηλαίῳ καὶ σπαργανούμενος ἐν φάτνῃ. Ἔρχεται δηλαδὴ ὄχι ὡς ἐπίσημος
οἰκοδεσπότης ἀλλὰ ὡς ἄσημος καὶ περιφρονημένος, ὡς «βρέφος ὑπομάζιον», ὁ
παντέλειος Θεός. Ἔρχεται, λοιπόν, διὰ νὰ
μᾶς σώσῃ καὶ διὰ νὰ μᾶς δώσῃ ζωήν• καὶ κάτι περισσότερον ἀπὸ τὴν ζωήν: αἰωνίαν
σωτηρίαν.
Πατέρες καὶ ἀδελφοί,
«Διὰ τοῦ τιμίου σου Σταυροῦ Χριστὲ ὁ Θεός, μία ποίμνη
γέγονεν, ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων καὶ μία Βασιλεία», ψάλλει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας. Τὴν μίαν ποίμνην καὶ
τὴν μίαν βασιλείαν ἐβιώσαμεν καὶ βιοῦμεν καὶ σήμερον λίαν ἐμφαντικῶς δι᾿ ὅλων τῶν
λειτουργικῶν ἐκδηλώσεων καὶ ἰδιαιτέρως διὰ τῆς πρὸ ὀλίγου προσφορᾶς τῆς ἀναιμάκτου
Θυσίας, ἐπὶ τῇ ἐτησίᾳ μνήμῃ τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Σπυρίδωνος τοῦ
θαυματουργοῦ, τοῦ οὐρανίου προστάτου τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μητροπόλεως καὶ τοῦ εὐλογημένου
λαοῦ της.
Ἡ μεμαρτυρημένη ἀποστολικῶς καὶ πατερικῶς καθ᾿ ὅλην
τὴν πορείαν τῆς στρατευομένης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησία, ἡ ὁποία, Ἐκκλησία, ὑπερβαίνει
καὶ νικᾷ τὸν κόσμον καὶ τὰ τοῦ κόσμου, σωτηριώδης ὁδός, ἡ μόνη ἄγουσα εἰς τὴν
Ζωήν, πολλάκις, ἀδελφοί, ἐλοιδορήθη ὑπὸ διαφόρων δοκησισόφων, ὅτι ἐν τῇ
καθημερινῇ πράξει περιφρονεῖ καὶ ἀπορρίπτει τὴν ὕλην ὡς δῆθεν ἀντίθετον πρὸς τὸ
πνεῦμα. Οὐδὲν τούτου ἀναληθέστερον! Ἀπόδειξις τρανωτάτη ἡ διὰ τῆς προσλήψεως τοῦ
σώματος ἐνανθρώπησις τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, γεγονὸς τὸ ὁποῖον καὶ
προετοιμαζόμεθα μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας πανηγυρικῶς νὰ ἑορτάσωμεν πρεπόντως, ἀλλὰ
κυρίως νὰ τὸ βιώσωμεν «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ», οἱ ἀνὰ τὴν οἰκουμένην
Χριστιανοί, ἀνευρίσκοντες ζωὴν καὶ εἰρήνην καὶ εὐδοκίαν, τὴν ὁποίαν κατὰ τὴν
μοναδικὴν ἐκείνην νύκτα τῶν Χριστουγέννων ἐδόξασαν οἱ ἄγγελοι, προσεκύνησαν οἱ ἐξ
Ἀνατολῶν μάγοι θαυματουργικῶς ὑπὸ Ἀστέρος ὁδηγούμενοι, ἐψηλάφησαν οἱ ποιμένες, ἐδέχθη
ὡς σωτηρίαν καὶ ὡς ἀπαλλαγὴν τῶν δεινῶν ἡ ἀνθρωπότης, ἡ οἰκουμένη.
Τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἡ Θύρα. Εἶναι ὁ ἐρχομὸς τοῦ
Κυρίου, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἐνσάρκωσίν Του καθηγίασε τὴν ὕλην, τὸ ἀνθρώπινον σῶμα,
τὸ ὁποῖον προσέλαβεν ὁλόκληρον διὰ νὰ τὸ ἀνυψώσῃ ἀπὸ τὴν πτῶσιν, ἀπὸ τὴν φθορὰν
καὶ ἀπὸ τὸν θάνατον. Τὰ Χριστούγεννα μᾶς ἔφεραν τὸν Θεὸν καὶ συγχρόνως τὸν ἄνθρωπον
Ἰησοῦν. Ὁ Ὁποῖος Ἰησοῦς εἶναι ὁ Θεός καὶ ὁ Ἄνθρωπος. Καὶ εἶναι τὸ Πρόσωπον, τὸ Ὁποῖον
ὅλοι διαισθανόμεθα ὅτι ὑπάρχει, ὅτι ἀπευθύνεται πρὸς ἡμᾶς, ὅτι ἐνδιαφέρεται δι᾿
ἡμᾶς καὶ ὅτι ὁπωσδήποτε ἔχομεν κάποιαν σχέσιν μαζί Του, εἴτε τὸ θέλομεν εἴτε ὄχι.
Αὐτοῦ τοῦ μοναδικοῦ Προσώπου τὴν παρουσίαν εἰς τὴν ἱστορίαν δὲν δυνάμεθα νὰ ἀγνοήσωμεν,
διότι παρ᾿ ὅλας τὰς προσπαθείας ὡρισμένων νὰ ἀπομυθοποιήσουν αὐτήν, ἢ νὰ ἐξαφανίσουν
τὸ Πρόσωπον αὐτὸ ἀπὸ τὴν ζωήν μας, αὐτὸ ἐμφανίζεται μετὰ ἱλαροῦ βλέμματος καὶ
μετὰ προσδοκίας γεμάτης ἀπὸ ἀγάπην εἰς πολλὰς στιγμὰς τῆς ζωῆς μας καὶ μᾶς ἀπευθύνει
σιωπηρῶς τὸν λόγον, μᾶς προτείνει τὴν ἀγάπην Του καὶ μᾶς ζητεῖ τὴν ἰδικήν μας.
Μᾶς προσκαλεῖ.
Συνηθροίσθημεν, εἰς τὸν ἱερὸν αὐτὸν χῶρον, ὅλοι ἡμεῖς
οἱ ἀναζητηταὶ τοῦ θεανδρικοῦ Προσώπου τούτου, τὸ ὁποῖον ἐμφανίζεται καὶ ἀποχωρεῖ,
παρεμβαίνει καὶ κρύπτεται, εἰσακούει χωρὶς νὰ ὑποτάσσῃ, ταπεινοῦται χωρὶς νὰ χάνῃ
τὸ μεγαλεῖον Του, φανερώνει τὴν ἄπειρον δύναμίν Του ἐντὸς μιᾶς ἀπείρου κενώσεως
καὶ ἀδυναμίας, ἰσχυρὸν καὶ ἀσθενές, εὔσπλαγχνον καὶ δίκαιον, σοφόν, φωτεινὸν καὶ
κεκρυμμένον εἰς τὸν γνόφον τῆς ὑπὲρ τὴν γνῶσιν ἀγνοίας. Συνηθροίσθημεν, διὰ νὰ ἀνταλλάξωμεν
ἐμπειρίας, νὰ βεβαιώσωμεν ἀλλήλους ὅτι δὲν μετέχομεν ὡς ἄνθρωποι τῆς διανθρωπίνης
διαμάχης. Νὰ κηρύξωμεν εἰρήνην καὶ νὰ ζητήσωμεν εἰλικρινῶς καὶ ἀνιδιοτελῶς ἕκαστος
ὅπως Αὐτὸ τὸ Πρόσωπον -τὸ μοναδικὸν εἰς τὴν Ἱστορίαν- μᾶς ἀποκαλύψῃ Ἑαυτό, ὄχι
διὰ νὰ δικαιωθῇ καὶ τιμηθῇ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μέχρι τώρα ἰσχυρίζετο ὅτι Τὸ γνωρίζει,
ἀλλὰ διὰ νὰ χαρῶμεν ὅλοι εἰς τὴν ἀνωτέραν πάσης ἐπιστημονικῆς γνώσεως ἀποκάλυψιν
τοῦ Προσώπου Του.
Εὑρισκόμενοι ὅλοι ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Θυσιαστηρίου τοῦ
Πανσέπτου τούτου Προσκυνήματος καὶ ἀναμένοντες ἐναγωνίως τὴν ἐμφάνισιν Αὐτοῦ, ἕκαστος
εἰς τὴν καρδίαν του, καὶ πάντες εἰς τὰς καρδίας ὅλων (διότι γνωρίζομεν ὅτι ἡ ἀγάπη
Του ἀγκαλιάζει ὅλους, φίλους καὶ ἐχθρούς, δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς, μεγάλους καὶ
μικρούς), δὲν ἔχομεν, δὲν πρέπει νὰ ἔχωμεν, διάθεσιν διαπληκτισμῶν καὶ ἐρίδων
μεταξύ μας. Ὁ Μέγας Ἀναμενόμενος ἀγαπᾷ τὴν ἡσυχίαν καὶ τὴν εἰρήνην καὶ δὲν ἐμφανίζεται
ἐκεῖ ὅπου γίνεται θόρυβος ψυχικός. Περιμένει νὰ γαληνεύσουν αἱ καρδίαι, νὰ ἡσυχάσουν
τὰ πνεύματα, νὰ στραφοῦν τὰ βλέμματα πρὸς τὴν αὐλαίαν καὶ ὅταν τὰ κύματα τῶν
ψυχῶν ἠρεμήσουν, θὰ ἐμφανισθῇ.
Ἡ αὐλαία εἶναι ἐντὸς τῶν καρδιῶν. Τὸ παραπέτασμα εἶναι
πλέγμα διαλογισμῶν. Ὁ Μέγας Φίλος εἶναι παρὼν καὶ ἐὰν δὲν τὸν βλέπωμεν, αὐτὸ ὀφείλεται
εἰς τὰ πολλὰ ἀντικείμενα, εἰς τὰ ὁποῖα ἔχομεν προσηλώσει τὴν προσοχήν μας. Ὁ ὀφθαλμὸς
βλέπει ἐκεῖνο ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἑστιάζεται καὶ τὴν ἑστίασιν αὐτοῦ προκαλεῖ ἡ καρδία
καὶ ὁ νοῦς, διὸ καὶ οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγον «νοῦς ὁρᾷ καὶ ἀκούει».
Οἱ ἄνθρωποι πολλάκις ἠμποδίσαμεν τὸ Πρόσωπον αὐτὸ νὰ
ἐμφανισθῇ καὶ ὑπεδύθημεν τὸν ρόλον Αὐτοῦ, διὸ καὶ προέκυψαν αἱ συγκρούσεις
μεταξὺ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι διεξεδίκησαν ἕκαστος δι᾿ ἑαυτὸν τὸ προνόμιον νὰ εἶναι
φορεῖς, ἐκπρόσωποι ἢ ἐκφρασταὶ τοῦ κεκρυμμένου εἰς τοὺς χοϊκοὺς ἀνθρωπίνους ὀφθαλμοὺς
ἀλλὰ ἐμφανιζομένου Αὐτοῦ Προσώπου, τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ Θεοῦ.
Ἤδη ὡριμάσαμεν ἐπαρκῶς, ὥστε νὰ σιωπήσωμεν, ἢ μᾶλλον
νὰ ὁμιλήσωμεν ὄχι περὶ ἑαυτῶν, ἀλλὰ περὶ Ἐκείνου μόνου. Ἡ πίστις μας δὲν ἔχει
σκοπὸν νὰ δικαιώσῃ τὸν οἱονδήτινα ἐξ ἡμῶν ὡς ἀνακαλύψαντα τὸν ζητούμενον. Σκοπὸν
ἔχει νὰ προετοιμάσῃ κάθε καρδίαν νὰ δεχθῇ καὶ φιλοξενήσῃ Αὐτὸν ἐντὸς καταλλήλου,
εἰρηνικοῦ καὶ πρᾴου ψυχικοῦ περιβάλλοντος. Ὅταν τοῦτο γίνῃ δεκτὸν θὰ σιγήσῃ πᾶσα
σὰρξ βροτεία καὶ θὰ σταθῇ μετὰ φόβου καὶ τρόμου, μηδὲν γήϊνον ἐν ἑαυτῇ λογιζομένη,
ἀλλ᾿ ἀναμένουσα τὴν ἐμφάνισιν Ἐκείνου, τὸν Ὁποῖον ἀναζητοῦν οἱ αἰῶνες, τὸν Ὁποῖον
ἀναζητεῖ πᾶσα ψυχὴ διὰ νὰ καταπαύσῃ ἀπὸ τῆς ἐναγωνίου ἀβεβαιότητος αὐτῆς.
Τιμῶντες πανηγυρικῶς καὶ ἐν ὕμνοις ἑορτίοις
καταγεραίροντες τὸν Ἅγιον Σπυρίδωνα, τὸν προβάλλομεν πάντοτε ὡς εὐήκοον πρέσβυν
πρὸς τὸν Πρόσωπον Αὐτό, τὸν Φιλάνθρωπον Θεόν, διὰ νὰ παραβλέπῃ τὰς ἁμαρτίας καὶ τὰ πλημμελήματα ἡμῶν
τὰ διὰ τὴν φυσικὴν ἀσθένειαν προκαλούμενα, εὐλογῇ πλουσιοδώρως τὴν καθ᾿ ἡμέραν
ζωὴν ἑνὸς ἑκάστου ἐξ ἡμῶν καὶ πάντων ὡς συνόλου. Προβάλλομεν τὸν Ἅγιον ὡς
πρέσβυν παρὰ Θεῷ διὰ νὰ ὁδηγῇ ὅλους μας ἐν ἁγιασμῷ διηνεκεῖ, ὥστε καὶ ἡμεῖς νὰ
χαίρωμεν ἀτελευτήτως τὴν χαρὰν τῶν καθορώντων τὴν δόξαν Αὐτοῦ τὴν ὑπέρλαμπρον, ἵνα
«γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν», ὡς κατακλείει τὸ σημερινὸν μήνυμά του ὁ Εὐαγγελιστὴς
Ἰωάννης. (ι΄ 16-17).
Ἱερώτατε ἀδελφὲ ἅγιε Κερκύρας κύριε Νεκτάριε,
Σήμερον ὁ ἑστιάτωρ ὁ πνευματικός, ὁ Ἅγιος Σπυρίδων,
μᾶς συνεκάλεσεν εἰς τὸν ἐν Κερκύρᾳ Ἱερὸν αὐτοῦ Ναὸν τοῦτον, τοῦ ὁποίου «ἡ
τράπεζα θεία, ἡδέα τὰ θαύματα, αἱ πράξεις ἀθάνατοι». Σεῖς ὁ πνευματικὸς πατὴρ
καὶ προστάτης τῆς ἱερᾶς ταύτης ὁλκάδος καὶ ποίμνης, ὁ γνωστὸς διὰ τὸ φρόνημα, τὴν
πίστιν, τὴν προσφοράν, τὴν λειτουργικὴν καὶ κοινωνικὴν μαρτυρίαν, κατέστητε ἤδη
γνωστὸς διὰ τὴν ἀγάπην καὶ τὴν προσοχήν σας πρὸς πάντας. Σᾶς συγχαίρομεν ἀδελφικῶς
καὶ ἐκφράζομεν πρὸς ὑμᾶς τὴν εὐαρέσκειαν καὶ τὸν ἔπαινον καὶ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας
τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κλῆμα τῆς ὁποίας μέχρι τὸ ἔτος 1866 ἀπετέλεσε καὶ ἡ Ἐπαρχία
σας, ὅπως καὶ ὁλόκληρος ἡ εὐλογημένη Ἑπτάνησος, ὅτε καὶ παρεχωρήθη τῇ Ἁγιωτάτῃ
Αὐτοκεφάλῳ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος διὰ νὰ συνεχίσῃ τὴν στρατείαν πρὸς τὴν
σωτηρίαν. Μαζὶ μὲ τὰ ἀδελφικά μας συγχαρητήρια, δεχθῆτε καὶ τὴν εὐχὴν νὰ
συνεχίσετε, Ἱερώτατε ἀδελφέ, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ὁδοῦ, μιμούμενος «τὸ πρᾷον, τὸ ἄκακον,
τὸ ἁπλοῦν, τὸ φιλάνθρωπον, τὸ περὶ πάντας σοφόν» καὶ νὰ λάμπετε εἰς τὸν λαόν
σας ὡς φῶς, ὡς οἱ προστάται σας Ἅγιοι Σπυρίδων Ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος, καὶ
Νεκτάριος ὁ Πενταπόλεως.
Πρὸς σᾶς δέ, ἀδελφοὶ Κερκυραῖοι, ποὺ θησαυρίζετε εἰς
τὸν Ναὸν αὐτὸν καὶ εἰς τὰς καρδίας καὶ εἰς τὰ σπίτια σας τὸν Ἅγιον Σπυρίδωνα, εὐχόμεθα
νὰ τὸν ἀπολαμβάνετε καθημερινῶς ὡς «θαυμάτων πηγήν, ὡς ρεῖθρον ἀγάπης μὴ
κενούμενον, ὡς ὄργανον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς ἐπουράνιον ἄνθρωπον, ὡς ἐπίγειον
ἄγγελον, ὡς φίλον γνήσιον τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς ἐργάτην τοῦ ἀμπελῶνός Του».
Ὁ Πατριάρχης σας καὶ σήμερον δέεται καὶ πάντοτε ἐκεῖ
εἰς τὴν ἀκρώρειαν τοῦ Φαναρίου θὰ δέεται: «Ἅγιε καὶ θαυματουργὲ Σπυρίδων, ὕψωσον
τὰς σεπτὰς χεῖράς σου, διὰ τῶν ὁποίων τοσαῦτα θαυμαστὰ καὶ ἐξαίσια εἰργάσθης ἐν
τῷ κόσμῳ τούτῳ ζῶν καὶ πολιτευόμενος καὶ ἔμπλησον τοὺς προσκυνοῦντας τὴν θαυματόρρυτον
καὶ τιμίαν σορόν σου διὰ τῶν καρπῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φυλάττων ἐνταῦθα τὴν
φιλοξενοῦσάν σε Νῆσον καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ κατοικοῦντας καὶ τῷ ἱερῷ σου Ναῷ προστρέχοντας
πιστούς, ἀπὸ παντὸς ψυχικοῦ καὶ σωματικοῦ κινδύνου, καταξιῶν ἐν τῷ μέλλοντι τοῦ
ποθητοῦ Παραδείσου, ἔνθα καὶ ἡ ἰδική σου θεόφλεκτος ψυχὴ εὐφραίνεται σὺν πᾶσι
τοῖς Ἁγίοις». Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου