ΑΝΕΣΤΗΣ
Ο ΑΝΕΣΤΙΟΣ
π. Δημητρίου Μπόκου
Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά, ο θόρυβος και τα
πολλά τρεχάματα αραίωσαν. Η βραδινή βάρδια πήρε τη θέση της απογευματινής, οι νοσηλεύτριες
είχαν κάνει κιόλας μια πρώτη ενημερωτική βόλτα στους θαλάμους. Η αδελφή Μερόπη
δεν πρόλαβε να γυρίσει στη βάση της, όταν ένας χαμηλός αναστεναγμός έφτασε από
την άκρη του διαδρόμου. Το βλέμμα της στράφηκε προς τα κει κι αμέσως θυμήθηκε
τον τελευταίο της άρρωστο, τον ξεχασμένο άγνωστο στο τέρμα του διαδρόμου. Ένα
πρόχειρο παραβάν, στημένο βιαστικά, έκρυβε το κρεβάτι που δεν μπόρεσε να χωρέσει
πουθενά σε κανένα θάλαμο.
Σκέφτηκε να αναβάλει την εκεί επίσκεψή της για αργότερα, μια και δεν είχε σύμμαχο τη διάθεσή της απόψε, μα την επόμενη στιγμή βρέθηκε να διασχίζει ξανά τον διάδρομο. Τράβηξε τη φτηνή κουρτίνα αθόρυβα. Ο Ανέστης, εμφανώς καταπονημένος, αδυνατισμένος, σαραντάρης περίπου, μισοάνοιξε τα μάτια του. Το ημίφως του διαδρόμου τόνιζε περισσότερο τη χλωμάδα στο πρόσωπό του. Το λευκό σεντόνι σκέπαζε το ξαπλωμένο κορμί, αφήνοντας έξω τα γυμνά λιπόσαρκα χέρια του. Κρεμασμένος από την ψηλή τροχήλατη βάση του ένας άδειος ορός είχε ξεχαστεί για ώρες στη φλέβα του. Το σκηνικό έδινε αμέσως εικόνα εγκατάλειψης και παραμέλησης.