ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ
Κυριακή του Θωμά, «Καινή Κυριακή», και ένα ακόμα
Αναστάσιμο Κοντάκιο Ρωμανού του Μελωδού, κορυφαίου Υμνογράφου του 6ου
αιώνα είναι αυτό που ακολουθεί μεταγλωττισμένο
σε ελεύθερο νεοελληνικό ρυθμικό λόγο.
Πρόκειται για ένα θαυμάσιο και εν
πολλοίς δραματικό διάλογο που διεξάγεται
στον κάτω κόσμο, ανάμεσα στον Αδάμ και τον Άδη. Με τον πρώτο να προσδοκά
το Χριστό που έρχεται, να κατατροπώνει με το Πάθος και την Ανάστασή του το
δεύτερο, και να λυτρώνει έτσι αυτόν και το γένος του απ’ τη φθορά και το
θάνατο, και το δεύτερο, να κομπάζει για την παντοδυναμία του, και την κυριαρχία
του, που δεν αφήνει απ’ έξω κανέναν,
ούτε κι αυτόν το Χριστό !
Στο Κοντάκιο ακολουθείται η κλασσική
γραμμή του Ρωμανού, ήτοι η ποιητική αναφορά στα ιστορικά γεγονότα και
δρώμενα-Πάθος, Ανάσταση Χριστού-και τον εντοπισμό, επισήμανση, ανάδειξη, και προβολή
της βασικής Αλήθειας-Πίστης, εδώ «Δια
της Αναστάσεως», που στο όνομα της Εκκλησίας, θέλει να εμφυσήσει στην ψυχή
των χριστιανών.
Πράγμα που ως ρίζα και θαλερός βλαστός,
στους επόμενους αιώνες θα αναπτυχθεί σε μεγάλο δέντρο και καρποφόρο
υμνογραφικής θεολογίας κυρίαρχης και διθυραμβικής ! Όπως. «Αναστάσεως ημέρα … Πάσχα Κυρίου Πάσχα», ήτοι πέρασμα ! Από πού και προς τα πού πέρασμα; «Εκ γαρ θανάτου προς ζωήν και εκ γης προς ουρανόν» ! Ποίου πέρασμα,
από ποιον, και πώς. «Ημάς διεβίβασεν,
Χριστός ο Θεός διά της Αναστάσεως» !
Με άλλα λόγια τα αναστάσιμα Κοντάκια
προϊδεάζουν, και προοιωνίζονται αυτό που οι διάδοχοι Κανόνες κάνουν μεγαλειώδη
ύμνο και ολοκληρωμένη θεολογική ποιητική σύνθεση. «Αναστάσεως ημέρα … εορτών Εορτή» ! Γιατί. «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της
αιωνίου απαρχήν». Πράγματα που επισφραγίζονται με το θαυμάσιο
χαιρετισμό, «Χριστός Ανέστη» - «Αληθώς ανέστη», χριστιανού προς χριστιανό.
Που όμως όταν το ανταλλάσσονται καλό είναι, να
ρίχνει καθείς μέσα του μια ματιά, να βλέπει, να εξετάζει, αν ή πόσο καλά πατάει
και κινείται στο καταληκτικό που
δείχνουν όλα αυτά. «Άλλης βιοτής της
αιωνίου απαρχή» !
Πάμε, λοιπόν, τώρα στην ελεύθερη νεοελληνική
μεταγλώττιση του Κοντακίου. Όσοι θέλουν μπορούν να το διαβάσουν και απ’ το
πρωτότυπο που ακολουθεί, σε εξελιγμένη «Ελληνιστική κοινή».
Α. Προοίμιο.
«Με
το Πάθος σου Σωτήρα μας
απ’
τα πάθη λυτρωθήκαμε»,
ο
Αδάμ σου έκραζε,
κι
ο Άδης άναυδος έμενε,
στο
άκουσμα και μόνο,
«δια της Αναστάσεως» !
Β.
Οίκοι.
1.
Όπως η κατάξερη γη δροσιά και βροχή
λαχταρά,
έτσι
ο Αδάμ φυλακισμένος στον Άδη πρόσμενε
Εσένα
το Σωτήρα του κόσμου, το χορηγό της ζωής,
Και
απευθυνόμενος στον Άδη έλεγε. «Γιατί τόσο υψηλοφρονείς;
Περίμενε,
μη βιάζεσαι, λίγο ακόμα περίμενε και θα δεις,
την
εξουσία σου να καταλύεται, και εμένα ν’
ανυψώνομαι !
Τώρα,
βέβαια, κι εμένα και το γένος μου δέσμιους κρατάς,
σε
λίγο όμως θα δεις να έχω από σένα λυτρωθεί !
Θα
έρθει για μένα ο Χριστός, και θα φρίξεις εσύ,
που
την τυραννία σου θα καταλύσει,
δια της Αναστάσεως» !
2.
«Δύναμη τέτοια, τόσο μεγάλη να έχει κανείς
και ποτέ
δεν
ευτύχησε ! Βασιλιάς όλων εγώ είμαι», στον Αδάμ ο Άδης
απάντησε.
«Ποιος είναι που θα έρθει, συνέχισε,
θα
με νικήσει, και ως βασιλιάς θα με διαδεχτεί;
Τον
Αβραάμ τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, τον Ιωσήφ,
και
όλους τους προφήτες εξουσιάζω, και πριν
απ’
όλους εσένα πρώτο και πρόγονό τους
φυλακισμένο
κρατώ ! Πώς, τόλμησες και είπες
ότι
θα έρθει αυτός που εμένα θα νικήσει, απορώ;
Άρα,
ανώτερος απ’ όλους θα είναι
για
να σε λυτρώσει ως είπες,
δια της Αναστάσεως;» !
- Ως άκουσε τον Άδη να εκστομίζει τέτοιους κομπασμού,
γυρίζει
ο Αδάμ ο πρωτόπλαστος απ’ όλους όλων τους θνητούς,
και
του λέει. «Δώσε προσοχή στα λόγια που θα σου πω,
και
μη μάταια καυχιέσαι. Εμένα που τώρα εξουσιάζεις,
δε
θα μπορείς να κρατήσεις πολύ. Απ’ τον Παράδεισο της τρυφής
εξαιτίας
της δικής σου δολιότητας απόβλητος κρίθηκα,
σε
σένα αποστάλθηκα, τώρα με κρατάς και είμαι εδώ,
και
δεσμοφύλακάς μου είσαι, αλλά να με απολέσεις
δε
δύνασαι ! Γιατί, έχω βασιλιά που την εξουσία σου
θα
καταλύσει ! Στρατιώτης Αυτού είμαι,
των
ανθρώπων υπερασπιστής είναι,
και
θα δεις, σε λίγο στα ύψη θα με ανεβάσει,
διά της Αναστάσεως» !
- «Να σκίσει το χειρόγραφο του χρέους σου κανένα που
να
άρχει δεν έχεις. Κι αυτόν που καλείς
υπερασπιστή,
και
τούτου εγώ είμαι βασιλιάς !Και είναι να παραλάβω
κι
αυτόν, όπως όλους τους ανθρώπους, ανώτερος
από μένα
κανείς
ποτέ και πουθενά δεν βρέθηκε να είναι ! Μην τρέφεις
φρούδες
ελπίδες, μην πλανιέσαι, μην κοπιάζεις
άδικα Αδάμ !
Εγώ
σε κρατώ κάτω απ’ τον τύμβο, εγώ είμαι όλου
του
γένους σου ο κυρίαρχος ! Κι αυτόν που νομίζεις εσύ
ότι
το έχεις υπερασπιστή σου, τώρα θα τον
δεις
και
να σταυρώνεται, και από μένα να έχει καταποθεί !
Πώς
τώρα που κυρίαρχος του γένους σου έχω προσταχθεί,
να
είμαι, και είμαι, τόλμησες είπες εσύ,
ότι
θα έρθει και θα σε λυτρώσει από μένα,
διά
της Αναστάσεως»;
- «Άκουσε, λοιπόν, και πληγές να υποστεί για μένα,
δε
θα το αρνηθεί ! Ως Δεύτερος Αδάμ Σωτήρας
για
μένα θα γίνει ! Αυτός στη θέση μου
την
τιμωρία μου θα υπομείνει, ως άνθρωπος απλός
όπως
εγώ, που δέχτηκε να γίνει, Αυτός που τα
Χερουβίμ
δεν
μπορούν κατά πρόσωπο να τον δουν. στην πλευρά
θα
τρυπηθεί, νερό θα αναβλύσει, το κάμα θα μου σβήσει !
Αυτόν
που άνθρωπο εσύ νομίζεις, και τάχα κυριεύεις,
Αυτόν
ως άνθρωπο βέβαια θα καταπιείς,
όμως σε τρεις μέρες ως Θεό θα εξεμέσεις,
δε
θ’ αντέξεις τις τιμωρίες που θα σου επιφέρει,
δια της Αναστάσεως» !
- Ώρα, λοιπόν, αδελφοί, να δούμε, να μάθουμε,
τι
κάνει ο Κύριος για μας όταν το ξύδι και τη χολή
πάνω
στο Σταυρό γεύτηκε, και είπε. «Ολοκληρώθηκε
το
έργο που είχα να κάνω με τα Παθήματα μου»,
κι
έγειρε τον αυχένα του, και παρέδωσε στον Πατέρα
την
ψυχή του ! Και παρευθύς ο Ήλιος, και η σελήνη,
κι
όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού, μην αντέχοντας την ύβρη,
το
φέγγος τους κατακάλυπταν ! Τα βουνά και τα όρη
να
σηκωθούν να φύγουν μελέτησαν, το τέμπλο
του
Ναού στα Ιεροσόλυμα καταμεσής ράγισε,
κι
ο πρωτόπλαστος Αδάμ με όλη τη δύναμη έκραζε.
«Κύριε
και Θεέ μου απ’ τα δεσμά του Άδη σώσε με,,
διά της Αναστάσεως» !
- Άρα, ο Χριστός, η όντως ζωή, ήρθε να υποτάξει
το
θάνατο. Ο Άδης υποδέχεται το
Χριστό, όπως
καθέναν
από τους γηγενείς. Και καταπίνει τον ουράνιο
και
θείο Άρτο ωσάν ένα κοινό δόλωμα,
απ’
της Θεότητας το αγκίστρι πιάνεται, πληγώνεται,
αρχίζει
να στενάζει οδυνηρά, να κραυγάζει. «Κεντιέμαι
μέσα
βαθιά στην κοιλιά. Αυτόν που κατάπια να
χωνέψω
δεν
μπορώ ! Παράξενη τροφή όπως φαίνεται έφαγα,
τελείως
άλλη, άλλη , εντελώς ! Όσους παλιά κι ως τώρα
έτρωγα,
ούτε ένας δε μ’ είχε ενοχλήσει ποσώς!
Λες
να ήταν Αυτός που μου προείπε ο Αδάμ,
Και
επέμεινε, «όταν έρθει θα σε μαστιγώσει,
διά της Αναστάσεως;»
- «Να, λοιπόν, που ήρθες τώρα στα λόγια που σου έλεγα παλιά,
ότι
ο δικός μου βασιλιάς είναι πολύ πιο ισχυρός από σένα,
κι
εσύ θεώρησες και είπες εκείνα τα λόγια όνειρο απατηλό.
Η
πείρα τώρα θα σε διδάξει για τη δύναμη που Αυτός κατέχει,
καθώς
όχι μόνο εμένα και τους μετά από μένα είναι να χάσεις,
μα
και απ’ όλους να ερημωθείς, έρημος και
μόνος να μείνεις.
Καθώς,
ο Χριστός που πάνω στο ξύλο είδες σταυρωμένο ,
Αυτός
τώρα εσένα θα δεσμεύσει, και ολόχαρος να σου απαντήσω εγώ..
«Που
είναι Άδη η νίκη σου; Άδη, που είναι η δύναμή σου;
Χριστός
ο Κύριος και Θεός την εξουσία σου κατέλυσε,
διά της Αναστάσεως» !
- «Τόσο απλά, τόσο φυσικά, όπως εξέμεσε
το κήτος τον Ιωνά σε τρεις μέρες,
έτσι
είναι να εξεμέσω κι εγώ το Χριστό και
όλους που είναι του Χριστού,
που
ως της γενιάς Αδάμ, απ’ το λάθος του αυτοί, μαζί κι εγώ τιμωρούμαι».
Αυτά
έλεγε ο Άδης και στέναζε, και οδυρόταν
με δάκρυ πικρό και έκραζε .
«Δεν
πίστευα βλέπεις αυτά που μου έλεγε πριν ο Αδάμ ! Και όχι μόνο !
Αλλά
και τον αυχένα μου ύψωνα, και έκραζα και διαλαλούσα !
Κανείς
να με υποτάξει δεν μπορεί, καθώς είμαι όλων ο βασιλιάς.
Να
όμως που τώρα έχασα, όλους που ως τώρα κυρίαρχα κρατούσα.
Και
κατάντησα όλοι να με περιγελούν, να μην παύουν να κράζουν.
«Που
είναι Άδη η νίκη σου; Άδη, που είναι η δύναμή σου ;
Χριστός
ο Κύριος και Θεός την εξουσία σου κατέλυσε,
διά της Αναστάσεως» !
- « Ήρθε ο Χριστός και ταπείνωσε την περηφάνια
και
τη δύναμή σου. Έχοντας λάβει ως τη δική μου
ανθρώπινη
υπόσταση σε κατατρόπωσε !
Με
το Τίμιο αίμα του πάνω στο Σταυρό,
εξαγοράστηκα,
λυτρώθηκα τώρα !
Απ’ τη φθορά απαλλάχτηκα, φθορά θανάτου
δε
μ’ αγγίζει ! Όπου γυρίσεις, όπου στραφείς,
κενούς
τάφους παντού θα δεις ! Και τον εαυτό σου
γυμνό,
άσκημο, άθλιο, και ωρίς τα κλειδιά σου !
Ο
Ιησούς μου βλέπεις κατέβηκε και τα πάντα σου σύντριψε !
«Που
είναι Άδη η νίκη σου; Άδη, που είναι η δύναμή σου ;
Χριστός
ο Κύριος και Θεός την εξουσία σου κατέλυσε,
διά της Αναστάσεως» !
11. Στους
ουρανούς με ανύψωσε Αυτός που σε κατατρόπωσε.
Σύνθρονός
του λοιπόν είμαι, όχι πια υποταχτικός σου !
Καθώς
το δικό μου σώμα έλαβε και το ανακαίνισε !
Αθάνατο
με εποίησε, μαζί του να συμβασιλεύω !
Κατάλαβε
καλά, μαζί του και απ’ Αυτόν αναστήθηκα,
Πότε
πια δε μ’ εξουσιάζεις, εγώ τώρα με τη Χάρη του
Είμαι
κυρίαρχος σου ! Άνω, στους ουρανούς τώρα,
Αυτός
είναι το ενέχυρο της ελευθερίας μου,
Κι
εσύ κάτω στη γη πεσμένος καταπατιέσαι
από
όλους όσους αναβοούν και σου κράζουν.
«Που είναι Άδη η νίκη σου; Άδη, που είναι
η δύναμή σου;
Χριστός ο Κύριος και Θεός την εξουσία σου
κατέλυσε,
διά της Αναστάσεως» !
Το
Πρωτότυπο κείμενο.
῞Ετερον κοντάκιον ἀναστάσιμον, φέρον ἀκροστιχίδα
τήνδε: «ᾠδὴ ῾Ρωμανοῦ»
Προοίμιον
«Τῷ πάθει σου, σωτὴρ ἡμῶν,
παθῶν ἠλευθερώθημεν»,
᾿Αδὰμ ἀνεβόα σοι·
καὶ ῞Αιδης ἐξεπλήττετο
διὰ τῆς ἀναστάσεως.
Οίκοι
- ῞Ωσπερ οὐρανοῦ ὑετὸν ἡ γῆ ἀπεκδέχεται,
οὕτως ἐν τῷ ῞Αιδῃ ᾿Αδὰμ κρατούμενος ἔμενέν σε
τὸν τοῦ κόσμου σωτῆρα καὶ ζωῆς τὸν δοτῆρα
καὶ ἔλεγε τῷ ῞Αιδῃ· «Τί μέγα φρονεῖς;
Μεῖνόν με, μεῖνον μικρόν, ἵν' ὄψει μετὰ μικρὸν
τὸ κράτος σου λυθέντα καὶ ἐμὲ ἀνυψωθέντα.
Νῦν με κατέχεις
καὶ γένος μου δέσμιον,
μετ' ὀλίγον δὲ ὄψει ἀπὸ σοῦ ἐκλυτρωθέντα·
δι' ἐμὲ γὰρ ἥξει
ὁ Χριστός, καὶ σὺ φρίξεις
καὶ τὴν τυραννίδα σου καταλύσει
διὰ τῆς ἀναστάσεως.
2—Δύναμιν τοιαύτην οὐδεὶς οὐδέπω ηὐπόρησε·
πάντων γὰρ εἰμὶ βασιλεύς», ὁ ῞Αιδης εἶπε τῷ ᾿Αδάμ.
«Τίς οὖν ἕτερος ἥξει καὶ ἐμὲ ὑπερέξει
καὶ διαδέξηταί μου βασίλειον;
᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ καὶ ᾿Ιωσὴφ
καὶ πάντας τοὺς προφήτας ἐν τῷ κράτει μου κατέχω·
σοῦ δὲ κατάρχω
ὡς πάντων πρωτεύοντος·
πῶς οὖν ἔρχεσθαι ἔφης τὸν ἐμὲ καταπατοῦντα;
῏Αρα τούτων πάντων ἀνώτερός ἐστιν
ἵνα ἐκλυτρώσῃ σε, ὥσπερ ἔφης,
διὰ τῆς ἀναστάσεως;»
- ῎Ηκουσε τοῦ ῞Αιδου ᾿Αδὰμ τοιαῦτα κομπάζοντος
καὶ
εὐθύς φησι πρὸς αὐτὸν ὁ πρωτοπλάστης τῶν
βροτῶν·
«῎Ακουσόν
μου ῥημάτων καὶ μὴ μάτην ἐπαίρου·
ἐμὲ
γὰρ ὃν κατέχεις οὐ δύνῃ κρατεῖν·
παραδείσου
τῆς τρυφῆς διὰ σὲ τὸν δολερὸν
ἀπόβλητος
ἐδείχθην <καὶ> πρὸς σὲ νῦν κατεπέμφθην·
φύλαξ
μου πέλεις, οὐ δύνῃ ὀλέσαι με·
βασιλέα
γὰρ ἔχω ὃς ἐκλύσει σου τὸ κράτος·
<βοηθῷ
ἀνθρώπων> αὐτῷ ἐστρατεύθην
ἵνα
ἀναγάγῃ με ἐν ὑψίστοις διὰ τῆς ἀναστάσεως.
4—[῾Ρῆξ]αι τὸ χειρόγραφόν
σου, οὐδείς σου προΐσταται·
ὃν γὰρ σὺ καλεῖς βοηθόν, καὶ τούτου ἐγὼ βασιλεύς·
λήψομαι γὰρ καὶ τοῦτον ὡς καὶ πάντας ἀνθρώπους·
οὐκ ἔστι γάρ μου μείζων οὐδεὶς οὐδαμοῦ.
Μὴ πλανῶ λοιπόν, ᾿Αδάμ· τί εἰς μάτην κοπιᾷς;
᾿Εγώ σε ἐντυμβεύω καὶ τοῦ γένους σου κατάρχω·
ὃν σὺ νομίζεις
ἔχειν ἀντιλήπτορα
νῦν σταυρούμενον ὄψει καὶ ὑπ' ἐμοῦ καταποθέντα.
Πῶς οὖν ἔφης ὅτι
ἀπ' ἐμοῦ σε λυτροῦται;
Νῦν κρατεῖν τὸ γένος σου προσετάχθην
διὰ τῆς ἀναστάσεως.
5—῞Ωστε καὶ πληγὰς
δι' ἐμὲ οὐκ ἂν παραιτήσηται,
δεύτερος ᾿Αδὰμ δι' ἐμὲ γενήσεταί μου ὁ Σωτήρ·
τὴν ἐμὴν τιμωρίαν δι' ἐμὲ ὑπενέγκῃ
τὴν σάρκα μου φορέσας, καθάπερ κἀγώ·
ὃν Χερουβὶμ οὐχ ὁρᾷ, τούτου νύξουσι πλευρὰν
καὶ ὕδωρ ἀναβλύσει καὶ τὸν καύσωνά μου σβέσει·
ὃν σὺ νομίζεις
κατέχειν ὡς ἄνθρωπον,
ὡς βροτὸν καταπίῃς, ὡς Θεὸν δὲ ἐξεμέσεις
μετὰ τρεῖς ἡμέρας· οὐ γὰρ δύνῃ φέρειν
ἅσπερ εἰσαγάγῃ σοι τιμωρίας
διὰ τῆς ἀναστάσεως»
6. Μάθωμεν λοιπόν, ἀδελφοί, τί πράττει ὁ Κύριος·
ὄξος γὰρ αὐτὸς καὶ χολὴν γευσάμενος ἐν τῷ σταυρῷ
ἔφη· «Τέλος ὑπάρχει τῶν ἐμῶν παθημάτων»,
καὶ κλίνας τὸν αὐχένα ἔδωκε ψυχήν.
῞Ηλιος καὶ σελήνη καὶ ἀστέρες οὐρανοῦ,
μὴ φέροντες τὴν ὕβριν, κατεκάλυπτον τὸ φέγγος·
βουνοὶ καὶ ὄρη
φυγὴν ἐμελέτησαν·
τοῦ ναοῦ δὲ τὸ τέμβλον καὶ αὐτὸ ἐρράγη μέσον·
ὁ πρωτόπλαστος δὲ ἐκ βάθους ἐβόα·
«῾Ο Θεός μου, ῥῦσαί με ἐκ τοῦ ῞Αιδου
διὰ τῆς ἀναστάσεως.»
7.᾿Αλλ' ἦλθε Χριστὸς ἡ ζωὴ ὑπᾶξαι τὸν θάνατον·
δέχεται ὁ ῞Α[ιδης] Χριστὸν ὡς ἕκαστον τῶν γηγενῶν·
καταπίνει ὡς δέλος τὸν οὐράνιον ἄρτον,
τιτρώσκεται ἀγκίστρῳ θεότητος.
῾Ο ῞Αιδης δὲ ὀδυνηρὰς ἀνεβόησε φωνάς·
«Κεντῶμαι τὴν κοιλίαν, ὃν κατέπιον οὐ πέπτω·
ξένην μοι βρῶσιν
παρέσχεν ὃ ἔφαγον·
ὅσους ἤσθιον πάλαι οὐδὲ εἷς ἐνώχλησέ μοι·
τάχα οὗτος [ἔστιν] ὃν ᾿Αδάμ μοι προεῖπεν,
ὅτι ‘Μαστιγώσει σε, ὅταν ἔλθῃ
διὰ τῆς ἀναστάσεως’;
8.—Νῦν μέμνησαι ῥημάτων ἐμῶν ὧν πάλαι σοι ἔλεγον,
ὅτι ὁ ἐμὸς βασιλεὺς ἰσχύει μᾶλλον ὑπὲρ σέ·
σὺ δὲ ἔδοξας εἶναι ὄναρ τούτους τοὺς λόγους·
ἡ πεῖρά σε διδάξει αὐτοῦ τὴν ἰσχύν·
οὔτε γὰρ μόνον ἐμέ, ἀλλὰ καὶ τοὺς μετ' ἐμὲ
καὶ πάντας ἀπολέσας, ἐκ πάντων ἐρημωθήσει.
Χριστὸς ὃν εἶδες
ἐν ξύλῳ κρεμάμενον
αὐτὸς νῦν σε δεσμ[ή]σει, καὶ χαρεὶς ἀποκριθῶ σοι·
‘Ποῦ σου, ῞Αιδη, τὸ νῖκος ἢ ποῦ σου τὸ κράτος;
῾Ο Θεὸς κατέλυσε
τὴν ἰσχύν σου
διὰ <τῆς ἀναστάσεως.>’
9—Οὕτως ᾿Ιωνᾶν τριταῖον τὸ κῆτος ἐξέμεσε·
νῦν κἀγὼ ἐμέσω Χριστὸν καὶ πάντας τοὺς ὄντας Χριστοῦ·
ἕνεκεν γὰρ τοῦ γένους τοῦ ᾿Αδὰμ τιμωροῦμαι.»
῾Ο ῞Αιδης ταῦτα στένων ἐβόα θρηνῶν·
«Μὴ πιστεύσας τῷ ᾿Αδὰμ ταῦτα λέγοντί μοι πρὶν
ὑψαύχουν καὶ ἐβόων λέγων· ‘Οὐδείς μου κατάρχει.’
Πάντων γὰρ ἄναξ
ὑπάρχων τὸ πρότερον
νῦν ἀπώλεσα πάντας, καὶ γελῶντές με βοῶσι·
‘Ποῦ σου, ῞Αιδη, τὸ νῖκος ἢ ποῦ σου τὸ κράτος;
῾Ο Θεὸς κατέλυσε
τὴν ἰσχύν σου
<διὰ τῆς ἀναστάσεως.>’
10—῾Υψηλὴν ἰσχύν σου
Χριστὸς ἐλθὼν ἐταπείνωσεν·
ὅλην γὰρ ἐμοῦ τὴν μορφὴν λαβὼν ἐτροπώσατό σε·
αἵματι γὰρ τιμίῳ
νῦν ἐγὼ ἠγοράσθην,
φθορᾶς ἀπήλλαξέ με ὁ ἄνευ φθορᾶς.
῞Οπου δ' ἂν περιστραφῇς, πανταχόθεν θεωρεῖς
τοὺς τάφους κενωθέντας † καὶ γυμνόν, ἄσχημον ὄντα. †
Ποῦ σου τὰ κλεῖθρα ὑπάρχει, ὦ ἄθλιε;
᾿Ιησοῦς μου κατῆλθε καὶ συνέτριψέ σου πάντα·
ποῦ σου, ῞Αιδη, τὸ νῖκος ἢ ποῦ σου τὸ κράτος;
῾Ο Θεὸς κατέλυσε
τὴν ἰσχύν σου
διὰ τῆς ἀναστάσεως.
- ῞Υψωσέ με ἐν οὐρανοῖς ὁ σὲ τροπωσάμενος·
σύνθρονός εἰμι τὸ λοιπόν, οὐκέτι ὑπόκειμαί σοι·
ἐμὸν ἔλαβε σῶμα
ἵνα ἀνακαινίσας
ἀθάνατον ποιήσῃ
καὶ σύνθρονον·
βασιλεύσω σὺν αὐτῷ, συνηγέρθην γὰρ αὐτῷ·
οὐκέτι μου κατάρχεις, ἀλλ' ἐγώ σου κυριεύω.
῎Ανω ὑπάρχει
τὸ ἐμὸν νῦν ἐνέχυρον,
σὺ δὲ κάτω πατεῖσαι ὑπὸ πάντων τῶν βοώντων·
‘Ποῦ σου, ῞Αιδη, τὸ νῖκος ἢ ποῦ σου τὸ κράτος;
῾Ο Θεὸς κατέλυσε
τὴν ἰσχύν σου διὰ τῆς ἀναστάσεως.’»
Χριστός Ανέστη
Αθανάσιος Κοτταδάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου