Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ - π. Γρηγόριος Μουσουρούλης


Κυριακή Πρό τῆς Ὑψώσεως
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
«Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν...» (Ἰωάν. γ´16)
˜˜˜˜˜˜˜˜
« Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾽ἔχῃ ζωήν αἰώνιον...»
        Πόσο μ᾽ ἀγαπᾶς; ρωτάει ἡ μητέρα τό μικρό παιδάκι της. Κι ἐκεῖνο αὐθόρμητα καί χαριτωμένα ἀνοίγει τήν ἀγκαλιά του, ἁπλώνει τά χεράκια του κι ἀπαντᾶ: Τόόόσο πολύ.
        Κι ἕνα παιδί τῆς γῆς ρωτάει τόν Πατέρα τοῦ οὐρανοῦ: Πόσο μ᾽ ἀγαπᾶς; Κι Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ μέ μιά δισύλλαβη λέξη. Τή λέξη «Οὕτως». Τόσο πολύ. Καί ποιό εἶναι τό «τόσο πολύ» τοῦ Θεοῦ; Τί ἄλλο ἀπό τήν ἀνοιχτή ἀγκαλιά, μέ τά ἁπλω­μένα σέ προέκταση πρός τό ἄπειρο, χέρια τοῦ Ἐσταυρωμένου Υἱοῦ Του! Σ᾽ αὐτή τήν ἀγάπη λοιπόν, ἄς ἑστιάσουμε σήμερα τήν προσοχή μας, γιά νά διδαχθοῦμε ἀφ᾽ ἑνός μέν ἀπό τόν μοναδικό καί ἐξαίρετο τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐκδηλώθηκε αὐτή ἡ ἀγάπη, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ νά γνωρίσουμε τά ἀνεκτί­μητης ἀξίας ἀγαθά τά ὁποῖα μᾶς προσπορίζει.

****
« Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον»
        Γνώρισμα τῆς ἀληθινῆς, τῆς ἀνυστερό­βουλης ἀγάπης  εἶναι τό νά δίνει καί νά προσ­φέρει αὐτός πού τήν διαθέτει ὅ,τι προσφιλές καί πολύτιμο κατέχει καί διαθέτει στόν ἄνθρωπο πού ἀγαπᾶ. Αὐτό κάμνει ἡ μητέρα ἡ ὁποία μέ πηγαία, μέ ὁλόθερμη ἀγάπη ἀγαπᾶ τά παιδιά της. Ὁ Κύριος μᾶς εἶπεν ὅτι   μέγιστο δεῖγμα καί ἀδια­φι­λονείκητη ἀπόδειξη  εἰλικρινοῦς ἀγάπης πρός τούς φίλους εἶναι τό νά θυσιαστεῖ κανείς γιά χάρη τους (Ἰω. ιε´13). Ὅμως ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους ἀποδεικνύεται ἀσυγκρίτως ἀνώτερη.  Καί τοῦτο διότι δέν ἐκδηλώθηκε πρός φίλους, ἀλλά πρός ἐχθρούς. «Ἐχθροί ὄντες, μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ» (Ρωμ. ε´10). Σέ ἐποχή δηλαδή κατά τήν ὁποία τό ἀνθρώπινο γένος ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας βρι­σκόταν ἀπομακρυσμένο ἀπό τό Θεό, ἔνοχο ἐνώ­πιον τῆς θείας μεγαλωσύνης, τότε ὁ Θεός  ἔδειξε τό μέγεθος τῆς ἀγάπης του σ᾽ ἐμᾶς. Αὐτή τή σημασία ἔχουν τά λόγια τοῦ Κυρίου «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον».
Μέ τή λέξη κόσμος δέν ἐννοεῖ βέβαια τά ὑλικά, τά ἄψυχα δημιουργήματα. Ἐννοεῖ τό σύν­ολο τῆς ἀνθρωπότητας, τό ὁποῖο ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους τῶν παραπτωμάτων ἦταν ὑπόδουλο στήν ἁμαρ­τία, ἦταν αἰχμάλωτο τοῦ ἅδη καί τοῦ θανάτου. Αὐτό τόν κόσμο ἀγάπησεν ὁ Θεός. Τόν κόσμο τόν ἁμαρτωλό, τόν ἔνοχο, πού δέν ἦταν ἄξιος ἐλέους καί συμπαθείας. Μᾶς τό ἐβαίωσε μά­λιστα μέ τούς λόγους «οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαί­ους ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν»  (Ματθ.­θ´13). Εἶχαν βέβαια ἰδιαίτερη θέση στήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου οἱ ἐκλεκτές προσωπικότητες, οἱ πιστές καί ἀφοσι­ωμένες σ᾽Αὐτόν. Δέν ἦταν ὅμως ἀποξενωμένοι ἀπ᾽αὐτή τήν ἀγάπη οὔτε ὁ τελώ­νης, οὔτε ὁ ἄσωτος, οὔτε ὁ ληστής, οὔτε ἡ πασί­γνωστη ἁμαρτωλή γυναίκα (Λουκ. ζ´37).
        «Τόν κόσμον».  Ὄχι ἕνα ἤ δυό ἤ πε­ρισσότερους ἀνθρώπους ἐκλεκτικά, ἀλλά «τόν κόσμον», δηλαδή τό σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας. Ὄχι μό­νο τούς Ἰουδαίους, ἀλλά καί τούς Ἕλληνες καί τούς Βαρβάρους, διότι σύμφωνα μέ τόν Πρω­το­κορυφαῖο Ἀπόστολο «δέχεται εὐπρόσδε­κτα κά­θε ἄνθρωπο, σ᾽ ὅποιο ἔθνος κι ἄν ἀνήκει, ἐφό­σον βέβαια αὐτός ἔχει φόβο Θεοῦ καί συμπερι­φέρεται μέ δικαιοσύνη»  (Πραξ. ι´35). Σπλαγχνιζόταν τά πλήθη τῶν ὁμοεθνῶν του, καί τούς πρόσ­φερε ἄ­φθονες τίς ὑπηρεσίες του. Ἐλέησε ὅμως καί τή Χαναναία γυναίκα καί δέν στέρησε τή θεραπεία ἀπό τό δοῦλο τοῦ ρωμαίου ἑκατον­τάρχου.
        Καί τόν κόσμο αὐτό τόν ἀγάπησε μέ ἀγάπη πού ξεπερνᾶ κάθε ὅριο καί κάθε προσδοκία. Πρό­λαβεν ὁ εὐαγγελιστής Προφήτης ὀκτακόσια χρό­νια πρίν τήν Θεία Ἐναθρώπιση νά διακηρύξει τό μέγεθος τῆς θείας ἀγάπης πρός τήν ἁμαρτωλή ἀνθρωπότητα λέγοντας ὅτι «ὄχι κάποιος ἀπε­σταλμένος, ὄχι ἄγγελος, ἀλλ᾽ὁ Υἱός τῆς ἀγάπης καί τῆς εὐδοκίας τοῦ οὐράνιου Πατέρα ἔσωσε τούς ἀνθρώπους». (Ἡσ. ξγ´9). Ἐπειδή ἄλλο μέσο σωτηρίας δέν ὑπῆρχε, ὁ Πανάγαθος Οὐράνιος Πατέρας «ἔτι ἕνα υἱόν ἔχων ἀγαπητόν» (Μάρκ. ιβ´16) «οὐκ ἐφείσατο» δέν τόν λυπήθηκε, ἀλλά τόν παρέδωκε σέ θάνατο γιά χάρη μας (Ρωμ. η´32). Τό  ἔχουμε σκεφθεῖ αὐτό ὅσο πρέπει; Ἔ­χουμε ἐμβαθύνει σ᾽ αὐτή τήν ὑπέρτατη ἐκδή­λω­ση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἤ μεριμνοῦμε γιά πρά­γματα εὐτελῆ καί γήϊνα; Ἀπασχολεῖ τό λογι­σμό καί τήν καρδιά μας ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἤ ἡ ἀγάπη τῶν ψιμμυθίων τοῦ κόσμου; Μή βλέπετε σήμερα πού τόν τίμιο Σταυρό τόν ἔχουμε χαρά καί καύ­χημά μας, στολίδι τῶν ναῶν καί τῶν σωμάτων καί τῶν καρδιῶν μας. Μεταφερθεῖτε στήν ἐποχή ἐκείνη κατά τήν ὁποία ἴσχυε τό «ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπί ξύλου» (Γαλ. γ´13). Καί ὅμως ὁ Θεός Πατέρας ἀνέχθηκε νά δεῖ τόν Υἱόν του νά ὀδυνᾶται πάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ὅταν Ἐκεῖνος πρόσφερε τήν ὑπέρ ἡμῶν θυσία Του. Τόσο πολύ ἀγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμο καί τέτοια, ἀνεκτίμητης ἀξίας Θυσία προσφέρθηκε γιά ἕνα κόσμο ἀποστάτη καί ἁμαρτωλό.
        Ποιά εἶναι ὅμως τά ὕψιστα ὀφέλη πού ἀπο­κομίζει ὁ ἄνθρωπος ἀπό αὐτή τήν ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ; Μᾶς τό ὑπέδειξεν ὁ Κύριος.
****
«ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον»
        Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ φιλάνθρωπη πρόθεση τοῦ Θεοῦ, ὅταν δημιούργησε τόν ἄνθρωπο καί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τόν ὅρι­σεν ὁ Πανάγαθος Δημιουργός, εἶναι νά μοιάσει στό Θεό κατά τήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα, καί νά γίνει «θείας κοινωνός φύ­σε­ως». Νά γίνει μέτοχος τῆς μακαρίας ζωῆς κοντά στό Θεό. Νά θεωθεῖ. Εἶναι ἐπίσης γνωστό ὅτι σ᾽ αὐτό τό σκοπό τόν τόσο ὑψηλό καί τιμητικό, ὁ ἄνθρωπος δέν ἀντα­ποκρίθηκε. Καί ὅμως ὁ γεμᾶ­τος σπλάγχνα οἰκτι­ρμῶν Δημιουργός δέν μᾶς ἀποστράφηκε. Δέν μᾶς παρέβλεψε. Δέν μᾶς ἐγ­κατέλειψε στή θλιβερή πτώση μας. Ὁ Θεός πού εἶναι ἀγάπη δέν ἦταν δυνατό νά μή φωτίσει τό σκοτάδι μας. Νά μή γλυκάνει τούς πόνους μας, νά μήν ἀναπτε­ρώσει τίς ἐλπίδες μας. Ἦρθε στόν κόσμο γιά νά μή χαθεῖ καμμιά ἀνθρώπινη ψυχή πού θά πιστέψει σ᾽Αὐτόν.
        «Ἵνα μή ἀπόληται». Δέν μᾶς ἐδημι­ούργησεν ἡ πατρική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιά νά μᾶς βλέπει δέσμιους κάτω ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ φθονεροῦ καί ἀνθρωποκτόνου διαβόλου. Νά μᾶς βλέπει νά κυλιόμαστε στό βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας, νά βάφουμε τά χέρια μέ αἷμα ἀδελφικό, νά ἐξον­τώνουμε μέ μίσος θανάσιμο ὁ ἕνας τόν ἄλλο χρησιμοποιώντας τρόπους καί μέσα πού μόνο ὁ σατανᾶς ἐμπνέει. Δέν θέλει ὁ Θεός νά μᾶς βλέπει διαιρεμένους, κομματιασμένους, μέ ἔχθρες καί ἀντιπάθειες στήν καρδιά. Οὔτε λοιπόν ἡ κακία καί ἡ μοχθηρία τοῦ ἑωσφόρου, οὔτε ἡ εὐπιστία καί ἀπροσεξία τοῦ ἀνθρώπου εἶχαν τή δύναμη νά μα­ταιώσουν τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ καί νά παρεμπο­δίσουν τήν πραγματοποίηση τῆς φιλάνθρωπης βουλῆς του. Ὁ ἄνθρωπος θά γινόταν κληρονόμος «ζωῆς αἰωνίου». Γι᾽ αὐτό ἦρθε στόν κό­σμο. Γιά νά ζωο­ποιήσει τούς νεκρωμένους ἀπό τήν ἁμαρ­τία, νά ἀναστήσει τούς πεσμένους, νά ἀνασύρει ἀπό τήν αἰώνια ἀπώλεια ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἦταν προορι­σμένοι γιά τήν αἰώνια ζωή. Ἦλθε ὁ Χρι­στός γιά νά χαρίσει στόν ἄνθρωπο ζωή αἰώνια. Νά τοῦ χαρίσει τή δυνατότητα ὄχι νά ζεῖ ἀπλῶς πάνω στή γῆ τήν κοινή καί φυσική ζωή, ἀλλά τή ζωή τῆς πίστεως, τῆς ἀρετῆς, τῆς ἁγιότητας. Τή ζωή τήν πνευματική, ἡ ὁποία ἀρχίζει μέν ἀπό τή γῆ, μέ τήν ἕνωση μέ τόν Ἀρχηγό τῆς ζωῆς τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί ἐκτείνεται στήν ἀτέρ­μονη αἰωνιότητα.
        ******
« Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον»

        Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί! Ἐάν ὁ Πιλάτος πάνω ἀπό τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ τοποθέτησε τήν ἐπιγραφή «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων» (Ἰω. ιθ´19), τά πλήθη τῶν πιστῶν, ἄν ἦταν δυνατό νά βάλουν δική τους ἐπιγραφή, αὐτά τά λόγια θά χρησιμοποιοῦσαν: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον». Διότι πράγματι ἡ σταυρική θυσία τοῦ Ἐνανθρωπή­σαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ὕψιστη ἐκδήλωση τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τό πλάσμα του τόν ἄνθρωπο. Λοιπόν ὄχι ἀπογοήτευση καί ἀπελπισία. Σ᾽ὁποιαδήποτε κατάσταση κι ἄν βρι­σκόμαστε, ὅσο χαμηλά ἴσως κι ἄν πέσαμε, μή ἀποθαρρυνόμαστε. Ἔχουμε Πατέρα φιλόστοργο καί φιλόψυχο Πλάστη πού ἔχει ἕτοιμα τά φάρμακα τῆς ἀναζωογόνησης καί ἀνασυγκρό­τησής μας, τά ἁγιαστικά Μυστήρια τῆς Ὀρθόδο­ξης Ἐκκλησίας μας. Θάρρος λοιπόν, ἐλπίδα, πίστη καί τέλεια ἀφοσίωση στόν Κύριο καί Θεό μας, τό Θεό τῆς ἀγάπης, γιά νά μπορέσουμε νά ὑπερ­βοῦμε τόν ἑαυτό μας, νά νεκρώσουμε τόν παλαιό ἄνθρωπο, νά νικήσουμε τόν διάβολο καί τόν κό­σμο, νά σταθοῦμε πάνω ἀπό τίς περιστάσεις καί νά χαροῦμε τήν ἀτέρμονη χαρά τῆς οὐράνιας βασιλείας.
Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Μουσουρούλης

Δεν υπάρχουν σχόλια: