Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017

ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗ ΑΡΧΙΕΡΩΣΥΝΗ - Γερόντισσα Θεολογία


ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗ ΑΡΧΙΕΡΩΣΥΝΗ

Γερόντισσα Θεολογία
Ι.Μ. Μικροκάστρου ,Κοιμήσεως της Θεοτόκου

Ἡ ἔμπνευση ὀργάνωσης τῆς ἡμερίδος πρός τιμή καί μνήμη τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου καί ἐν ὁσιότητι βίου διακριθέντος ἀρχιερέως Ἀντωνίου, τοῦ λαμπρύναντος ἐν ἔργῳ καί λόγῳ τήν Ἱερά Μητρόπολη Σισανίου καί Σιατίστης, ἀποτελεῖ θεία νεύση, διότι θά προκύψει μέγα ὄφελος «τοῖς ἐντευξομένοις» ἀπό τήν ἀναδρομή καί περισκόπηση τοῦ βίου του καί τήν περίοπτη ἐνατένιση τῆς πολισχιδοῦς προσωπικότητάς του, γιατί δέν ἀπέχει πολύ ἀπό τήν ἀνάγνωση Συναξαρίου τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφοῦ ὁ τιμώμενος Ἱεράρχης ὑπῆρξε λαμπρός ἀστέρας στό στερέωμα τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας καί ὑψηλό ἀνάστημα στήν Ἑλλαδική Ἱεραρχία.
Ἡ συνοπτική ἀναφορά μας στό βίο καί τήν πολιτεία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος ὁμοιάζει μέ ἀνθοδέσμη, συνθεμένη ἀπό τά ποικίλα καί εὐωδιαστά ἄνθη τῶν ἀρετῶν του, τά ὁποῖα, ὡς αὐτόπτες μάρτυρες, παραθέτουμε στήν ἀγάπη σας «εἰς ὀσμήν εὐωδίας πνευματικῆς».

 Ἡ μετριότητά μου, ὁρμώμενη καί ἐκ τῆς μοναχικῆς ἰδιότητάς μου, θά ἀναφερθῶ σέ ἕνα χαρακτηριστικό τῆς προσωπικότητας τοῦ μακαριστοῦ γνώρισμα, τό ἀσκητικό του φρόνημα, πού λειτουργοῦσε ὡς ρυθμιστικός παράγοντας σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς του καί τῆς καθημερινότητάς του, σάν ἕνα φίλτρο πού συγκρατοῦσε κάθε τι περιττό καί ἀνούσιο, γιά ὅ,τι ἀφοροῦσε τή διατροφή του, τήν ἔνδυσή του, τή διαμονή του, τούς λόγους του, τίς συναναστροφές του, γεγονός πού ἑρμηνεύει καί τόν τίτλο τῆς εἰσήγησής μου: «Ἀσκητική Ἀρχιερωσύνη» καί δικαιώνει περίτρανα τό Ἀποστολικό χωρίο: «πᾶς ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται». (Κορινθ. Α´, 9, 25)
Ὁ ἴδιος ἀναφέρει στόν ἐνθρονιστήριο λόγο του ὅτι ἀπό μικρᾶς ἡλικίας τόν ἐμαστίγωσαν πενία σκληρά, ποικίλαι καί μεγάλαι ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς καί πένθη πικρά τοῦ οἴκου του.
Ἡ πενία λοιπόν ἐχάλκευσε τόν χαρακτῆρα του καί ὄχι μόνον δέν ἐγόγγυσε κατά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά «ἠγάπησε τήν πτωχείαν» καί τήν ἐγκολπώθηκε ὡς μόνιμη σύντροφό του καί ὅταν ἀκόμη ἡ Ἀρχιερατική του ἀμοιβή τοῦ ἐξασφάλιζε οἰκονομική ἄνεση. Δι᾽ ὅλου τοῦ βίου του μιμήθηκε τόν Ἰησοῦ Χριστό «τόν πτωχεύσαντα διά τήν τοῦ κόσμου σωτηρίαν καί ἀνάπλασιν».
Οἱ Γυμνασιακές του σπουδές στήν γενέτειρά του, στό Ἄργος τῆς Πελοποννήσου, ἡ φοίτησή του στή Μαράσλειο Ἀκαδημία καί ἡ ὑπηρεσία του ὡς δημοδιδασκάλου συμπίπτουν μέ τά σκληρά χρόνια τῆς Γερμανικῆς Κατοχῆς. Ἡ πεῖνα, ἡ ἀνέχεια, ἡ λιτότητα ἦταν καταπιεστικές καταστάσεις γιά τόν Ἑλληνικό λαό, πού ὅμως, ὅταν ἐξέλιπαν, οἱ Ἕλληνες ἀπετίναξαν τήν ὀλιγάρκεια ὡσάν ἔνδυμα «ἀπεχθές καί ἐπαίσχυντον». Ἀλλά ὁ μελλοντικός Ἐπίσκοπος Ἀντώνιος «ἐνεκομβώθη» τήν λιτότητα, ὅπως «ἐνεκομβώθη» καί τήν ταπεινοφροσύνη.
Οἱ μαθητές τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχολῶν Κορίνθου, Κατερίνης, Ξάνθης, Λαμίας γνώρισαν ἕνα Καθηγητή ἤ καί Διευθυντή μοναδικό στό εἶδος του. Εἶμαι πεπεισμένη πώς ἡ παρουσία του στή σπουδάζουσα νεολαία, ἀνάμεσα στούς μελλοντικούς Ἱερεῖς, δέν διέφερε ἀπό ἐκείνη τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στή Ριζάρειο Σχολή τῆς Ἀθήνας, ὅταν ὁ ταπεινότατος ἐκεῖνος Ἐπίσκοπος ὄργωνε τίς νεανικές ψυχές καί ἑτοίμαζε τόν ὑγιῆ Κλῆρο στίς ἀρχές τοῦ αἰῶνα μας καί σάν στοργικός πατέρας διέθετε ἱεροκρυφίως τόν πενιχρό μισθό του στούς πένητες σπουδαστές.
Ἀφοσιωμένος ὁ Ἐπίσκοπός μας στή μελέτη, στή διδασκαλία, στήν προσφορά, ὁ ὥριμος πιά ἱεροδιδάσκαλος, ἔφθασε στήν ἡλικία τῶν 47 ἐτῶν καί ἐνῶ τρεφόταν συνεχῶς ἀπό τόν Εὐαγγελικό λόγο καί ἐκήρυττε καί συνέγραφε θεολογικές διατριβές, δέν ἐπέτρεπε, ὁ ταπεινόνους, στόν ἑαυτό του νά διανοηθεῖ νά προσεγγίσει τήν Ἱερωσύνη καί νά εἰσέλθει στίς τάξεις τοῦ Κλήρου, αὐτός πού ἀναλίσκονταν στήν κατάρτιση τῶν ὑποψηφίων γιά τήν Ἱερωσύνη. Θεωροῦσε ὅλους τούς ἄλλους πλέον ἱκανούς, ἐνῶ διέθετε καί «βίον ἀνεπίληπτον», ὁ καθαρός τήν ψυχήν καί τό σῶμα.
Χρειάστηκε νά τόν παρακινήσει πρός τήν κατεύθυνση αὐτή ὁ Μητροπολίτης Ξάνθης, ὁ μακαριστός Ἀντώνιος, ὁ ὁποῖος διέγνωσε τά μεγάλα πνευματικά του χαρίσματα, τόν Ἀποστολικό του ζῆλο, τήν βαθύτατη πίστη, τό γνήσιο Ἐκκλησιολογικό του φρόνημα, τό ἀκέραιο τοῦ χαρακτῆρος του, τό συμπαθές καί φιλάδελφον τῆς καρδίας του, τό ἐγκρατές τοῦ ἤθους του, τό μειλίχιον τῶν τρόπων του, τό ἄμετρον τῆς μετριοφροσύνης του.
Ὡς ἄριστος γνώστης τῆς ἱερῆς Παράδοσης καί Ἐκκκλησιαστικῆς μας Γραμματείας, γνώριζε ὁ ἱεροδιδάσκαλος Ἀντώνιος καί τά ὅσα ἔγραψε ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στόν ἐξάδελφό του, κύριο Ἱερόθεο, τόν ἅγιο Εὐρίπου, ἀναφερόμενος στίς προϋποθέσεις γιά τό ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης. Γράφει λοιπόν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὅτι «ἀπό τό σεμνό τάγμα τῶν Μοναχῶν» ἐκλέγονταν ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἐπρόκειτο νά ἀνεβοῦν στούς ὑψηλούς θρόνους τῆς Ἀρχιερωσύνης. Καί χαρακτηρίζει τήν συνήθεια αὐτή ὡς νόμο ἁγιώτατο καί δικαιώτατο καί κοινωφελῆ. Καί παρακάτω λέει, ὅτι ὁ μελλοντικός Ἀρχιερέας  ἔπρεπε νά ἔχει κληθεῖ ἤ ἀπό τόν λαό ἤ ἀπό τόν Θεό. Ἀλλά καί τότε πάλι, ἄλλος ἔκοβε τό αὐτί του, ὅπως ὁ Ἀμμώνιος, ἄλλος ὑποκρινόταν ὅτι εἶχε καταληφθῆ ἀπό δαιμόνιο, ὅπως ὁ Ἐφραίμ, ἄλλος κρυβόταν, ὅπως ὁ Γρηγόριος ὁ Ἀκραγαντῖνος, ἄλλος ἔφευγε καί περιπλανιόταν ἐδῶ κι ἐκεῖ, ὅπως ὁ Γρηγόριος Νεοκαισαρείας, καί ἄλλος εὕρισκε ἄλλο τρόπο γιά νά γλυτώσει τόν ἑαυτό του ἀπό ἕνα τόσο βαρύ φορτίο, φοβούμενος τό φοβερό ὕψος τοῦ Ἀρχιερατικοῦ ἀξιώματος.
Καί τοῦτο, γιατί μέ τούς ἀσκητικούς τους ἀγῶνες πρῶτα καθαρίζονταν καί τότε ἄρχιζαν νά καθα- ρίζουν τούς ἄλλους· πρῶτα φωτίζονταν καί κατόπιν φώτιζαν τούς ἄλλους...πρῶτα ἁγιάζονταν καί ὕστερα ἁγίαζαν τούς ἄλλους» (σελ 36, «Συμβουλευτικό ἐγχειρίδιο», Ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου).
Καί ὁ ἐπίσκοπος Ἀντώνιος μέχρι τήν ἡλικία τῶν 47 ἐτῶν ἀσκοῦνταν καθώς οἱ Μοναχοί καί Ἀσκητές ἀκολουθώντας τίς ἐπιταγές τοῦ Εὐαγγελίου, πού τήν ἀκρίβεια τῆς ἐφαρμογῆς τους συναντοῦμε στή μερίδα τῶν πιστῶν ἐκείνων πού «εὐνούχισαν ἑαυτούς διά τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Δέν διέφερε ὁ κοσμοκαλόγερος ἀπό τούς Ἀναχωρητές, πού ἔχουν ὡστόσο συνεργό τῶν ἀγωνισμάτων τους τήν ἀσφάλεια τῆς ἐρήμου ἤ τῆς Κοινοβιακῆς ζωῆς.
Ἡ θεία Πρόνοια κατάρτιζε τόν μελλοντικό Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας μακρόθεν. Τό μέγεθος τῶν δυσχερειῶν, πού παιδιόθεν ἀντιμετώπιζε, σφυρλατοῦσε τόν χαρακτήρα του. Καί ὁ νεαρός Ἀντώνιος «ἠνδρίζετο καί ἐκραταιοῦτο» καί κατηρτίζετο «ὡς χρυσοῦς ἐν χωνευτηρίῳ».
Ὑπάρχουν δύο ὡραῖες περιγραφές τῆς ἰδιά- ζουσας προσωπικότητάς του στή δεκαετία τοῦ πενῆντα.
Ἡ πρώτη εἶναι τοῦ φιλολόγου, Ἄγγελου Μπουβῆ: «Γρήγορα, λέγει, ἐξετίμησα - ὅπως καί οἱ ἄλλοι συνάδελφοι- τόν ἁγνό καί ἄδολο χαρακτῆρα τοῦ Ἀντω- νίου, ὁ ὁποῖος ἀπέσπασε τήν ἐκτίμηση καί ἀγάπη ὅλων μας. Πράος καί μειλίχιος, σοβαρός ἀλλά καί εὔχαρις, μέ τό χαμόγελο στά χείλη κερδίζει τή συμπάθεια τῶν συναδέλφων, τῶν μαθητῶν, τῶν γονέων καί τῆς κοινωνίας γενικότερα. Ντυνόταν ἁπλά, ἀλλά καί σοβαρά, καί ἦταν καθ᾽ ὑπερβολήν λιτοδίαιτος. Περπατοῦσε καθημερινά μέ ὁποιεσδήποτε καιρικές συνθῆκες καί μέ ταχύ βηματισμό. Ξεκινούσαμε ὅλοι μαζί σχεδόν οἱ συνάδελφοι (5-6 ἤμασταν ὅλοι-ὅλοι) γιά μιά βόλτα καί μόλις βγαίναμε ἀπό τό χωριό, ὁ Ἀντώνης ἄνοιγε τό βῆμα του καί μᾶς ἔλεγε: «Ἐγώ θά περπατήσω σύντομα καί ἐσεῖς ἐλᾶτε σιγά - σιγά. Πήγαινε, γύριζε καί μᾶς συναντοῦσε νά προχωροῦμε ἀκόμα. Σέ καφενεῖο δέν πήγαινε ποτέ. Διάβαζε συνεχῶς ξένες γλῶσσες - ἀγγλικά καί γαλλικά».
Καί ἡ δεύτερη μαρτυρία τοῦ λογοτέχνη Βασίλη Μουστάκη στό βιβλίο του «Ἡ καρδιά μου γυμνή» (Ἐκδόσεις Ἀρμός), ὅταν ἦταν λαϊκός ἀκόμη ὁ Ἐπίσκοπος κι ἐργαζόταν ὡς καθηγητής στήν Κρατική Σχολή τῆς Κορίνθου. Ἀναφέρει ἐκεῖ: «Ψηλός, μέ ὄψη γραμμένη ἀπό κοντύλι λεπτό, προοιωνιζόταν στήν ἐμφάνιση τόν κατοπινό Ἱεράρχη».
Ἀρχικά δέν ὑποπτευόταν τό ὡραῖο βάθος τῆς ψυχῆς του. Εἶχα ἐπισημάνει τό ἥμερο καί συνεσταλμένο του ἦθος, ἀπαύγασμα μιᾶς γνήσιας ὀρθόδοξης πίστης καί εὐσέβειας. Δέν φανταζόμουν ὅμως τό μαργαριτάρι τῶν ἀρετῶν πού κρυβόταν σ᾽ αὐτό τό λεῖο καί γλυκόχρωμο ὄστρακο. Μέ τόν καιρό ἀνακάλυπτα τό θησαυρό ἐκεῖνο.
Ἄν καί ποτέ δέν αὐτοπροβάλλεται, ἄν καί εἶναι τόσο ἀθόρυβος, οἱ πολλοί ξέρουν ἤδη τό λαμπρό του περιεχόμενο. Εἶναι κι αὐτός, ὅπως ὅλοι οἱ ἀληθινοί καλοί ποιμένες, ἐνῶ δέν τό ἐπιζητοῦν, «πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη», «λύχνος ἐπί τήν λυχνίαν» (Ματθ. ε´ 14- 6 15) κατά τό λόγο τῆς Βίβλου. Τό ποίμνιό του τόν ἔχει περί πολλοῦ. Ἀλλά κι ἄλλοι σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα θεωροῦν τήν εὐαγγελική του ταυτότητα. Ὄχι λίγοι εἶναι σέ γνώση κάποιων ἐπί μέρους χαρακτηριστικῶν τῆς αὐστηρῆς βιοτῆς του, ὅπως γιά παράδειγμα ὅτι ποτέ δέν τρώει κρέας».
Ἡ ἐγκράτεια λοιπόν πού τήν νυμφεύθηκε ἀπό τήν παιδική ἡλικία, ὡς ἀσπίδα κάθε ἀγωνιζόμενου χριστιανοῦ, πολλῷ δέ μᾶλλον τοῦ Μοναχοῦ, ἀποτελοῦσε τό θεμέλιο τοῦ πνευματικοῦ του οἰκοδο- μήματος.
Μ᾽ αὐτό τό ἀκαταμάχητο ὅπλο τῆς ἐγκράτειας ἀγωνίστηκε ἀνυποχώρητα σέ ὅλο τό διάστημα τῆς Ἀρχιερατικῆς του σταδιοδρομίας καί οὐδέποτε ἀπο- μάκρυνε τό δάκτυλό του ἀπό τήν σκανδάλη, ἀφ᾽ ὅτου ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία τόν τοποθέτησε στήν ἔπαλξη αὐτή.
Ὁ πανάγαθος λοιπόν Θεός «ἐπιβλέψας ἐπί τήν ταπείνωσιν» τοῦ δούλου του Ἀντωνίου, τοῦ δια- θέτοντος «ὁσιωτάτην βιοτήν» παρόμοια μέ ἐκείνη τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ὅπως τόν χαρακτήρισε στό λόγο του ὁ Μητροπολίτης Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κ. Θεόκλητος, τόν ἀνέβασε στόν Ἐπισκοπικό θρόνο.
«Δέν ἐφείσθης», λέγει ὁ Μητροπολίτης, «κόπων καί μόχθων καί ἱδρώτων ἵνα μεταδώσης καί εἰς τά πλέον δύσβατα καί ἀπρόσιτα χωρία μας τόν λόγον τοῦ Θεοῦ. Οἱ πόδες σου ἔτρεχον παντοῦ εὐαγγελιζόμενοι τήν εἰρήνην, εὐαγγελιζόμενοι τά ἀγαθά τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἤρεμα, ταπεινά, ἁπλᾶ, χωρίς θορύβους, χωρίς τυμπανοκρουσίας καί ἐπιδεικτικάς προβολάς. Καί ἤδη ὁ Θεός ἐπιβλέψας ἐπί τήν ταπείνωσίν σου, σέ τοποθετεῖ ἐπί θρόνου δόξης ἀλλά καί θυσίας. Καθιστᾶ σε Ποιμενάρχην καί Ἀρχιερέα τῶν λογικῶν αὐτοῦ προβάτων.» (Ἐπισκόπου Ἀντωνίου Κόμπου, Προσφωνητήριος Λόγος ἐπί τῇ εἰς Πρεσβύτερον χειροτονίᾳ αὐτοῦ. Μελέται καί Διατριβαί - Τομ. Γ´, σελ.17-18)
Γιά τήν ἐκλογή του εἰς Ἐπίσκοπο, ἴσχυσε αὐτό πού εἶπε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γιά τόν φίλο του Μέγα Βασίλειο: «οὐκ ἐπιδιώξας τήν ἀρχήν, ἀλλ᾽ ὑπό τῆς ἀρχῆς ἐπιδιωχθείς», (δέν ἀναζήτησε τήν ἐξουσία, ἀλλ᾽ αὐτή τόν ἀναζήτησε) (Ἐπιτάφιος, Λόγος ΜΓ, MPG 36, 593Β), ἐφ᾽ ὅσον καί ἐκεῖνος δέν τόλμησε «νά ὀρεχθῆ ἐπισκοπῆς». Ἀλλά ἡ ἐκλογή του μᾶς θυμίζει τό ἀντίστοιχο πού ἀναφέρουν οἱ ψαλμοί γιά τόν βασιλέα Δαβίδ: «ἀνέλαβεν αὐτόν (ὁ Θεός) ἐκ τῶν ποιμνίων τῶν προβάτων, ἐξόπισθεν τῶν λοχευομένων» (πίσω δηλ. ἀπό τά πρόβατα πού γεννοῦσαν) γιά νά ποιμάνει «Ἰακώβ τόν δοῦλον αὐτοῦ». (Ψαλμ. 77,70-71). Τό ἴδιο καί ὁ βιογραφούμενος, ἀγνοοῦσε «τά ἐν Ἀθήναις τεκται- νόμενα» καί πλανώμενος ἐπί τά ὄρη τῆς Αἰτωλίας γῆς, ἐζήτει τά πλανώμενα λογικά πρόβατα, καίτοι «ἦν κεχρηματισμένον αὐτῷ» ὅτι θά γίνει Ἐπίσκοπος, ὅπως τό διεμήνυσε ὁ Ἅγιος Νεκτάριος στήν ταπεινή νεωκόρο Σαλώμη.
Στό κέλευσμα λοιπόν τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἐψη- φισμένος Ἐπίσκοπος, ἔκλινε ταπεινῶς τόν αὐχένα καί προσῆλθε «μεστός ἔργων ἀγαθῶν» νά λάβει τό ὕψιστο τῆς Ἀρχιερωσύνης ἀξίωμα καταθέτοντας τήν ὁσιωτάτη βιοτή, τίς ἐπαγγελίες του, τήν αἰσιοδοξία του καί τόν ἀποστολικό του ζῆλο.
Ἡ ἄκρως ὑπεύθυνη ἀποστολή τοῦ Ἐπισκόπου, προϋποθέτει ἄνθρωπο μέ κεκαθαρμένη ψυχή καί σῶμα, πεφωτισμένο νοῦ, ὑπέρμαχο πατρώων παραδόσεων, ζηλωτή καλῶν ἔργων, ὑπεράνω κτημάτων καί χρημάτων, βιαστή τῆς ἀνθρώπινης φύσης, καί πρᾶο κατά μίμηση τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, σώφρονα, ἐλεήμονα, ἐπιμελούμενο τήν προσευχή καί τήν λατρεία.
Καί ὁ νεοχειροτονηθείς Ἐπίσκοπός μας διαθέτοντας ὅλον αὐτόν τόν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων, ἀνηφόρισε "ἀγαλλομένῳ ποδί" πρός τήν μαρτυρική 8 γῆ τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας καί ἐνθρονισθείς στήν παλαίφατη Μητρόπολη καί ἱστορική πόλη τῆς Σιάτιστας, ἀγκάλιασε τό μικρό ποίμνιο, θαρρῶν στόν Δεσποτικό λόγο "μή φοβοῦ τό μικρόν ποίμνιον· ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατήρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τήν βασιλείαν" (Λουκ. 12,32) καί τό σκέπασε "ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς ὑπό τάς πτέρυγας". (Ματθ. 23,37)
Παραθεωρώντας ὅσα ἡ ποιμαντική του πρόνοια μεθόδευσε καί ὑλοποίησε σέ ὅλους τούς τομεῖς, ἑστιαζόμαστε στήν περιγραφή τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν του καί τήν φιλομόναχη δραστηριότητά του, ὡσάν δύο κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ "ταπεινοῦ τῆ καρδίᾳ" (Ματθ. 11, 29) Ἐπισκόπου Σιατίστης.
Συνηθισμένος νά διακονεῖ καί ὄχι νά διακονεῖται, προτίμησε τήν κατά μόνας διατριβή, τόν ἐγκλεισμό στό Μητροπολιτικό μέγαρο καί τήν ἐπίδοση στή μελέτη, τήν συγγραφή, τήν προσευχή, τήν σιωπή, τόν ἐν Χριστῷ φιλόσοφο βίο.
Ὁ Ἐπίσκοπος, "ὡς στρουθίον μονάζον ἐπί δώματος" (Ψαλμ. 101, 8), ξενιτευθείς συγγενῶν καί φίλων, ἐπισυνάγοντας τόν νοῦ καί τήν καρδία ἀπό τούς ποικίλους περισπασμούς καί ἐπιζητώντας "ἀνα- βάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ" (Ψαλμ. 83, 6) παρέμεινε, ὅπως καί μέχρι τότε εἶχε χαράξει τή ζωή του, μόνος, μονώτατος, αὐτοεξυπηρετούμενος καί τρεφόμενος «ταῖς ἰδίαις χερσί», ὑποβάλλοντας στόν ἑαυτό του τήν ἄσκηση τῆς ἡσυχίας καί τῆς ἐγκράτειας.
Ἡ ἀρετή τῆς νηστείας, ἡ δυσκολοκατόρθωτη στήν ἐποχή μας, γιά τόν Σεβασμιώτατο Ἀντώνιο ἀποτελοῦσε τρόπο ζωῆς.
Ἀγάπησε τήν ἀρετή αὐτή ἐκ νεότητος, καί τήν κατέστησε σύντροφο τῆς ζωῆς του, πρᾶγμα τό ὁποῖο δέν διέφευγε πάντοτε τήν προσοχή τῶν ἄλλων.
Πόση ἐντύπωση προκαλοῦσε τό τυπικό τῆς ἐγκρατείας του, φαίνεται καί ἀπό κάποιο δημοσίευμα, τῶν ἡμερῶν τῆς εἰς Ἐπίσκοπο χειροτονίας του, στό περιοδικό " Ἅγ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός", ὅπου γίνεται διάλογος μεταξύ δύο ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων μετά τήν χειροτονία.
- Εἶδες Ἀνδρέα μου, πῶς ὁ Θεός ἄμειψε τούς κόπους τοῦ πατρός Ἀντωνίου; Κανένας ἄλλος, ἐκτός ἀπό τό Δεσπότη μας, δέν ἦρθε στό ἀπομακρυσμένο χωριό μας. Αὐτός ἦρθε τρεῖς φορές σέ δύο χρόνια. Καί καλά πράγματα μᾶς ἔλεγε. Πῶς μᾶς ξήγαγε τό Εὐαγγέλιο!
- Ναί, Κοσμᾶ μου.Ἐμένα μοῦ ἔκανε ἐντύπωση καί ἡ νηστεία τοῦ πατρός Ἀντωνίου. Μέ ἕνα μῆλο καί μία ντομάτα περνοῦσε τά βράδυα του. Εἶδε, λοιπόν, ὁ Θεός τήν ἀρετή του καί τόν ἄμειψε.
Ἀλλά ἄν αὐτά συνέβαιναν στά πρώϊμα Ἱερατικά του χρόνια, σέ τίποτα δέν ἄλλαξε ἡ τακτική του καί ὅταν ἡ προχωρημένη του ἡλικία καί τό «ὄστινον πλέον σαρκίον του» ἐπιζητοῦσε «μικράν παρα- μυθίαν».
Τό παρακάτω γεγονός, μᾶς μεταφέρει σέ ἱστορίες τοῦ Γεροντικοῦ καί τοῦ Εὐεργετινοῦ, ὅταν οἱ Ἀσκητές δέν ὑπέστειλαν τή σημαία τῆς νηστείας, οὔτε κατά τήν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης. Αὐτόπτης μάρτυρας εἶναι ὁ Γέροντας Στέφανος καί ὁ ὑποτακτικός του π. Διονύσιος, λαϊκός τότε καί Πρόεδρος Πρωτοδικῶν Καστοριᾶς. Ἐπισκέφθηκαν λοιπόν τόν Ἐπίσκοπο τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, καί τόν κάλεσαν στό Μοναστήρι τῆς Παναγίας στό Μικρόκαστρο γιά τό Πασχαλινό τραπέζι:
-Σεβασμιώτατε, ἐλᾶτε νά φᾶμε σήμερα στό Μοναστήρι.
- Ἄ, ὄχι, εὐχαριστῶ, ἔφαγα.
- Μά πότε φάγατε; Σᾶς ἔφερε κανείς φαγητό;
-Ὄχι, ἀλλά νά..., εἶχε περισσέψει μισή μουστα- λευριά ἀπό τήν Μεγ. Παρασκευή καί τήν ἔφαγα σήμερα!!
-Σεβασμιώτατε, μουσταλευριά φάγατε;
-Ἔ, δέν πειράζει, καί τά Χριστούγεννα συκαλάκια καί ψωμάκι.
-Σεβασμιώτατε, συκαλάκια καί ψωμάκι δέν τρῶνε οὔτε οἱ Ἀσκητές στά Καρούλια!
Ἔκανε λοιπόν Πάσχα ὁ Δεσπότης μέ τό ὑπόλοιπο τῆς μουσταλευριᾶς, ὅταν τό ἀνοιξιάτικο ἀεράκι ἀρωμάτιζε τούς δρόμους τῆς πόλης μέ τίς μυρουδιές τῶν ροδοψημένων στούς ὀβελίσκους ἀμνῶν, γιατί στό ἁγνισμένο στόμα του εἶχε ζωντανή τή γεύση τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ!
Ἡ ἁπλότητα ἀποτελεῖ μία ἄλλη μοναχική ἀρετή, σπάνια στίς ἡμέρες μας, γιατί συνήθως ὑπάρχει μεγάλη ἐπιτήδευση. Ἐκεῖνος ἐνδύθηκε τήν ἁπλότητα, καθώς καί τήν ταπεινοφροσύνη σέ βαθμό πού ὁ καθένας προσπέλαζε εὔκολα, ἐναπέθετε τό πρό- βλημά του ἤ τήν ἐξομολόγησή του καί ἔφευγε ἀναπτερωμένος. Εὐπροσήγορος καί εὐγενής, κατα- δεκτικός καί μειλίχιος. Λόγῳ αὐτῆς τῆς ἁπλότητας δέν συμπαθοῦσε οὐδόλως τίς πολυτελεῖς Ἀρχιερατικές ἐμφανίσεις, οὔτε τά ποιοτικῶς πολύτιμα ὑφάσματα γιά τήν ἀμφίεσή του. Ὁ Σεβασμιώτατος Ἀντώνιος εἶχε ὑπερκεράσει "τόν λίθον τοῦ προσκόμματος" (Ρωμ. 9,32), ὅπου παγιδεύονται οἱ πολλοί. Δέν ὑποχωροῦσε στόν πειρασμό τοῦ ὡραίου, τῆς ποιοτικῆς ὑπεροχῆς ἤ τῆς ποικιλίας. Τό πολυτελές καί τό ἐντυπωσιακό τόν ἄφηνε ἀσυγκίνητο. Καί ὄχι μόνο. Οὔτε τά ἀπαραίτητα Ἀρχιερατικά διάσημα δέν ἔφερε ἐπάνω του, ὥστε νά δικαιολογοῦνται ὅσοι ἀμφισβη- τοῦσαν τήν ἰδιότητά του, ἐφ' ὅσον δέν ἔβλεπαν κανένα διακριτικό στοιχεῖο ἐπάνω του.
Εἶναι χαρακτηριστικό καί ταυτόχρονα διασκεδα- στικό, τό περιστατικό μέ κάποια ἁπλή γυναίκα, προσκυνήτρια στό Μοναστήρι μας, πού δέν ἀντιλήφθηκε, ὅταν τόν συνάντησε, ὅτι ἔχει μπροστά της Ἐπίσκοπο καί τό ἀπέκλειε μάλιστα κατηγορηματικά. Τότε ὁ Σεβασμιώτατος, ἐπειδή ἦταν ἀνάγκη νά βεβαιωθῆ γι' αὐτό ἡ γυναίκα, ἀναγκάσθηκε νά τῆς πεῖ: Ναί, εἶμαι Δεσπότης. Ἡ γυναίκα, ὅταν τό πίστεψε, . . . δέν πίστευε στά μάτια της γιά τόν βαθμό τῆς ἁπλότητας τοῦ Δεσπότη!
Ποτέ δέ δεχόταν νά ψαλεῖ ἡ φήμη του. Ἔνοιωθε πολύ ἄβολα στίς ἐπευφημίες ὁ ἄξιος παντός ἐπαίνου. Τήν ἡμέρα ὅμως τοῦ Πάσχα, οἱ Μοναχές στή μονα- στηριακή Τράπεζα, γιά τό αἰδέσιμο τῆς ἡμέρας, ἄρχισαν νά ψάλλουν τή φήμη του. Ἀλλά ἐκεῖνος τίς σταμάτησε ἀμέσως, λέγοντας: "Ὄχι, ὄχι σήμερα. Σήμερα τιμοῦμε μόνο τόν Ἀρχιποίμενα Χριστό! "
Οὐδέποτε ἀπέκτησε ὄχημα ΙΧ γιά τίς μετακινήσεις του, ἀλλά τόν ἐξυπηρετοῦσαν πνευματικά του παιδιά. Παλαιότερα, τόν μετέφερε στρατιωτικό τζίπ, καί ἐπειδή δέν ἦταν ἀεροστεγῶς κλεισμένα τά παράθυρα, ἦταν φυσικό νά κρυώνει πηγαίνοντας πολύ πρωΐ στά χωριά τῆς Ἐπαρχίας του.
Κάποιο πρωϊνό, ἀδελφή τῆς Μονῆς ἔτρεξε στόν Γέροντα κατάπληκτη καί τοῦ λέει: «Γέροντα, μέσα στό Ἱερό βρῆκα μιά κουβέρτα». Καί ὁ Γέροντας Στέφανος ὑπομειδιώντας τῆς ἀπάντησε: «Μήν τρομάζεις. Τήν ξέχασε ὁ Δεσπότης. Μ᾽ αὐτήν τυλίγεται τά πρωϊνά, γιατί τό τζίπ μπάζει πολύ κρύο!».
Ἐπειδή τήν ἴδια τακτική ἀκολουθοῦσε καί ὅταν βρισκόταν στήν Ἀθήνα, δηλαδή χρησιμοποιοῦσε ἀστική συγκοινωνία γιά τίς μετακινήσεις του, ὅταν τό ἀνακάλυψε ἡ δημοσιογραφική τσιμπίδα, τόν χαρακτήρισε ὡς "Δεσπότη τῶν τρόλλεϋ!"
Μιά μέρα συναντήθηκε στήν εἴσοδο τῆς Μονῆς μέ κάποιον προσκυνητή, ἀντιπρόσωπο μεγάλης Ἑταιρείας αὐτοκινήτων. Ἐκεῖνος ὅταν εἶδε τό αὐτοκίνητο, στό ὁποῖο ἐπέβαινε ὁ Μητροπολίτης, ὅτι ἦταν παλιᾶς τεχνολογίας, εἶπε αὐθόρμητα:
-Σεβασμιώτατε, ὅποτε θέλετε, τό αὐτοκίνητό σας θά συντηρεῖται στό συνεργεῖο μου. Εὐχαριστῶ, ἀλλά δέν ἔχω αὐτοκίνητο.
-Δέν ἔχετε; Τότε θά σᾶς χαρίσω ἐγώ ἕνα!
-Εὐχαριστῶ πολύ. Τώρα εἶναι πολύ ἀργά!
Καί ἔφυγε χαμογελώντας...
Εἶμαι βέβαιη πώς στήν ἀτζέντα τοῦ κ. Βάγιου τοῦ ὀδηγοῦ του, πού αὐτοπροαίρετα τόν ἐξυπη- ρετοῦσε στίς διάφορες μετακινήσεις του, θά ἔχουν καταχωρηθεῖ πολλά παρόμοια περιστατικά δηλωτικά τῆς λιτότητας καί τῆς ἀκτημοσύνης του.
Ἐκεῖ πού κανείς ἐκπλήσσονταν ἦταν ἡ ἀκτη- μοσύνη του, τό ἀφιλοχρήματο, τό ἀφιλοκερδές φρόνημά του. Οὐδέποτε ἐθεάθη νά χρησιμοποιεῖ χρήματα ὁ ἀνάργυρος Ἐπίσκοπος. Ποῦ διέθετε τό μηνιαῖο εἰσόδημά του, τό γνωρίζει ὁ Θεός καί ὁ ἴδιος. Ἴσως στά χέρια τῶν πενήτων. Ἀσφαλῶς δέν συγχέομε τό γεγονός αὐτό μέ τήν καθιερωμένη φιλανθρωπία καί ἐλεημοσύνη πού συστηματικά ἤ περιστασιακά τό Ἐκκλησιαστικό ταμεῖο πρόσφερε στούς ἐνδεεῖς.
Ἡ ἀδελφή καί θυγατέρα αὐτῆς τῆς ἀρετῆς, τῆς ἑκούσιας πτωχείας, εἶναι ἡ κατ' ἐπίγνωση λιτότητα σέ ὅλους τούς τομεῖς. Ὄχι μόνο σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ἐνδυμασία καί τή διατροφή, ἀλλά καί τόν περιβάλλοντα χῶρο. Ὅλα λιτά, ὅλα «ἔγεμον εὐτελείας».
Τήν ἑκούσια πτωχεία, τήν μόνη ἄλλωστε ἄξια νά ἐπαινεθῆ, σύμφωνα μέ τόν πατερικό λόγο "γενοῦ εὐκαταφρόνητος ἐν τῇ μεγαλωσύνῃ σου καί μή μέγας ἐν τῆ ἐλαχιστίᾳ σου", (Ἅπαντα Ἅγ. Ἰσάκ τοῦ Σύρου) τήν υἱοθέτησε ὡς ὅρο ζωῆς. Πτωχός στήν καθημερινή του διατριβή, τήν ὁποία εἴδαμε «ἰδίοις ὄμμασι καί ἐθαμβή- θημεν», τήν κλίνη καί τά κλινοσκεπάσματα, τήν οἰκοσκευή του, τήν ἐνδυμασία του καί τήν Λειτουργική ἀμφίεσή του. Οἱ συχνότατες ἐπισκέψεις του στό Μοναστήρι δέν ἀπαιτοῦσαν καμμία ἰδιαίτερη μέριμνα ἀπό τίς Μοναχές. Ἔτρωγε, ἄν ἐξαιρέσουμε τά κρεατικά, τά γαλακτοκομικά καί τά γλυκά, ὅλα τά ἄλλα! Ἔλεγε ἡ μακαριστή Ἀδελφή μας Εἰρήνη, πού ἔσπευδε νά τόν φροντίσει, μόλις τόν ἔβλεπε στήν αὐλή τοῦ Μοναστηριοῦ: «Πρώτη φορά εἶδα Δεσπότη πού δέν χόρτασε οὔτε τό ψωμί στή ζωή του».
Στήν υἱοθέτηση τῆς πτωχείας καί τῆς λιτότητας, δίχως νά τίς ἐπιβάλλει κάποια ἀνώτερη βία, ὁ Σεβασμιώτατος ὡς ἄνθρωπος εἶχε πρότυπο τόν ἴδιο τόν Ἀρχηγό καί τελειωτή τῆς πίστεώς μας, Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος δέν εἶχε "ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ"(Ματθ. 8, 20), καί τούς θείους Ἀποστόλους, πού ἀπεστέλλοντο στό κήρυγμα μέ τήν ἐντολή νά μή φέρουν μαζί τους "μήτε ράβδον, μήτε πήραν, μήτε ἄρτον, μήτε ἀργύριον, μήτε ἀνά δύο χιτῶνας ἔχειν" (Λουκ. 9, 3) καί τήν χορεία ὅλη τῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἔζησαν εὐτελέστατα, ἀνέπτυξαν εὐρύτατο κοινωνικό ἔργο μέ τίς προσω- πικές τους ὑπηρεσίες καί ἄσκησαν τήν ἐλεημοσύνη «ὑπέρ πᾶσαν ἄλλην ἀρετήν». Ὁ ἴδιος περιγράφει στίς μελέτες του τήν ἀκτημοσύνη καί τήν λιτότητα τῶν τριῶν μεγίστων Ἰεραρχῶν. Λέγει λοιπόν:
«Ὁ οὐρανοφάντωρ Μέγας Βασίλειος, πρῶτος ἐμερίμνησε γιά τήν συστηματικωτέραν ὀργάνωσιν τῆς χριστιανικῆς φιλανθρωπίας, πρωτοστατήσας εἰς τήν ἀνέγερσιν μεγάλων φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων, διά τῆς ὑπ' αὐτοῦ καί κατά τό πλεῖστον ἰδίαις δαπάναις ἱδρυθείσης καί συντηρουμένης γνωστῆς περιφήμου Βασιλειάδος.
Ὁ ἀπ' ἄμβωνος ποιητής τοῦ Δ´ αἰῶνος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, "πᾶσαν τήν οὐσίαν καθιέρωσε τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς κατά τήν Ναζιανζόν εἰς τήν τῶν πτωχῶν διακονίαν".
Ὁ πρύτανις τέλος τῶν Πατριαρχῶν, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἰσήγαγε πανταχοῦ τήν λιτότητα, ἀπομακρύνας τά πολυτελῆ παραπετάσματα καί ἔπιπλα καί σκεύη. Περιέκοψε τάς δαπά- νας αὐτοῦ ὑπέρ τοῦ νοσοκομείου καί τοῦ πτωχοκομείου. Ὁ προκάτοχος αὐτοῦ Νεκτάριος (381-398) εἶχεν ἀγοράσει πολυτελέστατα μάρμαρα πρός στρῶσιν τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγ. Ἀναστασίας, ἀλλά περιττήν θεωρήσας τήν τοιαύτην δαπάνην, ἐπώλησεν αὐτά ὑπέρ τοῦ Νοσοκομείου καί τῶν πτωχῶν».
Ὁ Μητροπολίτης Ἀντώνιος ἔχων πρό ὀφθαλμῶν αὐτά τά πρότυπα οὐδέποτε συμβιβάστηκε μέ τήν πολυτέλεια. Ἀντίθετα περιοριζόταν στά ἀρκούντως ἀπαραίτητα καί μιμούμενος τήν φιλάνθρωπη δραστη- ριότητα τῶν περισσοτέρων ἀπό τούς Ἐκκλησια- στικούς Ποιμένες, διέθεσε καί ὁ ἴδιος Ἐκκλησιαστικό οἴκημα γιά τήν ἐγκατάσταση καί λειτουργία τοῦ Κέντρου Ὑγείας, γεγονός τό ὁποῖο εὐγνωμόνως ἀναγνωρίζουν οἱ κάτοικοι τῆς Σιάτιστας.
Ἐάν ἀναζητήσουμε καί τήν κορωνίδα τῆς μοναχικῆς ἀρετῆς, τήν ὑπακοή, θά τή συναντήσουμε καί αὐτή ἐκδηλούμενη πρῶτα σάν μία ἀπόλυτη συμμόρφωση πρός τήν Ὀρθόδοξη Πίστη καί Παρά- δοση, πρός ὅσα «πάντοτε, παντοῦ καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη» (Βικέντιος ἐκ Λερίνου). Δέν κήρυττε ἁπλά τίς δογματικές ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας, ἀλλά καί ἐγχειρίδιον Δογματικῆς ἐξεπόνησε γιά τόν κατα- ρτισμό τῶν σπουδαστῶν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχολῶν καί διά πάντα ἐνδιαφερόμενο νά μυηθῆ στά ἱερά δόγματα. Αὐτό ἀποδεικνύει τήν ἐμβριθῆ ἐνασχό- λησή του μέ τήν θεολογική ἐπιστήμη καί τόν πλοῦτο τῶν γνώσεών του. Ἀλλά καί ἡ συμμόρφωσή του μέ τήν κοινή γραμμή πλεύσεως τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἄλλη ἐγγύηση τοῦ ὑποτεταγμένου φρονήματός του, ἐνῶ παράλληλα κατέφευγε στήν προσευχή γιά τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐπίλυση δυσχερῶν ἐνδοεκκλησιαστικῶν προβλημάτων.
Ἡ προσευχή ὡς κύριο γνώρισμα παντός ἀγωνιζομένου Χριστιανοῦ καί δή τοῦ Μοναχοῦ, πολλῷ δέ μᾶλλον τοῦ Ἐπισκόπου, θεωρεῖται αὐτονόητη καί ὑποχρεωτική. Στήν περίπτωσή μας ὁ λατρευτικός  χρόνος εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ Ἐπισκόπου μας. Ἡ συχνότατη τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας ἀποτελοῦσε τόν ἰσχυρότερο πόλο τῆς πνευματικῆς του ζωῆς καί ἀποστολῆς. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν χαριτόβρυτη δίοδο κοινωνοῦσε μέ τό ποίμνιό του, διασχίζοντας τούς δύσβατους τόπους τῆς ἐπαρχίας του, καί πολλάκις ὑπό βροχήν, παγετούς καί χιόνες, γιά νά φθάσει μέχρι τό τελευταῖο καί δυσπρόσιτο χωριό καί νά βεβαιώσει μέ τήν αὐτοπρόσωπη παρουσία του τήν ἀδιάκοπη μέριμνα τοῦ Θεοῦ Πατέρα γιά τά παιδιά του, ἀλλά καί νά ἐνισχύσει τόν πόθο καί τήν προσδοκία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Στό πρόσωπό του ὀφείλεται ἡ ἀναγέννηση τοῦ Μοναχισμοῦ στήν ἐπαρχία του. Τό πλῆθος τῶν ἐρειπωμένων καί ἡμιερειπωμένων Μοναστηριῶν, ὅσων κράτησαν τήν ἀναπνοή τους μέσα ἀπό τά δεινά τῆς Τουρκοκρατίας, τίς βιαιοπραγίες τοῦ Βουλγαρικοῦ ἐπεκτατισμοῦ καί τόν παραλογισμό τῆς Γερμανικῆς καταστροφικῆς μανίας, περίμεναν κάποιο χέρι νά τά ἀναστήσει.
Ὁ Σεβασμιώτατος Ἀντώνιος ἀφουγκράστηκε αὐτό τό ψυχορράγημα καί αὐτή τήν προσδοκία στά βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ πιστοῦ λαοῦ του καί εἶδε μέ πόνο ψυχῆς «τά ἐγκαταλείμματα» τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσής μας.
Ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ προστάτις καί ὑπέρμαχος τῶν Μοναχῶν, ἔφερε στόν Μοναχό καί φιλομόναχο Ἐπίσκοπο τόν ἄριστο συνεργάτη, τόν ἄλλο βραχίονά του, γιά τήν ἀνασυγκρότηση τοῦ Μοναστικοῦ βίου, τόν ἐπίσης «ὁσιακῆς βιοτῆς», Γέροντα Στέφανο Ρῆνο.
Καρπός αὐτῆς τῆς θεόπνευστης συνεργασίας ὑπῆρξε ἡ δημιουργία τῶν Μοναστικῶν Συνοδιῶν καί ἡ ζωντανή πλέον καί καρποφόρος παρουσία τῆς ἀσκητικῆς παράδοσης στή Μητρόπολή μας.
Ἡ μοναχική συνείδηση καί ἀσκητική πολιτεία του τόν παρότρυναν νά ἐπισκέπτεται πολύ συχνά τό Ἅγιον Ὄρος καί νά συναντιέται μέ Μοναχούς, Ἀσκητές, Ἡγουμένους, νά παρευρίσκεται στίς Ἀκολουθίες καί πολύωρες Ἁγιορείτικες ἐπίπονες ἀγρυπνίες, νά κάνει ὁδοιπορίες καί νά προσφέρει ὑλική καί οἰκο- νομική βοήθεια σέ Ἀσκητές καί Κελλιά. Ἡ πνευματική του διαίσθηση τόν ὁδηγοῦσε σέ χαρισματούχους καί φωτισμένους Γέροντες. Συνοδευόμενος ἀπό τόν Γέροντα Στέφανο ἐπισκέπτονταν συχνά τόν Ἅγιο Παΐσιο, τόν Γέροντα Γαβριήλ Διονυσιάτη, τόν Γέροντα Αἰμιλιανό, Προηγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Σιμωνόπετρας, τόν μακαριστό Γέροντα Παῦλο Ζησάκη, τόν μακαριστό Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Γρηγορίου, π. Γεώργιο Καψάνη, τόν Γέροντα Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, τόν ἐπιζῶντα Γέροντα Γαβριήλ τῆς Σκήτης Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου.
Τόν Ἅγιο Πορφύριο συχνά τόν συμβουλευόταν γιά πολλά πνευματικά θέματα, καθώς καί τίς ἄλλες ὁσιακές μορφές τῶν ἡμερῶν μας, τόν π. Ἀμβρόσιο, τόν Πνευματικό τῆς Μονῆς Δαδίου, καί τόν π. Ἰωάννη Καλαΐδη ἀπό τό Νεοχώρι Σιντικῆς, πού συνδεόταν μαζί του μέ στενή πνευματική φιλία.
Ἀλλ᾽ ὅπως ἀσκητική ὑπῆρξε ὅλη ἡ βιοτή τοῦ Ἐπισκόπου Ἀντωνίου, τό ἴδιο ὁσιακό ὑπῆρξε καί τό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του.
Τά ὀγδόντα πέντε ἔτη τῆς ζωῆς του, τά τριάντα ἕνα ἀπό τά ὁποῖα ὑπηρέτησε στή Ἐκκλησία ὡς Ἀρχιερέας, διακονώντας καί ὄχι διακονούμενος, ἐστέφθησαν μέ τό διάδημα τῆς χριστοειδοῦς πιστότητας.
Ὅπως τόν ὥριμο καρπό τόν προδίδει τό ἄρωμά του, ἔτσι καί τό δικό του πνευματικό ὡρίμασμα, φανερώθηκε στήν πληρότητά του στό τελευταῖο διάστημα. Σάν ὥριμο σταφύλι πού τό ἔκοψε ὁ ἀμπε- λουργός καί τό μοίρασε «εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς», ἔτσι καί τό εὐλογημένο πέρασμά του ἀπό τό ἵδρυμα τοῦ πόνου, ἦταν «ξένη γεύση» γιά τούς πολλούς.
Ἀλλά, καί στό Μοναστήρι τῆς Παναγίας στό Μικρόκαστρο, ὅπου ἐπί δύο μῆνες μᾶς δόθηκε ἡ δυνατότητα, στίς Μοναχές, στούς Κληρικούς καί στούς Μοναχούς τῆς Μητρόπολής μας νά τόν διακονήσουμε, ὁ σοφός Ἱεράρχης ἄδειασε τή σοφία του, τό ἄρωμα τῆς ὑπομονῆς του, τούς ὑπαινιγμούς γιά τίς μυστικές θεοκοινωνίες του, καί ἄφησε τό ρεῦμα τῆς στοργῆς του νά ξεσπάσει, γιατί μέχρι τό βαθύ του γῆρας σάν ἀκέραιος μοναχός τό συγκρατοῦσε διακριτικά.
Οἱ τελευταῖες ἰατρικές προσπάθειες στό χειρου- ργικό κρεββάτι ἀπέβησαν ἄκαρπες. Τό ταξίδι γιά τήν αἰωνιότητα ἄρχισε τό πρωΐ τοῦ Σαββάτου στή μνήμη τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τῆς Ζακύνθου καί Δανιήλ τοῦ Προφήτου, γιά τόν αἰώνιο Σαββατισμό στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά ἡ κλεψύδρα τοῦ χρόνου, συντέμνει βίαια τήν διά λόγου εὐγνώμονα ἀναφορά μας στό πολυσέβαστο πρόσωπο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου καί Γέροντα Κυροῦ Ἀντωνίου.
«Ἐξ ὅσων ἐλέχθησαν», γιά νά χρησιμοποιήσουμε καί κάποια ἀπό τίς συνήθεις ἐκφράσεις του, «συνάγεται τό συμπέρασμα» ὅτι ὁ κυρός Ἀντώνιος ὑπῆρξε φωτεινός ἀστέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, πρότυπο Ἱεράρχου καί Ποιμένος, ἐφάμιλλος «τοῖς ἁγίοις πατράσιν ἡμῶν», ὑπέρμαχος πατρώων Παραδόσεων, ζηλωτής καλῶν ἔργων, πυρσός τῆς Εὐαγγελικῆς διδασκαλίας, καί λαμπάδα πού ἀναλώθηκε στή διακονία τοῦ πιστοῦ λαοῦ.
Μετά τή δύση ὅμως «τοιούτου ἀνδρός» ποιός θά ἀτένιζε ἐπίδοξα στόν χηρεύσαντα Ἐπισκοπικό θρόνο; Ἡ σκιά τοῦ ἐκλιπόντος αἰωροῦνταν βαρειά. Ποιός θά παρελάμβανε ἐπάξια τή σκυτάλη;
 Μόνον ἐκεῖνος πού ὁ ἴδιος ὁ μακαριστός τόν εἶχε ἄξιο νά ἀνεβῆ σέ Ἐπισκοπικό θρόνο. Πράγματι, σέ ἀνύποπτο χρόνο, ὅταν κάποτε ἐπέστρεψε ἀπό Ἐκλογή Ἐπισκόπου, μέ τήν ὁποία δέν συμφωνοῦσε, τόν ρώτησε κάποια Ἀδελφή: «Σεβασμιώτατε, δέν ὑπάρχουν ἄξιοι ὑποψήφιοι;». Ἐκεῖνος ἀπάντησε:
«Ὑπάρχουν. Εἶναι ἕνας Παῦλος Ἰωάννου..!» καί κουνοῦσε θαυμαστικά τό κεφάλι του. Ἦταν ἄραγε τυχαῖο πού ἀνέφερε τό ὄνομα τοῦ Ἐπισκόπου μας ἤ ἦταν τό διορατικό του χάρισμα, μέ τό ὁποῖο εἶχε ἐντοπίσει τίς πνευματικές προϋποθέσεις τοῦ μελλοντικοῦ διαδόχου του; Ἀσφαλῶς τό δεύτερο. Ἔτσι, τήν Ἀσκητική Ἀρχιερωσύνη τοῦ Μακαριστοῦ Ἀντωνίου διαδέχθηκε ἡ Ἀποστολική Ἀρχιερωσύνη τοῦ Ποιμενάρχου μας.
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
εὐχηθεῖτε, οἱ ἀσκητικοί κόποι καί ἱδρῶτες τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἀντωνίου, νά ἐξευμενίσουν τόν δικαιοκρίτη Θεό, καί οἱ Ἀρχιερατικές Πρεσβεῖες του πρός τόν «Πρεσβύτερο Ἀδελφό μας, τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, καί τήν Πρεσβυτέρα Ἀδελφή μας, τήν Κυρία Θεοτόκο», ὅπως συνήθιζε νά τούς ἀποκαλεῖ, νά ἀξιώσουν ὅλους ἐμᾶς, ἀκολουθώντας τά ἴχνη του, νά βρεθοῦμε ὁμοτράπεζοι στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἀμήν.

 Εὐχαριστῶ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: