Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Ομιλία εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ κατά την Κυριακήν της Ορθοδοξίας,υπό του Μητροπολίτου Λαοδικείας Θεοδωρήτου


Ομιλία
Συντεθείσα και εκφωνηθείσα
εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ
του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου
κατά την Κυριακήν της Ορθοδοξίας,
τη ΙΖ΄ Μαρτίου σ.ε., ΒΙΘ΄,
υπό του Μητροπολίτου Λαοδικείας
Θεοδωρήτου*

«Ημέρα χαρμόσυνος και ευφροσύνης ανάπλεως πεφανέρωται σήμερον∙ φαιδρότης δογμάτων γαρ των αληθεστάτων, αστράπτει και λάμπει η Εκκλησία του Χριστού, κεκοσμημένη αναστηλώσεσιν εικόνων των αγίων νυν, εκτυπωμάτων και λάμψεσι∙ και ομόνοια γίνεται των πιστών θεοβράβευτος».
(Ακολ. Όρθρου Κυριακής Ορθοδοξίας).

Παναγιώτατε Δέσποτα
Σεπτή των Ιεραρχών χορεία,
Ευσεβές της Εκκλησίας πλήρωμα,
Οι τα θεία καλώς διαταξάμενοι θεοκήρυκες Πατέρες, ώρισαν, τη πρώτη Κυριακή των Νηστειών, να εορτάζωμεν τον θρίαμβον της Ορθοδοξίας, την ανάμνησιν δηλονότι της Αναστηλώσεως των αγίων και σεπτών Εικόνων, γενομένης το έτος 843, παρά των αειμνήστων αυτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ και της μητρός αυτού Θεοδώρας, επί της πατριαρχίας του αγίου και ομολογητού Μεθοδίου Κωνσταντινουπόλεως.
Τιμώμεν σήμερον τους μεγάλους ομολογητάς της πίστεως, τους ποιμένας της Εκκλησίας, Αρχιερείς, Πρεσβυτέρους και Διακόνους, μαζί με τους μοναχούς και λαικούς, οι οποίοι ωρθοτόμησαν τον λόγον της αληθείας, θυσιάζοντες, πολλάκις, ακόμη και την ζωήν των.
Η υπεράσπισις της ορθοδόξου πίστεως παρακολουθεί την μαρτυρικήν πορείαν της Εκκλησίας, η οποία αφιέρωσε μέγα μέρος του ιστορικού χρόνου και του δυναμισμού της, διά να διαφυλάξη αυτήν ακριβώς την γνησιότητα και την αλήθειαν της πίστεως.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός υπήρξεν ο μέγας υπερασπιστής και πρόμαχος της Ορθοδοξίας κατά την εποχήν των εικονομαχικών ερίδων.  Διά δε του περιφήμου έργου του «Περί των Εικόνων», αλλά και διά του ετέρου «Έκδοσις Ακριβής Ορθοδόξου Πίστεως», το οποίον αποτελεί σύνοψιν της θεολογίας και εμπειρίας των Οικουμενικών Συνόδων και σηματοδοτεί το τέλος μιάς μακράς περιόδου διαμορφώσεως του χριστολογικού δόγματος της Εκκλησίας, συνέβαλε τα μέγιστα αφ’ ενός εις την κραταίωσιν της αληθούς πίστεως περί του θεανδρικού προσώπου του Κυρίου και αφ’ ετέρου εις την ανόθευτον παράδοσιν αυτής εις τας επερχομένας των πιστών γενεάς.
Τὸ θέμα τῆς εἰκονομαχίας δὲν ἦτο ἁπλῶς εἰκαστικόν, ἀλλὰ ὀπίσω ἀπὸ τὰς εἰκονομαχικὰς ἔριδας ὑπεκρύπτοντο καταδεδικασμέναι ὑπὸ προηγουμένων συνόδων θέσεις, διὰ τὸ πρόσωπον τοῦ Κυρίου.
Ἡ ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ συγκληθεῖσα ἐν Νικαίᾳ τὸ 787, ὑπερήσπισε τὴν τιμητικὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων Εἰκόνων.
Τὸ σκεπτικὸν τῆς Συνόδου ἐστηρίχθη εἰς τὴν ἀκράδαντον πεποίθησιν τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν ἦτο μόνο τέλειος Θεός, ἀλλὰ καὶ τέλειος Ἄνθρωπος, καὶ ὡς ἐκ τούτου, περιγραπτὸς καὶ εἰκονικὸς κατὰ τὸ ἀνθρώπινον: «Φύσει  ἀπερίγραπτος τῇ θεϊκῇ σου ὑπάρχων, ἐπ’ ἐσχάτων, Δέσποτα, σαρκωθεὶς ἠξίωσας περιγράφεσθαι∙ τῆς σαρκὸς προσλήψει γὰρ καὶ τὰ ἰδιώματα ἀνελάβου ταύτης ἅπαντα∙ διὸ τὸ εἶδος σου τὸ τῆς ἐμφερείας ἐγγράφοντες, σχετικῶς ἀσπαζόμεθα…» (προσόμοιον Ἑσπερινοῦ Ὀρθοδοξίας)  καὶ τὰς «…ἱερὰς Χριστοῦ εἰκόνας, τῆς Πανάγνου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων τιμητικῶς προσκυνήσωμεν… ἡ γὰρ τιμὴ τῆς εἰκόνος, ὡς φησὶ Βασίλειος, ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει…» (Δοξαστικὸν Ἑσπερινοῦ Ὀρθοδοξίας), ὡς ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος ἀποφαίνεται.
Διὰ τῆς σημερινῆς ἑορτῆς προβάλλεται τὸ θεανθρώπινον τοῦ Κυρίου Πρόσωπον, ἡ ἔνσαρκος εἰκὼν τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.  Ὁ Χριστὸς εἰκονίζεται ὡς Σωτὴρ καὶ Λυτρωτής, ὡς ἡ ὑποστασιωμένη Ἀλήθεια.  Μὲ τὸν Χριστὸν ἡ αἰωνία τοῦ Θεοῦ Ἀλήθεια γίνεται ἁπτὴ πραγματικότης. Ἀποκαλύπεται ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναί τι ἀφηρημένον, μία ἰδέα ἢ ἡ πρώτη κοσμολογικὴ ἀρχὴ τῆς φιλοσοφίας, ἀλλὰ ζῶσα προσωπικὴ ὕπαρξις, ἡ ὁποία ἀγαπᾷ καὶ μεριμνᾷ διὰ τὴν δημιουργίαν καὶ τὴν κορωνίδα αὐτῆς, τὸν ἄνθρωπον.
Εις το σημερινόν ευαγγελικόν ανάγνωσμα ηκούσαμεν τον Φίλιππον να προσκαλή τον Ναθαναήλ ίνα ίδη το πρόσωπον του Κυρίου: «Έρχου και ίδε» (Ιω. 1,47), και αμφότεροι διεπίστωσαν ότι εύρον την Αλήθειαν.  Δεν είναι δυνατόν και ημείς σήμερον να εύρωμεν την αλήθειαν, παρά μόνον εις τον Χριστόν Ιησούν. Η αλήθεια ταυτίζεται με τον Χριστόν, καθώς ο ίδιος διακηρύσσει ανά τους αιώνας: «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14,6).  Ο Χριστός, η ενσαρκωμένη Αλήθεια, κατά ένα μυστηριώδη τρόπον, υπάρχει και ενεργεί ως ζώσα και αληθής πραγματικότης.
Ο Χριστός υπόσχεται την διαρκή παρουσίαν του εν μέσω των μαθητών του, της Εκκλησίας του: «Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28,20).  Υπόσχεται την επιφοίτησιν του αγίου Πνεύματος, του Παρακλήτου, «ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα» (Ιω. 14,16).  Ο Παράκλητος χαρακτηρίζεται από τον Κύριον ως το «Πνεύμα της Αληθείας», το οποίον θα οδηγήση την εν Χριστώ ανθρωπότητα «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω. 16,13).
Ο Παράκλητος θα μαρτυρήση διά τον Χριστόν «όταν δε έλθη ο παράκλητος… το πνεύμα της αληθείας… εκείνος μαρτυρήσει περί εμού» (Ιω. 15,26).
Ο Χριστός υπάρχει ως ζώσα παρουσία εις τον οίκον της Πεντηκοστής, την Εκκλησίαν, διότι η Εκκλησία είναι ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας, κατά την ρήσιν του ιερού Αυγουστίνου.  Η Εκκλησία είναι το πλήρωμα του αγίου Πνεύματος, αλλά εν ταυτώ και το σώμα του Χριστού, κατά τον Παύλον. Η Εκκλησία διαφυλάττει και ομολογεί πάσαν την αλήθειαν περί του προσώπου του Θεανθρώπου Χριστού, εν αγίω Πνεύματι, διά των Προφητών, των Αποστόλων, των Μαρτύρων, των Πατέρων, των Μοναχών και των Πιστών∙ δηλαδή δι’ όλου του πληρώματός της.
Και ενώ πάντοτε η Εκκλησία κατανοεί και συγχωρεί τους αδυνάτους και αμαρτωλούς, επιχέουσα τοις τραύμασιν αυτών «έλαιον και οίνον» (Λουκ. 10,34), αποκόπτει αποφασιστικώς εκ του σώματος αυτής, όσους αρνούνται η παραμορφώνουν το πρόσωπον του Χριστού, ως νοσήσαντας ανιάτως, μη διαλείπουσα, όμως, να μεριμνά και να εύχηται διηνεκώς διά την μετάνοιαν και επιστροφήν των εις τον οίκον του Πατρός.
Η Εκκλησία δεν πολυπραγμονεί «περί πολλά» (Λουκ. 10,41), αλλά διά το μοναδικόν γεγονός, το οποίον είναι η σωτηρία και η απολύτρωσις των ανθρώπων.  Την αλήθειαν ταύτην ελησμόνουν πολλάκις ωρισμένοι χριστιανοί και έδιδον προτεραιότητα εις σχήματα και φιλοσοφίας κοσμικάς, αλλοιώνοντες, τοιουτοτρόπως, την μοναδικήν Αλήθειαν, το πρόσωπον του Χριστού, με συνέπειαν την διακύβευσιν της σωτηρίας του ανθρώπου.
Αύτη η διαπίστωσις είναι εξηκριβωμένη εις απάσας τας αιρετικάς διδασκαλίας.  Πάντοτε οι αιρεσιάρχαι έθετον ως απόλυτον κριτήριον διά την αποδοχήν και κατανόησιν της ευαγγελικής πίστεως τα σχήματα της κοσμικής φιλοσοφίας της εποχής των, εν αντιθέσει προς την Εκκλησίαν, η οποία εσαεί εστήριζε και στηρίζει την πίστιν της εις την εν Χριστώ αποκάλυψιν του Θεού εν τω κόσμω, και εις την δυνατότητα, η οποία παρέχεται εν αγίω Πνεύματι εις τον άνθρωπον, να ζήση την καινήν εν Χριστώ ζωήν, και διά της μετοχής του εις το μυστήριον της Εκκλησίας να αφθαρτίζηται και να σώζηται εν Χριστώ εις τους αιώνας.
Εις το αγωνιώδες ερώτημα, πως ημείς οι χριστιανοί του ενεστώτος αιώνος θα δυνηθώμεν, εις μίαν εποχήν συγχύσεως, ποικίλων απόψεων και, συχνάκις, πρωτοφανούς αλλοτριώσεως, να μαρτυρώμεν την Αλήθειαν του Χριστού, και πως θα γίνωμεν συμμέτοχοι της ζωής του Κυρίου, διά να δεχθώμεν την λύτρωσιν και την θέωσιν, μία απόκρισις υπάρχει:
Τον Ιησούν Χριστόν μαρτυρούμεν και ομολογούμεν διά της συνειδητής ενσωματώσεώς μας εις το σώμα της Εκκλησίας∙ διά του διαρκούς πνευματικού αγώνος μας και της καρποφορίας των αγαθών έργων της πίστεως, χάριν του Χριστού και της εικόνος αυτού, δηλαδή του ανθρώπου.
Τα αληθή μέλη της Εκκλησίας έχουν την αίσθησιν ότι συνδέονται διά της κοινής πίστεως, μεταξύ των και με τους Αποστόλους, τους Μάρτυρας, τους αγίους Πατέρας, τους Μοναχούς και Ασκητάς. Όπερ εστί μεθερμηνευόμενον, ότι συνεχίζομεν την ιστορικήν και εσχατολογικήν πορείαν της Εκκλησίας και ότι είμεθα οργανικώς συνδεδεμένοι μετά της ζωής και της παραδόσεώς της, αφού η παράδοσις δεν αφορά απλώς εις το παρελθόν, αλλά ακτινοβολεί εις το παρόν και εις το μέλλον, συνδέουσα τους πιστούς με την εν αγίω Πνεύματι εμπειρίαν της Εκκλησίας.
Εάν ο άνθρωπος απομακρυνθή από την παράδοσιν της πίστεως και της αληθείας της Εκκλησίας, από τας αποφάνσεις των Οικουμενικών Συνόδων, από την Ορθοδοξίαν, τότε αποκόπτεται από το σώμα του Χριστού και εξέρχεται, οικεία βουλήσει, της τρυφής του Παραδείσου.
Εν τη Πόλει ταύτη, τη βασιλίδι των πόλεων, ως εν άλλω παραδείσω, ελήφθη η οριστική απόφασις διά την αναστήλωσιν των αγίων Εικόνων.
Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία κατέβαλε ηρωικάς προσπαθείας διά την διαμόρφωσιν του χριστιανικού δόγματος και εχρησιμοποίησε το «πρωτείον τιμής», ως πρωτείον ευθύνης και διακονίας διά την ενότητα, την διαφύλαξιν της ορθής πίστεως και της κανονικής τάξεως της Εκκλησίας.
Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ως ο πρώτος θρόνος της Ορθοδοξίας, ήσκησε την εκκλησιαστικήν του αυθεντίαν εις το πλαίσιον της κανονικής παραδόσεως και της συνοδικής του αυτοσυνειδησίας.
Η καθημαγμένη και αγιοστόλιστος Μήτηρ Εκκλησία διακονεί επί αιώνας, με πιστότητα και αφοσίωσιν, το πλήρωμα της Εκκλησίας, πρωτοστατούσα εις έργα θυσιαστικής αγάπης και ιεραποστολικής δράσεως.  Συνεχίζει δε να υπηρετή με υπευθυνότητα και αυταπάρνησιν τας ανάγκας των κατά τόπους ορθοδόξων Εκκλησιών, διαλεγομένη προθύμως μεθ’ όλου του χριστιανικού κόσμου και καταθέτουσα την αυθεντικήν μαρτυρίαν της περί της ορθοδόξου πίστεως και ζωής.
Η εμπειρία των νεωτέρων χρόνων με τας δικαιοδοσιακάς διεκδικήσεις απέδειξε τον σημαντικόν ρόλον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αναφορικώς με την προαγωγήν των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών σχέσεων.
Η σύγκλησις και η λειτουργία των Πανορθοδόξων και Προσυνοδικών διασκέψεων, και ιδιαιτέρως της Αγίας και Μεγάλης, προ τριετίας, εν Κρήτη συγκροτηθείσης Συνόδου, προβάλλουσι την υπεύθυνον διακονίαν της Μεγάλης Εκκλησίας των του Χριστού πενήτων.
Διά των συντονιστικών αρμοδιοτήτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου επιτυγχάνεται η διασφάλισις των αρμονικών σχέσεων των κατά τόπους ορθοδόξων Εκκλησιών, εντός των ορίων της ορθοδόξου παραδόσεως και πνευματικότητος.
Ο Οικουμενικός θρόνος ήσκησε και ασκεί πάντοτε το πρωτείον τιμής και διακονίας με σύνεσιν και ευθύνην, ως ακοίμητος φρουρός και άγγελος αγαθός, έχων ως κριτήριον την μακραίωνα ορθόδοξον αυτοσυνειδησίαν και την εκκλησιαστικήν πατερικήν παράδοσιν και ευταξίαν.
Όμως, δεν δύναμαι, κατά την ιεράν ταύτην στιγμήν, να μη αναφερθώ αξιοχρέως εις την θυσιαστικήν διακονίαν της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ο οποίος με την δυναμικήν  προσωπικότητα και την λιπαράν θεολογικήν και κανονικήν κατάρτισίν του, στηρίζει, χάριτι θεία, την διορθόδοξον αποστολήν του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ταυτοχρόνως παραμένει ο σύνδεσμος των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Συνεπεία τούτου, με αίσθησιν βαθείας  ευθύνης και αποστολικής τόλμης, ο δραστήριος και οραματιστής Πατριάρχης μας παρεχώρησε προσφάτως τον Τόμον της Αυτοκεφαλίας εις την Εκκλησίαν της Ουκρανίας, ώστε να δώση την ενδεδειγμένην και πλέον πρόσφορον λύσιν εις το χρονίζον εκκλησιαστικόν πρόβλημα της εν λόγω χώρας.
Παναγιώτατε Δέσποτα,
Η υμνογραφία της ευσήμου ταύτης ημέρας αναφέρεται, ως εικός, εις το Πρόσωπον του Χριστού, της προσωποποιημένης Αληθείας, η οποία γίνεται συγκεκριμένη και ορατή, διά της του Λόγου σαρκώσεως.
Αι εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και των Αγίων, τας οποίας σήμερον εξαιρέτως τιμώμεν, γίνονται Μέσα διά των οποίων η αλήθεια του Χριστού παρουσιάζεται ζωντανή και αξιομίμητος, ιδιαιτέρως με την αφαιρετικήν τεχνοτροπίαν και την μυσταγωγικήν και λειτουργικήν έκφρασιν της ορθοδόξου εικονογραφίας.
Διά τούτο, όταν οι Ορθόδοξοι προσκυνώμεν τας αγίας εικόνας, υποκλινώμεθα εις το μυστήριον του ενανθρωπήσαντος Λόγου, ομολογούντες ότι: «Ένα Κύριον και Θεόν γινώσκομεν, εν Τρισίν υποστάσεσι προσκυνούμενον και αυτώ μόνω λατρεύομεν… (Οίκος της εορτής), εις τους αιώνας∙ αμήν».


*Ην και ευλαβώς αφιεροί ο πονήσας τη Α.Θ.Π., τω Αρχιεπισκόπω Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικώ Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίω, ως ελάχιστον τεκμήριον τιμής, ευγνωμοσύνης αγάπης και ολοθύμου αφοσιώσεως.

Δεν υπάρχουν σχόλια: