Κυριακή 12 Απριλίου 2020

“Από τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων στὴν Κυριακή του Πάσχα: Βιώματα στὴ “Χαρμολύπη τῆς Ἐκκλησίας” - Παναγιώτη Σπ. Μαρτίνη


“Από τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων στὴν Κυριακή του Πάσχα: 
Βιώματα στὴ “Χαρμολύπη τῆς Ἐκκλησίας”

Παναγιώτη Σπ. Μαρτίνη

Μὲ τὸ τέλος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καὶ τῆς νηστείας ποὺ τὴν συνοδεύει, πρὶν εἰσέλθουμε στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, σύμφωνα μὲ τὸ Δοξαστικὸ ἰδιόμελο τῆς Παρασκευῆς πρὸ τῶν Βαϊων, “Τὴν ψυχοφιλὴ πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, καὶ τὴν ἁγίαν Ἑβδομάδα τοῦ Πάθους Σου, αἰτῶμεν κατιδεῖν Φιλάνθρωπε...”, δήλ. τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή, ἡ Ἐκκλησία μᾶς γιορτάζει δύο γεγονότα θριάμβου καὶ νίκης. Καί, ἐνῶ οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν προετοιμαστεῖ μὲ ὅλα τὰ κατανυκτικὰ λατρευτικὰ μέσα γιὰ νὰ βιώσουν τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ θείου Πάθους, ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ δύο αὐτὰ θριαμβευτικὰ γεγονότα θέλει νὰ μᾶς ὑπενθυμίσει ὅτι ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς προετοιμασίας καὶ τὸ τέρμα αὐτῆς τῆς πορείας εἶναι ἡ Ἀνάσταση, δήλ. ὁ θρίαμβος καὶ ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τοῦτο γιατί στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ποτὲ δὲ μιλᾶμε μόνο γιὰ λύπη ἢ χαρά, ἀλλὰ γιὰ “χαρμολύπη” καὶ “χαροποιὸν πένθος”.
Ἡ Βαϊφόρος, λοιπόν, ἢ ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ὅπως καλεῖται ἡ πρὸ Πάσχα Κυριακή, μαζὶ μὲ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου, μᾶς προϊδεάζουν γιὰ τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, τῆς ὁλοκληρωτικῆς νίκης τῆς ζωῆς κατὰ τοῦ θανάτου.

Στὸ κοινὸ Ἀπολυτίκιο τῶν δύο αὐτῶν ἑορτῶν καὶ γεγονότων, ποὺ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἤσαν ἑνωμένες σὲ μία γιορτή, ψάλλουμε:
“Την κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τού σου πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον Χριστὲ ὁ Θεός· ὅθεν καὶ ἠμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητὴ τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου”.
Ὁ θάνατος στὴν περίπτωση τοῦ Λαζάρου γίνεται ἁπλὰ “κοίμησις”, ἀφοῦ, κατὰ τὸν Κύριον “Λάζαρος ὁ φίλος ἠμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἴνα ἐξυπνήσω αὐτόν” (Ἰωάν. Ἴα, 11). Καὶ “τὴ ἐπαύριον (τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου) ὁ ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθῶν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βάϊα τῶν Φοινίκων καὶ ἐξῆλθον  εἰς ὑπάντησιν αὐτῶ, καὶ ἐκραύγαζον· “ὠσσανά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου...” (Ἰωάν. Ἴβ, 1-14).
Ἔτσι ἡ Βαϊφόρος ἡ Κυριακὴ τῶν Βαϊων γίνεται μία δεσποτικὴ γιορτὴ μὲ θριαμβευτικὸ χαρακτήρα καὶ μὲ τὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ στὸν θάνατο, μετὰ τὴν ἀνάσταση καὶ τοῦ Λαζάρου, μία ἡμέρα πρὶν ἀρχίσει νὰ ἐξιστορεῖται τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι τόσον ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου μὲ τὸν κατανυκτικό της χαρακτήρα, ὅσο καὶ τὴν Πεντηκοσταρίου μὲ τὸν ἀναστάσιμο περιέχουν καὶ τὰ δύο στοιχεῖα, τῆς χαρᾶς καὶ τῆς λύπης δηλαδὴ τὸ “χαροποιὸν πενθος”ὴ τὸ Σταυρὸ-ἀναστάσιμο στοιχεῖο.
Ὁ ἄγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἂρχ/πὸς Θεσσαλονίκης καὶ ὁ κὰτ΄ ἐξοχὴν θεολόγος τοῦ Ἡσυχασμοῦ, στὴν ἰὲ΄ ὁμιλία του, ποὺ ἐκφωνήθηκε τὴν Κυριακὴ τῶν Βαϊων, ἀρχίζει ὡς ἑξῆς: “Ἐγγίζει γὰρ ἡ τῶν σωτηρίων τοῦ Χριστοῦ παθημάτων ἀνάμνησις  καὶ τὸ καινὸν καὶ μέγα καὶ πνευματικὸν Πάσχα… καὶ προκηρύττει τοῦτο Λάζαρος ἐκ τοῦ ἅδου ἐπανελθῶν καὶ φωνὴ καὶ προστάγματι μόνω Θεῶ, τοῦ ζωῆς ἔχοντος καὶ θανάτου τὴν ἐξουσίαν ...καὶ προανυμούσι παῖδες καὶ λαὸς ἄκακος ἐπιπνοία τοῦ θείου πνεύματος...”. Δηλαδὴ πλησιάζει ἡ ἀνάμνηση τῶν σωτηρίας παθημάτων τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ καινὸ καὶ μέγα καὶ πνευματικὸ Πάσχα…
Καὶ τὸ προαναγγέλλει ὁ Λάζαρος ποὺ ἐπανῆλθε  ἀπὸ τὸν ἅδη μὲ τὸ πρόσταγμα καὶ τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ μόνος αὐτὸς ἔχει τὴν ἐξουσία στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο… καὶ προανυμνοῦν τὰ γεγονότα αὐτὰ (Πάθος & Ἀνάσταση) καὶ ὁ ἄκακος λαὸς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἄγ. Πνεύματος.
Ἐπίσης καὶ ὁ ἄγ. Κύριλλος, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (5ος αἵ.) στὴ 13η ὁμιλία του στὴν ἑορτὴ τῶν Βαϊων τονίζει τὸν πανηγυρικὸ χαρακτήρα τῆς ἡμέρας. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀναφέρει: “Ἀνυμνήσωμεν καὶ ἐορτάσωμεν σήμερον… μὴ μόνον τὴ χειρί, ἀλλὰ καὶ τὴ ψυχὴ βαϊα κατέχοντες… μετὰ ἀγγέλων ὑμνήσωμεν, μετὰ τῶν παίδων δοξάσωμεν· μετὰ Βηθανίας σκιρτήσωμεν, μετὰ Λαζάρου τῶν νεκρῶν ἔργων ἀναστώμεν”. Καὶ μὲ αὐτὰ τὰ συναισθήματα ποὺ μᾶς δημιουργοῦν οἱ δύο αὐτὲς πανηγυρικὲς ἡμέρες εἰσερχόμαστε στὴν κὰτ΄ ἐξοχὴν κατανυκτικὴ περίοδο τῆς Μ. Ἑβδομάδος , ποὺ οἱ ἀκολουθίες, τῆς ἰδιαίτερα ἡ ὑμνολογία, τονίζουν τὴ “χαρμολύπη” τῶν ἡμερῶν. Ἰδιαίτερα ἡ Μ. Παρασκευή, ἡμέρα πένθους καὶ λύπης, ἀφοῦ, “τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ πάθη τοῦ Κυρίου...ἐπιτελοῦμεν...” καὶ ἡ Κυριακή του Πάσχα, ἡμέρα Φωτὸς καὶ Χαρᾶς, ἀφοῦ “αὐτὴν τὴν ζωηφόρον Ἀνάστασιν ἐορτάζομεν...” ἔχουν χαρακτήρα σταυρὸ-ἀναστάσιμο. Καὶ τὸ χαρακτήρα τῶν ἁγίων αὐτῶν ἡμερῶν θὰ τὴν βροῦμε στὰ τροπάρια καὶ γενικότερα στὴν ὑμνολογία, τὴν ἁγιογραφία καὶ σ΄ αὐτὸ ἀκόμη  τὸ τελετουργικό της Ἐκκλησίας.
Καὶ ἐνῶ τὴ Μ. Πέμπτη τὸ βράδυ, ὅπως καὶ στὴν θ΄ ὥρα τῆς Μ. Παρασκευῆς πρὸ τοῦ  Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ ψάλλομε: “Προσκυνοῦμέν σου τὰ πάθη Χριστέ, δεῖξον ὑμὶν  καὶ τὴν ἔνδοξόν Σου ἀναστασιν”, στοὺς αἴνους τῆς Κυριακῆς του Πάσχα ἐπαναλαμβάνουμε: “Ὑμνοῦμέν σου Χριστέ, τὸ σωτήριον πάθος καὶ δοξαζομέν Σου τὴν ἀναστασιν”. Καὶ ἐρχόμαστε στὸ Μ. Σάββατο, τὴν κὰτ΄ ἐξοχὴν σταυρὸ-ἀναστάσιμη ἡμέρα: Στὸ Συναξάρι τῆς ἡμέρας αὐτῆς διαβάζουμε χαρακτηριστικά: “Τῷ ἁγίω καὶ μεγάλω Σαββάτω τὴν θεοσωμὸν ταφὴν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν εἰς ἅδου κάθοδον ἐορτάζομεν, δὶ ὧν τῆς φθορᾶς τὸ ἡμέτερον γένος ἀνακληθὲν πρὸς αἰωνίαν ζωὴν μεταβέβηκεν”. Δήλ. μὲ τὸ θάνατο καὶ τὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου μᾶς προσφέρεται ἡ ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωή. Γὶ΄ αὐτὸ καὶ χαιρόμαστε. «Ἰδοὺ γὰρ ἦλθεν διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὄλω τῷ κόσμω...» ὁμολογοῦμε στὴν ἀναστάσιμη εὐχή. Καὶ στὸ ἀναστάσιμο τροπάριο τῶν αἴνων συμπληρώνουμε: “Ὁ Σταυρός Σου, Κύριε, ζωὴ καὶ ἀνάστασις ὑπάρχει τῷ λαῶ Σού”.
Ὅμως τὸν σταυρὸ-ἀναστάσιμο χαρακτήρα τῶν ἁγίων ἡμερῶν ποὺ θὰ διανύσουμέ μας τὸν ζωντανεύουν τρία λατρευτικὰ γεγονότα: Ὁ ὑπέροχος καὶ θεολογικότατος Κανόνας τοῦ Μ. Σαββάτου, στὸν ὁποῖον ἰδιαίτερα θὰ ἀναφερθοῦμε, ἡ βυζαντινὴ Εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ τὸ τελετουργικὸ στοιχεῖο τῆς ἡμέρας αὐτῆς, δήλ. τοῦ Μ. Σαββάτου. Καὶ τὰ τρία αὐτὰ λατρευτικὰ στοιχεῖα ἑνώνουν: Σταυρὸ – Τάφο καὶ Ἀνάσταση σὲ μία παράσταση, αὐτὴ ποὺ μᾶς παρουσιάζει ἡ εἰκόνα τῆς εἰς τὸν ἅδη καθόδου τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς γιορτάζουμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι σὰν Πάθος καὶ Ἀνάσταση. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε, δίδαξε, θαυματούργησε, σταυρώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ κατέβηκε (καὶ) στὸν ἅδη. “Ο ἐν ὑψίστοις οἰκῶν κατῆλθε μέχρις Ἅδου ταμείων”.
Ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη ποὺ ἔγινε γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, δείχνει τὴν ἀνέκφραστη συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, τὴν “ἄκρα Ταπείνωση” καὶ “Κένωσή” Του. Ὁ ἄπ. Πέτρος στὸ πρῶτο κήρυγμά του τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς αὐτό, ὅταν λέει: “Ὁ Θεὸς (τὸν Χριστὸ)  ἀνέστησε λύσας τὰς ὠδίνας τοῦ θανάτου, καθότι οὐκ ἢν δυνατὸν κρατεῖσθαι αὐτὸν (δήλ. τὸν Χριστὸ) ὓπ΄ αὐτοῦ δήλ. τοῦ θανάτου (Πράξ. 2,24).
Ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τοῦ θανάτου, ἡ λύτρωση τοῦ Ἀδὰμ καὶ γενικὰ τῶν ψυχῶν ποὺ κρατοῦσε στὴν ἐξουσία τοῦ ὁ Ἅδης εἶναι τὸ θέμα τῶν ἰ. Ἀκολουθιῶν τοῦ Μ. Σαββάτου καὶ τῆς Κυριακῆς του Πάσχα. Μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του “ὁ Ἅδης ἠχμαλώτισται, ἡ κατάρα νενέκρωται, ἡ Εὕα ἠλευθέρωται, ὁ θάνατος τὲ θανάτωται καὶ ἠμεῖς ἀζωποιήθημεν”. Δηλαδὴ μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη ὁ Ἅδης ἀνακλήθηκε αὔτη φθρὰ καὶ τὸν θάνατο, ἡ Εὕα εἶναι πλέον καὶ αὐτὴ ἐλεύθερη, ὁ θάνατος θανατώθηκε καὶ ἐμεῖς ζωοποιηθήκαμε ἀπὸ τὴν πνευματικὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὸ λοιπόν, τὸ γεγονός, ἡ εἰς “Ἅδου κάθοδος τοῦ Κυρίου”, γεγονὸς κὰτ΄ ἐξοχὴν σωτηριολογικὸ εἶναι τὸ θέμα τοῦ σταυροαναστάσιμου κανόνα τοῦ Μ. Σαββάτου, ὁ ὁποῖος ἀρχίζει μὲ τὸ “Κύματι θαλάσσης...” (Εἱρμὸς Ἃ΄ ὠδῆς) καὶ ψάλλεται στὴν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθου του Μ. Σαββάτου, δήλ. τὴ Μ. Παρασκευὴ τὸ βράδι, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου καὶ ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὸ βράδι τοῦ Μ. Σαββάτου, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως.
Εἶναι ἕνα θαυμάσιο ποιητικὸ κείμενο, ποὺ τὸ διαπερνᾶ ὅλη ἡ θεολογία καὶ ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ μοναχὴ Κασιανὴ φέρεται ὡς ἡ ποιήτρια 4 πρώτων ὠδῶν, ἐνῶ τὶς ὑπόλοιπες 4 συνέταξε ὁ, ἐπίσης, μεγάλος ὑμνογράφος Κοσμᾶς Ἐπίσκοπος Μαϊουμά. Ὅλος ὁ Κανόνας φέρει τὴν ἀκροστιχίδα: “Καὶ σήμερον δὲ Σάββατον μέλπω μέγα”. Ἡ ἀκροστιχίδα μᾶς δείχνει τὴν ἐσωτερικὴ νοηματικὴ συνοχὴ τοῦ ποιήματος. Εἶναι δοξολογικὴ ἀνάμνηση (μέλπω) τοῦ Μ. Σαββάτου, δήλ. ἡ ζωοποίηση ὁλόκληρού του ἀδαμιαίου γένους (τῆς ἀνθρωπότητας), ποὺ περνάει μέσα ἀπὸ τὸ σταυρικὸ θάνατο καὶ τὴν Ταφὴ τοῦ Κυρίου.
Κὰτ΄ ἀρχὴν στὸν Ι. Κανόνα ζωντανεύουν ὅλα τὰ γεγονότα τῆς Π.Δ., γιατί αὐτὰ μας παραπέμπουν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι στὴν Ἃ΄ ὠδὴ ἔχουμε  τὸ γεγονὸς μὲ τὴ διάβαση τῆς Ἐρυθρὰς θάλασσας, ὅπου ὁ Θεὸς θαυματουργικὰ ἐλευθερώνει τοὺς Ἰσραηλίτες  ἀπὸ τὴν σκλαβιὰ τῶν Αἰγυπτίων. Ὅμως τὰ παιδιά, δήλ. οἱ ἀπόγονοι αὐτῶν (δήλ. τῶν Ἰσραηλιτῶν) “ὑπὸ γῆν ἔκρυψαν”, ἐθανάτωσαν καὶ ἐνταφίασαν τὸν Θεὸ ποὺ τοὺς εἶχε ἐλευθερώσει. Στὴν Δ΄ ὠδὴ ἔχουμε τὴν προφητεία τοῦ Ἀββακοὺμ σχετικὰ μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη γιὰ νὰ “ἐπισυνάξει πάντα τὰ ἔθνη καὶ εἰσδέξεται πρὸς αὐτὸν πάντας τοὺς λαούς” (Β΄,5). Ὁ προφήτης δοκιμάζει μεγάλη ἔκπληξη “ἐξεστηκῶς ἐβόα· σὺ δυναστῶν διέκοψας κράτος, ἀγαθέ, ὁμιλῶν τοῖς ἐν ἅδη, ὡς παντοδύναμος”. Παρόμοια ὅραση βρίσκουμε καὶ στὸν προφήτη Ἠσαΐα (ὠδὴ Ε΄). Εἶδε  μία θεοφάνεια, δήλ. τὸ Θεὸ νὰ γίνεται ἄνθρωπος, ποὺ φανερώθηκε ὡς “Φῶς ἀνέσπερον”. Γὶ΄ αὐτὸ “ἐκ νυκτὸς ὀρθρίσας, ἐκραύγαζεν· ἀναστήσονται οἱ νεκροὶ καὶ ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις καὶ πάντες οἱ ἐν τὴ γῆ ἀγαλιάσσονται”. Ἡ κατάλυση τοῦ Ἅδη πραγματοποιεῖται μὲ τὸν ἑκούσιο θάνατο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος “κατῆλθεν μέχρις Ἅδου ταμείων”, ἴνα πληρώση τὰ πάντα” μὲ τὴ δόξα Του. Ὅλο αὐτὸ τὸ ἐξαίσιο περιεχόμενο τὸ ἐκφράζει θαυμάσια τὸ τροπάριο τῆς ἃ΄ ὠδῆς: “Ἴνα σου τῆς δόξη τὰ πάντα πληρώσης, καταπεφοίτηκας ἐν κατωτάτοις τῆς γής· ...καὶ ταφεῖς φθαρέντα μὲ καινοποιεῖς φιλάνθρωπε”. Δήλ. Κύριε, κατέβηκες στὰ κατώτατα μέρη τῆς γὴς (δήλ. στὸν Τάφο τὸν Ἅδη) γιὰ νὰ γεμίσεις τὰ πάντα μὲ τὴν λαμπρότητα τῆς δόξης σου ...καὶ ἀφοῦ, ἐτάφης, ἀναγεννᾶς καὶ κάνεις νέον ἄνθρωπο ἐμένα, ποὺ ὑπέστη τὴν φθορὰ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ καινοποίηση δήλ. ἡ ἀνακαίνιση τοῦ φθαρέντος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀνθρώπου πραγματοποιεῖται μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη. Ὁ Ἅδης δέχτηκε στὰ σπλάγχνα τοῦ  “βροτὸν τεθεωμένον”, τὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο. Πολὺ χαρακτηριστικὰ περιγράφει αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος στὸν Κατηχητικό του λόγο. Ὁ Ἅδης γράφει: “Ἔλαβε σῶμα καὶ Θεῶ περιέτυχεν. Ἔλαβε γῆν καὶ συνήντησεν οὐρανῶ· ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπεν καὶ πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε”. Δήλ. Δέχτηκε ἕναν ἄνθρωπο “κατάστικτον τοῖς μώλωψι”, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ φανταστεῖ, πὼς εἶναι ὁ «πανσθενουργὸς Θεός». Γὶ΄ αὐτὸ καὶ ὁ θάνατος πικραίνεται καὶ συντρίβεται, “μεταστοιχειώνεται σὲ ἄφθαρτη ζωή”. “Ο ἅδης Λόγε, συναντήσας σοὶ ἐπικράνθη, βροτὸν ὁρῶν τεθεωμένον, κατάστικτον τοῖς μώλωψι καὶ πανθενουργόν, τῷ φρικτῶ τῆς μορφῆς δὲ διαπεφώνηκεν”. Δήλ. Ὁ ἅδης, Λόγε τοῦ Θεοῦ, ὅταν Σὲ συνάντησε, πικράθηκε, ὁ ὁποῖος ἔβλεπε ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος εἶχε θεωθεῖ. Ἔβλεπεν ἄνθρωπο γεμάτο ἀπὸ τὰ στίγματα τῶν πληγῶν, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ παντοδύναμο (κατὰ τὴ θεότητα)· Δία τοῦτο, ἀπὸ τὸ φρικτὸ τοῦτο θέαμα ἔπεσε νεκρός.
Οἱ θελογικὲς αὐτὲς ἐκφράσεις τῶν ὑμνογράφων, φαίνεται, ὅτι εἶναι ἐπηρεασμένες ἀπὸ τὸν Κατηχητικὸ λόγο τοῦ ἄγ. Ἰωάν, τοῦ Χρυσοστόμου, ὅπως τὶς ἀκοῦμε τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία. “Εσκύλευσε τὸν Ἅδην ὁ κατελθῶν εἰς τὸν Ἅδην. Ἐπικρανεν  αὐτὸν γευσάμενον τῆς σαρκὸς αὐτοῦ. Καὶ τοῦτο προλαβῶν Ἠσαΐας ἐβόησεν. Ὁ Ἅδης, φυσίν, ἐπικράνθη συναντήσας σοὶ κάτω. Ἐπικράνθη καὶ γὰρ κατηργήθη. Ἐπικράνθη καὶ γὰρ ἐν  ἐνεπαίχθη. Ἐπικράνθη καὶ γὰρ καθηρέθη… Ποῦ σου θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σου Ἅδη τὸ νίκος; Ἀνέστη Χριστὸς καὶ σὺ καταβέβλυσαι...”.
Μὲ τὶς παραπάνω σκέψεις, ποὺ ἐκφράζουν τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, καταλαβαίνουμε γιατί ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ θανάτωσε τὸν θάνατο, ποὺ “εἶναι τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας” κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ἀφοῦ “ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτω θάνατον πατήσας”, Ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου πραγματοποιεῖται στὴν ἀνθρώπινη Φύση Του ποὺ εἶναι ὅμως μαζί της ἑνωμένη “ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καὶ ἀχωρίστως” ἡ θεία Φύση. Αὐτὴ τὴ Χριστολογία ἐκφράζει ὡραιότατα τὸ τροπάριο τῆς Ζ΄ ὠδῆς: “Μία ὑπῆρχεν ἡ ἐν τῷ ἅδη ἀχώριστος καὶ ἐν τάφω καὶ ἐν τὴ Ἐδὲμ Θεότης Χριστοῦ σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι...”. Τὴν ἴδια Χριστολογία ἐκφράζει καὶ τὸ Δοξαστικό της Ἐ΄ ὠδῆς: “Ἀνηρέθης, ἂλλ΄ οὐ διηρέθης, Λόγε, ἢς μετέσχες σαρκός· εἰ γὰρ καὶ λέλυταί σου ὁ ναὸς ἐν τῷ καιρῶ τουπάθους, ἀλλὰ καὶ οὕτω μία ἢν ὑπόστασις τῆς θεότητος καὶ τῆς σαρκός σου· ἐν ἀμφοτέροις γὰρ εἰς ὑπάρχεις Υἱός, Λόγος τοῦ Θεοῦ, Θεὸς καὶ ἀνθρωπος”. Δήλ. Θανατώθηκες σωματικῶς, Λόγε τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν χωρίστηκες κατὰ τὴ θεότητα, ἀπὸ τὴ Σάρκα ποὺ προσέλαβες. Διότι, ἂν καὶ κατὰ τὸ διάστημα τοῦ Πάθους Σου ἐγκρεμίστηκε ὁ Ναὸς τοῦ Σώματός Σου, ἐν τούτοις καὶ πάλι καὶ τῆς θεότητός Σου καὶ τῆς ἀνθρωπίνης Φύσεώς Σου μία ἦταν ἡ ὑπόσταση. Διότι καὶ στὶς δύο φύσεις Σου (τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη) ἕνας εἶσαι κατὰ τὴν ὑπόσταση Υἱός, Λόγος τοῦ Θεοῦ, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος.
Ὅμως μὲ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ ἔπαθε “ἡ τῆς σαρκὸς χοϊκὴ οὐσία, ἂλλ΄ ἡ θεότης  ἀπαθὴς διέμεινε”.  Ἔτσι ἡ ἀπαθής, ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωὴ τοῦ Θεοῦ “μετεστοιχείωσε τὸ φθαρτὸν πρὸς ἀφθαρσίαν καὶ ἀφθάρτου ζωῆς ἔδειξε πηγὴν ἑξαναστάσεως”. Εἶναι θαυμάσιες καὶ ἀνυπέρβητες οἱ ἐκφράσεις τοῦ Ι. Κανόνος πάνω στὸ ὕψιστο αὐτὸ θέμα: “Δία θανάτου τὸ θνητόν,διὰ ταφῆς τὸ φθαρτὸν μεταβάλλεις· ἀφθαρτίζεις γὰρ θεοπρεπέστατα, ἀπαθανατίζων τὸ προσλημμα· ἡ γὰρ σάρξ σου διαφθορὰν οὐκ εἶδε, Δέσποτα, οὐδὲ ἡ ψυχή σου εἰς Ἅδου ξενοπρεπῶς ἐγκαταλέλειπται” (Δ΄ὠδή). Δήλ. Κύριε, μὲ τὸ θάνατο καὶ τὴν ταφή Σου μεταβάλλεις σὲ ἀθανασία καὶ ἀφθαρσία τὸ φθαρτὸ ἀνθρώπινο γένος. Διότι καθιστᾶς ἄφθαρτο μὲ τὸ νὰ δώσης ἀθανασία στὴ (θνητὴ) Σάρκα ποὺ προσέλαβε ἡ θεϊκή Σου Φύση, Ἔτσι οὔτε ἡ Σάρκα σου δὲν ὑπέστη φθορὰ οὔτε καὶ ἡ ψυχή Σου ἔμεινε (φυλακισμένη) στὸν Ἅδη.
Μὲ τὸ θάνατο καὶ τὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου ἔχουμε καὶ τὸ σωστὸ καὶ ἀληθινὸ νόημα τοῦ “σαββατισμού”. Δήλ. Τὸ μυστήριο τοῦ Μ. Σαββάτου, ὅπου ὁ Θεὸς μὲ τὸ θάνατό Του “ἀνακτὰ” (=ἀποκτᾶ ἐκ νέου) τὰ σύμπαντα (κτίσης, ἄνθρωπο), ὅπως τὰ εἶχε δημιουργήσει, ἀλλὰ μὲ τὴν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος τὰ ὁδήγησε στὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Μ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔχουμε καὶ τὸν πραγματικὸ ἁγιασμὸ τοῦ Σαββάτου, ποὺ μὲ τὸ Νόμο τῆς Π.Δ. δόθηκε ὡς ἡμέρα ἀργίας, λόγω τῆς καταπαύσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῶν ἔργων Του. Διαβάζουμε στὴ Δ΄ ὠδὴ τοῦ Κανόνα: “Ἑβδόμην σήμερον ἠγιάσας, ἢν εὐλογήσας πρίν, καταπαύσει τῶν ἔργων· παράγεις γὰρ τὰ σύμπαντα καὶ καινοποιεῖς σαββατίζων, Σωτήρ μου, καὶ ἀνακτώμενος”. Δήλ. Σωτήρ μου, τὴν ἑβδόμη ἡμέρα, τὴν ὁποίαν εἶχες εὐλογήσει παλαιότερα μὲ τὴν κατάπαυση ὅλων τῶν ἔργων Σου, σήμερα τὴν ἁγίασες μὲ τὴν ἐν τάφω σωματική Σου ἀνάπαυση. Διότι μὲ τὴν Ταφὴ καὶ Ἀνάστασή Σου καταργεῖς ὅλα τὰ παλαιὰ καὶ τὰ κάνεις νέα.
Τὸ μυστήριο τῆς νέκρωσης τοῦ Χριστοῦ συγκλονίζει “τὰ ὑπερκόσμια καὶ τὰ ὑποχθόνια”, τὰ ὁποία “ἐδονεῖτο τὴ νεκρώσει σού”. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ τεθεωμένος βροτός” (ἄνθρωπος), ποὺ γίνεται “πρωτότοκος τῶν νεκρών”, γιατί μὲ τὴ ζωαρχικὴ Τοῦ παλάμη “τὰ τοῦ θανάτου κλεῖθρα διεστάραξε καὶ ἐκήρυξε τοῖς ἂπ΄ αἰῶνος ἐκεῖ (εἰς τὸν Ἅδη) καθεύδουσι λύτρωσιν ἀψευδῆ...”. Δήλ. Μὲ τὸ πανίσχυρο χέρι Σου, Κύριε, συνέτριψες τοὺς μοχλοὺς τοῦ θανάτου καὶ στοὺς ἐκεῖ (στὸν ἅδη) κοιμωμένους ἐκήρυξες λύτρωση ἀληθινή...”.
Σύμφωνα μὲ τὴν ἀνάλυση τοῦ ἁγιογράφου, ἱερομονάχου Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνά, ὁ Ἅδης ὅπου συντελεῖται ἡ σωτηρία τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἡ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου, παρουσιάζεται στὴν εἰκόνα σὰν μαύρη ἄβυσσος, σὰν σπήλαιο σκοτεινό. Σὸ κέντρο τοῦ Ἅδη στέκεται μὲ ὅλη Του τὴ δόξα ὁ Χριστός. Τὸ πρόσωπό Του αὐστηρὸ ἀλλὰ φιλάνθρωπο μὲ φωτεινὰ καὶ “ἀπαστράπτοντα” ἐνδύματα. Ὁλόκληρος ὁ Χριστὸς περιβάλλεται ἀπὸ φωτεινὸ κύκλο ἢ ἀπὸ ὠοειδῆ δόξα ποὺ σχηματίζεται ἀπὸ ἀκτίνες, ποὺ συμβολίζουν τὴ θεότητά Του, τὸ ἄκτιστο Φῶς τῆς χάριτος, τὴ φωτεινὴ διάσταση τῆς παρουσίας «τοῦ Κυρίου τῆς Δόξης». Ὁ Χριστός, λοιπόν, βρίσκεται στὸν Ἅδη, ἀφοῦ σὰν ἄνθρωπος πέθανε. Ἡ ψυχὴ Τοῦ βέβαια χωρίστηκε μὲ τὸ θάνατο ἀπὸ τὸ σῶμα Του, ἔμεινε ὅμως ἑνωμένη μὲ τὴ θεία Τοῦ Φύση. Ὁ Κύριος βρίσκεται  στὸν Ἅδη, ὄχι ὅμως δεσμώτης καὶ αἰχμάλωτος, ἀλλὰ Νικητὴς καὶ Σκυλευτῆς τοῦ Ἅδη: «Σήμερον ὁ Ἅδης στένων βοᾶ. Κατελύθη μου ἡ ἐξουσία, ἐδεξάμην θνητήν, ὥσπερ ἕνα τῶν θανόντων. Τοῦτον δὲ κατέχειν ὅλως οὐκ ἰσχύω, ἂλλ΄ ἀπολῶ μετὰ τούτου ὧν ἐβασίλευον· ἐγὼ εἶχον τοὺς νεκροὺς ἂπ΄ αἰῶνος, ἀλλὰ οὗτος ἰδοὺ πάντας ἐγείρει…», ἀκοῦμε στὴν ἀκολουθία τοῦ Μ. Σαββάτου σ΄ ἕνα ἀπὸ τὰ στιχηρὰ τοῦ Ἑσπερινοῦ. Σήμερα ὁ ἅδης στενάζων ἀναφωνεῖ: Καταργήθηκε ἡ ἐξουσία μου! Δέχθηκα ἕνα θνητὸ ὡσὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν πεθάνει· Αὐτὸν ὅμως δὲν μπορῶ νὰ κρατήσω στὴν κυριαρχία μου. Ἐγὼ εἶχα στὸ βασίλειό μου τοὺς νεκροὺς ἂπ΄ αἰώνων, ἂλλ΄ Αὐτὸς τώρα ὅλους θὰ τοὺς ἀναστήσει…».
Ὁ ζωοδότης Χριστὸς στὸν Ἅδη! Ὅπου τὸ φῶς, ἐκεῖ διαλύεται τὸ σκοτάδι. Ὅπου ἡ ζωή, ἐκεῖ καταργεῖται ὁ θάνατος. Τὸ σκοτάδι τοῦ Ἅδη γεμίζει ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτὸς οὐρανὸς τὲ καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια» (Ἀπὸ τὸν Ὄρθρο τῆς Ἀναστάσεως). Καὶ τὸ ἀπολυτίκιο τῆς Θ΄ ὥρας συμπληρώνει: «Ὄτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἀθάνατος, τότε τὸν Ἅδη ἐνέκρωσας τὴ ἀστραπὴ τῆς θεότητος…».
Καὶ ἡ ἀνάλυση τῆς εἰκόνας συνεχίζεται: Τὰ ἄχραντα πόδια τοῦ Χριστοῦ πατᾶνε μὲ δύναμη πάνω σὲ δύο θυρόφυλλα, ποὺ εἶναι πεσμένα κάτω, τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο, σὲ σχῆμα σταυροῦ. Εἶναι οἱ πύλες τοῦ Ἅδη ποὺ ἔσπασε ὁ Χριστός. Συχνὰ κάτω ἀπὸ τὶς πύλες αὐτὲς ἀπεικονίζεται μέσα στὸ σκοτάδι τοῦ σπηλαίου ἕνας γέρος ἀναμαλλιασμένος καὶ γυμνός. Εἶναι δεμένος μὲ ἁλυσίδες καὶ τρομαγμένος. Ὁ γέρος αὐτὸς συμβολίζει τὸ θάνατο, τὸν ἄρχοντα τοῦ σκότους. Σὲ ὁρισμένες  εἰκόνες ἐξιστοροῦνται ἄγγελοι «νὰ δένουν τὸν Βεελζεβούλ». Γύρω ἀπὸ τὶς πύλες καὶ τὸ δέσιμο τοῦ σατανᾶ εἶναι πεταμένα καὶ σκορπισμένα κλειδιά, σύρτες καὶ μοχλοί. Ἡ Ἐκκλησία ψάλλει σχετικά: Πύλας χαλκὰς συνέτριψας καὶ μοχλοὺς σιδηροῦς συνέθλασας, Χριστὲ ὁ Θεὸς «τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων πεπτωκὸς ἀνέστησας» (Στιχηρὸ Ἀναστάσιμο).
Ὁ Χριστὸς ἀπεικονίζεται νὰ κρατᾶ στὸ ἀριστερό Του χέρι ἕνα εἰλητάριο, ποὺ συμβολίζει τὸ κήρυγμά Του στὶς φυλακισμένες ψυχὲς στὸν Ἅδη. Σὲ ἄλλες εἰκόνες ἀντὶ εἰλητάριο κρατάει Σταυρό, τὸ σύμβολο τῆς νίκης κατὰ τοῦ θανάτου, ἀφοῦ «ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὄλω τῷ κόσμω…». Μὲ τὸ δεξί Του χέρι κρατάει ἢ ἀνασταίνει, τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Τάφο, ἐνῶ ἡ Εὕα σηκώνει τὰ χέρια τῆς ψηλὰ σὲ στάση προσευχῆς. Σὲ ἄλλες ἀπεικονίσεις ὁ Χριστὸς ποὺ κατάργησε τὸν Ἅδη «τὴ ἀστραπὴ τῆς θεότητος», κρατάει  ἀπὸ τὸ χέρι  καὶ τοὺς δύο πρωτόπλαστους. Τὸν Ἀδά, «γέροντα βαθυγέρον» καὶ τὴν Εὕα «ἀσπρομαλλοῦσα γριά». Ἔτσι συμβολίζεται καὶ ἡ λύτρωση τῆς ψυχῆς τοῦ Ἀδὰμ καὶ ὅλων τῶν ψυχῶν, ποὺ χρόνια καὶ χρόνια περίμεναν τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη καί, ποὺ μὲ παράπονο καὶ ἀνυπομονησία ψιθύριζαν τὰ λόγια του προφήτη καὶ βασιλιὰ Δαβίδ: «ὁ Θεὸς λυτρώσεται τὴν ψυχήν μου ἐκ χειρὸς ἅδου, ὅταν λαμβάνη μὲ» (Ψάλμ. 48,15).
Ἀπὸ τὰ παραπάνω γίνεται φανερὸ γιατί καὶ στὰ δύο μέρη τῆς εἰκόνας στέκονται ὅλοι οἱ δίκαιοι τῶν αἰώνων μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν δίκαιο Ἄβελ. Τὸν πρῶτο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πέθανε. Τὸν πρῶτο δίκαιο, τὸν ποιμένα καὶ τὸν τύπο τῆς ἄδικης σφαγῆς τοῦ ἀρχιποιμένος Χριστοῦ. «Ἐκεῖ, στὸ χορὸ τῶν δικαίων – σύμφωνα μὲ τὴν περιγραφὴ τοῦ ἄγ. Ἐπιφανίου, ἂρχ/ποὺ Κύπρου – βρίσκεται ὁ Νῶε, ὁ τύπος Χριστοῦ ποὺ εἶναι ὁ κτίστης τῆς μεγάλης Κιβωτοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ποὺ ἡ Ἐκκλησία νὰ σώσει μὲ τὴν περιστερά, δήλ. τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὅλα τὰ θηριώδη ἔθνη ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τῆς ἀσέβειας, ἀπομακρύνοντας τὸ μαῦρο κοράκι, δήλ. τὸν διάβολο. Ἐκεῖ βρίσκεται, ἐπίσης ὁ Ἀβραάμ, ὁ θύτης καὶ προπάτορας τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος (Χριστὸς) πρόσφερε στὸ Θεὸ τὴν πανανθρώπινη θυσία, θανατώνοντας τὸ θάνατο. Ἐκεῖ ἔμενε δεμένος ὁ Ἰσαὰκ ποὺ πιὸ πρῶτα στὸν ἐπάνω κόσμο εἶχε δεθεῖ ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ γιὰ νὰ γίνει καὶ αὐτὸς τύπος Χριστοῦ. Καὶ συνεχίζει ὁ ἄγ. Ἐπιφάνιος: «Ἐκεῖ στὸν Ἅδη βρίσκεται ὁ Ἰακώβ, ὁ Ἰωσήφ, ὁ Μωυσῆς, ὁ Δανιὴλ καὶ ὁ Ἰωνάς. Ἐκεῖ βρίσκονται ὁ θεοπάτορες Δαβὶδ καὶ ὁ Σολομώντας. Ἐκεῖ βρίσκεται καὶ ὁ Ἰωάννης, ὁ μεγαλύτερος ἂπ΄ ὅλους τους προφῆτες… Αὐτὸς ποὺ εἶναι διπλὸς προδρομοςκαι κήρυκας ζώντων καὶ νεκρῶν…».
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ δίκαιοι ἐξιστοροῦνται στὴν εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη. Ἰδιαίτερα μάλιστα ὁ Ἰωάννης ποὺ δείχνει μὲ τὸ δάκτυλό του τὸν Χριστό, ἀφοῦ, ὄχι μόνο στὴ γῆ, ἀλλὰ καὶ στὸν ἅδη ὑπῆρξε ὁ πρόδρομός Του, σύμφωνα καὶ μὲ τὸ ἀπολυτίκιο τῆς γιορτῆς του: «Χαίρων εὐαγγελίσω καὶ τοῖς ἐν Ἅδη Θεὸν φανερωθέντα ἐν σαρκί».  Γὶ΄ αὐτὸ καὶ ὅταν εἶδαν τὸν Κύριο οἱ δίκαιοι καὶ οἱ προφῆτες τὸν προϋπάντησαν, ὅπως μᾶς λέει καὶ ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Χαίροντες καὶ ἀγαλλόμενοι, ὑμνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες: Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις».
Τελειώνοντας τὴν περιγραφὴ γιὰ τὴν ὀρθόδοξη εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, λέμε πὼς «ἡ εἰς Ἅδου κάθοδος τοῦ Χριστοῦ» ἦταν ἡ ἔσχατη συγκατάβασή Του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Σύμφωνα καὶ μὲ τὸ Κοντάκιο τῆς Κυριακῆς της Σταυροπροσκυνήσεως: Οὐκέτι φλογίνη ρομφαία φυλάττει τὴν πύλη τῆς Ἐδέμ· αὐτὴ γὰρ ἐπῆλθε παράδοξος σβέσις, τὸ ξύλον τοῦ Σταυροῦ· θανάτου τὸ κέντρον, καὶ ἅδου τὸ νίκος ἐλήλαται. Ἐπέστης δὲ Σωτήρ μου βοῶν τοῖς ἐν ἅδη· Εἰσάγεσθε πάλιν εἰς τὸν Παράδεισον». Δήλ. Ἡ Φλογίνη ρομφαία δὲν φυλάει πλέον τὴν πύλη τῆς Ἐδέμ· διότι παραδόξως ἔσβησε μὲ τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ· ἀπομακρύνθηκε  τὸ κεντρὶ τοῦ θανάτου καὶ ἡ νίκη τοῦ ἅδη. Παρουσιάστηκες, Σωτήρ μου, φωνάζοντας σ΄ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονταν στὸν Ἅδη· Εἰσέλθετε πάλι στὸν Παράδεισο.
Αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀλήθεια, ἀπεικονίζει ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, δήλ. τὴν πνευματικὴ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς «τὴν πρώτη Ἀνάσταση», ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ λαός. Αὐτὴ ἡ Ἀνάσταση συμβολίζει καὶ τὴν ἐπερχόμενη δεύτερη Ἀνάσταση, τὴν Ἀνάσταση τοῦ σώματος ποὺ ἀπαρχὴ τῆς εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅπως ὑπογραμμίζει καὶ ὁ ἀείμνηστος Φώτης Κόντογλου: «Ἡ εἰκὼν τῆς καθόδου τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν Ἅδην εἶναι ἡ γνήσια εἰκὼν τῆς Ἀναστάσεως, ἢν παρέδωσαν ἠμὶν οἱ παλαιοὶ ἁγιογράφοι, σύμφωνος μὲ τὴν ὑμνωδίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκφράζει δὲ διὰ τῆς ζωγραφικῆς ὅσα ἱερὰ καὶ συμβολικὰ νοήματα ἐκφράζει ἴδια τὸ πασίγνωστον καὶ ὑπὸ πάντων ψαλλόμενον ἀπὸ παίδων ἕως γερόντων, τροπάριον: Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν…».
Μὲ αὐτὴ τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ περιγράφει τὴν «εἰς Ἅδου κάθοδον», τὸ Μ. Σάββατο τὸ πρωί, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου, καὶ πιὸ συγκεκριμένα ἀμέσως μετὰ τὸν Ἀπόστολο, ἐξέρχεται ὁ Ἱερεὺς  ἀπὸ τὸ Ἄγ. Βῆμα καὶ κρατώντας Τὴν σκορπίζει βάγια, σύμβολα νίκης τοῦ Κυρίου στὸν θάνατο, ἐνῶ ψάλλει: «Ἀνάστα ὁ Θεός, κρίνον τὴν γῆν, ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πάσι τοῖς ἔθνεσι». Στὴ συνέχεια Τὴν τοποθετεῖ ἐπάνω στὸ ἄδειο ἀπὸ τὸ Ἅγιο Σῶμα τοῦ Κυρίου, Ἐπιτάφιο, ὁ ὁποῖος συμβολίζει, ὡς γνωστόν, τὸν Τάφο τοῦ Κυρίου. Καὶ κλείνουμε καὶ τὸ τελετουργικὸ μέρος, ποὺ καὶ αὐτὸ φανερώνει τὸν σταυρὸ-ἀναστάσιμο χαρακτήρα τῶν ἡμερῶν, ἀφοῦ καὶ κατὰ τὴ νύκτα τῆς Ἀναστάσεως, ὅταν βγαίνουμε στὸ προαύλιο τοῦ Ναοῦ γιὰ νὰ γίνουμε μάρτυρες τοῦ Ἀναστημένου Κυρίου, ὁ ἄδειος ἀπὸ κόσμο καὶ σκοτεινὸς ναὸς ποὺ συμβολίζει τὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ, σὲ λίγο θὰ γεμίσει μὲ τὸ φῶς καὶ τὴ ζωὴ ποὺ χαρίζει ἡ Ἀνάσταση.
Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ ὁλοκληρώσω τὸ ἄρθρο μου αὐτό, ποὺ ξεκίνησε μὲ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως αὔριο θὰ τὴ ζήσουμε, περνάει ἀπὸ τὴ «χαρμολύπη» τῶν ἡμερῶν τοῦ Πάθους καὶ ὁλοκληρώνεται μὲ τὸ «χαροποιῶν πένθος» τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως, μ΄ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ ἄγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ μᾶς εἰσάγει καὶ στὴν οὐσία ὅλων αὐτῶν τῶν βιωμάτων:
«…Μηδεὶς ὀδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γὰρ ἐκ τοῦ Τάφου ἀνέτειλε. Μηδεὶς φοβείσθω θάνατον· ἠλευθέρωσε γὰρ ἠμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. Ἐσκύλευσε τὸν ἄδην ὁ κατελθῶν εἰς τὸν ἄδην. Ἐπικρανεν αὐτόν, γευσάμενος τῆς σαρκὸς αὐτοῦ…. Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος. Χριστὸς γὰρ ἐγερθεῖς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. Αὐτῶ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων, Ἀμήν». 

Δεν υπάρχουν σχόλια: