Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν - Π.Ε.Θ.


 Φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν

Θεουργὸν Αἷμα φρῖξον, ἄνθρωπε, βλέπων·
ἄνθραξ γάρ ἐστι τοὺς ἀναξίους φλέγων·
Θεοῦ τὸ Σῶμα καὶ θεοῖ με καὶ τρέφει·
θεοῖ τὸ πνεῦμα, τὸν δὲ νοῦν τρέφει ξένως.

Κατά τήν βραδυνή μας προσευχή, ἐφόσον πρόκειται τήν ἑπόμενη ἡμέρα νά μεταλάβουμε,  διαβάζουμε οἱ χριστιανοί τήν Ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως, στήν ὁποία περιέχονται καί τά παραπάνω προσευχητικά λόγια.  Ἄν πράγματι κατανοοῦμε αὐτά πού διαβάζουμε, συνειδητοποιοῦμε τήν μεγάλη ἀξία τοῦ ὑπερφυοῦς καί φρικτοῦ μυστηρίου: Ἡ Θεία Κοινωνία μᾶς θεοῖ, δηλαδή μᾶς θεοποιεῖ κατά χάριν, εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Θεοῦ πού, τρώγοντάς το καί πίνοντάς το, ἑνωνόμαστε πραγματικά μέ τόν Θεάνθρωπο Κύριο (Μάρκ. 14, 22-24, Ματθ. 26, 26-28, Ἰωάν. 6, 53-56, Α΄ Κορινθ. 11, 27).
Ἡ Θεία Κονωνία εἶναι πραγματική καί ὄχι συμβολική κοινωνία καί ἕνωση ἡμῶν τῶν χριστιανῶν μέ τόν Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, ἐπειδή ἀκριβῶς, κατά τήν Ὀρθόδοξη Πίστη μας, ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος τῆς Θείας Εὐχαριστίας μεταβάλλονται πραγματικά, μέ τήν παντοδύναμη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στό ἴδιο τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
 Τό ψωμί καί τό κρασί τῆς Θείας Εὐχαριστίας δέν συμβολίζουν τό Κυριακό Σῶμα καί Αἷμα, ὅπως κακόδοξα φρονοῦν οἱ Προτεστάντες, ἀλλά μεταβάλλονται μέ τρόπο ὑπερφυῆ καί ἀκατάληπτο γιά τόν φτωχό ἀνθρώπινο νοῦ, πλήν ὅμως πραγματικό, ρεαλιστικό, στό ἴδιο τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου.
Στό μέγα καί ὑπερφυές αὐτό Μυστήριο, μεταλαμβάνοντας Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, μεταλαμβάνουμε τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, καθότι, στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου, ἡ ἀνθρώπινη φύση Του, ἡ σάρκα Του καί τό αἷμα Του εἶναι ἑνωμένη ὑποστατικά μέ τήν θεότητά Του. Ἑπομένως, κοινωνώντας οἱ πιστοί τό ἄχραντο Σῶμα του καί τό τίμιο Αἷμα του, κοινωνοῦμε ταυτόχρονα καί τήν Θεία φύση τοῦ Κυρίου μας καί γινόμαστε στ’ ἀλήθεια κατά χάριν θεοί. 
Καί ἐπειδή στίς μέρες μας βέβηλος καί θρασύς ἠγέρθη λόγος ἀπό ἐπιστήμονες καί μάλιστα ἰατρούς πού πολεμοῦν τό θεοσύστατο καί θεοποιοῦν ἡμᾶς Μέγα αὐτό μυστήριο, διασπείροντας ἐπιπλέον στόν κόσμο τήν ψευδῆ εἴδηση ὅτι ἀπό τήν Θεία Κοινωνία εἶναι πολύ πιθανό νά κολλήσουμε ἰούς καί μικρόβια θανατηφόρα, πρέπει ἄμεσα νά ἀπαντηθεῖ καί νά ἀποκρουσθεῖ αὐτή ἡ προσβολή κατά τῶν ἱερῶν καί τῶν ὁσίων τῆς Πίστης μας.  
Ἡ Θεία Κοινωνία δέν εἶναι σύμβολο τοῦ Θείου σώματος καί αἵματος, καθώς εἴπαμε, ὁπότε θά ἦταν δυνατόν, στήν περίπτωση αὐτή, ὡς κοινό ψωμί καί κρασί, νά μᾶς μεταδώσει ἰούς, ἀκόμα καί ἐπικίνδυνους, ἀλλά ἀντίθετα εἶναι τό ἀληθινό Σῶμα καί τό ἀληθινό Αἷμα τοῦ Κυρίου, τοὐτέστιν ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι στό ἕνα πρόσωπό Του ἑνωμένη μέ τήν θεότητα.  Ὅπως λέμε στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία, λόγω τῆς ἑνώσεως στό ἕνα πρόσωπο (ὑπόσταση) τοῦ Θεανθρώπου τῆς Θείας μέ τήν ἀνθρώπινη φύση Του, ἡ Θεία φύση τοῦ Κυρίου ἀντιδίδει (κοινοποιεῖ) στήν ἀνθρώπινη φύση Του τά χαρακτηριστικά («τίς τελειότητες») της, τήν ἀπάθεια, τήν ἀθανασία, τήν μακαριότητα καί ὅλες τίς Θεϊκές της ἰδιότητες. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ὅταν ἐμεῖς οἱ χριστιανοί κοινωνοῦμε Σῶμα καί Αἷμα Κυρίου, πραγματικά θεωνόμαστε κατά χάριν καί μετέχουμε στίς Θεϊκές ἰδιότητες («τελειότητες»), χωρίς ὅμως ἐπ’ οὐδενί νά παύουμε νά εἴμαστε ἄνθρωποι. Πῶς εἶναι λοιπόν δυνατόν τό ὑπέρτατο αὐτό Μυστήριο πού μᾶς κάνει κατά χάριν θεούς, μᾶς ζωοποιεῖ καί μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀφθαρτίζει, αὐτό τό ἴδιο νά μᾶς μεταδίδει ἰούς θανατηφόρους;  Μόνον ὅσοι ἄπιστοι ἤ αἱρετικοί (Προτεστάντες) ἀρνοῦνται τήν πραγματική μεταβολή τῶν Εὐχαριστιακῶν Δώρων σέ Σῶμα καί Αἵμα Χριστοῦ, ἀφήνουν νά ἐμφιλοχωρήσει στό μυαλό τους ἡ ἄτοπη καί βέβηλη αὐτή σκέψη.
Ὑπάρχει πάντως καί μία περίπτωση ἡ Θεία Κοινωνία ὄντως νά μᾶς βλάψει, νά γίνει ἡ Θεία Μετάληψη «ἄνθραξ τοὺς ἀναξίους, δηλαδή τούς ἀμετανόητα ἁμαρτωλούς φλέγων», ἀλλά βεβαίως ἡ βλάβη αὐτή δέν προξενεῖται ἀπό μικρόβια καί ἰούς, ἀλλά ἀπό τήν προσέλευσή μας στό μέγα Μυστήριο χωρίς μετάνοια καί Ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν μας στόν Πνευματικό (Ἐξομολόγο). Στήν περίπτωση αὐτή, ἡ Θεία Μετάληψη, ἀντί πρόξενος ζωῆς αἰώνιας καί ἀθάνατης, γίνεται αἰτία ἀσθενειῶν ἤ ἀκόμη καί σωματικοῦ θανάτου, ὅπως ἀδιάψευστα μᾶς πληροφορεῖ ὁ οὐρανοβάμων  Ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κορινθ. 11, 27-30). Ἡ αἰτία ὅμως τῆς βλάβης εἶναι σαφῶς ἡ δική μας ἀμετανοησία, ψυχική πώρωση καί ἀναισθησία, ὄχι βέβαια τά μικρόβια!
Ἡ Θεία Εὐχαριστία (Θεία Λειτουργία) καί ὅλα τά χριστιανικά Μυστήρια τελοῦνται ἀπό τούς ἱερεῖς μας ἐντός τῶν ἱερῶν ναῶν, μέ τήν φυσική παρουσία καί τήν προσωπική συμμετοχή ἡμῶν τῶν πιστῶν. Ἡ Θεία Λειτουργία ἐπ’ οὐδενί δέν ἀντικαθίσταται ἀπό τήν ἀτομική κατ’ οἶκον προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι μέν ἀπαραίτητη, ὅμως δέν ἀναπληρώνει τήν Θεία Λειτουργία (Θεία Κοινωνία). Γι’ αὐτό καί σέ περιόδους σκληρῶν διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας (Ρωμαιοκρατία, Τουρκοκρατία, ἄθεος Κομμουνισμός), οἱ χριστιανοί κατέφευγαν λάθρα στίς κατακόμβες ἤ μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους πήγαιναν στίς λιγοστές ἐκκλησίες πού ἀπέμεναν ἀνοικτές γιά νά μετάσχουν στή Θεία Λειτουργία καί νά μεταλάβουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι τό κεντρικό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας, πού συγκροτεῖ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τήν  Ἐκκλησία, διότι μᾶς ἑνώνει μέ τόν Χριστό, καθιστώντας μας «Θείας φύσεως κοινωνούς» (Β΄Πέτρ. 1, 4), μᾶς ἑνώνει ταυτόχρονα καί μεταξύ μας, ἐνσωματώνοντάς μας στό Πανάγιο Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου καί κάνοντάς μας  ἀληθινούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ σχέση, ἡ κοινωνία μας μέ τόν Θεό δέν εἶναι μόνο πνευματική –μυστική –ἀτομική, ὅπως στήν προσευχή, ἀλλά εἶναι καί ὁρατή –σωματική –διά μέσου ὅλων τῶν πιστῶν, ὅπως στήν Θεία Λειτουργία (Θεία Κοινωνία). Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία χωρίς τήν Θεία Λειτουργία (Θεία Κοινωνία) καί τά ἄλλα ἱερά Μυστήρια παύει νά ὑφίσταται, δέν ὑπάρχει καί δέν ἐπιτελεῖ τό ἁγιαστικό καί θεοποιητικό τῶν ἀνθρώπων ἔργο της.
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί σέ κάθε ἐποχή ἐκκλησιαζόμαστε καί, προετοιμασμένοι καί ἐξομολογημένοι, κοινωνοῦμε τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου τοῦ Κυρίου, τουτἔστιν τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἀκόμα καί σέ περιόδους λοιμῶν, ὅπως ὁ σημερινός, προσερχόμαστε στούς ἱερούς ναούς καί ἄφοβα μεταλαμβάνουμε, τηρώντας ἀσφαλῶς σχολαστικά ὅλα τά ὑγειονομικά μέτρα. Καί προσευχόμενοι μέ τά λόγια τῆς γνωστῆς προσευχῆς,  ζητοῦμε εὐγενικά ἀλλά καί ἐπίμονα ἀπό τήν Πολιτεία νά κρατᾶ διαρκῶς ἀνοιχτές καί νά μήν ξανακλείσει ποτέ πιά τίς ἐκκλησίες μας:
«Τοῦ Δείπνου σου τοῦ µυστικοῦ, σήµερον Υἱὲ Θεοῦ, κοινωνόν µε παράλαβε· οὐ µὴ γὰρ τοῖς ἐχθροῖς σου τὸ Μυστήριον εἴπω, οὐ φίληµά σοι δώσω, καθάπερ ὁ Ἰούδας, ἀλλ' ὡς ὁ Λῃστὴς ὁµολογῶ σοι. Μνήσθητί µου Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου».
 
Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2020
Π.Ε.Θ.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Άξιος ο λόγος τού κ. Γκουρβέλου...

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστούμε!

Ανώνυμος είπε...

Ακούνε οι άπιστοι και οι εχθροί του θαύματος της Θείας Κοινωνίας;;;