«…ο αδερφός σου ήταν νεκρός και ξανάζησε, ήταν χαμένος και βρέθηκε», τελειώνει την ιστορία με τον Άσωτο Υιό ο Χριστός.
«Και τελικά; Μπήκε ο μεγάλος του αδερφός στο σπίτι για να χαρεί με την επιστροφή του μικρού; Πες μας! Μη μάς κρατάς σε αγωνία», φώναξε μια παρέα που άκουγε την ιστορία.
Ο Χριστός όμως, χαμογελώντας έφυγε.
Αυτά είναι τα λάθη που κάνεις, Χριστέ μου. Αφήνεις τις ιστορίες και την ιστορία Σου χωρίς μασημένη τροφή, χωρίς αποδείξεις. Χωρίς να είναι όλα τα κουτάκια συμπληρωμένα. Μα δεν είναι και τα μόνα λάθη Σου αυτά...
Ήρθε με υφάκι ο μικρός, πήρε τα λεφτά που «του ανήκουν» (άκου θράσος το παλιόπαιδο!) και την έκανε από το σπίτι του γέρου. Μόλις τα έφαγε όλα και έμεινε ταπί, μπροστά στο αδιέξοδο, πήρε την απόφαση να γυρίσει.
Αλλά, πιο πολύ ήθελα, Θεέ μου, να σε ρωτήσω το εξής:
Εκεί όπως τον έβλεπες να έρχεται δεν σου βγήκε μια δικαίωση, ένας θυμός;
Δεν σού πέρασε από το μυαλό το «έρχεσαι, ε; Τώρα θα δεις, αχάριστε»;
Δεν σού ήρθε να του τα πεις ένα χεράκι;
Την ώρα που τον αγκάλιαζες, δεν σού βγήκε να τον στήσεις απέναντι;
Να τού πεις με οργή, ως πατέρας θιγμένος κοινωνικά και ζημιωμένος οικονομικά, «εμείς οι δυο πρέπει να πούμε δυο κουβεντούλες»;
Τι θες τώρα; Να μπω κι εγώ στο σπίτι και να χαρώ με την επιστροφή του Ασώτου;
Εγώ; Που ποτέ δεν μου έδωσες ένα κατσικάκι για να χαρώ με τους φίλους μου, ενώ σε αυτόν έσφαξες το μόσχο τον σιτευτό;
Εγώ; Που ποτέ δεν παρέβηκα μια εντολή σου;
Εγώ; Όχι!!!
Θα μείνω έξω. Σπίτι μου ο εαυτός μου.
Κι ας κάνει λίγη ψύχρα, με βράζει η αυτοδικαίωσή μου.
Όχι, δεν είμαι μόνος μου!
Όλοι όσοι με ακούν, μού δίνουν δίκιο, είναι μαζί μου!
Τι γυρεύω εγώ στη γιορτή σας;
Συγχωρείς, συγχωρείς, συγχωρείς, αγαπάς, αγαπάς, αγαπάς….
Πού θα πάει αυτή η ιστορία;
Δεν βλέπεις εμάς που συνεχίζουμε το έργο Σου;
Δεν καταλαβαίνεις, Θεέ μου, ότι και η αγάπη πρέπει να έχει όρια;
Παναγιώτης Ασημακόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου