Κυριακή 1 Αυγούστου 2021

Ὑπάρχει ἐλπίδα - π. Γρηγορίου Μουσουρούλη

Κυριακή Στ´Ματθαίου
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον

Ὑπάρχει ἐλπίδα

«Θάρσει τέκνον» (Ματθ. θ΄2)

Του μακαριστού
Αρχιμανδρίτου π. Γρηγορίου Μουσουρούλη
(†11/01/2021)
Ἀρχιγραμματέως  Ἱεράς Συνόδου
τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου

          Ὁ Κύριος ὅταν ἐκδιώχθηκε ἀπό τούς Γεργεσηνούς μετά τή θεραπεία τῶν δύο δαιμο­νισμένων μπῆκε σέ κάποιο πλοῖο καί ἐπέστρεψε στήν Καπερναούμ. Τό σπίτι στό ὁποῖο κατέλυσε πολύ σύντομα γέμισε ἀπό κόσμο πού ἄκουε πρόθυμα τή διδασκαλία του. Νά ὅμως πού ξαφνικά λαμβάνει χώρα ἕνα παράξενο γεγονός. Κά­ποι­οι ξη­λώ­νουν τή στέ­γη τοῦ σπιτιοῦ. Καί κα­θώς τό φῶς τοῦ οὐ­ρα­νοῦ ξε­χύ­νε­ται μέ­σα στό σπί­τι, ἕ­να κρεβ­βά­τι κρε­μα­σμέ­νο μέ σχοι­νιά αἰ­ω­ρεῖ­ται πάνω ἀπ᾽τά κεφάλια τῶν θαμώνων. Πά­νω στό πρωτότυπο αὐτό φορεῖο κοί­τε­ται ἕ­νας πα­ρά­λυ­τος. Ἕ­νας ἄνθρωπος ἀ­πελ­πι­σμέ­νος πού κοι­τά­ζει ἱ­κε­τευ­τι­κά τόν Κύ­ριο προ­σμέ­νον­τας τό θαῦ­μα. Προσμένει τό θαῦμα, ἀλλα καί φοβᾶται. Τρέ­μει κυριολεκτικά. Ἡ καρδιά του χτυπάει λές καί ζητᾶ νά σπάσει τό θώρακα πού τήν περικλείει. Φο­βᾶ­ται μή­πως οἱ ἁ­μαρ­τί­ες του γί­νουν ἐμ­πό­διο στό θαῦ­μα πού ζητᾶ καί ἐλπίζει. Ἀ­πρό­σμε­να ὅ­μως ἀν­τί ν’ ἀ­κού­σει λό­για ἀ­πο­δο­κι­μα­σί­ας, ἀ­κού­ει τά ἐ­νι­σχυ­τι­κά λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου: «Θάρ­σει, τέ­κνον». Ἔ­χε θάρ­ρος παι­δί μου. Μήν ἀ­πο­γο­η­τεύ­ε­σαι. Ἡ κα­τά­στα­ση αὐ­τή τῆς ἀ­πελ­πι­σί­ας καί τοῦ φό­βου τοῦ πα­ρα­λύ­του μᾶς δί­νει σή­με­ρα τήν ἀ­φορ­μή νά δοῦ­με: για­τί ἀ­πο­γο­η­τεύ­ον­ται οἱ ἄν­θρω­ποι καί ὅ­τι ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι τό μό­νο μας στή­ριγ­μα σέ κά­θε δυ­σκο­λί­α.

****

« Θάρσει τέκνον »

Ἡ ἀπόγνωση εἶναι τό «ἔ­σχα­τον πάν­των τῶν κα­κῶν», μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος. Ἡ ἀ­πό­γνω­ση εἶ­ναι τό χει­ρό­τε­ρο κα­κό. Για­τί ὅ­μως οἱ ἄν­θρω­ποι φθά­νουν στήν ἀ­πελ­πι­σί­α;

Τήν ἀπάντηση μᾶς τήν δίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μέ μιά ἐρώτηση πού διατυπώνει. Οἱ ἄν­θρω­ποι, λέγει, πού ἀπομα­κρύνθηκαν ἀπό τόν Θεό ποιά ἐλπίδα καί ποιά παρηγοριά μποροῦν πλέον νά ἔχουν στή ζωή τους; Αἰτία λοιπόν τῆς ἀπογοήτευσης πού φωλιάζει στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων δέν εἶναι οὔτε τά προβλήματα καί οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς, οὔτε τά οἰκονομικά ἀδιέξο­δα, οὔτε τά προβλήματα ὑγείας, οὔτε οἱ ὅποιες ἄλλες θλίψεις τῆς ζωῆς. Αἰτία τῆς ἀπογοήτευσης εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν Θεό. Αὐτό ἔχουν πάθει καί οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ 21ου αἰώνα. Νοιώθουν κουρασμένοι καί ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τοι, δι­ό­τι ἀκριβῶς ἔ­χουν ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ ἀ­πό τόν Θε­ό. Νό­μι­σαν πώς μέ τίς δι­κές τους δυ­νά­μεις μπο­ροῦν νά φτιά­ξουν τήν ζω­ή τους, τήν εὐτυχία τους. Κι ὅ­σο ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται ἀ­πό τόν Θε­ό, τό­σο πι­ό δρα­μα­τι­κή γί­νε­ται ἡ ζω­ή τους. Ἡ στιγ­μια­ία κο­σμι­κή χα­ρά δέν τούς ἱ­κα­νο­ποι­εῖ. Δέν τούς λεί­πει τί­πο­τε, τούς λεί­πει ὅμως ὁ Θε­ός. Μέ­νουν ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τοι δι­ό­τι δέν ἔ­χουν στή­ριγ­μα. Καί αἰ­σθά­νον­ται ὅ­πως τό παι­δί πού ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἀ­π’ τή μά­να του. Τρέ­χουν σέ για­τρούς καί σέ ψυ­χο­λό­γους γιά νά βροῦν δι­έ­ξο­δο, καί εἰ­ρή­νη δέν βρί­σκουν. Δέν ἀν­τέ­χουν νά ἀν­τι­με­τω­πί­σουν ἕ­να δύ­σκο­λο παι­δί, ἕ­να σκλη­ρό συ­νερ­γά­τη, μι­ά χρό­νια ἀ­σθέ­νεια ἤ θλί­ψη, κά­ποι­ες ἀ­πο­τυ­χί­ες τῆς ζωῆς.

Ἕνας ἄλλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἅγι­ος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, προσθέτει ὅτι ἡ ἀ­πελ­πι­σί­α πού νι­ώ­θει σή­με­ρα ὁ ἄν­θρω­πος προ­κα­λεῖ­ται κυ­ρί­ως «ἐκ πλή­θους ἁ­μαρ­τη­μά­των καί συ­νει­δό­τος βά­ρους καί ἀ­φο­ρή­του λύ­πης». Ὅ­ταν δη­λα­δή οἱ πει­ρα­σμοί εἶ­ναι πι­ε­στι­κοί καί οἱ πτώ­σεις μας πολ­λές καί συ­νε­χεῖς, αἰ­σθα­νό­μα­στε τό βά­ρος τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας καί λι­γο­ψυ­χοῦ­με. Μᾶς τσα­κί­ζουν οἱ ἐ­νο­χές καί οἱ τύ­ψεις. Πα­ρα­λύ­ουν οἱ δυ­νά­μεις μας. Χά­νου­με τήν ὑ­πο­μο­νή μας. Αἰ­σθα­νό­μα­στε ὅ­τι ἔ­φυ­γε ὁ Θε­ός ἀ­πό τήν ζω­ή μας. Τότε πα­νη­γυ­ρί­ζει ὁ ἐ­χθρός μας καί σφυ­ρί­ζει στ’ αὐ­τιά μας λό­γους ἀ­πο­γνώ­σε­ως: «ποί­α σω­τη­ρί­ας ἐλ­πίς; μᾶς λέγει, ἀ­πώ­λου». Ποιά ἐλπίδα σωτηρίας ὑπάρχει γιά σένα; Ὅλα ἔχουν χαθεῖ. Χάθηκες καί σύ ὁ ἴδιος. Αὐτά μᾶς ψυθιρίζει ὁ ἐχθρός σύμφωνα τόν ἱερό Χρυσόστομο.

 Σ’ αὐ­τές ὅ­μως τίς ὁ­ρια­κές στιγ­μές, εἶ­ναι ἡ ὥ­ρα ν‘ ἀ­κού­σου­με τήν φω­νή τοῦ Κυ­ρί­ου νά μᾶς λέ­ει: «θάρ­σει, τέ­κνον». Μή φο­βᾶ­σαι. Δί­πλα σου εἶ­μαι.

****

          Στίς ὁ­ρια­κές στιγ­μές τῆς ζω­ῆς μας, ἀδελφοί, μό­νον ὁ Χρι­στός μπο­ρεῖ νά πα­ρη­γο­ρή­σει τήν ψυ­χή μας δι­ό­τι εἶ­ναι ὁ καρ­δι­ο­γνώ­στης, ὁ ἐ­λε­ή­μων καί ὁ χα­ρι­το­δό­της.

Ὡς καρ­δι­ο­γνώ­στης εἶ­ναι ὁ μό­νος πού μᾶς ξέ­ρει κα­λά. Ξέ­ρει τά βά­θη τῆς ψυ­χῆς μας, τόν πό­νο μας καί τίς ἀν­το­χές μας. Γνωρίζει τούς φόβους καί τίς ἀγωνίες μας, τόν πόνο τῆς καρδιᾶς μας πού προκάλεσαν ἄδικες καί συκοφαντικές κρίσεις εἰς βάρος μας. Βλέπει τήν καρδιά μας ματωμένη καί ξεσχισμένη ἀπό τήν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων πού εὐεργετήσαμε. Παρακολουθεῖ στό σπαραγμό πού βιώνει ἡ ὅλη μας ὕπαρξη ἀπό τήν ἄτακτη ζωή τοῦ συνοδοιπόρου τῆς ζωῆς μας, τόν κλυδωνισμό τοῦ σκάφους τῆς οἰκογενείας μας, τό ναυάγιο τῶν ἐλπίδων καί τῶν προσδοκιῶν μας. Ξέ­ρει τήν θλί­ψη μας κα­θώς βα­δί­ζου­με σκυ­θρω­ποί καί πε­ρί­λυ­ποι στόν δρό­μο πρός Ἐμ­μα­ούς. Μπορεῖ νά μή τόν βλέπου­με μέ τά μάτια τοῦ σώματος, ὅμως ἀορά­τως συν­οδοιπορεῖ μαζί μας. Ἔρχεται καί δί­νει ἐλ­πί­δα στήν καρ­διά μας. Γλυκαίνει τά βάθη τῆς ψυχῆς μας. Θερμαίνει μέ μιά ἀνεξήγητη θαλπωρή τήν καρδιά μας, τόσο ὥστε σέ κάποια στιγμή νά λέμε: « οὐχί καιομένη ἦν ἡ καρδία ἡ­μῶν ἐν ἡμῖν» καθώς μᾶς μιλοῦσε καί μᾶς ἐνίσχυε στόν ἀνηφορικό Γολγοθᾶ μας;

Ἀλλ᾽ ὁ Χρι­στός εἶναι καί ὁ ἐλεήμων, εἶναι αὐτός πού καταλαβαίνει τό δράμα τῆς καρδιᾶς μας, μᾶς πονᾶ καί μᾶς συμπαθεῖ. Στρέφει πάνω μας τό βλέμμα Του συμπαθητικό, γεμάτο ἀγάπη καί κα­τανόηση. «Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ Ὁ Σύρος μᾶς πα­ραγ­γέλλει: «Μή εἰς ἀπόγνωσιν σεαυτόν βά­λῃς, ὁ γάρ Θεός διά τήν ἑαυτοῦ εὐσπλαγχνίαν προ­σ­δέχεταί σε». Μή ρίχνεις τόν ἑαυτό σου στά δίχτυα τῆς ἀπόγνω­σης. Ὁ Θεός πού εἶναι γεμάτος ἀγάπη καί σπλάγ­χνα οἰκτιρμῶν σέ περιμένει καί σέ δέχεται μέ συγκατάβαση καί συμπόνια. Τό ἔλεός Του εἶναι ἀσύλληπτο καί ἀνέκφραστο. Αὐτό τέ ἔλεος πρίν ἀκόμη τό ζητήσουμε, μᾶς κυκώνει, μᾶς πολιορκεῖ καί προσπαθεῖ μέ κάθε τρόπο νά μᾶς σώσει ἀπό τά χέρια τοῦ ἐχθροῦ.  Καί τό κάμνει αὐτό διότι εἶ­ναι ὁ Πα­τέ­ρας μας. Μᾶς ἀ­γα­πᾶ σάν παι­διά του. Δέν μᾶς ἀ­φή­νει ἐγ­κα­τα­λε­λει­μέ­νους στήν ἀ­πό­γνω­ση. Κα­τε­βαί­νει ἀ­πό τά ὕ­ψη τοῦ οὐ­ρα­νοῦ στίς πα­ρά­λυ­τες ψυ­χές μας. Ἔρ­χε­ται καί μᾶς δί­νει θεί­α πα­ρη­γο­ριά στίς ὧ­ρες τῆς προ­σευ­χῆς μας. Πρί­ν ἀ­κό­μη τε­λει­ώ­σου­με τά λό­για τῆς προ­σευ­χῆς μᾶς λέ­ει. «Ἰ­δού πά­ρει­μι». Ἐ­δῶ εἶ­μαι, δί­πλα σου. Μή λυ­γί­ζεις.

Μό­νον ὁ Χρι­στός μπο­ρεῖ νά πα­ρη­γο­ρή­σει τήν ψυ­χή μας δι­ό­τι εἶ­ναι καί ὁ χα­ρι­το­δό­της. Κα­τε­βαί­νει ἀ­πό τά ὕ­ψη τοῦ Θα­βώρ, μέ­σα στό δαι­μο­νι­σμέ­νο κό­σμο μας, καί μᾶς με­τα­δί­δει μι­ά ἀ­κτί­να ἀ­πό τό φῶς του. Μᾶς ἔ­χει δώ­σει ὡς ἱ­ε­ρή κλη­ρο­νο­μιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α του, μιά θε­αν­θρώ­πι­νη κοι­νω­νί­α ἀ­γά­πης. Δέν εἴ­μα­στε λοι­πόν μό­νοι. Ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με κα­θη­με­ρι­νά στήν ζω­ή μας τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ μας καί τῆς Πα­να­γί­ας Μη­τέ­ρας μας, τῆς με­γά­λης πα­ρα­μυ­θί­ας μας. Αἰ­σθα­νό­μα­στε τήν πα­ρου­σί­α τῶν ἁ­γί­ων μας νά μᾶς ἐ­νι­σχύ­ουν στίς δύ­σκο­λες ὧ­ρες μας. Μέ­σα στό φι­λάν­θρω­πο μυ­στή­ριο τῆς ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως ἀ­κουμ­πᾶ­με τίς κου­ρα­σμέ­νες ψυ­χές μας στό πε­τρα­χεί­λι τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ μας καί παίρ­νου­με τήν ἄ­φε­ση, τήν θε­ϊ­κή πα­ρη­γο­ριά. Μέ τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαρι­στί­ας ἔχουμε πλέον ἔνοικο τόν Χριστό στίς καρδιές μας καί ἔτσι ἑνωμένοι μαζί Του μποροῦμε νά ἀντιμετωπίσουμε καί τά πιό δύσκολα προβλήματα τῆς ζωῆς. Παράλληλα ὅμως ὁ ἀγαθός Κύριός μας μᾶς  χαρίζει τόσους ἀδελφούς ἀγαπητιούς καί φί­λους πολύτιμους, ἀγωνιστές τοῦ καλοῦ, βια­στές τῆς Βασιλείας Του, οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­σεύ­χον­ται γι­ά μᾶς, καί μᾶς ἐ­νι­σχύ­ουν.

******

« Θάρσει τέκνον »

Ἀ­δελ­φοί, ὁ κό­σμος μας σή­με­ρα περ­νᾶ δύ­σκο­λες ἡ­μέ­ρες. Ὅ­λα τά ση­μά­δια εἶ­ναι ἀ­πο­γο­η­τευ­τι­κά. Πνευ­μα­τι­κή ἀ­δι­α­φο­ρί­α, ἀ­νη­θι­κό­τη­τα, κα­τή­φο­ρος, δι­ά­λυ­ση. Ἀλ­λά ἐ­πει­δή ἀ­κρι­βῶς ἔ­χου­με τήν ἐλ­πί­δα μας μό­νο στόν Κύ­ριο, δέν ἀ­πο­γο­η­τευ­ό­μα­στε. Προ­σμέ­νου­με μέ ἐλ­πί­δα τόν Κύ­ριό μας, νά δι­ώ­ξει τά πυ­κνά σύν­νε­φα, νά προ­βάλ­λει ὁ ἥ­λιος. Ἀρ­κεῖ ἐ­μεῖς νά ἐμ­πι­στευ­ό­μα­στε τήν ζω­ή μας τήν ἐλ­πί­δα μας στόν Πα­ρά­κλη­το Κύ­ριό μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: