Η Αναστασία Κλώνη, που μου έκανε την
τιμή να συμμετέχω κι εγώ στην παρουσίαση της πρώτης ποιητικής της απόπειρας[1],
γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη μας. Όμως συνιστά αχαϊκό και μικρασιατικό
δημιουργικό κράμα, δηλαδή ένα ακραιφνώς ελληνικό πολύχρωμο μωσαϊκό με καθαρά
ανατολική ιδιοσυγκρασία και γι’ αυτό εκλεκτική, συνθετική και σφαιρική ή
ολιστική θέαση των πραγμάτων. Τούτο αποτυπώνεται νομίζω με ενάργεια στο ποίημά
της «Ο πίνακας με την ανατολή» ως
εξής :
Ο πίνακας με την ανατολή // ζωηρός και απαράμιλλα τραγικός στις τέσσερις διαστάσεις του· // φύλακας της μνήμης για όσους λησμονούν το δώρο της ζωής.
Η ζωηρότητα και η ταυτόχρονη τραγικότητα της Ανατολής φανερώνει, πως η Αναστασία συνθέτει εκλεκτικά και κουβαλά μέσα στην ψυχή της ολόκληρη την ιστορία της διαχρονικά ατέρμονης ελληνικής αναζήτησης και της ολοκλήρωσης μέσα από την συν – κοινωνία, όχι μόνο στην ελληνική «πόλιν», αλλά και στην ορθοδόξως νοούμενη χριστιανική «νέαν πόλιν», που είναι η Εκκλησία. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που επέλεξε να σπουδάσει συνειδητά και από πεποίθηση θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, όπου όχι μόνο αρίστευσε κατά τις σπουδές της, αλλά και από τη συναναστροφή της με τους δασκάλους της εκεί της αποκαλύφθηκε η ποίηση. Και τούτο, καθώς η αληθινή θεο-λογία μπορεί να εκφραστεί αυθεντικά μόνο μέσω της ποίησης, γι’ αυτό και οι καθηγητές της, ως δάσκαλοι της θεολογίας, προσπαθούσαν να καταστούν πρώτιστα εμπνευσμένοι ποιητές, επιδιώκοντας να μιμηθούν τους τρείς σπουδαίους και με έντονη ποιητική φλέβα προκατόχους τους, τον άγιο απόστολο Ιωάννη τον Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον ποιητή των «θείων ερώτων», που επιζητούσαν κι αυτοί όχι μόνο την έμμετρη έκφραση της ψυχής τους, αλλά και τη λύτρωση μέσα από την ποίησή τους.
Έτσι, όπως σημειώνει η Αναστασία στην εισαγωγή της καλαίσθητης πρωτόλειας ποιητικής της συλλογής - στο πρώτο αυτό έξοχο ποιητικό της φανέρωμα -, στις σελίδες της «είναι αποτυπωμένη η προσπάθειά της να ερωτευθεί την αιτία της ύπαρξής της [που είναι ο Θεός] και της συνεχούς συνεύρεσης με τον συνάνθρωπο με μανιώδη απλότητα». Συνισταμένη δηλαδή της ποιητικής της
προσπάθειας αποτελεί η επίτευξη του ένθεου έρωτα ως θυσιαστικής και αγαπητικής
αυτοπροσφοράς στον κάθε «άλλον»
ως συν-άνθρωπο, πράγμα που προβάλλει ευθύς εξαρχής σαφώς, με την παράθεση του
αποσπάσματος από τον ύμνο της αγάπης του Απ. Παύλου, δηλαδή τονίζοντας, πως η
αγάπη, τελικά «όλα τα ανέχεται, όλα τα
πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει», αλλά και πως «η αγάπη δεν ξεπέφτει ποτέ» (Α΄ Κορ.
13). Κι αυτό γιατί, όπως σημειώνει παρακάτω, «ο άνθρωπος από μόνος του δεν μπορεί να προσεγγίσει τον Θεό, αλλά
προϋποθέτει την ανιδιοτελή αγάπη προς τον συνάνθρωπο», ώστε ο παύλειος
ύμνος που ιχνηλατεί τη θυσιαστική αγάπη, να «εξυψώνει το χάρισμα της αγάπης, το οποίο αποτελεί κατόρθωμα του εαυτού
μας, για να ξεπεράσουμε τον εγωισμό μας», να κάνουμε δηλαδή ο καθένας την
οντολογική του αυθυπέρβαση.
Πράγματι, η ποίηση για την Αναστασία
προβάλλει ως το πνευματικό εκείνο αγώνισμα για να υπερβεί ο άνθρωπος τη χίμαιρα
του εγωισμού και του εγωκεντρισμού του, που του στερεί το άνοιγμα για την
οικοδόμηση μιας προσωπικής σχέσης ως κοινωνίας τόσο με το Θεό όσο και με τον
κάθε άνθρωπο. Γι’ αυτό και αισθάνεται την ανάγκη να προσφέρει την ποιητική της
προσπάθεια στη σαρκωμένη αγάπη που είναι ο Χριστός, ως «σμικρόν αντίδωρον της απεριόριστης Αγάπης Του προς την ελαχιστότητά της…».
Επειδή μάλιστα, «η ποίηση τρέφεται από
την αγάπη και τον έρωτα», η Αναστασία δεν διστάζει να αποκαλύψει την
ταυτότητά της εισαγωγικά, καθώς διατείνεται πως θεωρεί τον εαυτό της «μια κατεξοχήν ερωτική φύση», δεδομένου
ότι γι’ αυτήν «ο έρωτας είναι το αρχέγονο
ένστικτο της ζωής που μας οδηγεί να ενωθούμε σταυροειδώς με τον συνάνθρωπο αλλά
και με τον Θεό», πράγμα που ταυτόχρονα «αποτελεί
[και] την κινητήρια δύναμη της έκφρασης». Και τούτο διότι, όπως λέει :
Από πέτρινα σκαλίσματα
ξεπροβάλλει η αγάπη, // απλή κι αληθινή, ανέγγιχτη απ’ του φιδιού το δάγκωμα.
// κι ο αέρας την ανάσα του αλλάζει, // σαν παιδί που πήδηξε τον φράχτη // και
βρέθηκε στην αγκαλιά της γης ένα βράδυ.
Τιτλοφορώντας λοιπόν εύστοχα την πρώτη
της ποιητική απόπειρα «στην αρχή του ταξιδιού», προδιαθέτει
σαφώς τον κάθε συνδαιτυμόνα της πνευματικής της άθλησης για την έναρξη μιας
αγαπητικής και λυτρωτικής συνοδοιπορίας στην αγωνιώδη οδό του αβέβαιου και του
άγνωστου, με σκοπό να φτάσουν μαζί - έχοντας ως οδοδείκτη το φως που ξεπηδά από
την τέχνη της ποίησης - σε έναν σταθμό, που είναι η αυτογνωσία, για να
ολοκληρώσουν από κοινού την πορεία τους για τη συνάντηση με το Θεό και τον κάθε
θεόπλαστο άνθρωπο ως αδελφό.
Η Αναστασία, με την ευαισθησία που τη
διακρίνει, έχει πλήρη συναίσθηση αυτής της κοπιώδους διαδρομής, γι’ αυτό και
πλέει ελεύθερα και άφοβα στα πελάγη των λέξεων, επιχειρώντας να
οικοδομήσει την κοινωνία με τον άλλο και να ικανοποιήσει την ανθρώπινη ανάγκη
της προσωπικής σχέσης, για να μπορέσει να επιτύχει την αποκατάσταση της
ολότητας του ανθρώπου «για ένωση με
ταυτόχρονο μοίρασμα», προσπαθώντας δηλαδή με πόνο και υπαρξιακή αγωνία να
μεταβεί από το ψεύδος στην αλήθεια, από το σκοτάδι στο φώς, από προσωπείο στο
πρόσωπο. Κι αυτό το επιδιώκει, καθώς γνωρίζει πως
πίσω από κάθε λέξη, υπάρχει
πάντα μια σκέψη, // που αναζητά ν’ αποτυπωθεί στο μπλε τετράδιο του μαθητή. //
Ιστορίες και ευαισθησίες ξεκινούν χαράματα, // από τις πένες των ποιητών με νυχτικό μονάχο, δίχως σώμα,
… Αλλά και παράλληλα διότι Διαμαντένιος
θησαυρός είναι η σιωπή των λέξεων,
// που ξαγρυπνούν σε χαρτάκια απ’ το τσεπάκι της καρδιάς // και περιπλανώνται
τη νύχτα, σαν παράλογη ψυχή και σώμα.
Το θαυμάσιο αυτό υπαρξιακό ταξίδι της
ποιητικής έκφρασης της Αναστασίας, ξεκινά μέσα από τους δρόμους της μανικής
αγάπης προς κάθε θείο έργο, καθώς
στη διασταύρωση του
πόνου // – εκεί που ρέει μέλι και γάλα– // συναντήθηκαν οι αγωνίες του κόσμου,
// που εκτοξεύθηκαν στο σύμπαν, σαν άστρα, // κάνοντας ευχή να είναι η ζωή πιο
όμορφη και ζωηρή // για καθετί που ανασαίνει.
Με
το χάρτινο καραβάκι της αποπλέει αέναα για το μεγάλο ταξίδι της αναζήτησης της
ύπαρξης, με πρόθεση να αποδώσει ποιητικά το εσωτερικό της είναι. Να μας
αποκαλύψει δηλαδή πρωτίστως τους αλάλητους στεναγμούς και τον πόνο που βιώνει
στην ψυχή της, ζώντας σ’ έναν άνοστο κόσμο, τον οποίο προσπαθεί να νοστιμίσει
με το «άλας» των αγαπημένων της αναμνήσεων,
εφόσον πιστεύει πως :
σ’ ένα μικρό κουτί
κατοικούν οι αναμνήσεις, // γράμματα και δώρα είναι εκεί οψέποτε τ’
αναζητήσεις, // στριμωγμένα και σκονισμένα που πάντοτε θυμίζουν πράγματα
αγαπημένα.
Γι’ αυτό και παρατηρεί εύστοχα πάλι,
πως «μες στην ανοστιά της εποχής
βιώνοντας έντονα συναισθήματα σε συνδυασμό με την οπτική παρατήρηση του
μυστηριακού χαρακτήρα της δημιουργίας, ανακύπτει η ανάγκη για μοίρασμα και μια
νέα γνωριμία του εαυτού της» μέσω της ποιητικής έκφρασης ως άσκησης
αυτογνωσίας.
Με τα ποιήματά της, δηλαδή, η
Αναστασία μας αφηγείται έμμετρα μέρος από το δικό της ταξίδι στη ζωή, από την
οποία φαίνεται να απουσιάζει συνήθως ο άλλος άνθρωπος, πράγμα που την κάνει να
πάσχει, όπως σχεδόν όλοι, από μια υπαρξιακή μοναξιά. Έτσι, στο πολύ όμορφο
ποίημα που επιγράφει «με ξεθωριασμένο
μελάνι» τραγουδά αυτοαποκαλυπτόμενη πως
Οι ποιητές γράφουν για
τη μοναξιά τους, // θρηνούν στα χαλάσματά τους για τη χαμένη τους ψυχή∙ // στο
κρεβάτι στριφογυρίζουν να βρουν την αγαθότητά τους, // στους κρυψώνες του
μυαλού τους η ύπαρξή τους μοιάζει οδυνηρή.
Στη λήθη του
παρελθόντος, μαθαίνουν το παρόν τους, // αμφισβητούν τον εαυτό τους κι
αναγεννιούνται μέσα στην οδύνη∙ // με ξεθωριασμένο μελάνι γράφουν τους λυγμούς
τους, // τους αλυσοδεμένους εγωισμούς τους και χωρίς να λερωθούν περνούν τη
λάσπη.
Η μοναξιά και η εσωτερική αυτή
πνευματική πάλη που βιώνει μέσα της όμως δεν την αποθαρρύνει, αλλά ούτε και την
απογοητεύει. Γι’ αυτό και αναζητά διαρκώς τον άλλον με σκοπό τη δημιουργία μιας
ακατάλυτης σχέσης, που θα οδηγήσει μέσω της αγάπης στην πληρότητα της κοινωνίας
ως κατ’ εξοχήν αυτογνωσίας. Έτσι στο ποίημα «ας είναι», αναφέρει χαρακτηριστικά :
Ας είναι το δικό σου σ’
αγαπώ // το φως στον δρόμο μου να πορευτώ, // οδοιπόρος με νου πρωτοπαθή, //
μια ύπαρξη μοναχική.
Με τον τρόπο αυτό η ποίησή της Αναστασίας
προβάλλει πρωτίστως ως άσκηση εξωστρεφούς αυτογνωσίας, ως εσωτερική ανάγκη
έκφρασης για να γνωρίσει τον εαυτό της, όχι όμως μέσα από μια μοναχική πορεία
ενός τραγικά ωφελιμιστικού διαλογισμού, αλλά καλλιεργώντας την προσωπική ως
ερωτική και αγαπητική σχέση με τον άλλο άνθρωπο, γεγονός που αποβαίνει σχεδόν
πάντοτε μια σχέση διαρκούς πόνου, θυσίας και ανιδιοτελούς προσφοράς. Για να το
καταφέρει αυτό μάλιστα, επιχειρεί να διαλεχθεί τόσο με τον εαυτό της όσο και με
τον άλλον, που τις περισσότερες φορές είναι απών. Παρά ταύτα δεν απουσιάζει η
ιδέα του, η αίσθηση της υπάρξεώς του, ο νόστος της συνάντησης μαζί του, ώστε να
τον σκέφτεται, να τον περιμένει, να του μιλά, να τον προσκαλεί και να τον
αναζητά διαρκώς, προκειμένου να επιδιώξει την πληρότητα της σχέσης, ως αληθινής
προσωπικής κοινωνίας.
Η βαθιά της αυτή επιθυμία, παρόλο τον
συνήθως ανεκπλήρωτο πόθο της για την αγαπητική συνάντησή μαζί του, διατηρεί
άσβεστη στην καρδιά της τη γοητεία της αναζήτησης, με αποτέλεσμα στα ποιήματά
της να διακρίνεται τόνος μελαγχολικός, λόγω της θλίψης από την παρατεινόμενη απουσία του, αλλά και
ταυτόχρονα να ανιχνεύεται σαφώς η χαρμολύπη της αναστάσιμης αισιοδοξίας που
γενικώς τη χαρακτηρίζει και κρατά ζωντανή στην ψυχή της τη χαρά της
προσμενόμενης φανέρωσης. Τούτο σημαίνει, πως
Η
τελειότητα που χάνουμε κι η αθωότητα που ψάχνουμε // με γρήγορες ματιές μέσα
από τζάμι θολό, σ’ ένα ηλιοβασίλεμα ελαφρύ και δροσερό.
Η μυρωδιά από ανοιξιάτικα
λουλούδια πατημένα // επονείδιστη και ανώφελη στην τύχη του ματιού αφημένα, //
από μια γωνιά ψυχρή και μακρινή.
Κι η φρεσκάδα της ψυχής
στην έρημο της μοναξιάς // χαμένη γυρεύει μια πηγή να ξεδιψάσει // σ’ ένα
σμικρό καλαντάρι όλα βρήκαν θέση.
Έτσι, η ποιητική της γλώσσα
αναδεικνύεται βαθιά αποκαλυπτική και κατ’ εξοχήν συμβολική. Είναι αποκαλυπτική
γιατί προσπαθεί να προσδώσει ξανά στις λέξεις, που υποκριτικά η προτεσταντικώς ηθικιστική
κοινωνία μας, έχει διαστρέψει το νόημά τους. Γι’ αυτό και με την ποιητική της
αυτή συλλογή, η Αναστασία προσπαθεί να απενοχοποιήσει λέξεις και όρους,
προσπαθώντας να επαναφέρει το αληθινό νόημά τους, δίνοντάς τους δηλαδή
υπαρξιακή και πνευματική προοπτική. Κι αυτό το κάνει για να καταπολεμήσει
ευθέως, αλλά σιωπηρώς τον κανιβαλικό καθωσπρεπισμό και την αμοραλιστική σεμνοτυφία
της εποχής μας, που διεστραμμένα, δίνει μόνο χοϊκή και εγωκεντρική χροιά στις
έννοιες των λέξεων και υποτάσσει την αποστολή της γλώσσας στην εξυπηρέτηση του
εφήμερου και του ξεπερασμένου.
Ως αποκαλυπτική η γλώσσα της είναι
ταυτόχρονα επίσης και βαθιά συμβολική, καθώς επιδιώκει να καταστεί όχι
περιεκτική αλλά σημαντική των πραγμάτων και περιγραφική των νοημάτων,
αγωνιζόμενη να επιτρέψει στον πνευματικό της συνοδοιπόρο να αυτενεργήσει
ελεύθερα και να κατανοήσει με το δικό του τρόπο τα μηνύματα της ποίησής της.
Αυτός είναι και ο λόγος που δεν προσπαθεί να ποδηγετήσει ή να καθοδηγήσει
όποιον προσεγγίζει τα ποιήματά της, αλλά να του δημιουργήσει εσωτερικό
προβληματισμό και να τον κάνει να θέσει τα δικά του ερωτήματα για την πορεία
της ζωής του, με σκοπό να απελευθερωθεί από την υπαρξιακή του μοναξιά και να
επιδιώξει την οικοδόμηση υγιών σχέσεων με το Θεό και τον άνθρωπο.
Η Αναστασία λοιπόν με την πρώτη της
ποιητική δοκιμή αποπειράται να βαδίσει το δρόμο της αγάπης και γι’ αυτό
προσπαθεί να μοιραστεί με τους πνευματικούς της συνοδοιπόρους τις αγωνίες και
τους καημούς της ψυχής της, κάτι που συνιστά κίνηση λύτρωσης. Επειδή μάλιστα η
συλλογή της «στην αρχή του ταξιδιού»,
αποτελεί και το «πρώτο σκαλί», που θα
έλεγε ο έξοχος Καβάφης, για την ανάβασή της στις πνευματικές κορυφές της
αναζήτησής της, είναι αρκετή ίσως για να την δυναμώσει και να της δώσει
κουράγιο να συνεχίσει, κάτι που της ευχόμαστε ολόψυχα.
Θα ήθελα να κλείσω την αναφορά μου
στην Αναστασία και την τέχνη της, δανειζόμενος από τον μεγάλο Αλεξανδρινό το
ποίημά του «το πρώτο σκαλί», στον
οποίο θα δανείσω κι εγώ με τη σειρά μου τη φωνή μου, για να μιλήσει ως Θεόκριτος στην νέα ποιήτρια, όπως μίλησε
πρωτύτερα και στο νεαρό ποιητή Ευμένη, ως
εξής :
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μιά μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
και απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ αναιβώ ο δυστυχισμένος».
Ειπ’ ο Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου ΄νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Αγαπητή Αναστασία, με «την αρχή του ταξιδιού» σου συνεπώς,
κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι [κι εσύ] υπερήφανη κ’
ευτυχισμένη. …
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα…
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Προχώρα λοιπόν και μη σταματάς να ονειρεύεσαι, να εμπνέεσαι και να γράφεις. Συνέχισε να γοητεύεσαι και να προχωράς δίνοντας νόημα στις λέξεις και προσφέροντας αληθινή χαρά και παρηγοριά σ’ όσους σ’ αγαπούν και πιστεύουν στην αξία σου …
* Κείμενο από την παρουσίαση της
ποιητικής συλλογής της Αναστασίας Κλώνη, «Στην αρχή του ταξιδιού …», στην
αίθουσα Mosaic Culture & Creativity στην οδό Ερμού 112, το Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021.
Τμηματική δημοσίευση στον «Εκκλησιολόγο» 741/20-11-2021, σ. 14.
2 σχόλια:
Αφού είναι στην «Αρχή του Ταξιδιού» εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο και να ωφελήσει σε όποιο χώρο και γραφεία και αν βρεθεί. Ευχή!!! να είναι συνεχιστούν πολλά παρόμοια ταξίδια. Θα το προμηθευτώ για να συνταξιδεύσω.
Εξαιρετική παρουσίαση από τον π. Ευάγγελο και πάλι !
Τον ευχαριστούμε !
Δημοσίευση σχολίου