Ἡ πόλις ἔρημος καὶ ἡ ἔρημος πόλις
«Προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος» (Ματθ.
14,15)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Οἱ πόλεις τῆς πατρίδος μας, ἀγαπητοί μου, στὴν ἐποχή μας προώδευσαν οἰκονομικῶς·
ἀλλ᾽ ἀπὸ πλευρᾶς πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς ποῦ βρίσκονται; Ἐὰν στοὺς ἄλλους τομεῖς
ποῦμε ὅτι βαθμολογοῦνται μὲ ἄριστα, στὸν τομέα τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ
ζωῆς ἔχω πολλὲς ἀμφιβολίες. Ὁ Χριστὸς εἶπε· Δὲν θὰ σωθῇ ὅποιος μοῦ λέει Κύριε
Κύριε, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ κάνει τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός μου (Ματθ. 7,21).
Ἐμεῖς ἐκτελοῦμε ἆραγε τὸ θέλημα τοῦ
Κυρίου; ὑπάρχει χριστιανοσύνη στὶς οἰκογένειες, στὴν κοινωνία μας; Ἐδῶ εἶνε τὸ
μεγάλο ἐρώτημα. Δυστυχῶς κινδυνεύουμε νὰ καταντήσουμε Σόδομα καὶ Γόμορρα. Καὶ
τὸ τέλος ποιό θὰ εἶνε; Χτίζουμε σπίτια, ἐργοστάσια, κέντρα ψυχαγωγίας,
τράπεζες, ἐμπορικὰ κέντρα, προοδεύουμε σ᾽ αὐτά. Καὶ στὰ Σόδομα προώδευαν σὲ
πλοῦτο καὶ εὐμάρεια, ποιό ὅμως ἦταν τὸ τέλος; Ἐμένα ῥωτᾶτε; Ἀνοῖξτε τὴ Γραφή,
τὴν Ἀποκάλυψι, νὰ δῆτε· φωτιὰ καὶ θειάφι! Καὶ φρικτὸ εἶνε πάντα τὸ τέλος
κοινωνιῶν καὶ ἐθνῶν ποὺ βαδίζουν τὴν ὁδὸ τῆς ἀποστασίας.
Λέει ἡ Ἀποκάλυψις, ὅτι ἡ γῆ θὰ ἐρημωθῇ
(βλ. Ἀπ. 17,16 & 18,17). Θὰ πῶ κάτι ὡς παράδειγμα – μὴ φοβηθῆτε.
Ὑποθέστε, ὅτι μιὰ νύχτα ἢ πρωὶ –ἄγνωστο– ἡ πόλι σας ἀδειάζει· ἐρημώνουν
μαγαζιά, κέντρα, δρόμοι, ἐργοστάσια…, δὲν μένει ψυχή, καὶ ὅλοι φεύγουν μακριὰ σὲ
σπηλιές.
–Μὰ γίνεται σήμερα αὐτὸ ποὺ λές; Ἔγινε!
Πότε; Τὸ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου τὸ 1941. Ἤμουν στὴν Πάτρα. Ἦρθαν τὰ ἰταλικὰ ἀεροπλάνα,
ἔρριξαν βόμβες, ἔκαναν κιμᾶ ἑκατὸ – διακόσους ἀνθρώπους. Γέμισαν αἵματα οἱ
δρόμοι· ἔβλεπες ἀλλοῦ κεφαλάκια παιδιῶν, ἀλλοῦ γυναῖκες γυμνές, ἀλλοῦ νέους
κομμάτια… Τὴν ἄλλη μέρα ἡ πόλις ἐρήμωσε, δὲν ἔβλεπες ἄνθρωπο. Τὴ νύχτα ἄκουγες
μόνο τὶς ἀρβύλες τῶν στρατιωτῶν ποὺ ἀναχωροῦσαν γιὰ τὸ μέτωπο. Μέσα σὲ μιὰ
νύχτα ἡ πόλις τῶν ἑκατὸ χιλιάδων κατοίκων ἄδειασε. Τὸ ἴδιο καὶ ἄλλες πόλεις.
Νά πῶς μπορεῖ νὰ ἐρημώσουν οἱ πόλεις καὶ
νὰ μείνουν μόνο σκυλιὰ καὶ γατιά. Ὦ Θεέ μου! θὰ ἐρημωθῇ ὁ κόσμος. Τὸ βεβαιώνει
ἡ Γραφή (βλ. Λευϊτ. 26,22. Σ. Σολ. 5,23. Σ. Σειρ. 16,4· 21,4. Ἠσ. 6,11·
24,6-13· 34,8-11· 60,12. Ἰερ. 33,9).
–Μὰ τί λὲς σήμερα; ἦρθες νὰ σκορπίσῃς ἀνησυχία;…
Ὄχι, ἀδελφοί μου. Τὸ εἶπα σὰν παράδειγμα. Πότε ἀδειάζει μιὰ πόλις; ὅταν γίνῃ
ἐπιδρομὴ βαρβάρων, σεισμός, ἂν πιάσῃ φωτιά, ἂν πέσῃ ἐπιδημία, ἂν συμβῇ ἐμφύλιος
πόλεμος. Γι᾽ αὐτὸ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς σώσῃ ἀπ᾽ ὅλα αὐτά. Ὑπάρχει ὅμως
καὶ μιὰ ἄλλη περίπτωσι, αὐτὴ ποὺ λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει;
* * *
Μιὰ μεγάλη πόλις ἀλλὰ καὶ χωριὰ ἄδειασαν· πῆγαν ὅλοι πεζῇ μακριά, σαράντα
χιλιόμετρα, μέσα στὴν ἔρημο. Μὰ γιατί; ἔγινε κάτι δυσάρεστο; Ὄχι δυσάρεστο· ἔγινε
κάτι εὐχάριστο. Ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος, μικροὶ – μεγάλοι, βγῆκαν σὰν χείμαρρος στὴν
ἐρημιά – νὰ κάνουν τί; τί ἦταν ἐκεῖ πέρα; Ὤ τί ἦταν· ἦταν ὁ Χριστός! Ἐκεῖνος
τράβηξε ἐκεῖ σὰν μαγνήτης ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ τότε συνέβη τὸ παράδοξο· ἡ πόλις ἐρήμωσε
καὶ ἡ ἔρημος γέμισε κόσμο!
–Μὰ τί ἤθελε ὁ Χριστὸς στὴν ἔρημο; ἦταν
τύπος ἀντικοινωνικός, ἀπέφευγε τὸν κόσμο; Κάθε ἄλλο. Ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ὅπως οἱ
ἀσκηταὶ τοῦ Θιβέτ. Ἀγαποῦσε τοὺς ἀνθρώπους, ζοῦσε μέσα στὴν κοινωνία, κοντὰ
στὶς οἰκογένειες, στοὺς ψαρᾶδες, στὰ παιδιά, στοὺς γέρους, στοὺς ἀρρώστους,
στοὺς φτωχούς, στοὺς δυστυχισμένους· ἦταν ὁ κοινωνικώτερος τῶν ἀνθρώπων.
–Καὶ τώρα γιατί πῆγε στὴν ἔρημο καὶ τὸν
ἔχασαν καὶ κουράστηκαν τόσο νὰ τὸν βροῦν; Ἐμένα ῥωτᾶτε; Τί ἑορτάζουμε στὸ
τέλος Αὐγούστου; τὴν ἀποτομὴ τῆς κεφαλῆς Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Γι᾽ αὐτὸ πῆγε
στὴν ἔρημο. Πῆγε νὰ πενθήσῃ, νὰ κλάψῃ! Ὅπως ὅλοι ξέρετε, μιὰ αἰσχρὴ γυναίκα ἐξώθησε
τὸν βασιλέα Ἡρῴδη καὶ αὐτὸς ὅπως ὁ χασάπης σφάζει τὸ ἀρνὶ ἀποκεφάλισε τὸν «ἔνσαρκον
ἄγγελον». Γιατί; Διότι τὸν ἤλεγχε. Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται, ἔλεγε, νὰ συζῇς μὲ
«τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Ματθ. 14,4. Μᾶρκ. 6,18). Ὅταν λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἄκουσε
τὸ θλιβερὸ αὐτὸ γεγονός, πῆρε τοὺς μαθητάς του καὶ ἔφυγε στὴν ἔρημο.
Πολλὲς φορὲς ἡ ἔρημος εἶνε γλυκύτερη καὶ
ἀσφαλέστερη ἀπὸ τὴν πόλι. Ἐκεῖ βέβαια ζοῦν ἄγρια θηρία, μὰ στὶς πόλεις ὑπάρχουν
ἄνθρωποι ἀγριώτεροι ἀπ᾽ αὐτὰ. Στὴν ἐποχή μας μάλιστα ὁ ἄνθρωπος ἔγινε θηρίο ἐπιστημονικό·
μὲ ἕνα κουμπὶ ῥίχνει φιάλες Ἀποκαλύψεως καὶ ἀφανίζει πολιτεῖες ὁλόκληρες. Στὴν
ἔρημο λύκοι καὶ λιοντάρια ἀναγνώριζαν τὸ Χριστό, ἔρχονταν κοντά του σὰν ἀρνάκια·
ἀλλὰ μέσα στὰ Ἰεροσόλυμα οἱ ἄλλοι λύκοι τοῦ ἑτοίμαζαν σταυρό. Δὲν σταυρώθηκε
στὴν ἔρημο ὁ Κύριός μας, στὶς στάνες καὶ στὰ χωριά· σταυρώθηκε μέσα στὴ μεγάλη
πόλι, ἐκεῖ ποὺ δροῦν οἱ «μορφωμένοι» λῃσταί, ἐκεῖ ποὺ ἀσκεῖται ἀνενόχλητα ἡ
νόμιμη λῃστεία, καὶ καμμιά ἀστυνομία δὲν μπορεῖ νὰ κλείσῃ τὰ …εὐπρεπῆ λῃσταρχεῖα.
Πῆγε στὴν ἔρημο. Ναί. Μὰ πόσες φορὲς καὶ
ὁ ἄντρας, ὅταν ἔχῃ γυναῖκα κακιά, «γλωσσώδη» (Παρ. 21,19. Σ.Σειρ. 25,20), δὲν
τρέμει νὰ πάῃ στὸ σπίτι; Εἶδα ἄντρα στὴν Ἀθήνα πού, ἐνῷ εἶχε θαυμάσιο σπίτι,
πέντε νύχτες κοιμόταν στὸ παγκάκι. Προτιμῶ νὰ κατοικῶ μὲ τὰ θεριὰ παρὰ μὲ κακοὺς
καὶ διεστραμμένους ἀνθρώπους.
Στὴν ἔρημο λοιπὸν πῆγε τώρα ὁ κόσμος γιὰ
τὸ Χριστό. Τί ἤθελαν; Ἄλλοι νὰ τὸν δοῦν. Ἄλλοι νὰ τὸν ἀκούσουν, ἀφοῦ ἔλεγαν «Οὐδέποτε
οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 7,46). Ἄλλοι ἔφεραν ἀρρώστους
γιὰ θεραπεία. Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ ζητοῦσε ἡσυχία νὰ κλάψῃ τὸν Ἰωάννη καὶ νὰ
προσευχηθῇ στὸν Πατέρα του, τοὺς ἔδιωξε; τοὺς εἶπε φύγετε; Ὄχι, ἀλλά τί·
«Σπλαχνίζομαι αὐτὸ τὸ λαό» (Ματθ. 15,32. Μᾶρκ. 8,2)· εἶνε «κοπάδι χωρὶς τσοπᾶνο»
(Ματθ. 9,36. Μᾶρκ. 6,34).
Κι ἀφοῦ θεράπευσε τοὺς ἀρρώστους, μετὰ ὅλοι
τέντωσαν τ᾽ αὐτιὰ ν᾽ ἀκούσουν τὰ λόγια του, τὴ φωνὴ τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ἄκουγαν,
καὶ ἄκουγαν· Καὶ πέρασαν ὧρες, ἄρχισε νὰ βραδιάζῃ. Σὲ λίγο θὰ νύχτωνε. Μὰ αὐτοὶ
νηστικοὶ τὸν ἄκουγαν. Ποτέ νὰ μὴν τελειώσῃ! εὔχονταν. Καὶ ὅταν βράδιασε, ὁ
Χριστὸς δὲν τοὺς ἄφησε νηστικούς. Ἔκανε θαῦμα. Ποιό θαῦμα; Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι,
δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε. Λένε οἱ μαθηταί· –Δάσκαλε, ἄσ᾽ τους τώρα νὰ
φύγουν, νὰ πᾶνε νὰ βροῦν κάτι νὰ φᾶνε. –Δῶστε τους ἐσεῖς νὰ φᾶνε. –Μὰ δὲν ἔχουμε
τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια. Ἀκοῦτε τί τρόφιμα εἶχε μαζί
του ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς μαθητάς του; Ὅλα διδάσκουν· πέντε ψωμιὰ καὶ δυὸ ψάρια. Τὰ
ψωμιὰ τί ἦταν; κρίθινα, λέει ἄλλος εὐαγγελιστὴς σὲ παρόμοια περίπτωσι (βλ. Ἰω.
6,13). Τρῶτε ἐσεῖς κριθαρένιο ψωμί; Ἄχ κόσμε καλομαθημένε! σοῦ πέταξαν τὴν
καραμέλλα «καταναλωτικὴ κοινωνία», καὶ τὴν πιπιλίζουν ὅλοι. Δηλαδή· καλὸ φαΐ, ἀνέσεις,
εὐκολίες, πολυτέλειες. Ὅσο πιὸ πολλὰ ξοδεύουν, τόσο πιὸ προωδευμένοι θεωροῦνται!
Αὐτὸ λέγεται πρόοδος. Μὰ τέτοια δὲν ἦταν καὶ ἡ κοινωνία τῶν Σοδόμων; κοινωνία
καταπτώσεως. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἔτρωγε κρίθινο ψωμί, γιὰ νὰ μᾶς πῇ, ὅτι πρέπει ν᾽ ἀγαποῦμε
τὴ λιτότητα, τὴν ἁπλότητα.
Ἕνας ὁδοκαθαριστὴς στὴ Φλώρινα μοῦ εἶπε·
Ἄχ, παπούλη μου, βλέπω ὅτι θά ᾽ρθῃ πεῖνα. Κάθε μέρα ἀδειάζω κάδους, καὶ βλέπω
νὰ πετᾶνε ψωμιά, τόννους ψωμιά· ἐνῷ στὶς Ἰνδίες καὶ στὴν Οὐγκάντα ἄνθρωποι
πεθαίνουν ἀπὸ πεῖνα… Θὰ παρέλθῃ ἡ περίοδος τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας, τῶν
παχειῶν ἀγελάδων, καὶ μετὰ ἔρχεται ἡ ἄλλη κοινωνία (πρβλ. Γέν. 41,53-57). Ὄχι
μόνο στὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀμερικὴ θ᾽ ἀκοῦς «Λιμῷ ἀπόλλυμαι», πεθαίνω ἀπὸ
τὴν πεῖνα (Λουκ. 15,17). Ἂν εἶχα ἐξουσία, θὰ ἔκλεινα τὰ κέντρα τῆς ἀσωτίας. «Ἄρτον
καὶ θεάματα» θέλει ἡ διεφθαρμένη ἐποχή. Κλεῖστε τὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς!
Ὁμιλῶ εὐθαρσῶς ἐνώπιον πάντων, γιατὶ ὡς
ἐπίσκοπος ἔχω εὐθῦνες. Καὶ προλέγω, ὅτι σὲ λίγο θὰ ποῦμε «Λιμῷ ἀπόλλυμαι». Ὤ ψωμὶ
κριθαρένιο! Προτιμῶ νὰ φάω μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ ψωμὶ κρίθινο, παρὰ μὲ τὸν διάβολο
ψωμὶ ἐκλεπτυσμένο μὲ βούτυρο· καὶ προτιμῶ νὰ πιῶ μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ ξίδι, παρὰ
τὰ ἡδύποτα τῆς ἁμαρτίας. Ἔτσι μᾶς διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο.
Τελειώνω. Ὁ Χριστὸς εὐλόγησε τὰ πέντε ἐκεῖνα
ψωμιὰ καὶ ἔφαγε στὴν ἔρημο μιὰ πόλις σὰν τὴν Πτολεμαΐδα. Χιλιάδες ἔφαγαν, χόρτασαν,
καὶ περίσσεψαν τόσα κλάσματα ὥστε γέμισαν δώδεκα κοφίνια. Τί σημαίνει αὐτό;
Παραπάνω ἀπὸ τὸ χρῆμα ποὺ κυνηγᾷς, εἶνε ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Νὰ μᾶς εὐλογήσῃ ὁ
Χριστός! Καὶ τότε –τὸ πιστεύετε; ἐγὼ τὸ πιστεύω– χῶμα θὰ πιάνῃς, μάλαμα θὰ
γίνεται. Ἀλλ᾽ ἐὰν δὲν ἔχῃς τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, τότε καὶ οἱ πέτρες θὰ
γίνουν φίδια νὰ μᾶς φᾶνε.
Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἦταν ἄξιοι τῆς εὐλογίας
του. «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται
παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11). Ἂν εὐλογήσῃ ὁ Χριστός, τότε ἕνας βόλος χῶμα
τρέφει λαὸ ὁλόκληρο· χωρὶς τὴν εὐλογία του καὶ οἱ μεγαλύτεροι σιτοβολῶνες
μένουν ἄκαρποι.
* * *
Πιστεύετε, ἀδελφοί μου! πιστεύετε, ὅτι πάνω ἀπ᾽ ὅλα εἶνε ἡ εὐλογία τοῦ
Χριστοῦ. Καὶ ἡ εὐλογία του εἶνε ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦν μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὅπου ὅμως καταπατοῦν τὸ θεῖο θέλημα, ὅπου ἀκούγεται βλασφημία, ἐκτρώσεις,
μοιχεία, πορνεία, κλοπή, ἀδικία, ἐκμετάλλευσι, ἀσωτία, χαρτοπαιξία, ἔριδες,
μάγια καὶ ὅλα τὰ δαιμονικά, ἐκεῖ ὑπάρχει ὄχι εὐλογία, ἀλλὰ –μία λέξι ποὺ τρέμω
νὰ τὴν πῶ– κατάρα. «Πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον…»
(Ματθ. 25,41).
Ἂς ὑπομένουμε, ἂς εἴμαστε συνετοί, ἂς ἔχουμε
συναίσθησι. Τὸ ρολόι τοῦ κόσμου δείχνει δώδεκα παρὰ πέντε· λίγη διορία ἔχουμε.
Μιά ἐλπίδα ὑπάρχει νὰ σωθοῦμε· ἡ ἐλπίδα μας εἶνε στὴν Κυρία Θεοτόκο. Ἡ Παναγία
μας, ἡ φιλόστοργη μάνα ποὺ μᾶς σκέπασε καὶ μᾶς προστάτευσε, ἡ Παναγία μας,
γιὰ τὴν ὁποία κ᾽ ἐμεῖς χτίσαμε τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σκέπης στὴν Πτολεμαΐδα, εἰς
τιμὴν καὶ δόξαν αἰωνίαν της, ἂς μᾶς ἐλεήσῃ, ἂς μᾶς εὐσπλαχνισθῇ καὶ ἂς στείλῃ
τὸ πλούσιο ἔλεος στὸν κόσμο· ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου