Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2022

ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑ - Παναγιώτης Σπ. Μαρτίνης

ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑ

Δρ. Παναγιώτης Σπ. Μαρτίνης

«Τω αυτώ μηνί (Σεπτεμβρίω) Η΄ το Γενέσιον της Υπεραγίας Δεσπίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας».
(Συναξαριστής Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου)

Το άρθρο αυτό βασίζεται κυρίως στο βιβλίο του Νικ. Καβάσιλα «Η Θεομήτωρ» Αποστ. Διακονίας Β΄ έκδοση, Αθήναι 1974 (Μετάφραση – Σχόλια Παναγ. Νέλλα).

«Η Ορθόδοξος Εκκλησία τοποθετεί την «Μητέρα του Θεού» στο κέντρο της ευσεβείας της. Την θεωρεί το υπόδειγμα και τον «τύπο», την πηγή της προς τον Χριστόν αφοσιώσεως και αγάπης της». (Παναγιώτης Νέλλας).

Γι΄ αυτό έχει αφιερώσει πολλές λατρευτικές εκδηλώσεις στη μνήμη Της (γιορτές –υμνολογία – εικονογραφήσεις κ.α.).

Οι αρχαιότερες Θεομητορικές γιορτές είναι:

α) Το Γενέσιον της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου)

β) Τα Εισόδια της Θεοτόκου στο Ναό (21 Νοεμβρίου)

γ) Η Κοίμησής Της (15 Αυγούστου).

Οι τρεις παραπάνω γιορτές, ακραιφνώς Θεομητορικές, στηρίζονται στην αρχαία γραπτή και προφορική παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας.

Ακολουθούν: α) Η Υπαπαντή του Σωτήρος (2 Φεβρουαρίου) και β) Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου (25 Μαρτίου). Αυτές οι δύο γιορτές χαρακτηρίζονται ως Δεσποτικές και Θεομητορικές και στηρίζονται σε κείμενα της Κ. Διαθήκης (Βιβλικά): Λουκ. β΄, 22-32 η πρώτη και Λουκ. α΄, 26-39 η δεύτερη.

Το άρθρο αυτό θα ασχοληθεί με τη Θεομητορική γιορτή, που αφορά στη Γέννηση της Θεοτόκου που πανηγυρικά γιορτάζουμε  στις 8 Σεπτεμβρίου.

Σύμφωνα λοιπόν με τις πρώτες αρχαίες παραδόσεις γεννήτορες της Θεοτόκου υπήρξε το «μακάριον Ζεύγος» ο Ιωακείμ και η Άννα. Και οι δύο προερχόνταν από το βασιλικό «οίκο» του Δαβίδ.

Ευσεβέστατοι, τηρητές του Νόμου, κουβαλούσαν δυστυχώς το «όνειδος», την ντροπή, της ατεκνίας. Για τους Ιουδαίους η ατεκνία ήταν «όνειδος», αφού αυτοί που το έφεραν και φυσικά οι απόγονοί τους δεν θα ελάμβαναν μέρος στις προσδοκίες Ιουδαϊκού λαού που αφορούσαν στη Γέννηση του Μεσσία.

Γι΄ αυτό ο Ιωακείμ και η Άννα, αν και προχωρημένης ηλικίας, νύκτα και ημέρα παρακαλούσαν τον Θεό να τους απαλλάξει απ΄ αυτό το «όνειδος». Έτσι, ο Θεός, μέσα στο «μυστικό» Του σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου, συμπεριέλαβε και το άγιο αυτό ζευγάρι. Η «στείρα φύση», κατά τους πατέρες, έγινε δημιουργική! Η Άννα έμεινε έγκυος! Κατά τον άγ. Νικόλαο Καβάσιλα: «Λύθηκε  δε η «Φυσική στειρότης χάρις στην άμεση παρέμβαση του Θεού, η οποία πάλι ήρθε σαν απάντηση στην προσευχή της φύσεως, που κατά τη αρετή δεν ήταν στείρα…». Και συνεχίζει: «…και οι γέροντες Ιωακείμ και Άννα συνήλθαν χωρίς καμιά σαρκική έλξη, μόνο από υπακοή στο Θεό… Κατ΄ αυτόν τον τρόπο η Παρθένος συνελήφθη «σωφρόνως» εν τη νυδύι της Άννης εξ Ιωακείμ και συνέλαβε παρθενικώς εκ Πνεύματος Αγίου. Η σύλληψή της ήταν αγνή και πανάνωμη, αλλά όχι «άσπιλη» με την έννοια που δίδουν οι ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι». Γι΄ αυτό η ορθόδοξη θεολογία απορρίπτει το δόγμα της Ρ/Καθολικής Εκκλησίας «περί της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου».

Στις πατερικές ομιλίες που αναφέρονται στη Γέννηση της Θεοτόκου γίνονται, επίσης, πολλά σχόλια για τη συμμετοχή και των «Θεοπατέρων», όπως τους αποκαλούν, Ιωακείμ και Άννας στο έργο της θ. Οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρώπου. Κατά τον Καβάσιλα, το μακάριο αυτό Ζεύγος» δεν υπήρξαν απλώς τα «όργανα» της θείας φιλανθρωπίας, τους αποκαλεί «συνεργούς», γιατί θέλει να υπογραμμίσει μ΄ αυτό τη σημασία της ανθρώπινης συμμετοχής στο έργο της θ. Οικονομίας.

Το ίδιο τονίζει και αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος στη σχετική ομιλία του καλεί τους πιστούς να γιορτάσουν «την λύσιν της ανθρωπίνης στειρώσεως» και υμνεί τους Θεοπάτορας λέγοντας «ω μακαρία συνωρίς Ιωακείμ και Άννα, υπόχρεως υμίν εστι πάσα η κτίσις.

Η μισή, σχεδόν, ομιλία του Νικ. Καβάσιλα «Εις την Γέννησιν της Θεοτόκου» αναφέρεται στους δυο «Προπάτορες» και «Θεοπάτορες» και τη συμβολή τους στο «μυστήριον» της θ. Οικονομίας. Γράφει: «…ω μακαρία δυάς, οις προς το πάντων μεν των εξ αιώνος άριστον και μέγιστον έργον, πάντων δε παραδοξότατον, πάντων δε κοινοφελέστατον ο Θεός ηξίωσε χρήσασθαι· λέγω δη το σάρκα περιθέσθαι και γεννηθήναι μετά των ανθρώπων, αφ΄ υμών λαβών την μητέρα». Δηλ. γράφει: «ω μακάριο Ζεύγος! Γιατί σεις αξιωθήκατε από το Θεό για το μεγαλύτερο, το παραδοξότεροκαι το κοινωφελέστερον έργο όλων των αιώνων, θέλω να πω δηλαδή στο να περιβληθή ο Θεός την ανθρώπινη σάρκα και να γεννηθή ανάμεσα στους ανθρώπους παίρνοντας από σας τη μητέρα!».

Τελικά «…η στείρα τίκτει την Θεοτόκον…»! Έρχεται, λοιπόν, στον κόσμο «η βλαστήσασα τον καρπόν της ζωής», η μητέρα του Θεού και Λόγου, του δευτέρου προσώπου της Αγ. Τριάδος, αφού «…ο Υιός του Θεού, Υιός της Παρθένου γίνεται…».

Η Εκκλησία τοποθετεί τη Θεοτόκο στο κέντρο της λατρείας της. Αμέσως μετά το μυστήριο της θ. Ευχαριστίας, ο ιερέας αναφέρει: «Εξαιρέτως της Παναγίας, αχράντου και αειπαρθένου Μαρίας…» και ο χορός ψάλλει: «Άξιόν εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον».

Η Θεοτόκος τόσο στην ορθόδοξη θεολογία, όσο και στη λατρεία, κρατά τα «Δευτερεία» μετά την αγ. Τριάδα. Συμβολίζεται σε πολλά χωρία της Π. Διαθήκης, όπως: Είναι η γυνή εκείνη, το σπέρμα της οποίας συνέτριψε την κεφαλή του «αρχεκάκου όφεως» (Γεν.3,15). Ότι αυτή είναι η αληθινή «Κιβωτός της Διαθήκης (Εξ. 25,9), η «Πύλη η κατά ανατολάς η κεκλεισμένη» (Ιεζ.44,1), η «ράβδος Ααρών η βλαστήσασα» (Αριθ. 17,23). Και τέλος το ΙΒ΄ κεφ. της Αποκαλύψεως, όπου το «μέγα σημείον εν τω ουρανώ», η «περιβεβλημένη τον ήλιον γυνή», εκείνη που «έτεκεν υιόν άρρενα, ος μέλλει ποιμαίνειν πάντα τα έθνη εν ράβδω σιδηρά» (στ. 1-6).

Αλλά και στην Κ. Διαθήκη πολλά χωρία αναφέρονται στη Θεοτόκο. Υπογραμμίζεται κατ΄ αρχήν ότι κατάγεται «εξ οίκου Δαυίδ» (Λουκ. 1,27). Ότι είναι Παρθένος και γεννά «εκ Πνεύματος αγίου» (Λουκ.1,28-35). Είναι παρούσα στην αρχή της δημόσιας δράσεως του Ιησού (θαύμα Κανά, Ιω2,1-11), αλλά και στο τέλος (κάτω από το Σταυρό, Ιω 19, 25-28). Βρίσκεται στο μέσο των Αποστόλων κατά την ημέρα της Πεντηκοστής (Πραξ. 1,14-2,1).

Δεν πρέπει να παραλείψουμε της ωδή Της «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον…» (Λουκ. 1,46-55).

Αφού παρακάμψουμε τους 3ο και 4ο αι. με τους μεγάλους θεολόγους (Κλήμη Αλεξανδρείας, Τερτυλιανό, Ωριγένη) και στη συνέχεια με τους, επίσης, μεγάλους Πατέρες (Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο και Ιω. Χρυσόστομο) που όλοι τους τονίζουν την αγνότητα και το αειπάρθενο της Μαρίας, φτάνουμε στον 5ο αι. και συγκεκριμένα στο 431, που συγκαλείται η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Η Σύνοδος αυτή αποτελεί το «θεμέλιο της θεομητορικής θεολογίας». Είναι η Σύνοδος, που απέρριψε και καταδίκασε τις Νεστοριακές απόψεις και δεχόμενη τις θέσεις του αγ. Κυρίλλου, Πατριάρχη Αλεξανδρείας, ονόμασε τη Μαρία «Θεοτόκο». Κατά το δόγμα αυτόη Παρθένος Μαρία δεν είναι απλώς «Χριστοτόκος» ή «ανθρωποτόκος» (Νεστόριος), αλλά αληθινά και πραγματικά «Θεοτόκος». Έτσι, ο αγ. Ιω. Δαμασκηνός στο Λόγο του στη Γέννηση της Θεοτόκου ερωτά: «Το παιδίον Θεός και πώς ου Θεοτόκος ή τίκτουσα;». Αλλά και ο άγ. Γρηγόριος Θεολόγος σε επιστολή του γράφει: «Ει τις ου θεοτόκον ομολογεί την Αγίαν Παρθένον, χωρίς εστιν της Θεότητος».

Με βάση τις παραπάνω αλήθειες (βιβλικές και πατερικές) οι Πατέρες από τον 9ο -14ο αι. θα γράψουν τις θαυμάσιες θεομητορικές ομιλίες, μεταξύ των οποίων και αυτές που αναφέρονται στη Γέννηση της Θεοτόκου. Είναι κυρίως πανηγυρικοί Λόγοι, όπως: Του Ανδρέα Κρήτης (7ος,8ος αι.) τρεις πανηγυρικοί Λόγοι, του αγ. Θεοδώρου του Στουδίτη (9ος αι.), του αγ. Ιω. του Δαμασκηνού (8ος αι.), του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά (14ος αι.) και του αγ. Νικολάου Καβάσιλα (14ος αι.). Οι Λόγοι αυτοί σώζονται στις Αγιορείτικες μονές Μ. Λαύρας, Βατοπεδίου, Ιβήρων και Διονυσίου.

Τέλος, ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης στο «Συναξαριστή» του σημειώνει ότι και «ο Μεταφραστής λόγον εις το γενέσιον της Θεοτόκου, όστις σώζεται εν τη Ιερά Μονή Ιβήρων… Έχει δε εγκώμιον εις αυτήν και Φώτιος ο Πατριάρχης και Λέων ο σοφός.

Σημείωσε δε ότι εις την γέννησιν της Θεοτόκου εμελούργησε κανόνας οκτωήχους και ιδιόμελα ωραιότατα ο σοφολογιώτατος διδάσκαλος κυρ. Χριστοφόρος, ο κατά την ιεράν Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου τον ασκητικόν δίαυλον διατρέχων» (τομ. 5ος, σελ. 103).

Είναι ενδεικτικά μερικά αποσπάσματα από την Υμνολογία της γιορτής. Από τα Στιχηρά του Εσπερινού: «Σήμερον ο τοις νοεροίς θρόνοις απαναπαυόμενος Θεός  …ουρανόν έμψυχον εαυτώ κατεσκευάσεν, εξ ακάρπου γαρ ρίζης φυτόν ζωηρόν εβλάστησεν  ημίν την μητέρα αυτού…».

«Ει και θείω βουλήματι περιφανείς στείραι εβλάστησαν, αλλά πάντων η Μαρία των γεννηθέντων θεοπρεπώς υπερέλαμψεν …η μόνη πύλη του μονογενούς Υιού του Θεού, ην διελθών κεκλεισμένην διεφύλαξε…». Από το Δοξαστικό του Εσπερινού: «Δεύτε άπαντες πιστοί, προς την παρθένον δράμωμεν· Ιδού γαρ γεννάται …και ο κόσμος συν αυτή ανακαινίζεται· τίκτεται, και η Εκκλησία… Ο ναός ο άγιος, το της θεότητος δοχείον, το παρθενικόν όργανον, ο βασιλικός θάλαμος, εν ω το παράδοξον της απορρήτου ενώσεως, …ετελεσιουργήθη μυστήριον· Ου προσκυνούντες ανυμνούμεν την της Παρθένου πανάμωμον γέννησιν».

Ακολουθούν τα εξαποστειλάρια της εορτής:

«Αγάλλονται τα πέρατα της οικουμένης σήμερον εν τη γεννήση σου Κόρη, Θεοκοήτος Μαρία, και απειρόγαμε νύμφη… (2ο εξαποστ.).

Τέλος, από τους Αίνους: «ω του παραδόξου θαύματος! Η πηγή της ζωής εκ της στείρας τίκτεται …ευφραίνου, Ιωακείμ, της Θεοτόκου γεννήτωρ γεννόμενος… Μητέρες συν τη μητρί της Θεοτόκου χορεύσατε …η Άννα η ευκλεής φανείσα, τέτοκε την πρόβολον αληθώς της παρθενίας, το θείον απάνθισμα …το της παρθενίας κάλλος…».

Ακολουθούν το Απολυτίκιον της γιορτής: «Η γέννησις σου Θεοτόκε, χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη…». Και το Κοντάκιο: «Ιωακείμ και Άννα ονειδισμού ατεκνίας και Αδάμ και Εύα εκ της φθοράς του θανάτου ηλευθερώθησαν, Άχραντε, εν τη αγία γεννήσει σου…».

Σύμφωνα με τον καθηγητή Αρχ. Βασίλειο Στεφανίδη οι θεομητορικές γιορτές εισήχθησαν στο εκκλησιαστικό εορτολόγιο ως εξής: Η Υπαπαντή του Κυρίου στα τέλη του 4ου αι.. Περί τα μέσα του 5ου αι. απαντά η εορτή της Κοιμήσεως (15 Αυγούστου).

Τον 6ο αι. απαντά η γιορτή του Ευαγγελισμού και τον 7ο αι. η γιορτή της Γεννήσεως της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου).  Όλες έχουν την αφετηρία τους στην Ανατολή (Ιεροσόλυμα, Αντιόχεια, Κων/πολη) και στη συνέχεια έγιναν γνωστές και στη Δύση. Παρότι η εισαγωγή τους, ως γιορτές, έγιναν σχετικώς καθυστερημένα, όμως στη συνείδηση και στην παράδοση της Εκκλησίας τιμώντουσαν από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια.

Και θα ήθελα να κλείσω το άρθρο αυτό με τα λόγια που κλείνει στη σχετική ομιλία του ο αγ. Νικόλαος Καβάσιλας. Γράφει: «Μια ακατάπαυστη λοιπόν υμνωδία προσφέρεται σ΄ Αυτή και από τις δύο κτίσεις. Με μια φωνή όλες οι γλώσσες ψάλλουν τα δικά της μεγαλεία κι΄ είναι ασίγητοι υμνωδοί της Μητέρας του Θεού όλοι οι άνθρωποι κι όλοι οι χοροί των αγγέλων. Καταθέτουμε λοιπόν και εμείς, ψάλλοντας, στην κοινή εισφορά αυτά που μπορέσαμε, λιγώτερα δυστυχώς και από αυτά που οφείλουμε. Αλλά σ΄ Εσένα και στη δική σου φιλανθρωπία ανήκει, Πολύμνητη να μη σταθμίσης τη χάρη που θα μας δώσεις σε τίποτε δικό μας, αλλά στη δική σου μεγαλοπρέπεια. Κι΄ όπως Εσύ, αφού εξαιρέθηκες από το κοινό γένος κι έγινες δώρο στο Θεό, εκόσμησες έπειτα όλους τους υπολοίπους ανθρώπους, έτσι και σ΄ εμάς, αντί γι΄ αυτούς εδώ τους λόγους που σου προσφέρουμε, αγίασε το θησαυροφυλάκιο των λόγων, την καρδιά μας, κι ανάδειξε τη χώρα της ψυχής άγονη για κάθε κακό με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του μονογενούς Σου Υιού, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, στον οποίον αρμόζει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση μαζί με τον άναρχό Του Πατέρα και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό πνεύμα, «νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, Αμήν».

(Η μετάφραση είναι του αειμνήστου φίλου, συναδέλφου και συνοικοτρόφου Παναγιώτη Νέλλα).

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

«Ἐμνήσθην τῆς Θεοτόκου καί ἐσώθη ἡ ψυχή μου»
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός

Ἀπό τό βιβλίο «Μαρία ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ» τοῦ μακαριστοῦ Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ἀντιγράφω:
«Οἱ ἅγιες ψυχές καί οἱ ἐλλαμπόμενοι νόες τῶν θείων Πατέρων, πόσα ἄσματα ἀφιέρωσαν καί πόσους πανηγυρικούς λόγους συνέταξαν καί μέ πόσες ὠδές πνευματικές, σέ ἐκκλησιαστικά ρυθμοτονικά μέτρα, στή μορφή τῶν τροπαρίων, δέν ἀνύμνησαν τήν ἑορτή τῆς Γεννήσεως τῆς Μαριάμ, πού τήν εἶδαν σάν ἀπαρχή τῆς λυτρώσεως «ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἀλλοτρίου» καί σάν «αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως»!
....ὅπως τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, πού σάν θεολογικός νοῦς συνελάμβανε ὑψηλές θεωρίες καί σάν ἁγιασμένη καρδία, μεταρσιώνετο ὁλόκληρος ἀπό τή νοερή θέα τῆς μελλούσης νά συνεργήση μέ τόν ἐξ αὐτῆς τικτόμενον Υἱόν τοῦ Θεοῦ γιά νά σωθῆ ὁ κόσμος καί νά θεωθῆ ὁ ἄνθρωπος.
....Καί στρεφόμενος πρός τήν Θεοτόκον ἔνθους καί ἐκστατικός, τῆς ἀπευθύνει ὑψηλῆς θεολογικῆς ἐμπνεύσεως χαιρετισμούς, πλεγμένους μέ τούς συμβολικούς τύπους τῆς Π. Διαθήκης, πού τήν προεικόνιζαν.

Χαίροις, ἡ νοητή Βηθλεέμ, ὁ οἶκος τοῦ Ἐφραθᾶ, ἐξ οὖ ἐξελύληθεν ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραήλ, οὖ αἱ ἔξοδοι ἀπ’ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος, κατά Μιχαίαν τόν θειότατον.

Χαίροις, τό κατάσκιον παρθενικόν ὄρος, ἐξ οὖ ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ ἐπεφάνῃ κατά Ἀμβακούμ τόν θεοβόητον.

Χαίροις, λυχνία χρυσοειδέστατε καί φωτοφόρε, ἐξ ἦς περιέλαμψε τοῖς ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένοις τό ἀπρόσιτον φῶς τῆς θεότητος, κατά Ζαχαρίαν τόν θεσπέσιον.

Χαίροις, τό παγκόσμιον ἱλαστήριον τῶν βροτῶν, δι’οὖ ἀπό ἀνατολῶν ἠλίου καί ἕως δυσμῶν τό ὄνομα Κυρίου δεδόξασται ἐν τοῖς ἔθνεσι καί ἐν παντί τὀπῳ θυμίαμα τῶ ὀνόματι αὐτοῦ προσάγεται κατά Μαλαχίαν τόν ἁγιώτατον.

Χαίροις, κούφη νεφέλη, ἐν ἦ Κύριος κεκάθικε, κατά Ἠσαΐαν τόν ἱεροφωνότατον.

Χαίροις, ἱερά βίβλος τῶν προσταγμάτων Κυρίου, καί ὁ νεοχάρακτος νόμος τῆς χάριτος, δι’ἤν τά ἀρεστά Θεῷ, ἡμῖν γνωστά ἐστι, κατά Ἱερεμίαν τόν πολυθρηνότατον.

Χαίροις, πύλη κεκλεισμένη, δι’ἦς Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ εἰσελήλυθεν καί ἐξελήλυθεν, κατά Ἰεζεκιήλ τόν θεοπτικώτατον.»

Καί κλείνω μέ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἀπό τόν Λόγον του εἰς τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου:
«Χαίροις, Μαρία, γλυκύτατον τῆς Ἄννης θυγάτριον· πρός σέ γάρ αὖθις ὁ πόθος ἀνθέλκει με.
....Σέ ἀξίως πᾶσαι αἱ γενεαί μακαρίζομεν, ὡς ἐπίλεκτον δόξαν τῆς ἀνθρωπότητος.
Σύ ἱερέων καύχημα, βασιλέων στήριγμα, χριστιανῶν ἡ ἐλπίς, παρθενίας πολυφόρον φύτευμα· διά σοῦ γάρ τό κάλλος τῆς παρθενίας πεπλάτυνται.
....Χαῖρε κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ, εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί, καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου, Ἰησοῦς Χριστός ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱός.
Αὐτῷ ἡ δόξα σύν Πατρί καί Ἁγίῳ Πνεύματι εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»
Θεόδωρος Σ.