Τά φευγαλέα ἀγαθά αὐτοῦ τοῦ κόσμου
«Ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὅσον ἀφορᾷ
εἰς τάς τέχνας ἐκείνας (τάς κοσμικάς), αἱ ὁποῖαι συγκεντρώνουν τό ἐνδιαφέρον
των περί τόν ἄνθρωπον καί θεραπεύουν τάς ἀνάγκας αὐτοῦ ἐν τῷ παρόντι βίῳ, ἐπιζητεῖ
τήν ἁπλότητα καί τήν λιτότητα καί ἀποκρούει τήν δι’ αὐτῶν αἰσθητικήν ἱκανοποίησιν,
τήν καλλιτεχνικήν πληρότητα καί τελειότητα ἤ τήν ἱκανοποίησιν τῆς ἀνθρώπινης
ματαιοδοξίας, τήν ἐπίδειξιν πλούτου κ.λ.π. Τό χρήσιμον ἄρα καί ὄχι τό αἰσθητικῶς
ὥραῖον καί κομψόν λογίζεται ἐν τῇ χριστιανικῇ (κοσμικῇ) τέχνῃ. Τό περιττόν καί ἄχρηστον,
ὡς καί τό κομψόν, τό ἐξεζητημένον, ἡ αἰσθησιακή συγκίνησις κ.τ.ὅ. δέν ἔχουν
θέσιν εἰς τήν Χριστιανικήν κοσμικήν τέχνην. Ταῦτα εἶναι γνωρίσματα τῆς τέχνης τῶν
ἐκτός τῆς μόνης ἀληθοῦς θρησκείας καί φιλοσοφίας ζώντων ἀνθρώπων» (Βασιλείου
Γιαννόπουλου: Αἱ περί Τέχνης ἰδέαι τῆς Ζ΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐκ τοῦ τυπογραφείου τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι
1980, σελ. 17-18, βλ. καί σ. 7 (ὑποσημείωση)-11).
Αὐτά γράφει ὁ καθηγητής Βασίλειος Γιαννόπουλος, ἀναφορικά μέ τίς ἀπόψεις περί Τέχνης τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Πιθανῶς ὅμως τά γραφόμενά του αὐτά νά μᾶς γεννοῦν τήν ἑξῆς ἀπορία: Εἶναι οἱ προαναφερθεῖσες ἰδέες τῆς Συνόδου –ἑπομένως καί τῆς Ἐκκλησίας- αὐστηρές καί ἀκραῖες;
Ἡ Ἐκκλησία μας ἀποδέχεται καί δέν
ἀπορρίπτει τά ἐπίγεια ἀγαθά καί τίς ἐγκόσμιες ἡδονές. Τά φευγαλέα καί μάταια ἀγαθά
αὐτῆς τῆς ζωῆς, ὡς δῶρα τοῦ ἀγαθοῦ καί ἐλεήμονος Θεοῦ, δέν εἶναι κακά, ἀλλά
καλά (Α΄ Τιμόθ. 4, 3-4). Ἐφάμαρτη καί ἠθικά ἐπιλήψιμη εἶναι ἡ ἀπόλαυσή τους,
μόνον ὅταν γίνεται ἐνάντια στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Μέ ἄλλα λόγια, ἐφ’ ὅσον οἱ ὑλικές- ἐγκοσμίες ἐπιθυμίες μας ἱκανοποιοῦνται σύμφωνα μέ τό νόμο τοῦ Θεοῦ, συντελοῦν καί δέν
ἐμποδίζουν τήν ἀπόλαυση τῶν ἐπουρανίων- θεϊκῶν ἡδονῶν. Ἀλλ’ ὅταν ὅμως ἡ ἀπόλαυση
τῶν σωματικῶν- ἐπίγειων ἡδονῶν ἀντιστρατεύεται τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἀποτρέπει
καί ἐμποδίζει καί ἀναιρεῖ τήν ἀπόλαυση τῆς μετά θάνατον ὑπερκόσμιας κατά
Χριστόν μακαριότητας.
Καί ὅσον ἀφορᾶ τά λεγόμενα ἠθικῶς ἀδιάφορα ἔργα,
ὅπως εἶναι τό διάβασμα ἑνός μή
θρησκευτικοῦ («κοσμικοῦ») βιβλίου, ἡ ἀπόλαυση ἑνός ὡραίου φυσικοῦ τοπίου, ἡ
παρακολούθηση ἑνός κινηματογραφικοῦ ἢ θεατρικοῦ ἒργου, ἡ εὐχαρίστηση μιᾶς
μουσικῆς συναυλίας, ἡ ἐνασχόληση μ’ ἕνα ἄθλημα (σπόρ) ἤ ὁ χορός, τί ἰσχύει; Τά ἀποδέχεται
ἤ τά ἀρνεῖται αὐτά ἡ θρησκεία μας;
«Ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ὁμιλεῖ
περί ἐκκλησιαστικῶν εἰκόνων, τάς ὁποίας καί ὡς σεπτάς καί ἁγίας ἀποδέχεται καί
περί αἰσχρῶν καί ἐπιβλαβῶν (εἰκόνων), τῶν ἐκφαυλιζουσῶν
τόν νοῦν καί τήν καρδίαν, τάς ὁποίας καί ἀποδοκιμάζει. Αὕτη δέ οὐδέν ἀναφέρει
περί τῆς ἀσκήσεως τῆς ζωγραφικῆς τέχνης εἰς τήν μεταξύ τῶν δύο ἀνωτέρω κατηγοριῶν
περιοχήν, τά ἔργα τῆς ὁποίας δέν εἶναι δυνατόν νά χαρακτηρισθοῦν αἰσχρά καί ἀπόπτυστα
(ἀπόβλητα), ἀλλ’ οὔτε καί σεπτά καί ἅγια ἤ ἁπλῶς εὐσεβῆ καί τά ὁποῖα δύνανται
νά χαρακτηρισθοῦν ὡς ἠθικῶς ἀδιάφορα. Ἐάν τά φιλοτεχνήματα -τά ἔργα- αὐτά ἀποπροσανατολίζουν
τόν νοῦν καί τήν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεόν, πρός τόν ὁποῖον δέον πάντοτε
νά ἀναφέρωνται, καί ἕλκουν εἰς τά φθαρτά καί γήϊνα, τήν τρυφήν καί τόν εὐδαιμονισμόν,
εἶναι κατά τήν Σύνοδον ἠθικῶς ἐπιβλαβῆ καί ἑπομένως φευκτέα» (Βασιλείου
Γιαννόπουλου: Αἱ περί Τέχνης ἰδέαι,
σ. 14 (ὑποσημείωση). Ἀντίθετα ὅμως, ἄν τά ἔργα τέχνης καί συλλήβδην ὅλα τά
λεγόμενα ἠθικῶς ἀδιάφορα ἔργα ἀνυψώνουν τόν νοῦ μας πρός τόν Θεό καί τήν ἄφθαρτη
ἐπουράνια Βασιλεία Του, κρίνονται ὡς καλά καί ἅγια.
Συμπερασματικά, τό ἀσκητικό ἦθος
πού διέπει, κυριολεκτικά διαποτίζει τίς Εὐαγγελικές ἐντολές, εἶναι ὁ ἀποφασιστικός
καί καταλυτικός παράγοντας πού καθορίζει τή στάση μας ὡς χριστιανῶν ἒναντι καί τῶν
μή ἐφάμαρτων, μή κολάσιμων καί φαινομενικά ἠθικῶς οὐδέτερων ἀπολαύσεων τῆς ζωῆς
αὐτῆς. Σίγουρα δέν εἶναι μεμπτό (κακό) καί δέν μπορεῖ νά κατηγορηθεῖ ὡς ἠθικά ἐπιλήψιμο
τό θέατρο, ἡ μουσική, ὁ ἀθλητισμός ἢ ὁ χορός. Ὃμως, ὃσο ἀσκητικότερα, μέ εἰλικρινέστερη
μετάνοια καί μέ βαθύτερη αὐταπάρνηση ζοῦμε, τόσο τελειότεροι γινόμαστε καί τόσο
ἐντονώτερα («ἐκτυπώτερον») μᾶς ἀξιώνει ὁ Χριστός νά ἀπολαμβάνουμε, τώρα μέν ὡς
πρόγευση καί ἀρραβώνα, στόν μέλλοντα δέ αἰώνα πλήρως καί ὁλοκληρωτικά τήν ὑπερκόσμια
κατά Θεόν ἡδονή (εὐδαιμονία).
Τελικά, ὁλόκληρο τό Εὐαγγέλιο
διαπερνᾶ τό ἀκραιφνές ἀσκητικό ἦθος, τό κάλεσμα τοῦ ἀνθρώπου σέ ἰσόβια ἀπάρνηση
τῶν τερπνῶν τοῦ παρόντος κόσμου. Ἡ ἂρση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ὁ αὐστηρός ἀσκητισμός
διαποτίζει ἀπ’ ἂκρου εἰς ἂκρον τό ἃγιο Εὐαγγέλιο ἀποτελώντας θεμελιῶδες
γνώρισμα τοῦ χριστιανικοῦ τρόπου ζωῆς (Ματθ. 7, 13-14, Ματθ. 16, 24-26, Ἰω. 12,
24-25). Ἡ ἀσκητική ἀπάρνηση τῶν ἐνδοκοσμικῶν σωματικῶν ἡδονῶν, στήν καθαρότερη
καί τελειότερη μορφή της, φθάνει μέχρι τά ἀκρότατα ὃρια, πού εἶναι ἡ ἱκανοποίηση
μόνον τῶν ἀναγκαίων ἀνθρωπίνων ἐπιθυμιῶν, ἢ ὀρθότερα ἀναγκῶν.
Ὁ ἀσκητικός τρόπος τοῦ βίου
κατακλύζει –στήν κυριολεξία!- ὁλόκληρη τήν
Ἁγία Γραφή, τά ἒργα τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τή Λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
μας. Ἐνδεικτικά καί μόνο ἀναφέρω: «Μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον, μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ»
(Α΄ Ἰω. 2, 15-17). «Τά ἂνω φρονεῖτε, τά ἂνω ζητεῖτε, μή τά ἐπί τῆς γῆς» (Κολασ.
3, 1-2). «Ὃστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν
σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8, 34). «Μή σκοπούντων ἡμῶν τά
βλεπόμενα, ἀλλά τά μή βλεπόμενα` τά γάρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τά δέ μή βλεπόμενα
αἰώνια» (Β΄ Κορινθ. 4, 16-18). Οἱ χριστιανοί ὀφείλουμε νά ζοῦμε πάνω στή γῆ ὡς
ξένοι καί παρεπίδημοι: «Οὐ γάρ ἒχομεν ὧδε
μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Εβρ. 13, 14). «Ἀγαπητοί,
παρακαλῶ ὡς παροίκους καί παρεπιδήμους, ἀπέχεσθε τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν, αἳτινες
στρατεύονται κατά τῆς ψυχῆς»(Α΄ Πέτρ. 2, 11). Ἐπίσης, στή Θεία Λειτουργία, ὁ
λειτουργός μᾶς παρακινεῖ: «Ἂνω σχῶμεν
τάς καρδίας», «πᾶσαν τήν βιοτικήν ἀποθώμεθα μέριμναν».
Ἑπομένως, ἡ γνήσια ἐν Χριστῷ ζωή
τέμνει τήν μέση καί βασιλική ὁδό ἀνάμεσα στήν ἐγκοσμιοκρατία (ἐκκοσμίκευση) ἀφ’
ἑνός, τήν διάβρωση δηλαδή καί ὁλοκληρωτική ἀλλοίωση καί φθορά τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους
ἀπό τό ἁμαρτωλό φρόνημα τοῦ παρόντος αἰῶνος (Ρωμ. 12, 2, Α΄ Πέτρου 1, 14) καί
τόν Μανιχαϊσμό ἀφ’ ἑτέρου, τοὐτέστιν τήν φοβερή ἐκείνη αἵρεση πού ἀρνεῖται καί
περιφρονεῖ τό σῶμα μας, τήν ὕλη καί τήν ἐπίγεια ζωή.
Θά κλείσω καί πάλι μέ τόν ἐκλεκτό
Ναυπάκτιο καθηγητή: «Τό καλαισθητικόν στοιχεῖον (ἡ αἰσθησιακή συγκίνησις καί ἱκανοποίησις),
διά τάς κοσμικάς τέχνας θεωρεῖται ἔκκλισις ἐκ τοῦ σκοποῦ των καί «περπερείας (=ἀλαζονείας,
ὑπερηφάνειας) ἔχει κατηγορίαν», ἤ ἔστω εἶναι
ἀνεκτόν, ἐφ’ ὅσον δέν σκανδαλίζει καί δέν προκαλεῖ» (Βασιλείου Γιαννόπουλου: Αἱ περί Τέχνης ἰδέαι, σ. 19).
Τέλος, ἐπειδή τό θέμα τῶν ἠθικῶς ἀδιάφορων πράξεων εἶναι ἀκανθῶδες καί εὐαίσθητο, θά παρακαλοῦσα ὅποιον τυχόν ἀδερφό ἔχει γνώμην ἐπ’ αὐτοῦ νά τήν καταθέσει, οὕτως ὥστε, μέσα ἀπό τό φιλόξενο ἰστολόγιο τοῦ ἀγαπητοῦ Ἀναστασίου, νά διεξαχθεῖ ἕνας γόνιμος καί καλόπιστος διάλογος.
«Ἐκκλησιολόγος» τῶν Πατρῶν, 11-3-2017
5 σχόλια:
Το θέμα είναι ακανθώδες αλλά η ανάπτυξή του από σας αφήνει παραθυράκια και διαύλους με τους οποίος μπορώ να βρω την μέση οδό. Νομίζω ότι ο χριστιανός πρέπει να μετέχει σε όλα, αλλά να προσέχει να απέχει από την αμαρτία. Η απόλυση της τέχνης, ζωγραφική, μουσική, θέατρο, κινηματογράφος πολλά μπορούν να μας προσφέρουν. Η απομόνωση δημιουργεί προβλήματα και γκέτο νοητικά που το χριστιανικό πνεύμα δεν μπορεί να τα οικειοποιήσει.
Φευγαλέα μπορεί ορισμένα να είναι αλλά για μας τους χριστιανούς του κόσμου αλατίζουν δηλαδή νοστιμεύουν την ζωή μας από μια ανιαρή ρουτίνα.
Διάλογος μπορεί να γίνει όταν υπάρχουν ενστάσεις ή αντιρρήσεις. Εδώ υπάρχει η ορθή θέση και γραμμή. Οπότε …
Θοδωρής
Θαυμαζω τον κόσμο και όλα τα δημιουργήματα και δοξολογω τον δημιουργό Θεό.
Δημοσίευση σχολίου