Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

Σχεδόν ξεχασμένοι ήρωες του εικοσιένα - Ευτυχία Γ. Μάστορα

 

Σχεδόν ξεχασμένοι ήρωες του εικοσιένα

Ευτυχία Γ. Μάστορα
Δασκάλα κωφών - Συγγραφέας


   
Κάθε Μάρτιο και καθώς πλησιάζει η άγια μέρα του Ευαγγελισμού, όσοι αγαπάμε ακόμα την Πατρίδα μας, όπως μάθαμε να την αγαπάμε στα πρώτα, τα αθώα σχολικά μας χρόνια, μνημονεύουμε τους προγόνους μας. Εκείνους, που με απαρομοίαστο θάρρος, με αταλάντευτη υπομονή και επιμονή, αλλά πρωτίστως με ακλόνητη πίστη στον Θεό, άντεξαν τέσσερις αιώνες πικρής σκλαβιάς και κατόρθωσαν τελικά να πραγματοποιήσουν το θαύμα του 1821, το θαύμα του Θεού και της αδούλωτης ψυχής τους.

Μνημονεύουμε τους ήρωες αγωνιστές. Κλίνουμε γόνυ ενώπιόν τους με σεβασμό, ευλάβεια, συγκίνηση, αλλά προ πάντων με ευγνωμοσύνη και υπερηφάνεια, γιατί με τους αγώνες τους, τις θυσίες τους και πολλοί με την ίδια τη ζωή τους και το αίμα τους έγραψαν το αθάνατο 1821 και χάρισαν στο Γένος την ελευθερία του.

Ας ανακαλέσουμε στη μνήμη, από τα βιβλία της Ιστορίας, τα λαμπρά ονόματα των ηρώων μας και τους  απαρομοίαστους άθλους τους. Ας θυμηθούμε τις καλλιτεχνικές προσωπογραφίες τους, τους ζωγραφικούς πίνακες που εικονίζουν μάχες, ναυμαχίες, πυρπολήσεις, ανατινάξεις, που οι ένδοξοι πρωταγωνιστές τους έχουν μείνει αλησμόνητοι.

Όλοι αυτοί, που έδωσαν το παν στον τιτάνιο αγώνα για την ελευθερία της Πατρίδας, δοξάζουν και φωταγωγούν το πάνθεο των ηρώων του 21.

 Κάποιων ηρών όμως, οι θέσεις τους είναι ακόμη κενές. Όχι ότι δεν αγωνίστηκαν κι αυτοί ηρωικά για τη λευτεριά. Συνέβη όμως να μείνουν περίπου ανώνυμοι, άλλοι να μείνουν αφανείς, ή να λησμονηθούν ή σχεδόν να ξεχαστούν. Αλλά οι αγώνες τους, τα κατορθώματά τους, οι θυσίες τους δεν υπολείπονται καθόλου σε μεγαλείο. Η συμβολή τους  στην απελευθέρωση της Πατρίδας δεν είναι καθόλου αμελητέα. Απλώς τους αδίκησαν οι συγκυρίες… και οι ανθρώπινες αδυναμίες.

Κάποτε, ξεφυλλίζοντας μιαν ανθολογία της Ελληνικής ποίησης, εντόπισα ένα ποίημα του Αχιλλέα Παράσχου. Τίτλος του, «Στη σκιά των αγνώστων ηρώων». Θα σας παρακαλούσα, προτού συνεχίσω αυτή την ομιλία, να γίνετε μέτοχοι των συγκινητικών στίχων του Παράσχου:

Γνωρίζουν ότι άγνωστοι θα πέσωσι, γνωρίζουν
ότι της λήθης η πικρά τους αναμένει κλίνη,
και όμως εις τον θάνατον ατάραχοι βαδίζουν.
Δεν πολεμούν υπέρ αυτών ουδέποτε Εκείνοι!
 
Αυτοί την πείναν, τας πληγάς, το μνήμα, την σκοτίαν
και άλλοι… άλλοι εις το φως κι εις την αθανασίαν!
           
Ω ήρωες αγνώριστοι, πεσόντες εις τα σκότη,
εάν η μνήμη λησμονεί την έξοχον θυσίαν,
εκεί επάνω του Θεού το βλέμμα δεν υπνώττει,
βλέπει τα έργα και ποτέ… ποτέ την ιστορίαν!
 
Ω ήρωες αγνώριστοι, πεσόντες εις τα σκότη, 
αν είσθε κάτω έσχατοι, επάνω είσθε πρώτοι!
 
  Δύο απ’ αυτούς τους σχεδόν ξεχασμένους ήρωες θέλησα να ανασύρω από τη σιωπή που τους περιβάλλει και να τούς παρουσιάσω στην εκλεκτή σας ομήγυρη, αφού ο αξιότιμος κ. Πρόεδρος με τίμησε, δίνοντάς μου την ευκαιρία να συμμετέχω  στο σημερινό  φιλολογικό βραδινό της Ένωσης Λογοτεχνών. Τον ευχαριστώ θερμότατα για την ευκαιρία αυτή.
Κατ’ αρχήν θα σας μιλήσω για τον αγωνιστή Γιάννη Χονδρογιάννη, από το χωριό Μάζι Καλαβρύτων .

  * * * * *
     Όλα τα ιστορικά και αδιαφιλονίκητα στοιχεία και οι απόλυτα έγκυρες πληροφορίες που θα εκθέσω για τον Χονδρογιάννη, αντληθήκαν κυρίως από το σπουδαίο βιβλίο «Οι Μαζαίοι αγωνισταί του 1821». Συγγραφέας ο επίτιμος Διευθυντής Α΄ του Υπουργείου Οικονομικών και κυρίως εκλεκτός και πολύτιμος φίλος Δημήτριος Πανόπουλος.

Ο περιώνυμος  παλαιός και πολύπειρος κλεφτοκαπετάνιος και δοκιμασμένος πολεμιστής Γιάννης Χονδρογιάννης ήταν ο αρχηγός της μεγάλης αλλά τραγικής Μαζιώτικης οικογένειας των Χονδρογιανναίων. Για την οικογένεια αυτή μιλάει στα απομνημονεύματά του ο αγωνιστής του 21 και ιστορικός Φωτάκος. Στο βιβλίο του «Βίοι Πελοποννησίων ανδρών» σημειώνει το εξής: «ο Γέρων Χονδρογιάννης υπηρέτησε στρατιωτικώς με όλα τα παιδιά του».

Ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού έθνους» αναφέρει: «Πολυθρύλητοι απέβησαν οι εν Πελοποννήσω κλέφται  Παναγιώταρος και Κολοκοτρωναίοι και οι ολιγώτερον ονομαστοί Κοντοβουνίσιοι και Χονδρογιανναίοι. Οι τελευταίοι απόγονοι των Χονδρογιανναίων, αφου υπηρέτησαν την επανάστασιν, έπειτα , δια παραδόξου τροπής της τύχης, έπεσον υπό το φάσγανον (μάχαιραν) της λαιμητόμου».

Ο Γιάννης Χονδρογιάννης λοιπόν είχε εφτά γιους, τους Ηλία, Ανδρούτσο, Αναστάσιο, Γεώργιο, Σωτήριο, Δημήτριο και Νικόλαο. Είχε και μια θυγατέρα, τη Βασιλική. Σε όλη του τη ζωή  λαχταρούσε τη λευτεριά και ήταν έτοιμος ανά πάσα στιγμή να προσφέρει τις υπηρεσίες του , και τη ζωή του ακόμη για την Πατρίδα. Την ίδια ακριβώς λαχτάρα είχε εμφυσήσει και στα παιδιά του.

    Επί σειρά ετών ήταν σωματοφύλακας του προεστού των Καλαβρύτων Ασημάκη Ζαΐμη, ο οποίος τον είχε μυήσει στη Φιλική Εταιρεία και είχε εγγυηθεί γι’ αυτόν στους Τούρκους.
 
Στις 15 Μαρτίου 1821 βρίσκουμε τον Ασημάκη Ζαΐμη στην Κερπινή να συντρώγει με τον Ασημάκη Φωτήλα. Εκεί ήσαν και οι κλέφτες  Χονδρογιάννης και Πετιώτης. Ο Ζαΐμης τους ρωτά:  «Τι νέα, παιδιά;»
Ο Χονδρογιάννης απαντά: «Αύριο φεύγει για την Τριπολιτσά ο φοροεισπράκτορας Σεϊντή Λαλιώτης με χρήματα του Δημοσίου. Αν είναι με τη γνώμη σας είμαστε έτοιμοι να τον χτυπήσουμε και να σας φέρουμε τα χρήματα που ανήκουν στο Γένος.»
 
Ο γέρο-Ζαΐμης, αφού ήπιε λίγο κρασί, έκανε το σταυρό του και απαντά:
«Στην ευχή μου παιδιά.»
                                                  
Έχοντας τη συγκατάθεση του Ασ. Ζαϊμη ο Χονδρογιάννης, παίρνει τη μεγάλη απόφαση και αναλαμβάνει την ιστορική ευθύνη να χτυπήσει τους Τούρκους. Είναι σίγουρος ότι ήλθε η ευλογημένη ώρα να ξεκινήσει ο ένοπλος αγώνας για τη λευτεριά της Πατρίδας.
Καλεί μαζί του τους πέντε μεγαλύτερους γιους του και αρκετά ακόμη παλικάρια. Στήνουν ενέδρα στο  στενό πέρασμα, στη θέση Χελωνοσπηλιά, κοντά στις πηγές του Λάδωνα ποταμού. Παλιός κλεφτοκαπετάνιος και έμπειρος πολεμιστής, γνωρίζει καλά τη μορφολογία του εδάφους της περιοχής. Διαλέγει λοιπόν το κατάλληλο μέρος για να στήσει την ενέδρα. Ήταν πάνω στο δρόμο Καλαβρύτων-Τριπόλεως, μακριά όμως από τις δύο αυτές πόλεις, που ήταν κέντρα στήριξης των  Τούρκων, αλλά κοντά στο χωριό Μάζι, που είχε το κρησφύγετό του.
 
Στις 16 Μαρτίου ο Τουρκαλβανός φοροεισπράκτορας Σεϊδή - Λαλιώτης, ο «τραπεζίτης», (εννοώ ο τοκογλύφος) Νικόλαος Ταμπακόπουλος με τον γραμματικό του και με συνοδεία δέκα Τούρκους και Έλληνες για την ασφάλειά τους, αναχωρούν έφιπποι από τα Καλάβρυτα. Θα μεταφέρουν στην Τρίπολη ένα μικρό ποσό χρημάτων από τους ποιμενικούς φόρους που είχαν εισπράξει, αλλά κυρίως τέσσερα φορτώματα με  ενέχυρα και ομόλογα μεγάλης αξίας, που είχαν υπογράψει κάποιοι πρόκριτοι των Καλαβρύτων.
 
Εν τω μεταξύ μεσολαβεί προδοσία. Ο Ταμπακόπουλος πληροφορείται για την ενέδρα και μαζί με τον γραμματικό του αφήνουν τη συνοδεία και τα υποζύγια με τα φορτώματα και τα χρήματα και καταφεύγουν στο κοντινό χωριό Λυκούρια. Οι άλλοι συνεχίζουν την ορισμένη πορεία προς το στενό της Χελωνοσπηλιάς. Μόλις εμφανίστηκε η συνοδεία, ο Χονδρογιάννης έριξε την πρώτη τουφεκιά και τα παλικάρια του τον ακολουθούν. Έντρομοι, ο Λαλιώτης και οι άλλοι εγκαταλείπουν τα πάντα και διαφεύγουν άτακτα για να σωθούν. Όλα αυτά, ας τα αποκαλέσουμε λάφυρα, ο Χονδρογιάννης τα παρέδωσε στους προεστούς των Καλαβρύτων, που είχαν καταφύγει στην Αγία Λαύρα.  Άλλωστε σ’ αυτούς ανήκαν.
 
Την επομένη,17 Μαρτίου, Μαζαίοι αγωνιστές επιδίδονται και σε άλλες εχθροπραξίες κατά των Τούρκων της επαρχίας Καλαβρύτων, στην τοποθεσία Φροξυλιά και στο γεφύρι του Αμπήμπαγα, στις οποίες πρωτοστατεί ο Χονδρογιάννης με τα παιδιά του. Εδώ φονεύεται ο καφετζής του βοεβόδα των Καλαβρύτων και συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι έξι Τούρκοι.
 
Τα γεγονότα στη Χελωνοσπηλιά στις 16 Μαρτίου και αυτά στη Φροξυλιά και στο γεφύρι του Αμπήμπαγα στις 17 Μαρτίου ιστορούνται με μικρές παραλλαγές στα απομνημονεύματα των αγωνιστών, που ήσαν αυτήκοοι ή αυτόπτες μάρτυρες εκείνων των παράτολμων ηρωικών πράξεων. Μιλώ για τον Θεοδ. Κολοκοτρώνη, τον Φωτάκο, τον Κανέλλο Δεληγιάννη και τον Θ. Ρηγόπουλο. Τα αναφέρουν επίσης στα έργα τους οι ιστορικοί Σπ. Τρικούπης, Κων. Παπαρρηγόπουλος, Διον. Κόκκινος και άλλοι ερευνητές της Ιστορίας.
Στις πιο πάνω μαρτυρίες, σημειώνει ο Δημ. Πανόπουλος, στο βιβλίο του «Μαζαίοι αγωνιστές του 1821», θα προσθέσω και της δικής μου έρευνας τα στοιχεία, που προέρχονται από τα αρχεία των αγωνιστών του 1821, τα οποία φυλάσσονται στο Τμήμα Χειρογράφων και Ομοιοτύπων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος.
Είναι τρία σημαντικώτατα πιστοποιητικά, που ρίχνουν άπλετο φως στα πρώτα επαναστατικά γεγονότα του1821 και επιβεβαιώνουν το πού, πότε και από ποιούς έγιναν οι πρώτες επαναστατικές ενέργειες. Εκδόθηκαν το 1865 και τα υπογράφουν οι εξής:
 
 Ο καπετάνιος Πανγ. Πετμεζάς, ο υποστράτηγος Βασ. Πετμεζάς, ο ταγματάρχης Γκολφίνος Πετμεζάς και οι ανθυπολοχαγοί Α. Μπόλιαρης και Π. Σακελλαρόπουλος. Τα δύο εξ αυτών αφορούν τον Γιάννη Χονδρογιάννη και το  τρίτο τον συμπολεμιστή του Ασημάκη Ντόλκα.
 
Και οι πέντε αγωνιστές που υπογράφουν,  σημειώνει ο Δημ. Πανόπουλος, αποδίδουν τη δόξα της πρωτιάς εκεί που πραγματικά ανήκει: Στον Γιάννη Χονδρογιάννη και στα παιδιά του, που τον ακολουθούσαν, στον Ασημάκη Ντόλκα και στους άλλους Μαζαίους αγωνιστές της Χελωνοσπηλιάς.
Τα πιο πάνω πιστοποιητικά ζήτησαν και έλαβαν δύο από τους γιούς του Χονδρογιάννη. Τα κατέθεσαν, μαζί με σχετική αίτηση, στην Επιτροπή επί των Στρατιωτικών Εκδουλεύσεων του Αγώνος. Ζητούσαν «να διατάξει την προς αυτόν (τον πατέρα τους) ανήκουσαν αμοιβήν»… «δια τας εκδουλεύσεις και τας υπηρεσίας του, δι’ ας ουδόλως ανταμείφθη».
Οι υπογράφοντες αξιωματικοί πιστοποιούν ότι ο Χονδρογιάννης, γενομένης της Επαναστάσεως, υπηρέτησε ως αξιωματικός την Πατρίδα υπό τας διαταγάς του Ανδρέα Ζαϊμη και εμού (Β. Πετμεζά) διακριθείς… Καθ’ όλον το μέχρι τέλους διάστημα της υπηρεσίας του  εφέρθη με ζήλον και τιμιότητα».
Βεβαιώνουν ακόμη ότι «ο Χονδρογιάννης ήτον ο πρώτος, όστις έρριψεν όπλον κατά των εχθρών στην επαρχίαν Καλαβρύτων κατά το 1821 και ο οποίος εξακολούθησε πολεμών τους εχθρούς με διακεκριμένην ικανότητα στρατιωτικήν, ευρεθείς εις πολλάς και σπουδαίας μάχας».
 
Και πού δεν επολέμησαν οι Χονδρογιανναίοι! Στα Καλάβρυτα, στο Λεβίδι, στην Τρίπολη, στην Πάτρα, στο Σαραβάλι, στο Γηροκομειό, στο Πριναρόκαστρο, στην Ακράτα, στην Πιάνα, στην Δαβιά. Συμμετείχαν ακόμη και στις μάχες που έγιναν γύρω από την Ακρόπολη της Αθήνας κατά του Κιουταχή στις 24 Απριλίου 1827.
Στον φάκελο που φυλάσσονται τα πιστοποιητικά και οι αιτήσεις, ο γραμματέας της Επιτροπής σημειώνει: «Ο ρηθείς αγωνιστής είναι εκ των πρώτων, όστις έρριψε τουφέκι, έχων μάλιστα στρατιώτας υπό την οδηγίαν του. Εγκρίνεται δια τας εκδουλεύσεις του να ταχθεί εις την εβδόμην τάξιν».

 *****
 
Ποια να υπήρξε λοιπόν η προς τον Χονδρογιάννην ανήκουσα αμοιβή δια τας εκδουλεύσεις του και τα ανδρεία κατορθώματά του; Περί αυτής της αμοιβής ο λόγος στη συνέχεια.
«Την αποκοτιά του να χτυπήσει πρώτος τους Τούρκους» υπογραμμίζει ο Δημ. Πανόπουλος, «την τόλμη και τη λεβεντιά του, την αγάπη του και το πάθος του για τη λευτεριά της Ελλάδας, τα πλήρωσε ακριβά ο Γιάννης Χονδρογιάννης, ο ίδιος και η οικογένειά του».
 
Άπονη  και σκληρή στάθηκε η Πατρίδα απέναντί τους. Οι απόγονοι του τοκογλύφου Ταμπακόπουλου, στα χρόνια του Καποδίστρια, στηρίχτηκαν σε κάποιο νόμο και έκαμαν αγωγή εναντίον του Χονδρογιάννη. Ζητούσαν αποζημίωση για τα χρήματα, τα ενέχυρα και τα ομόλογα που πήρε κατά τα γεγονότα της Χελωνοσπηλιάς, στις 16 Μαρτίου 1821.
Ο Κανέλλος Δεληγιάννης, όμως και ο Θ. Ρηγόπουλος αναφέρουν στα απομνημονεύματά τους πως ό,τι πήρε ο Χονδρογιάννης ήσαν ελάχιστα χρήματα, πολλά όμως ενέχυρα και ομόλογα, τα οποία έστειλε στους προεστούς των Καλαβρύτων, αφού αυτούς αφορούσαν. Για τον ίδιο ήσαν άχρηστα. Γιατί να τα κρατήσει; Τι να τα κάνει;
Δυστυχώς το Δικαστήριο με  απόφασή του, δέχτηκε την αγωγή και καταδίκασε τον Χονδρογιάννη να καταβάλει αποζημίωση στους κληρονόμους του Ταμπακόπουλου. Όλη η μεγάλη περιουσία των Χονδρογιανναίων κατάσχεται και εκποιείται. Τα χρήματα που συγκεντρώνονται δεν επαρκούν για να πληρωθούν οι κληρονόμοι. Τότε το Δικαστήριο διατάζει την «προσωπική κράτηση» του γέρο-Χονδρογιάννη και τον φυλακίζουν στο Μπούρτζι του Ναυπλίου.
 
«Έτσι ο αετός του Χελμού», σημειώνει με θλίψη ο Δημ. Πανόπουλος, «ο κλεφτοκαπετάνιος των χρόνων της κλεφτουριάς, ο πρωτεργάτης της Επαναστάσεως, ο αγωνιστής της Χελωνοσπηλιάς, που έφτασε πολεμώντας μέχρι την Ακρόπολη των Αθηνών, ο ήρωας, που επί εφτά χρόνια, μαζί με όλα τα παιδιά του, πολεμούσε για τη λευτεριά του Έθνους, έμελλε στα στερνά του να γευτεί την πίκρα της φυλακής».
Ποιος θα μπορούσε να περιμένει ότι οι Έλληνες, αντί να ανταμείψουν αυτόν, «όστις πρώτος έρριψεν όπλον», θα τον έρριχναν στα μπουντρούμια τ’ Αναπλιού;
Μέσα εκεί, μακριά από τη γυναίκα και τα παιδιά του,  μακριά από το αγαπημένο του χωριό, από τους φίλους και τους συμπολεμιστές του, θα λυγίσει από τις ανείπωτες κακουχίες και από το βάρος της αδικίας και θα πεθάνει. Ήταν στα 1835.
«Το χτύπημα στη Χελωνοσπηλιά, καταλήγει ο Δημ. Πανόπ., το περιστατικό που τον έκανε αθάνατο, τον έστειλε στον άλλο κόσμο».

  ********
 
Τέλος δεν υπάρχει για το δράμα της οικογένειας των Χονδρογιανναίων.
Μετά την άδικη καταδίκη και τον άδικο θάνατο του γέρο-Χονδρογιάννη, η γυναίκα του και τα εφτά παιδιά του που ζουν στο χωριό Μάζι, περνούν δύσκολες ώρες.
Ο Σ. Παπαδαίος, παλιός κλέφτης, αγωνιστής του 21, και πρόκριτος του χωριού, υπόσχεται γάμο στη Βασιλική, τη μονάκριβη κόρη της οικογένειας. Δυστυχώς όμως αθετεί την υπόσχεσή του. Το γεγονός αυτό προσβάλλει βαριά τα αδέλφια της Βασιλικής. Το ασήκωτο βάρος της αδικίας που τους έγινε, ο θάνατος του πατέρα τους, που τον ακολούθησαν σε όλες τις επικίνδυνες επιχειρήσεις του εναντίον των εχθρών, η κατάσχεση και εκποίηση της μεγάλης περιουσίας τους, η αχαριστία του Κράτους και το πρόβλημα επιβίωσης που αντιμετωπίζουν οδηγεί σε απόγνωση τα πέντε μεγαλύτερα αδέλφια. Αναγκάζονται λοιπόν να πάρουν τα βουνά και να γίνουν ληστές. Επιδίδονται σε λεηλασίες και ληστρικές επιδρομές στα χωριά των Καλαβρύτων. Κατά τον Καν. Δεληγιάννη «διέπραξαν άπειρα κακουργήματα».
Έξι χρόνια κράτησε η δράση των ληστών Χονδρογιανναίων. Σ’ αυτό το διάστημα τρεις φορές ζήτησαν αμνηστία, για να επανέλθουν στη νομιμότητα και να απολαύσουν τα αγαθά της ελευθερίας, για την οποία έδωσαν τα πάντα. Δυστυχώς η κυβέρνηση τους αρνείται. Και όμως στις 16 Μαρτίου 1833 δημοσιεύεται διάταγμα περί γενικής αμνηστίας , από την οποία εξαιρούνται οι πέντε αδελφοί.
Απελπισμένοι, αφήνουν την Πελοπόννησο και καταφεύγουν στον Παρνασσό, όπου συνεχίζουν τον ληστρικό βίο. Δεν έπαψαν όμως να ελπίζουν και να επιδιώκουν να λάβουν χάρη. Χαρακτηριστική είναι μια σκηνή του 1834, που περιγράφει στα απομνημονεύματά του ο Γερμανός καθηγητής της Αρχαιολογίας Λουδοβίκος Ρος, ο οποίος αυτή την εποχή συνοδεύει τον Όθωνα στις περιοδείες του στα μέρη της Λιβαδειάς. Αξίζει, νομίζω, να την παρακολουθήσουμε:
Ένα μεσημέρι ο βασιλιάς με την ακολουθία του σταμάτησαν σε ένα χωριό της Βοιωτίας για να γευματίσουν. Την ώρα που θα αναχωρούσαν, από το πλαΪνό σύδενδρο ξεπροβάλλει ένας αρματωμένος πανύψηλος άνδρας. «Ήταν, γράφει ο Ρος, εξαισίως υψηλός το ανάστημα, εξαισίως ωραίος, άγριος οπωσούν την όψιν, με πυκνά γένια και με βρωμερόν τριχωτόν ένδυμα ορεσιβίου ποιμένος».
Προσφέρει τα όπλα του στον βασιλιά και λέει: «Είμαι ο κλέφτης Λιάκος Χονδρογιάννης, από του Μάζι των Καλαβρύτων. Πέφτω στα πόδια σου , βασιλιά μου, μαζί με τα αδέλφια μου. Πάρε τα άρματά μου. Γυρεύω χάρη, για να μπορέσω να ζήσω ήσυχος με τα αδέλφια μου στο χωριό μου, κοντά στη μάνα μας και τα άλλα αδέλφια μας».
Ο Όθωνας συμβουλεύεται κάποιον από τους ακολούθους του και απαντάει στον Χονδρογιάννη: «Να πάτε να παραδοθείτε στον Έπαρχο της Λιβαδειάς».
 
«Ο Όθωνας» σημειώνει ο Δημ. Πανόπ. «δεν εκτίμησε τη ιπποτική εκείνη χειρονομία των Χονδρογιανναίων…και δεν τους έδωσε αμνηστία. …Δεν μπόρεσε ή δεν τον άφησαν να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων».
Τα πέντε αδέλφια έπραξαν κατά την υπόδειξη του βασιλιά, ο έπαρχος όμως τους είπε ότι δεν έχει καιρό να συζητήσει μαζί τους.
Στενοχωρούνται αλλά δεν απογοητεύονται οι Χονδρογιανναίοι. Έρχονται σε συν εννόηση με τον στρατιωτικό διοικητή της Ρούμελης, συμπατριώτη τους συνταγματάρχη Πετμεζά. Εκείνος τους υπόσχεται ότι θα τους εξασφαλίσει την αμνηστία, οπότε συμφωνούν να παραδοθούν σ’ αυτόν. Δεν τον εμπιστεύονται όμως. Αποφασίζουν να παραδοθεί μόνο ένας από τα αδέλφια, ο Ανδρούτσος. Ο Πετμεζάς δυστυχώς αθετεί την υπόσχεσή του. Με εντολή της Κυβέρνησης τον συλλαμβάνει και τον στέλνει στο Ναύπλιο ,όπου  φυλακίζεται.
Τότε οι Χονδρογιανναίοι περνούν στην Πελοπόννησο. Ολόκληρο το 1835 επιδίδονται σε πράξεις ανεπίτρεπτες. Σπέρνουν παντού, στα μέρη της Αχαϊας και της Ηλείας, τον φόβο και τον τρόμο. Τελικά η Κυβέρνηση τους επικηρύσσει, χωρίς να είναι η πρώτη φορά που το κάνει. Διατάσσει «να τεθεί υπό βραβείον 1000 δραχμών η κεφαλή εκάστου των ληστών Χονδρογιανναίων».
Και πάλι τα πέντε γενναία αδέλφια  δεν αποθαρρύνονται και δεν παραιτούνται. Στις 16 Ιανουαρίου 1836 ένας Πρώσσος πρίγκιπας βρίσκεται στο Αίγιο. Τον φιλοξενεί ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου και προεστός Λ. Μεσηνέζης. Τρία από τα αδέλφια σχεδιάζουν να συλλάβουν τον πρίγκιπα, για να εκβιάσουν την Κυβέρνηση να τους δώσει αμνηστία. Μαζί με άλλους συντρόφους τους καταλαμβάνουν το σπίτι του Μεσηνέζη. Σπεύδει η Εθνοφυλακή και η Χωροφυλακή, ανταλλάσσονται πυροβολισμοί και τραυματίζονται οι Χονδρογιανναίοι. Ο επί κεφαλής των Χωροφυλάκων, φοβούμενος για τη ζωή του πρίγκιπα τους υπόσχεται αμνηστία. Τα τρία αδέλφια παραδίδονται. Είναι ο Γεώργιος, ο Σωτήριος και ο Ανδρούτσος, που είχε στο μεταξύ δραπετεύσει.
Φυσικά γι’ αυτούς δεν υπάρχει αμνηστία. Στις 30 Δεκεμβρίου 1836 συντελείται το φοβερό έγκλημα: Οι τρεις αδελφοί οδηγούνται στη λαιμητόμο και καρατομούνται στο Ναύπλιο.
Δεν είναι γνωστό πώς διέφυγαν τα δυο άλλα αδέλφια, ο Ηλίας και ο Αναστάσιος. Πάντως, μερικούς μήνες αργότερα συλλαμβάνονται και καρατομούνται και αυτοί.
 
Έτσι, σημειώνει με θλίψη ο Δημ. Πανόπ., οι λεβεντόκορμοι Χονδρογιανναίοι, από του Μάζι του Χελμού, οι πρωτοστάτες της ελευθερίας, που μπήκανε μπροστά στον 7αγώνα του 1821, όταν οι άλλοι ήσαν διστακτικοί και αναποφάσιστοι, έμελλε να βρεθούν αντιμέτωποι με διώξεις και κατατρεγμούς και αντί να ανεβούν στο βάθρο των νικητών, ανέβηκαν στο ικρίωμα της λαιμητόμου.
Ένα λιτό μνημόσυνο στην ηρωική μα τραγική και σχεδόν ξεχασμένη οικογένεια των Χονδρογιανναίων κάναμε απόψε. Ας κλίνουμε νοερά το γόνυ μπροστά στα χορταριασμένα τους μνήματα, εκεί ψηλά στο Χελμό, κι ας δακρύσουμε μαζί με τη λαϊκή μούσα:
 
Ένα πουλάκι ξέβγαινε μέσ’ από το Ανάπλι,
Χονδρογιαννιά  τ’ απάντησε , στέκει και το ρωτάει,
Πες μου πουλί, πουλάκι μου εφτού ψηλά που πήγες,
Μην είδες τα παιδάκια μου, που δεν τ’ απαντυχαίνω;
Και το πουλάκι απάντησε και το πουλί της λέει,
-Μην περιμένεις τα παιδιά και μην τα παντυχαίνεις,
Τι σήμερα τα σφάξανε, τα πέντε στην αράδα.

 ***********************
 
Και τώρα ο λόγος για έναν άλλο, σχεδόν ξεχασμένο ήρωα. Έναν ήρωα του 21, άγνωστο στους πολλούς. Το όνομά του δεν το βρήκαμε ποτέ στα σχολικά μας εγχειρίδια Δεν μάθαμε ποτέ πόσο αγάπησε την Ελλάδα και τη λευτεριά, τόσο που θυσίασε τα νιάτα και τη ζωή του για χάρη τους.
Για τη λεβεντιά του, για τον ηρωισμό του και την αυτοθυσία του, για τον μαρτυρικό του θάνατο δεν αξιώθηκε καμιάς προβολής και καμιάς τιμής από την ελεύθερη Ελλάδα.
Και όμως επιφανείς αγωνιστές ή ιστορικοί της εποχής αλλά και μεταγενέστεροι μνημονεύουν τον άθλο του. Ο Ιωάννης Φιλήμων, ο Δημήτριος Φωτιάδης, ο Ιωάννης Ορλάνδος στα ιστορικά έργα τους, ο Τάκης Παπανικολάου στο βιβλίο του «Επέκεινα του χρέους» περιγράφουν με θαυμασμό και συγκίνηση το κατόρθωμά του. Τον παρομοιάζουν με τον Κανάρη και με τον Αθανάσιο Διάκο.  Τον παραβάλλουν με τον αρχαίο Αθηναίο Κυναίγειρο, που προσπάθησε να κρατήσει με τα χέρια και με τα δόντια τα περσικά πλοία, μετά τη μάχη του Μαραθώνα.
Δεκαετίες μετά το τραγικό του τέλος, διακεκριμένοι συμπατριώτες του πρότειναν να δοθεί το όνομά του σε ένα υποβρύχιο, όπως τα ονόματα του Κατσώνη και του Παπανικολή. Ζήτησαν να αναγραφεί το όνομά του στη στήλη πεσόντων στους εθνικούς αγώνες, που υπάρχει στην κεντρική πλατεία της γενέτειράς του. Με περηφάνια και ευγνωμοσύνη οι συμπατριώτες του, μετά από εράνους δύο χρόνων, έστησαν στα 1966 τον ορειχάλκινο ανδριάντα του στον τόπο της καταγωγής του. Αργότερα παρόμοιος ανδριάντας του στήθηκε στον τόπο του μαρτυρίου του, στη Ναύπακτο.
 
Αλησμόνητο ένα από τα καλοκαιρινά ταξίδια μου στη μικρή μας ιδιαίτερη πατρίδα, στο νησάκι των Παξών. Περπατούσαμε με τον πατέρα μου στον πέτρινο μόλο του γραφικού λιμανιού του Γαϊου. Φτάνοντας στον βράχο του Γιαννά, πρωτοείδα εκείνον τον ανδριάντα και έμαθα το όνομα του γενναίου πυρπολητή,  που ευσταλής και περήφανος, στέκει στην πλώρη του πυρπολικού του, αγναντεύοντας το πέλαγος, και υψώνει με το δεξί του χέρι αναμμένο δαυλό : Γιώργης Ανεμογιάννης  ή Παξινός.
 
Δεν ξέρω σε πόσους από σας είναι γνωστό  και σε πόσους  άγνωστο αυτό το όνομα, που δεν είναι απλά ένα όνομα. Είναι μια ακόμη σελίδα δόξας, συνδεδεμένη με την εθνεγερσία και τη λευτεριά της Ελλάδας.
Πάντως τώρα θα σας γνωρίσω ή θα σας υπενθυμίσω ποιο ήταν το παλικάρι, το οποίο αφορά ο όχι και μικρός μου πρόλογος.
Γεννήθηκε στους Παξούς στα 1798. Υπηρετούσε στο πλοίο του πατέρα του, ο οποίος ασχολείτο με το διαμετακομιστικό εμπόριο. «Στα 23 χρόνια του, ομολογεί ο Φιλήμων, διακρίνεται διά την ευτολμίαν, την υπερβολικήν σωματικήν δύναμιν και το ανδρικόν αυτού κάλλος». Ήταν αρραβωνιασμένος με την όμορφη Παξινοπούλα Κωνσταντινιά Λέκκα. Είχαν προγραμματίσει το γάμο τους για τις 10 Ιουνίου 1821.
 
Η Ελληνική Επανάσταση βρήκε τους Παξούς κάτω από την Αγγλική προστασία. Το νησάκι, μέχρι τώρα, είχε ξεφύγει από την Οθωμανική Κατοχή, όπως και τα άλλα Ιόνια νησιά. Εν τούτοις χιλιάδες Επτανήσιοι εθελοντές πέρασαν στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, για να πολεμήσουν κατά του εχθρού.   Ανάμεσά τους και ο Γιώργης Ανεμογιάννης. 
Κατατάχθηκε αμέσως στη μοίρα που διοικούσαν ο γιος του Ανδρέα Μιαούλη Δημήτριος και ο Νικόλαος Μπότασης. Τοποθετήθηκε ναύτης στο πλοίο «Σύμμαχοι» της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Κυβερνήτης ήταν ο Σπετσιώτης Νικόλαος Ορλώφ.
Στις 20 Μαϊου 1821 οι κυβερνήτες της μοίρας αποφασίζουν να πολιορκήσουν τη Ναύπακτο, την πιο ισχυρή βάση των Τούρκων στον Κορινθιακό. Το φρούριό της ήταν απόρθητο. Στην ασφάλεια του λιμανιού της ναυλοχούσαν  αρκετά τουρκικά πολεμικά.
 
Στις 25 Μαϊου οι Έλληνες αρχίζουν την επίθεση, η οποία δυστυχώς αποτυγχάνει. Παίρνουν τότε μια τολμηρή και ριψοκίνδυνη απόφαση: να πυρπολήσουν τα τουρκικά πλοία. Για πρώτη φορά όμως θα χρησιμοποιούσαν πυρπολικό και δε γνώριζαν καλά την τέχνη της κατασκευής του.
Ο Σπετσιώτης Γεώργιος Μυριαλής, υποπλοίαρχος στη ναβέτα «Αχιλλεύς», διαθέτει μικρό σκάφος ,το οποίο μετασκευάζει σε πυρπολικό. Τοποθετεί πρόχειρα και χωρίς μέθοδο ακατάλληλα εύφλεκτα υλικά. Ο ίδιος αναλαμβάνει  να ακολουθήσει το πυρπολικό  με βάρκα και να το πυροδοτήσει την κατάλληλη στιγμή. Θα παραλάμβανε και τον πυρπολητή μετά το τέλος της επιχείρησης.
 
Οκτακόσιοι ναύτες αποτελούσαν τα πληρώματα των ελληνικών πλοίων. Ποιος απ’ όλους θα δεχόταν να οδηγήσει το πυρπολικό κατά των εχθρικών σκαφών σε μια επιχείρηση που έμοιαζε με αυτοκτονία; Ποιος θα έστεργε στη βέβαιη θυσία;
Και όμως προσφέρεται ένας εικοσιτριάχρονος νέος «ευσταλής και ωραίος ως αρχαίον άγαλμα». Είναι ο Γιώργης Ανεμογιάννης.
 
Ο ιστορικός Φιλήμων διασώζει την ηρωική πράξη και τους τελευταίους λόγους του γενναίου πυρπολητή. Τα παρέδωσαν και μάλιστα γραπτώς οι τρεις αξιωματικοί που υπηρετούσαν στο πολεμικό της μοίρας «Λυκούργος»: Ιωάννης Σωτηριάδης, Αδριανός Σωτηρίου και Ιωάννης Θανασόπουλος:
- Καπετάν Νικολάκη Μπόταση, λόγου μου δέχομαι να μπω και να κουμαντάρω το μπουρλότο.
- Πώς σε λένε λεβέντη μου;
- Το όνομά μου είναι Γιώργης Ανεμογιάννης, απ’ τους Παξούς,γι’ αυτό με φωνάζουν Παξινό.
- Σε ποιο καράβι είσαι γεμιτζής;
- Στης Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας.
- Και τι ζητάς για πληρωμή;
- Τώρα δε θέλω τίποτα. Αν δώσει ο Θεός και πετύχω, δώστε μου από δέκα τάληρα, να τα κάμω χάρισμα της αρραβωνιαστικιάς μου.
«Μειδιών και ασυγκίνητος απεκρίθη», μαρτυρεί ο Νικ. Μπότασης και  «καταλήγων εγέλασε με όλην του την καρδίαν».
Οι πλοίαρχοι συγκινήθηκαν, αγκάλιασαν τον περήφανο ναύτη και τον ασπάστηκαν στο μέτωπο.  Ήταν αυγή, 10 Ιουνίου 1821.
 
Ο Ανεμογιάννης επιβιβάζεται στο πυρπολικό ως πηδαλιούχος και σαλπάρει. Ο Μυριαλής μπαίνει στη βάρκα που την ρυμουλκεί το πυρπολικό. Τους ακολουθεί το μπρίκι «Λυκούργος», με καπετάνιο τον Αδριανό Σωτηρίου. Ούριος άνεμος βοηθάει το πυρπολικό, που πλησιάζει στα τουρκικά πλοία.
Δυστυχώς οι Τούρκοι τους αντιλαμβάνονται. Καταιγισμός κανονιοβολισμών αρχίζει από το φρούριο και από τα τουρκικά σκάφη.
Ο Μυριαλής χάνει την ψυχραιμία του και βάζει πρόωρα φωτιά στο πυρπολικό. Πανικόβλητος, λύνει τη βάρκα του και καθώς απομακρύνεται, καλεί τον Ανεμογιάννη να πέσει στη θάλασσα για να σωθεί. «Πέσε στη θάλασσα Γιώργη. Θα σε γλυτώσουμε. Θα σε κάψει η φωτιά».
Στο φλεγόμενο πυρπολικό έχει μείνει μόνος του ο Παξινός. Ατάραχος , κρατώντας σταθερά το πηδάλιο αγωνίζεται να το οδηγήσει στο στόχο. Η φωτιά εξαπλώνεται ταχύτατα. Οι φλόγες καίνε τα ιστία και τυλίγουν το κατάστρωμα. Από τα ελληνικά πολεμικά τον διατάζουν με τηλεβόα να πηδήσει στη θάλασσα. Μπορούσε να το κάνει   και να σωθεί. Μα δεν ακούει τίποτα. Μόνο αποκρίνεται: «Λευτεριά ζητάμε, αδέλφια. Κι εγώ για την πίστη μας θελ’ αποθάνω πρώτος».
 
Και βρίσκει τρόπο ο ατρόμητος πυρπολητής να συνεχίσει. Κρεμιέται με ένα σχοινί από την πρύμη και στρέφει το πηδάλιο, ενώ το σκάφος φλέγεται απ’ άκρη σ’ άκρη. Αναγκάζεται να πέσει στη θάλασσα, δε σταματάει όμως να παλεύει. Έχοντας μόνο το κεφάλι έξω από το νερό, πολεμάει με τα χέρια να κατευθύνει το πυρπολικό.
Μα είναι πια αργά! Οι Τούρκοι τον φτάνουν και τον συλλαμβάνουν. Συγκλονισμένοι οι Έλληνες πλοίαρχοι προσπαθούν να τον σώσουν. Προτείνουν οποιαδήποτε χρηματική παροχή ή ανταλλαγή αιχμαλώτων. Μάταια όμως. Οι Τούρκοι ούτε που συζητούν.
 
Και τώρα η τραγωδία φτάνει στην κορύφωσή της. Ο Ανεμογιάννης οδηγείται σε φρικτό μαρτύριο. Οι δήμιοι τον ανασκολοπίζουν και τον ψήνουν ζωντανό. Το απανθρακωμένο του κορμί το  κρεμούν για μέρες πάνω στα τείχη της Ναυπάκτου «ως λάβαρον βαρβαρότητος».
 
Η αρραβωνιαστικιά του, η Κωνσταντινιά Λέκκα ούτε το χάρισμα πήρε ούτε ξαναείδε ποτέ τον αγαπημένο της Γιώργη. Στα 1871 ταξίδεψε το αγύριστο ταξίδι και πήγε να τον συναντήσει!
 

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αγαπημένη μου δασκάλα. Είχα διαβάσει την ανακοίνωση για την ομιλια σας, και πρόσμενα με την ελπίδα να την δω δημοσιευμένη, και να την διαβάσω αφού δεν είμαι κοντά σας. Ήτα έναν αναβάπτισμα ιστορικό η αναφορά σας στους δύο αυτούς αγωνιστές. Τον Χονδρογιάννη σήμερα τον πρωτογνώρισα. Έκανε τόσα πολλά για την πατρίδα και μετά…. Τον Ανεμογιάννη τον γνωρίζω από ένα ποίημά σας στο ποιητικό σας βιβλίο "Παξινοί Δεκαπεντασύλλαβοι". Παίρνω το θάρρος να προτείνω να το διαβάσουν οι αναγνώστες καθώς και να σας ακούσουν από το σχετικό βίντεο.
https://anastasiosk.blogspot.com/2021/03/blog-post_895.html#more
Να σας δυναμώνει η Παναγία μας για να μας κάνετε ευτυχισμένες με την παρουσία σας.
Μια Μαθήτρια με ευγνωμοσύνη.

Ανώνυμος είπε...

Η Ελλάδα ευγνωμονεί η Έλληνες ξεχνούν. Το μόνο που τους νοιάζει είναι οι αυξήσεις μισθών, συντάξεων και οι διακοπές. Όλα για την καλοπέραση.
Αιωνία η μνήμη αυτών που μας ελευθέρωσαν.

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετικό κείμενο
Υπέροχη παρουσίαση στο σπίτι του Παλαμά
γδμ