Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

Θέλουμε ανόρθωσι - Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Κυριακὴ Ι΄ (Λουκ. 13,10-17)

Θέλουμε ανόρθωσι

Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

«Καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη» (Λουκ. 13,13)

Ἕνα, ἀγαπητοί μου, ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συν­τελείας τῶν αἰώνων εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μᾶς διηγεῖται σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Ποιό τὸ θαῦμα;
Μιὰ γυναίκα ἦταν ἄρρωστη. Τί ἀρρώστια εἶ­χε; Πολλὲς εἶνε οἱ ἀρρώστιες· δὲν ὑπάρχει ὄργανο τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ποὺ νὰ μὴν τὸ προσβάλλῃ ἡ ἀσθένεια. Κι ὅσο αὐξάνουν τὰ φάρμακα καὶ οἱ γιατροί, τόσο αὐξάνουν οἱ ἀσθένειες. Καὶ ὑπάρχουν ἀσθένειες ποὺ ὀφείλονται σὲ φυσικὰ αἴτια, καὶ ἀσθένειες ποὺ –μὴν παραξενευθῇ κανείς– ὀφείλον­ται σὲ ἄλλα μυστηριώδη αἴτια καὶ ματαίως ἡ ἐπιστήμη προσπαθεῖ νὰ τὰ ἐξιχνιάσῃ. Ἕνας λ.χ. αἰσθάνεται, ὅτι σωματικῶς καταrrέει. Πάει στὸ γιατρό, μπαίνει στὰ νοσοκομεῖα, ὑποβάλ­λεται σὲ γενικὲς ἐξετάσεις, καὶ τέλος ὁ γιατρὸς τοῦ λέει· –Παιδί μου, ἰατρικῶς δὲν ἔχεις τίποτε· σωματικῶς δὲν εἶσαι ἄρρωστος. –Μά, γιατρέ, δὲν εἶμαι καλά…

Κι ὁ ἄνθρωπος καταρρέει, λειώνει σὰν τὸ κερί, στὸ τέλος πεθαί­νει, καὶ ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη μένει σὲ ἀπορία. Τί ἆραγε νὰ συμβαίνῃ; Ἄ! ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μόνο κορμί. Ἂν ὁ γιατρὸς τὸν βλέπῃ μόνο ἔτσι, τότε σὲ τί διαφέρει ἀπὸ τὸν κτηνίατρο ποὺ ἐξετάζει ἕνα ζῷο; Καὶ δυστυχῶς ὡρισμένοι γιατροὶ μοιάζουν σὰν κτηνίατροι· ἀγνοοῦν ὅτι πέρα ἀπὸ τὸ σῶμα ὑπάρχει κάτι ἄλλο μυστηριῶδες, ἡ ψυχή. Συνεπῶς ὑπάρχουν ἀσθένειες ποὺ ὀφείλονται ὄχι σὲ σωματικὰ ἀλλὰ σὲ ψυχικὰ αἴτια.

Τέτοια ἀσθένεια ἦταν αὐτὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπασχε ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Λέει σαφῶς τὸ εὐαγγέλιο καὶ κανείς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθῇ, ὅτι γι᾿ αὐτὴν ἔκανε διάγνω­σι ὄχι κάποιος τυχαῖος γιατρός, ἀλλὰ ὁ Ἰατρὸς μὲ γιῶτα κεφαλαῖο, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸς λέει, ὅτι ἡ ἀσθένειά της ὠ­φεί­λετο ὄχι σὲ φυσικὰ ἀλλὰ σὲ μυστηριώδη αἴ­τια, ὅτι ὁ σατανᾶς, ναὶ ὁ σατανᾶς, «ἔδησε» τὴν γυναῖκα αὐτή (Λουκ. 13,16), ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν ἐ­πί­δρασι τοῦ πονηροῦ πνεύματος ἀσθένησε. Κι ὅπως παίρνεις μιὰ βέργα καὶ τὴ λυγίζεις καὶ τὴν κάνεις στεφάνι, κατὰ παρόμοιο τρόπο ὁ σατανᾶς πῆρε τὴ γυναῖκα αὐτὴ καὶ τῆς λύγισε τὴ σπονδυλικὴ στήλη· καὶ ἐνῷ προηγουμέ­νως ἦταν ὄρθια, στὸ ἑξῆς κάμφθηκε, τὸ κεφά­λι της ἔφτανε στὴ γῆ, κι ἀπὸ μακριὰ φαινόταν σὰν ἕνα κτῆνος ποὺ περπατάει μὲ τὰ τέσσερα.
Γυναίκα δυστυχισμένη. Ἀλλὰ καὶ εὐλογημένη. Γιατί; Διότι σὰν τέτοια ποὺ ἦταν, σακάτισσα καὶ καμπουριασμένη, δὲν θά ᾿πρεπε νὰ βγαίνῃ ἔξω. Ἀνάπηρα πλάσματα γίνονται συχνὰ ἀντικείμενο χλεύης κακοαναθρεμμένων παιδιῶν. Καὶ ὅμως αὐτὴ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σπίτι της μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα. Πότε; Τὸ Σάββατο· διότι τὸ Σάββατο ἔχουν οἱ Ἑβραῖοι ὡς ἡμέρα ἀργίας. Πήγαινε μπουσουλώντας στὴ συναγωγή, κ᾿ ἐκεῖ εἶχε τὸ αὐτί της τεντωμένο ν᾿ ἀκούῃ τὰ ἱερὰ λόγια.
Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἄκουσε ἐκεῖ – ποιόν; Τὸ Χριστό. Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε γεμᾶτος εὐ­σπλαχνία, ὠκεανὸς ἀγάπης καὶ ἐλέους, ἔ­στρε­ψε τὴν προσοχή του σ᾿ αὐτὴν τὴ σακάτισσα· ἦρθε γιὰ νὰ βραβεύσῃ τὴν προθυμία της.
Ὑπάρχουν καὶ σήμερα ἀνάπηροι ποὺ ἐκ­κλησιάζονται, ἐνῷ ἄλλοι ὑγιεῖς δὲν πατοῦν στὴν ἐκκλησία. Ὅταν πηγαίνω στὴν Πτολεμα­ΐδα συγκινοῦμαι, διότι σὲ μιὰ ἐκκλησία βλέπω τὴν Κυριακὴ νὰ ἔρχεται πρῶτος-πρῶτος ἕνας ἀνάπηρος τοῦ πολέμου σὲ καροτσάκι, μὲ σακατεμένα τὰ δυό του πόδια ἀπὸ τὸ ἀλβανικὸ μέτωπο. Μὰ τί βρίσκει; θὰ ποῦν μερικοί. Ἐμένα ρωτᾶτε, ἄπιστοι; ῥωτῆστε τὸν ἴδιο. Ξέρετε τί μοῦ εἶπε ὁ ἀνάπηρος αὐτός; «Ἂν δὲν ἐρ­χόμουν στὴν ἐκκλησία, θ᾿ αὐτοκτονοῦσα· μόνη παρηγοριά μου ἔμεινε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χρι­στοῦ μας». Ὅπως λοιπὸν ὁ ἀνάπηρος τῆς Πτο­λεμαΐδος, ἔτσι καὶ ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου καὶ ἄλλοι ἀκόμα ἀνάπηροι αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη τοῦ ἐκκλησιασμοῦ. Αὐτοὶ ἀ­ποτελοῦν ἔλεγχο γιὰ σένα, ποὺ ἔχεις πόδια ἀλλὰ τὰ πόδια τά ᾿χεις γιὰ διασκεδάσεις καὶ ὄχι γιὰ νὰ τρέχῃς ἐκεῖ ποὺ σὲ καλεῖ ὁ Θεός.
Πηγαίνει λοιπὸν ἡ σακατεμένη αὐτὴ γυναίκα στὴν ἱερὰ σύναξι καὶ ὡς βραβεῖο τῆς προθυμίας παίρνει – τί; Ὁ Χριστὸς τῆς λέει· «Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου» (ἔ.ἀ. 13,12)· ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ αὐτὴ εἶσαι πλέον ἐλεύθερη· δὲν θὰ περπατᾷς καμπουριασμένη, δὲν θὰ εἶσαι ἀντικείμενο περιφρονήσεως· θὰ εἶσαι ὑγιὴς καὶ ἀξιοπρεπής. Καὶ ξαφνικά, σὰν νὰ πέρασε ἠλεκτρισμὸς τὰ κόκκαλά της, ἡ γυναίκα ἔγινε καλά. Ἀμέσως ἡ σπονδυλική της στήλη ἀνωρθώθηκε, τὸ κεφάλι σηκώθηκε ψηλά. Ὅλος ὁ λαός, ποὺ εἶδε τὸ θαῦμα, εἰς πεῖσμα τῶν φαρι­σαίων καὶ τῶν δαιμόνων, δόξαζε τὸ Θεό.

* * *

Αὐτὸ εἶνε, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο μὲ λίγα λόγια. Προτοῦ νὰ τελειώσω θέλω νὰ πῶ, ὅτι αὐτὴ ἡ «συγκύπτουσα» (ἔ.ἀ. 13,11) –ἔτσι λέγεται στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἡ καμπουριασμένη, ἡ ῥαχιτική– εἶνε ἡ φωτογραφία μας. Μπᾶ, θὰ πῆτε· ἀπὸ μᾶς, δόξα τῷ Θεῷ, κανένας δὲν εἶνε καμπούρης, σακάτης· ὅλοι στεκόμαστε ὄρθιοι, ἡ σπονδυλική μας στήλη εἶνε καλά. Ἐνῷ ὅμως σωματικῶς δὲν εἴμαστε ἀνάπηροι, ψυχικῶς εἴμαστε· καὶ ὡς ἄτομα καὶ ὡς οἰκογέ­νειες καὶ ὡς κοινωνία. Ἡ ἀνθρωπότητα εἶνε συγκύπτουσα.
Ὁ ἄνθρωπος, παρ᾿ ὅλες τὶς φλυαρίες ἀθέων καὶ ἀπίστων, ποὺ διασπείρουν ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὸν πίθηκο, εἶνε γεγονὸς ὅτι διαφέρει ἀπὸ τὸ ζῷο. Ἀπόδειξις· τὰ κτήνη περπατοῦν μὲ τὰ τέσσερα, ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος βαδίζει μὲ τὰ δύο καὶ λέγεται ὀρθοβάμων. Γιατί; Ὁ Θεὸς τὸν ἔπλασε ἔτσι, γιὰ νὰ βλέπῃ τὸν οὐ­ρα­νό, νὰ βλέπῃ τὰ ὑψηλὰ καὶ τὰ μεγάλα. Ἀ­νοῖξτε ἕνα λεξικὸ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσ­σης νὰ δῆτε, ὅτι ἡ λέξι ἄνθρωπος σημαίνει τὸ ὂν ἐκεῖνο ποὺ ἄνω θρώσκει, βλέ­πει πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸν οὐρανό. Τρία πράγματα εἶνε ὁ ἄνθρωπος· μυαλό, καρδιά, θέλησις. Πόσο δια­φέρει τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ μυαλὸ τοῦ ζῴου, ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ τοῦ ζῴου, ἡ θέλησις – ἡ βούλησις τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ ἔνστικτα τοῦ ζῴου! Στὸν ἄν­θρωπο ὁ νοῦς πρέπει νὰ σκέπτεται τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά, ἡ καρδιὰ νὰ συγκινῆται ἀπὸ τὰ εὐγενῆ καὶ ἱερά, ἡ βούλησις καὶ ἡ ἐνέργειά του νὰ κινῆται πρὸς τὰ δίκαια καὶ ἀληθινά.
Ἐρωτῶ· συμβαίνει αὐτό; Αὐτὰ σκέπτεται, αὐτὰ αἰσθάνεται, αὐτὰ τηρεῖ ὁ ἄνθρωπος; Κάθε ἄλλο. Ἐφ᾿ ὅσον λοιπὸν ἀπέχει ἀπὸ αὐτά, ἀξίζει νὰ λέγεται ἄνθρωπος; Πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (βλ. P.G. 57,48 κ.ἑ.), ὅταν ἁρπάζῃς σὰν τὸ λύκο, εἶσαι πονηρὸς σὰν τὴν ἀλεποῦ, εἶσαι ἐπιθετικὸς σὰν τὴ λεοπάρδαλι, κεντᾷς σὰν τὸ σκορπιό, ἐκ­δικῆσαι σὰν τὴν καμήλα, εἶσαι λαίμαργος σὰν τὸ χοῖρο;… Καὶ ἕνας νεώτερος ἰατροφιλόσοφος, ὁ Καρρέλ, λέει ὅτι, ἐὰν πρὸς στιγμὴν οἱ ἄνθρωποι ἔπαιρναν ἐξωτερικῶς τὴ μορφὴ ποὺ τοὺς ἁρμόζει, τότε ἐλάχιστοι θὰ ἔμεναν ἄν­θρω­ποι. Ὅπως ἡ μυθικὴ Κίρκη μετέβαλε τοὺς συνοδοὺς τοῦ Ὀδυσσέως σὲ τετράποδα, κα­τὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ἡ ἁμαρτία μεταβάλλει τοὺς ἀνθρώπους σὲ κτήνη, σὲ ζῷα.
Δὲν μᾶς ἁρμόζει τὸ σχῆμα τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτὸ θρηνώντας ὁ προφήτης Δαυῒδ λέει· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21). Νά γιατί ἡ συγκύπτουσα εἰκονίζει τὴν ἀνθρωπότητα. Καυχώμαστε, ὅτι ἀγγίξαμε τὰ ἄστρα. Ψυχικῶς ὅμως; Ἕνα γεγονὸς ἀρκεῖ νὰ δείξῃ ποιά εἶνε ἡ κατάστασι. Ὅταν ἔγινε ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, οἱ μεγάλες δυνάμεις ἔλεγαν στὰ μικρὰ ἔ­θνη, ὅτι ὁ πόλεμος γίνεται γιὰ τὴ λευτεριά, τὴ δικαιοσύνη, τὴν ἀλήθεια τὸ δίκαιο. Ψέματα ἔ­λεγαν, ὅπως ὁ σημερινὸς ἀρχισυνάγωγος ὅ­ταν ἔλεγε ὅτι ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴ θρησκεία. Ἡ ἀλήθεια εἶνε, ὅτι ὁ πόλεμος, ἔγινε γιὰ τὰ πετρέλαια τῆς Μοσούλης καὶ τὰ κάρβουνα τοῦ ῾Ρήνου, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν πλεονεξία.
Ἡ ἀνθρωπότητα, πεσμένη στὰ πάθη, θέλει νὰ σηκωθῇ, ὅπως ἡ συγκύπτουσα ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ ὑψώσῃ τὸ κεφάλι της. Ἀνόρθωσι ζητάει ὁ κόσμος. Ποιός θὰ τὸν σηκώσῃ; Οἱ κοσμο­διορθωταί, ποὺ προβάλλουν κατὰ καιροὺς δικά τους «εὐαγγέλια», ἐξαπατοῦν. Μία εἶνε ἡ ὁδός, δὲν ὑπάρχει ἄλλη· εἶνε ἡ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἀλλὰ νικηφόρος ὁδὸς μὲ τὴν πινακί­δα «ὁδὸς Γολγοθᾶ». Εἶνε ἡ ὁδὸς ποὺ βάδισε ὁ Χριστός, καὶ μᾶς καλεῖ νὰ τὴ βαδίσουμε κ᾿ ἐμεῖς. Ὁ Ἐσταυρωμένος, ὁ ὁποῖος ἀνώρθωσε τὴ γυναῖκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, μπορεῖ ν᾿ ἀνορθώσῃ καὶ τὴ δική μας γενεά.
Τὸ εἴπαμε καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνουμε. Κάτω ἀ­πὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει, ναὶ δὲν ὑπάρχει, ἄλ­λο ὄνομα ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ μόνου Σωτῆρος, τοῦ μόνου Ἰατροῦ, τοῦ μόνου Ἀνορθωτοῦ, τοῦ μόνου Λυ­τρωτοῦ τῆς ἀνθρωπότητος, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· «ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖ­τε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: