Κυριακὴ Ι΄ (Λουκ. 13,10-17)
Θέλουμε ανόρθωσι
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«Καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη»
(Λουκ. 13,13)
Ἕνα, ἀγαπητοί μου, ἕνα ἀπὸ τὰ
θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων εἰς πεῖσμα τῶν
δαιμόνων ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μᾶς διηγεῖται σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Ποιό
τὸ θαῦμα;
Μιὰ γυναίκα ἦταν ἄρρωστη. Τί ἀρρώστια εἶχε;
Πολλὲς εἶνε οἱ ἀρρώστιες· δὲν ὑπάρχει ὄργανο τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ποὺ νὰ μὴν
τὸ προσβάλλῃ ἡ ἀσθένεια. Κι ὅσο αὐξάνουν τὰ φάρμακα καὶ οἱ γιατροί, τόσο αὐξάνουν
οἱ ἀσθένειες. Καὶ ὑπάρχουν ἀσθένειες ποὺ ὀφείλονται σὲ φυσικὰ αἴτια, καὶ ἀσθένειες
ποὺ –μὴν παραξενευθῇ κανείς– ὀφείλονται σὲ ἄλλα μυστηριώδη αἴτια καὶ ματαίως ἡ
ἐπιστήμη προσπαθεῖ νὰ τὰ ἐξιχνιάσῃ. Ἕνας λ.χ. αἰσθάνεται, ὅτι σωματικῶς
καταrrέει. Πάει στὸ γιατρό, μπαίνει στὰ νοσοκομεῖα, ὑποβάλλεται σὲ γενικὲς ἐξετάσεις,
καὶ τέλος ὁ γιατρὸς τοῦ λέει· –Παιδί μου, ἰατρικῶς δὲν ἔχεις τίποτε· σωματικῶς
δὲν εἶσαι ἄρρωστος. –Μά, γιατρέ, δὲν εἶμαι καλά…
Τέτοια ἀσθένεια ἦταν αὐτὴ ἀπὸ
τὴν ὁποία ἔπασχε ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Λέει σαφῶς τὸ εὐαγγέλιο καὶ
κανείς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθῇ, ὅτι γι᾿ αὐτὴν ἔκανε διάγνωσι ὄχι κάποιος τυχαῖος
γιατρός, ἀλλὰ ὁ Ἰατρὸς μὲ γιῶτα κεφαλαῖο, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸς
λέει, ὅτι ἡ ἀσθένειά της ὠφείλετο ὄχι σὲ φυσικὰ ἀλλὰ σὲ μυστηριώδη αἴτια, ὅτι
ὁ σατανᾶς, ναὶ ὁ σατανᾶς, «ἔδησε» τὴν γυναῖκα αὐτή (Λουκ. 13,16), ὅτι κάτω ἀπὸ
τὴν ἐπίδρασι τοῦ πονηροῦ πνεύματος ἀσθένησε. Κι ὅπως παίρνεις μιὰ βέργα καὶ τὴ
λυγίζεις καὶ τὴν κάνεις στεφάνι, κατὰ παρόμοιο τρόπο ὁ σατανᾶς πῆρε τὴ γυναῖκα
αὐτὴ καὶ τῆς λύγισε τὴ σπονδυλικὴ στήλη· καὶ ἐνῷ προηγουμένως ἦταν ὄρθια, στὸ ἑξῆς
κάμφθηκε, τὸ κεφάλι της ἔφτανε στὴ γῆ, κι ἀπὸ μακριὰ φαινόταν σὰν ἕνα κτῆνος
ποὺ περπατάει μὲ τὰ τέσσερα.
Γυναίκα δυστυχισμένη. Ἀλλὰ καὶ εὐλογημένη.
Γιατί; Διότι σὰν τέτοια ποὺ ἦταν, σακάτισσα καὶ καμπουριασμένη, δὲν θά ᾿πρεπε νὰ
βγαίνῃ ἔξω. Ἀνάπηρα πλάσματα γίνονται συχνὰ ἀντικείμενο χλεύης κακοαναθρεμμένων
παιδιῶν. Καὶ ὅμως αὐτὴ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σπίτι της μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα. Πότε; Τὸ
Σάββατο· διότι τὸ Σάββατο ἔχουν οἱ Ἑβραῖοι ὡς ἡμέρα ἀργίας. Πήγαινε
μπουσουλώντας στὴ συναγωγή, κ᾿ ἐκεῖ εἶχε τὸ αὐτί της τεντωμένο ν᾿ ἀκούῃ τὰ ἱερὰ
λόγια.
Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἄκουσε ἐκεῖ – ποιόν; Τὸ
Χριστό. Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε γεμᾶτος εὐσπλαχνία, ὠκεανὸς ἀγάπης καὶ ἐλέους,
ἔστρεψε τὴν προσοχή του σ᾿ αὐτὴν τὴ σακάτισσα· ἦρθε γιὰ νὰ βραβεύσῃ τὴν
προθυμία της.
Ὑπάρχουν καὶ σήμερα ἀνάπηροι ποὺ ἐκκλησιάζονται,
ἐνῷ ἄλλοι ὑγιεῖς δὲν πατοῦν στὴν ἐκκλησία. Ὅταν πηγαίνω στὴν Πτολεμαΐδα
συγκινοῦμαι, διότι σὲ μιὰ ἐκκλησία βλέπω τὴν Κυριακὴ νὰ ἔρχεται πρῶτος-πρῶτος ἕνας
ἀνάπηρος τοῦ πολέμου σὲ καροτσάκι, μὲ σακατεμένα τὰ δυό του πόδια ἀπὸ τὸ ἀλβανικὸ
μέτωπο. Μὰ τί βρίσκει; θὰ ποῦν μερικοί. Ἐμένα ρωτᾶτε, ἄπιστοι; ῥωτῆστε τὸν ἴδιο.
Ξέρετε τί μοῦ εἶπε ὁ ἀνάπηρος αὐτός; «Ἂν δὲν ἐρχόμουν στὴν ἐκκλησία, θ᾿ αὐτοκτονοῦσα·
μόνη παρηγοριά μου ἔμεινε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας». Ὅπως λοιπὸν ὁ ἀνάπηρος
τῆς Πτολεμαΐδος, ἔτσι καὶ ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου καὶ ἄλλοι ἀκόμα ἀνάπηροι
αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη τοῦ ἐκκλησιασμοῦ. Αὐτοὶ ἀποτελοῦν ἔλεγχο γιὰ σένα, ποὺ ἔχεις
πόδια ἀλλὰ τὰ πόδια τά ᾿χεις γιὰ διασκεδάσεις καὶ ὄχι γιὰ νὰ τρέχῃς ἐκεῖ ποὺ σὲ
καλεῖ ὁ Θεός.
Πηγαίνει λοιπὸν ἡ σακατεμένη αὐτὴ
γυναίκα στὴν ἱερὰ σύναξι καὶ ὡς βραβεῖο τῆς προθυμίας παίρνει – τί; Ὁ Χριστὸς τῆς
λέει· «Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου» (ἔ.ἀ. 13,12)· ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ αὐτὴ εἶσαι
πλέον ἐλεύθερη· δὲν θὰ περπατᾷς καμπουριασμένη, δὲν θὰ εἶσαι ἀντικείμενο
περιφρονήσεως· θὰ εἶσαι ὑγιὴς καὶ ἀξιοπρεπής. Καὶ ξαφνικά, σὰν νὰ πέρασε ἠλεκτρισμὸς
τὰ κόκκαλά της, ἡ γυναίκα ἔγινε καλά. Ἀμέσως ἡ σπονδυλική της στήλη ἀνωρθώθηκε,
τὸ κεφάλι σηκώθηκε ψηλά. Ὅλος ὁ λαός, ποὺ εἶδε τὸ θαῦμα, εἰς πεῖσμα τῶν φαρισαίων
καὶ τῶν δαιμόνων, δόξαζε τὸ Θεό.
* * *
Αὐτὸ εἶνε, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο
μὲ λίγα λόγια. Προτοῦ νὰ τελειώσω θέλω νὰ πῶ, ὅτι αὐτὴ ἡ «συγκύπτουσα» (ἔ.ἀ.
13,11) –ἔτσι λέγεται στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἡ καμπουριασμένη, ἡ ῥαχιτική– εἶνε ἡ
φωτογραφία μας. Μπᾶ, θὰ πῆτε· ἀπὸ μᾶς, δόξα τῷ Θεῷ, κανένας δὲν εἶνε καμπούρης,
σακάτης· ὅλοι στεκόμαστε ὄρθιοι, ἡ σπονδυλική μας στήλη εἶνε καλά. Ἐνῷ ὅμως
σωματικῶς δὲν εἴμαστε ἀνάπηροι, ψυχικῶς εἴμαστε· καὶ ὡς ἄτομα καὶ ὡς οἰκογένειες
καὶ ὡς κοινωνία. Ἡ ἀνθρωπότητα εἶνε συγκύπτουσα.
Ὁ ἄνθρωπος, παρ᾿ ὅλες τὶς φλυαρίες ἀθέων
καὶ ἀπίστων, ποὺ διασπείρουν ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὸν πίθηκο, εἶνε γεγονὸς ὅτι
διαφέρει ἀπὸ τὸ ζῷο. Ἀπόδειξις· τὰ κτήνη περπατοῦν μὲ τὰ τέσσερα, ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος
βαδίζει μὲ τὰ δύο καὶ λέγεται ὀρθοβάμων. Γιατί; Ὁ Θεὸς τὸν ἔπλασε ἔτσι, γιὰ νὰ
βλέπῃ τὸν οὐρανό, νὰ βλέπῃ τὰ ὑψηλὰ καὶ τὰ μεγάλα. Ἀνοῖξτε ἕνα λεξικὸ τῆς ἀρχαίας
ἑλληνικῆς γλώσσης νὰ δῆτε, ὅτι ἡ λέξι ἄνθρωπος σημαίνει τὸ ὂν ἐκεῖνο ποὺ ἄνω
θρώσκει, βλέπει πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸν οὐρανό. Τρία πράγματα εἶνε ὁ ἄνθρωπος·
μυαλό, καρδιά, θέλησις. Πόσο διαφέρει τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ μυαλὸ τοῦ ζῴου,
ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ τοῦ ζῴου, ἡ θέλησις – ἡ βούλησις τοῦ ἀνθρώπου
ἀπὸ τὰ ἔνστικτα τοῦ ζῴου! Στὸν ἄνθρωπο ὁ νοῦς πρέπει νὰ σκέπτεται τὰ μεγάλα καὶ
ὑψηλά, ἡ καρδιὰ νὰ συγκινῆται ἀπὸ τὰ εὐγενῆ καὶ ἱερά, ἡ βούλησις καὶ ἡ ἐνέργειά
του νὰ κινῆται πρὸς τὰ δίκαια καὶ ἀληθινά.
Ἐρωτῶ· συμβαίνει αὐτό; Αὐτὰ σκέπτεται,
αὐτὰ αἰσθάνεται, αὐτὰ τηρεῖ ὁ ἄνθρωπος; Κάθε ἄλλο. Ἐφ᾿ ὅσον λοιπὸν ἀπέχει ἀπὸ αὐτά,
ἀξίζει νὰ λέγεται ἄνθρωπος; Πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος
(βλ. P.G. 57,48 κ.ἑ.), ὅταν ἁρπάζῃς σὰν τὸ λύκο, εἶσαι πονηρὸς σὰν τὴν ἀλεποῦ,
εἶσαι ἐπιθετικὸς σὰν τὴ λεοπάρδαλι, κεντᾷς σὰν τὸ σκορπιό, ἐκδικῆσαι σὰν τὴν
καμήλα, εἶσαι λαίμαργος σὰν τὸ χοῖρο;… Καὶ ἕνας νεώτερος ἰατροφιλόσοφος, ὁ
Καρρέλ, λέει ὅτι, ἐὰν πρὸς στιγμὴν οἱ ἄνθρωποι ἔπαιρναν ἐξωτερικῶς τὴ μορφὴ ποὺ
τοὺς ἁρμόζει, τότε ἐλάχιστοι θὰ ἔμεναν ἄνθρωποι. Ὅπως ἡ μυθικὴ Κίρκη μετέβαλε
τοὺς συνοδοὺς τοῦ Ὀδυσσέως σὲ τετράποδα, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ἡ ἁμαρτία
μεταβάλλει τοὺς ἀνθρώπους σὲ κτήνη, σὲ ζῷα.
Δὲν μᾶς ἁρμόζει τὸ σχῆμα τοῦ ἀνθρώπου.
Γι᾿ αὐτὸ θρηνώντας ὁ προφήτης Δαυῒδ λέει· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε,
παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21).
Νά γιατί ἡ συγκύπτουσα εἰκονίζει τὴν ἀνθρωπότητα. Καυχώμαστε, ὅτι ἀγγίξαμε τὰ ἄστρα.
Ψυχικῶς ὅμως; Ἕνα γεγονὸς ἀρκεῖ νὰ δείξῃ ποιά εἶνε ἡ κατάστασι. Ὅταν ἔγινε ὁ
δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, οἱ μεγάλες δυνάμεις ἔλεγαν στὰ μικρὰ ἔθνη, ὅτι ὁ
πόλεμος γίνεται γιὰ τὴ λευτεριά, τὴ δικαιοσύνη, τὴν ἀλήθεια τὸ δίκαιο. Ψέματα ἔλεγαν,
ὅπως ὁ σημερινὸς ἀρχισυνάγωγος ὅταν ἔλεγε ὅτι ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴ θρησκεία. Ἡ ἀλήθεια
εἶνε, ὅτι ὁ πόλεμος, ἔγινε γιὰ τὰ πετρέλαια τῆς Μοσούλης καὶ τὰ κάρβουνα τοῦ ῾Ρήνου,
δηλαδὴ ἀπὸ τὴν πλεονεξία.
Ἡ ἀνθρωπότητα, πεσμένη στὰ πάθη, θέλει
νὰ σηκωθῇ, ὅπως ἡ συγκύπτουσα ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ ὑψώσῃ τὸ κεφάλι της. Ἀνόρθωσι
ζητάει ὁ κόσμος. Ποιός θὰ τὸν σηκώσῃ; Οἱ κοσμοδιορθωταί, ποὺ προβάλλουν κατὰ
καιροὺς δικά τους «εὐαγγέλια», ἐξαπατοῦν. Μία εἶνε ἡ ὁδός, δὲν ὑπάρχει ἄλλη· εἶνε
ἡ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἀλλὰ νικηφόρος ὁδὸς μὲ τὴν πινακίδα «ὁδὸς Γολγοθᾶ». Εἶνε
ἡ ὁδὸς ποὺ βάδισε ὁ Χριστός, καὶ μᾶς καλεῖ νὰ τὴ βαδίσουμε κ᾿ ἐμεῖς. Ὁ Ἐσταυρωμένος,
ὁ ὁποῖος ἀνώρθωσε τὴ γυναῖκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, μπορεῖ ν᾿ ἀνορθώσῃ καὶ τὴ
δική μας γενεά.
Τὸ εἴπαμε καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνουμε. Κάτω ἀπὸ
τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει, ναὶ δὲν ὑπάρχει, ἄλλο ὄνομα ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ, ἐκτὸς
ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ μόνου Σωτῆρος, τοῦ μόνου Ἰατροῦ, τοῦ μόνου Ἀνορθωτοῦ, τοῦ
μόνου Λυτρωτοῦ τῆς ἀνθρωπότητος, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· «ὅν, παῖδες Ἑλλήνων,
ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου