Κυριακή Δ’ των Νηστειών
«Πιστεύω, Κύριε, βοήθησέ με στην απιστία μου»
π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος
Δ Κυριακή των Νηστειών, Ιωάννου της
Κλίμακος
«Πιστεύω, Κύριε, βοήθησέ με στην απιστία
μου»
(Μάρκ. 9, 24)
Η φυσική δυσκολία να συνειδητοποιήσουμε και να ζήσουμε αυτό που είπε ο Χριστός στον Απόστολο Θωμά «Μακάριοι οἱ μή εἰδόντες καί πιστεύσαντες», που είναι δυσκολία μεγάλη, και για πολλούς ανθρώπους ανυπέρβλητη, πολλαπλασιάζεται όταν συνδυαστεί με πόνο, και μάλιστα πόνο αγαπημένων προσώπων, γιατί τότε γίνεται μίγμα εκρηκτικό που ανατινάζει την όλη μας υπόσταση.
Πίστη είναι αυτό που βεβαιώνει την καρδιά του ανθρώπου ώστε να είναι σίγουρος για τον άλλον. Είναι αυτό πού λέει ο Βλάσιος Πασκάλ: «Έχει λόγους η καρδιά να εμπιστεύεται , που το μυαλό αδυνατεί να καταλάβει». Πίστη λοιπόν είναι μια ψυχική διεργασία που, ξεκινώντας από τα ανθρώπινα (την πίστη τη ζούμε κατ’ αρχάς στην σχέση με τους γονείς), γίνεται η βάση και το βάθρο για να υπάρξει και να στηθεί και η πίστη στον Χριστό. Αυτά όλα, φυσικά, δεν έχουν καμιά σχέση με την απλή πεποίθηση ότι ο Θεός υπάρχει. Η Ευαγγελική πίστη είναι ήδη στην αγάπη. Πίστη στον Χριστό είναι να αφηνόμαστε σ’ Αυτόν για ό,τι συνιστά την ύπαρξή μας. Πίστη είναι η βεβαιότητα ότι αγαπιόμαστε, ότι συνοδευόμαστε και καθοδηγούμαστε στην ζωή. Ακόμα και όταν περπατάμε «εν μέσω σκιάς θανάτου» (ψαλμός 22) ή είμαστε αντιμέτωποι με «λέοντα και δράκοντα» (ψαλμός 90), ακόμα και στα χειρότερα που μπορούμε να περάσουμε.
Ο Χριστός παρακαλεί να μην «εκλίπει» (δηλαδή να μην εξαφανιστεί) η πίστη του Πέτρου, ώστε να στηρίζει τους αδελφούς του επιστρέφοντας, τότε που ο Σατανάς ζητάει να μας «λειώσει» σαν το σιτάρι στις μυλόπετρες (Λουκ.22,31-34). Στην αρχή ο Χριστός μιλάει στον ενικό (απευθύνεται στον Πέτρο) και στην συνέχεια στον πληθυντικό, επισημαίνοντας ότι το θέμα αφορά όλους.
Οι Ευαγγελιστές μάς έκαναν γνώστες και μετόχους της αβεβαιότητας της πίστεως των πρώτων πιστών, των μαθητών, για να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι εύκολο πράγμα να έχουμε πλήρη εμπιστοσύνη στον Χριστό και ότι οι δισταγμοί είναι κάτι φυσιολογικό.
Ο πατέρας του άρρωστου (σεληνιαζόμενου) νεαρού με την κραυγή του «πιστεύω, Κύριε, βοήθησέ με στην απιστία μου» εκπέμπει την πιο ανθρώπινη φωνή. Η αγωνία και ο φόβος του μπροστά σε μια ανεξέλεγκτη ανάγκη δεν τον αφήνουν, και δεν μας αφήνουν κατά αναλογίαν, να έχουμε την πίστη της πόρνης που προαναφέραμε, με την οποία (πίστη) εκείνη «παρέδωσε» τον εαυτό της στην αλλαγή και θεραπεία της. Αν χρησιμοποιήσουμε μια σύγχρονη εικόνα, η πίστη σε παρακινεί να προχωράς στην ζωή, όπως ένας ρεπόρτερ σε άγνωστη χώρα…! Φυσικά η ποιότητα της πίστης του καθενός είναι προσωπική. Από υγιής μέχρι νοσηρή. Πράγμα για το οποίο δεν φταίει η πίστη, αλλά ο… φορέας της.
Αν η πίστη σας σάς κάνει λιγότερο ευαίσθητους, σας σκληραίνει στην χαρά της ζωής ή και σας κάνει τραχείς , αν σας δίνει την αυταπάτη ότι τα ελέγχετε όλα, αν τέλος πάντων η πίστη σας σάς κάνει λιγότερο… έξυπνους, τότε μπορείτε να πείτε στον εαυτό σας ότι τέτοια πίστη δεν προέρχεται από τον Ζώντα Θεό Ιησού! Είναι μια κακή απομίμηση: Αντί να είναι δυνατή, ανοιχτή και άνετα εκπληκτική (ως κλήση που είναι από τον Χριστό), περιορίζεται και γίνεται ξερή σαν σλόγκαν.
Πίστη είναι το μάτι, με το οποίο βλέπουμε τον Χριστό. Ένα θολό ή ένα δακρυσμένο μάτι εξακολουθεί να είναι ένα μάτι που μπορεί να δει τον Χριστό.
Πίστη είναι το χέρι με το οποίο κρατιόμαστε από τον Χριστό. Ένα χέρι που τρέμει, είναι ένα χέρι που μπορεί να απλώσει και να πιάσει το κράσπεδο του ιματίου του Χριστού.
Πίστη είναι η γλώσσα με την οποία γευόμαστε και διαπιστώνουμε ότι «χρηστός ὁ Κύριος»· μια γλώσσα που την καίει ο οποιοσδήποτε πυρετός, παραμένει μια γλώσσα επικοινωνίας και εμπιστοσύνης.
Πίστη είναι το πόδι που βαδίζει προς τον Χριστό. Και ένα πόδι που κουτσαίνει, συνεχίζει να είναι ένα πόδι που, έστω και προχωρώντας αργά, μπορεί να πηγαίνει προς τον Χριστό.
Έστω και αν ο ιδιότυπος εν προκειμένω εγωισμός μας θέλει να έχουμε ένα τέλειο μάτι, ένα πολύ γερό χέρι, μια άψογη γλώσσα και υγιέστατα πόδια, εμείς ας κάνουμε την προσπάθεια να επικοινωνήσουμε με τον Χριστό και να Τον εμπιστευθούμε, μ’ αυτά που έχουμε, σ’ όποια κατάσταση κι αν είναι.
Αυτός είναι και ο κόπος της πίστης μας. Να Τον «φωνάξουμε» να ανοίξει τα τυφλά μας μάτια (Μαρκ.10,46), να υγιάνει το «ξερό» χέρι μας (Μαρκ. 3, 1), να ελευθερώσει την μογιλάλο γλώσσα μας (Μαρκ. 7, 32) και να μας αναστήσει από την ολοσώματη παραλυσία μας (Ματθ. 4, 24).
«Πιστεύω, Κύριε, βοήθησέ με στην απιστία μου». Αμήν.
Με αγάπη και ευχές
π. Θεοδόσιος
Δ’ ΚΥΡΙΑΚΗ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
Θεραπεία νέου δαιμονιζόμενου
Ἐκ τοῦ κατά Μάρκον
Κεφ. θ’, 17-31
Τόν καιρό ἐκεῖνο, πλησίασε τόν Ἰησοῦ ἕνας ἄνθρωπος, γονάτισε μπροστά του καί τοῦ εἶπε:
– Διδάσκαλε, σοῦ ἔφερα τό παιδί μου τό ὁποῖο ἔχει δαιμόνιο πού τό κάνει μουγκό. Καί ὅπου τό «πιάνει», τό κάνει καί τό πιάνουν σπασμοί· καί ἀφρίζει· καί τρίζει τά δόντια του καί μένει ξερό. Παρακάλεσα τούς μαθητές σου νά τό βγάλουν, μά δέν μπόρεσαν.
Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε καί τοῦ εἶπε:
– Ὤ γενεά ἄπιστη! Μέχρι πότε θά εἶμαι μαζί σας; Μέχρι πότε θά σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τό ἐδώ!
Καί τοῦ τό πῆγαν. Ἀλλά μόλις τό ἀκάθαρτο πνεῦμα
τόν εἶδε, ἀ-μέσως σπάραξε ἄσχημα τό παιδί καί τό ἔριξε καταγῆς καί κυλιόταν
κάτω βγάζοντας ἀφρούς.
Ὁ Ἰησοῦς ρώτησε τόν πατέρα τοῦ παιδιοῦ:
– Πόσος καιρός εἶναι πού τό ἔπαθε αὐτό;
Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε:
– Ἀπό μικρό παιδί. Καί πολλές φορές τό ἔσπρωχνε
νά πέσει σέ φωτιά καί ἄλλοτε σέ νερό, γιά νά τό κάνει νά χαθῆ. Γι’ αὐτό ἄν
μπορεῖς νά κάνεις κάτι, λυπήσου μας καί βοήθησέ μας.
Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε:
– Φρόντισε νά ἔχεις πίστη, γιατί γιά ἐκεῖνον πού ἔχει πίστη, ὅλα εἶναι δυνατά.
Ἀμέσως τότε ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ φώναξε μέ δάκρυα:
– Πιστεύω, Κύριε. Βοήθησέ μέ στήν ἀπιστία μου.
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἶδε ὅτι μαζεύεται κόσμος, ἐπιτίμησε τό ἀκά-θαρτο πνεῦμα, λέγοντάς του:
– Πνεῦμα ἄλαλο καί κωφό, ἐγώ σέ διατάζω· βγές ἀπό αὐτό τό παιδί καί μή ξαναμπεῖς σ’ αὐτό.
Καί τότε τό δαιμόνιο φώναξε δυνατά, σπάραξε καί βγῆκε.
Μετά ἀπό αὐτό τό παιδί ἔμεινε ἀναίσθητο σάν νεκρό. Καί πολλοί νόμισαν ὅτι πέθανε. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τό ἔπιασε ἀπό τό χέρι, καί τό σήκωσε.
Ὅταν κατόπιν ὁ Ἰησοῦς ἐπισκέφθηκε κάποιο σπίτι, ἐκεῖ οἱ μαθητές του τόν ρώτησαν:
– Γιατί ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά βγάλουμε τό δαιμόνιο;
Καί τούς ἀπάντησε:
– Αὐτό τό γένος δέν φεύγει, παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία.
Ὁ Ἰησοῦς δέν ἤθελε νά μάθει κανένας
τίποτε. Καί γι’ αὐτό ἔφυγε μαζί μέ τούς μαθητές του ἀπό ἐκεῖ περνώντας μέσα ἀπό
τήν Γαλιλαία. Στόν δρόμο δίδασκε τούς μαθητές του καί τούς ἔλεγε:
– Ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου πρόκειται νά παραδοθῆ σέ
χέρια ἀν-θρώπων, καί θά τόν θανατώσουν. Ἀλλά ἀφοῦ τόν θανατώσουν, τήν
τρίτη ἡμέρα θά ἀναστηθῆ.–
Θεραπεία νέου δαιμονιζόμενου
Ἐκ τοῦ κατά Μάρκον
Κεφ. θ’, 17-31
Τόν καιρό ἐκεῖνο, πλησίασε τόν Ἰησοῦ ἕνας ἄνθρωπος, γονάτισε μπροστά του καί τοῦ εἶπε:
– Διδάσκαλε, σοῦ ἔφερα τό παιδί μου τό ὁποῖο ἔχει δαιμόνιο πού τό κάνει μουγκό. Καί ὅπου τό «πιάνει», τό κάνει καί τό πιάνουν σπασμοί· καί ἀφρίζει· καί τρίζει τά δόντια του καί μένει ξερό. Παρακάλεσα τούς μαθητές σου νά τό βγάλουν, μά δέν μπόρεσαν.
Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε καί τοῦ εἶπε:
– Ὤ γενεά ἄπιστη! Μέχρι πότε θά εἶμαι μαζί σας; Μέχρι πότε θά σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τό ἐδώ!
Ὁ Ἰησοῦς ρώτησε τόν πατέρα τοῦ παιδιοῦ:
– Πόσος καιρός εἶναι πού τό ἔπαθε αὐτό;
Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε:
– Φρόντισε νά ἔχεις πίστη, γιατί γιά ἐκεῖνον πού ἔχει πίστη, ὅλα εἶναι δυνατά.
Ἀμέσως τότε ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ φώναξε μέ δάκρυα:
– Πιστεύω, Κύριε. Βοήθησέ μέ στήν ἀπιστία μου.
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἶδε ὅτι μαζεύεται κόσμος, ἐπιτίμησε τό ἀκά-θαρτο πνεῦμα, λέγοντάς του:
– Πνεῦμα ἄλαλο καί κωφό, ἐγώ σέ διατάζω· βγές ἀπό αὐτό τό παιδί καί μή ξαναμπεῖς σ’ αὐτό.
Μετά ἀπό αὐτό τό παιδί ἔμεινε ἀναίσθητο σάν νεκρό. Καί πολλοί νόμισαν ὅτι πέθανε. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τό ἔπιασε ἀπό τό χέρι, καί τό σήκωσε.
Ὅταν κατόπιν ὁ Ἰησοῦς ἐπισκέφθηκε κάποιο σπίτι, ἐκεῖ οἱ μαθητές του τόν ρώτησαν:
– Γιατί ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά βγάλουμε τό δαιμόνιο;
– Αὐτό τό γένος δέν φεύγει, παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου