Κράτα την πίστη και ζήσε την!
Μητροπολίτου Φλωρίνης π.
Αυγουστίνου Καντιώτου
Ἅγιε Δημήτριε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν.
Τὴ νύχτα, ἀγαπητοί μου, ὁ οὐρανὸς εἶνε γεμᾶτος ἀπὸ ἀναρίθμητα ἄστρα, ποὺ σὰν
καντηλάκια τῆς Παναγίας φωτίζουν τὸ στερέωμα. «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου,
Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103, 24), καὶ «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται
δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα» (ἔ.ἀ. 18,2). Ἐκτὸς
ὅμως ἀπὸ αὐτὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλλα ἄστρα, ἀνώτερα ἀπὸ τὰ φυσικά· εἶνε «ἀστέρες
πολύφωτοι», ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας (δοξαστ. ἁγ. Πατ.). Τὰ φυσικὰ ἄστρα μιὰ
μέρα θὰ σβήσουν· τὰ πνευματικὰ ὅμως ἄστρα, οἱ ἅγιοι, θὰ λάμπουν αἰωνίως μὲ τὴ
ζωή, τὰ ἔργα, τὶς διδαχές, τὰ συγγράμματα, τὰ θαύματά τους.
Ἕνα ἀπὸ τὰ ἀστέρια αὐτὰ εἶνε καὶ ὁ ἅγιος ποὺ ἑορτάζει σήμερα, ὁ μεγαλομάρτυς ἅγιος
Δημήτριος ὁ μυροβλήτης. Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ σᾶς παρουσιάσω μὲ συντομία τὴν
φυσιογνωμία του, ποιός ἦταν ὁ ἅγιος καὶ πῶς ἐμεῖς μποροῦμε νὰ τὸν μιμηθοῦμε.
* * *
Ὁ ἅγιος Δημήτριος ἔζησε στὰ ἑλληνικὰ χώματα, εἶνε ἄνθος ποὺ φύτρωσε στὴ γλάστρα τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς Μακεδονίας μας. Γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη. Οἱ γονεῖς του, λαμπροὶ κατὰ κόσμον, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ὑλικὸ πλοῦτο εἶχαν καὶ πλοῦτο πνευματικό· ἦταν Χριστιανοί, καὶ τὴν πίστι αὐτὴ κατώρθωσαν νὰ τὴ μεταφυτεύσουν στὸ παιδί τους, ποὺ ἀπὸ μικρὸς διακρινόταν γιὰ τὰ φυσικά του χαρίσματα· ὡραῖο παράστημα, φωτεινὸ πρόσωπο, σῶμα ἀθλητικό· πρὸ παντὸς ὅμως ὁ μικρὸς Δημήτριος διακρινόταν γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον καὶ τὴν εὐλάβειά του στὴν Ἐκκλησία.
Γράφτηκε σὲ σχολεῖα, ἀρίστευε στὰ μαθήματα.
Μεγαλώνοντας ἔδειξε κλίσι γιὰ τὸ στρατιωτικὸ στάδιο. Πέρασε ἀπὸ σχολὴ ἀξιωματικῶν
καὶ ἐκπαιδεύτηκε στὰ πολεμικά. Ἔλαβε μέρος σὲ μάχες ἐναντίον βαρβάρων, ἔδειξε
ἀνδρεία, καὶ ἀπὸ βαθμὸ σὲ βαθμὸ κι ἀπὸ ἀριστεία σὲ ἀριστεία ἔφθασε νεώτατος
στὸ βαθμὸ τοῦ στρατηγοῦ. Ἦταν ὁ ἐξοχώτερος, ἀνδρειότερος ἀλλὰ καὶ εὐσεβέστερος
τῶν βαθμοφόρων. Καὶ παρὰ τὸ ἀξίωμά του δὲν ὑπερηφανεύτηκε· ἔμεινε ταπεινός.
Τὸ ἀκόμα σπουδαιότερο γνώρισμά του εἶνε ὅτι, ὅπου βρισκόταν, δίδασκε τὴν πίστι
στὸ Χριστό. Καὶ τὰ λόγια του, βγαλμένα ἀπὸ καρδιὰ εἰλικρινῆ, ἔπειθαν πολλοὺς καὶ
τοὺς εἵλκυαν στὸν Κύριο. Ἀγαποῦσε ἰδίως καὶ κατηχοῦσε τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς
νέους, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν ὡς ὁδηγό. Θεωροῦσε χαμένη τὴν ἡμέρα ποὺ δὲν θὰ εἶχε
κάνει ἕνα νέο Χριστιανό.
Ἀλλὰ συνέβη τότε, γύρω στὸ 300 μ.Χ., νὰ ἔρθῃ στὴ Θεσσαλονίκη ὁ αὐτοκράτωρ
Μαξιμιανός, φανατικὸς εἰδωλολάτρης καὶ διώκτης τῶν Χριστιανῶν. Ἔμαθε, ὅτι πολλοὶ
εἰδωλολάτρες βαπτίζονται καὶ γίνονται Χριστιανοί, διότι ὁ Χριστιανὸς Δημήτριος
διδάσκει διαρκῶς τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔγινε ἔξω φρενῶν. Διατάζει τοὺς ὑπασπιστάς
του καὶ τὸν συλλαμβάνουν ἐκεῖ ποὺ δίδασκε τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους. Τὸν
φυλακίζουν σὲ σκοτεινὴ φυλακή. Λέγεται ὅτι, μόλις μπῆκε ἐκεῖ, ἕνας σκορπιὸς βγῆκε
ἀπὸ μία πέτρα νὰ τοῦ ἐπιτεθῇ· ἀλλὰ ὁ ἅγιος Δημήτριος ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ
καὶ ὁ σκορπιός, σύμβολο τῆς δηλητηριώδους μανίας τοῦ κόσμου τούτου, ἐξαφανίστηκε.
Ἄγγελος Κυρίου τότε ἐμφανίστηκε, τὸν παρηγόρησε καὶ τὸν ἐμψύχωσε.
Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες συνέβη νὰ διοργανωθοῦν ἑορτὲς στὸ κατάμεστο στάδιο παρουσίᾳ
τοῦ αὐτοκράτορος. Ὁ Μαξιμιανὸς καυχόταν γιὰ ἕνα Γότθο παλαιστὴ τεραστίων
διαστάσεων καὶ μεγάλης σωματικῆς δυνάμεως. Τὸ ὄνομά του ἦταν Λυαῖος. Αὐτός, ἕνα
ἴνδαλμα τῆς εἰδωλολατρίας, προκαλοῦσε σὲ μονομαχία ὁποιονδήποτε, καὶ ἡ πρόκλησι
στρεφόταν κυρίως κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Ποιός τολμοῦσε νὰ τὰ βάλῃ μ᾽ αὐτὸ τὸν
σάρκινο πύργο; Καὶ ὅσο κανείς δὲν παρουσιαζόταν, τόσο ὁ Μαξιμιανὸς χαιρόταν καὶ
οἱ Χριστιανοὶ λυποῦνταν.
Μπροστὰ σ᾽ αὐτὴ τὴν πρόκλησι ὁ Νέστωρ, ἕνας νεαρὸς κατηχούμενος, αἰσθάνθηκε ὡς ἱερὸ
χρέος τὴν ἐπιταγὴ νὰ τὸν ἀντιμετωπίσῃ. Αὐτὸ ἀνθρωπίνως ἔμοιαζε ματαιοπονία καὶ
παραλογισμός. Πηγαίνει λοιπὸν στὴ φυλακὴ στὸν ἅγιο Δημήτριο καὶ ἀπὸ τὰ κάγκελλα
τὸν ἐρωτᾷ· –Διδάσκαλε, σὲ παρακαλῶ· ἔχω τὴν εὐχή σου καὶ τὴν εὐλογία σου νὰ
κατεβῶ στὸ στάδιο καὶ νὰ πολεμήσω μὲ τὸ Λυαῖο; Ὁ ἅγιος Δημήτριος τοῦ ἀπαντᾷ
προφητικά· –Καὶ Λυαῖον νικήσεις καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσεις· καὶ τὸ Λυαῖον θὰ
νικήσῃς καὶ γιὰ τὸ Χριστὸ θὰ μαρτυρήσῃς. Πῆρε ὄντως μεγάλο θάρρος ὁ Νέστωρ καὶ
κατέβηκε στὸ στάδιο. Ὁ ὅρος – κανονισμὸς τῆς μονομαχίας ἦταν· ὁ νικητὴς φονεύει
τὸ νικημένο. Μόλις λοιπὸν τὸν εἶδαν, ἕνα νεαρὸ ἄοπλο νὰ στέκῃ ἀπέναντι σ᾽ ἕνα
σιδηρόφρακτο γίγαντα, οἱ περισσότεροι γέλασαν καὶ λίγοι τὸν λυπήθηκαν, ἐνῷ ὁ
Μαξιμιανὸς ἐκάγχασε· φαινόταν σὰν ἕνα σκυλάκι μπροστὰ σ᾽ ἕνα λιοντάρι, μπροστὰ
σὲ μιὰ ἀρκούδα. Ἀλλὰ μέγας εἶνε ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Νέστωρ ἔκανε τὸ σημεῖο
τοῦ σταυροῦ, κραυγάζει «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι» καὶ ἐνδυναμωμένος ἀπὸ τὴ
χάρι τοῦ Χριστοῦ ὁρμᾷ σὰν βέλος· μὲ ἐπιδέξιο ἑλιγμὸ ἀποφεύγει τὶς λαβὲς τοῦ
Λυαίου, τοῦ καταφέρνει θανάσιμο χτύπημα, ὁ γίγαντας χάνει τὴν ἰσορροπία του,
πέφτει στὸ ἔδαφος μὲ γδοῦπο ποὺ ἀκούστηκε σὲ ὅλο τὸ στάδιο, ὁ Νέστωρ τὸν
φονεύει καὶ βγαίνει νικητής.
Τὸ πλῆθος στὶς κερκίδες ξαφνιάζεται. Ὁ Μαξιμιανός, ἀντὶ γιὰ δόξα καὶ θρίαμβο,
νιώθει τώρα ντροπή. Ἀλλ᾽ ἀντὶ ν᾽ ἀναγνωρίσῃ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς μονομαχίας καὶ τὸ
νικητή, ἐξαγριωμένος διατάζει νὰ συλλάβουν τὸ Νέστορα καὶ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν.
Ἐπειδὴ ὅμως ἀπὸ τὴν κραυγὴ τοῦ Νέστορος πείσθηκε ὅτι δάσκαλος καὶ ἐμψυχωτής του
ἦταν ὁ Δημήτριος, στέλνει λογχοφόρους στὴ φυλακή, κατατρυποῦν τὸν δέσμιο στὴν
πλευρά του καί, ἐνῷ τὸ σῶμα του πλέει στὸ αἷμα, ἡ ψυχή του καθαρὴ πετάει σὰν
περιστέρι στὸν οὐρανό, γιὰ ν᾽ ἀγάλλεται ἐν μέσῳ τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων.
* * *
Αὐτός, ἀγαπητοί μου, εἶνε μὲ συντομία ὁ βίος καὶ τὸ
μαρτύριο τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Ἀπὸ τὸν τάφο του ἀνέβλυσε μύρο, μὲ τὸ ὁποῖο
θεραπεύονταν οἱ ἀσθενεῖς. Ἐκεῖ χτίστηκε καὶ ναὸς ἐπ᾽ ὀνόματί του.
Τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Δημητρίου εἶνε ἀμέτρητα· γιὰ νὰ τὰ διηγηθῇ κανεὶς θὰ
χρειαζόταν μέρες. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι –δικαίωμά τους–, ἐμεῖς
πιστεύουμε ὅτι οἱ ἅγιοι μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ θαυματουργοῦν. Δύο μόνο θαύματα θὰ
σᾶς πῶ.
Τὸ ἕνα θαῦμα. Λίγο προτοῦ νὰ πέσῃ ἡ Θεσσαλονίκη στὰ χέρια τῶν Τούρκων (1430
μ.Χ.) ἕνας ἁγνὸς βοσκὸς κοντὰ στὴ σημερινὴ γέφυρα τοῦ Ἀξιοῦ εἶδε τὴ νύχτα νὰ
ἔρχωνται δύο ἅγιοι πρὸς τὴ γέφυρας ὁ ἕνας ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ κι ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν
ἄλλη· Ὁ ἕνας ἦταν ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος κ᾽ ἐρχόταν ἀπὸ τὴ Λάρισσα, ὁ ἄλλος ἦταν ὁ ἅγιος
Δημήτριος κ᾽ ἐρχόταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ὅταν συναντήθηκαν ὑποκλίθηκαν
θλιμμένοι ὁ ἕνας στὸν ἄλλο καὶ ὁ βοσκὸς γονάτισε. Ὁ ἅγιος Δημήτριος ἐρωτᾷ· –Ποῦ
πηγαίνεις, ἅγιε Ἀχίλλιε; –Φεύγω ἀπὸ τὴ Λάρισσα, γιατὶ ὁ λαός της ἁμάρτησε στὸ
Θεό, καὶ μπῆκαν μέσα οἱ Τοῦρκοι. Καὶ τοῦ ἀπαντᾷ ὁ ἅγιος Δημήτριος· –Κλαίω κ᾽ ἐγώ,
ἀδελφέ, γιατὶ σὲ λίγο καὶ ἡ Θεσσαλονίκη θὰ πέσῃ στὰ χέρια τους. Ἀγκαλιάστηκαν
κλαίγοντας καὶ τὰ δάκρυά τους ἔπεφταν στὸ ποτάμι. Τὸ ὅραμα ἦταν προφητικὸ καὶ
ἐπαλήθευσε.
Τὸ ἄλλο θαῦμα. Μετὰ ἀπὸ πεντακόσα χρόνια, τὸ 1912 ἡ μικρὴ πατρίδα μας ἀναγκάστηκε
νὰ κηρύξῃ πόλεμο μαζὶ μὲ τὰ Βαλκάνια κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν. Οἱ στρατιῶτες μας
λίγοι, ὁ ὁπλισμὸς μικρός, ἀλλὰ ἡ καρδιὰ ἀτσάλινη. Προχώρησαν πρὸς τὴν Ἐλασσόνα,
ἐκεῖ ὅμως σταμάτησαν. Μπροστά τους ἦταν τὸ Σαραντάπορο, βουνὸ ὠχυρωμένο ποὺ οἱ
Τοῦρκοι ἔλεγαν ὅτι οἱ Ἕλληνες δὲν θὰ τὸ περάσουν. Κάποιος ξένος εἶπε· Στὶς
χαράδρες αὐτὲς θὰ γίνῃ ὁ τάφος τῆς Ἑλλάδος. Πάνω ἀπὸ τὸ Σαραντάπορο ἡ Μακεδονία
περίμενε τὴ λευτεριά. Ἄκουγαν τὰ κανόνια, γονάτιζαν καὶ προσεύχονταν, βοσκοὶ ἀνέβαιναν
σὲ ψηλὰ βουνὰ καὶ παρακολουθοῦσαν ἀπὸ μακριὰ τὸν ἀγῶνα. Ἔπεσαν πράγματι ἐκεῖ
πολλὰ κορμιά· γονεῖς, συγγενεῖς, φίλοι μας. Θρῆνος καὶ κλαυθμὸς σ᾽ ἐμᾶς. Μὰ
τελικὰ τὸ Σαραντάπορο ἔγινε τάφος ὄχι τῶν Ἑλλήνων ἀλλὰ τῶν Τούρκων. ξεπέρασαν τὰ
παιδιά μας τὸ μεγάλο ἐμπόδιο καὶ μέσα σὲ εἴκοσι μέρες –ποιός νὰ τὸ πίστευε!–
πέρασαν τὴ γέφυρα τοῦ Ἀξιοῦ, ἐκεῖ ποὺ ὁ βοσκὸς εἶδε τὸ ὅραμα, καὶ προχωρώντας
φτερωτοὶ σὰν ἄγγελοι ἔφτασαν ἔξω ἀπὸ τὴν ὠχυρωμένη Θεσσαλονίκη μιὰ μέρα βροχερὴ
ποὺ τὰ κανόνια μας εἶχαν κολλήσει στὶς λάσπες καὶ οἱ ἱππεῖς μας μόλις κινοῦνταν.
Τὴν τελευταία στιγμὴ φάνηκε σὲ ἄλλο ὅραμα ἐπάνω ἀπὸ τὰ ὄρη πάλι ὁ ἅγιος
Δημήτριος ἔφιππος ἐμψυχώνοντας τὰ ἡρωικὰ στρατεύματα – δὲν εἶνε μῦθος ἡ
θρησκεία μας. Καὶ ὄντως ἔγινε τὸ θαῦμα. Ἤμουν παιδί πέντε ἐτῶν ὅταν στὸ χωριό
μας μιὰ νύχτα ἔφτασε ταχυδρόμος καὶ ἀνήγγειλε· Πήραμε τὴ Θεσσαλονίκη! Μικρὰ
παιδιά, ἄντρες, γυναῖκες, βγήκαμε ὅλοι ἔξω, καὶ ἦταν χαρὰ καὶ πανήγυρις ὅτι τὴν
ἡμέρα τοῦ ἁγίου Δημητρίου ὁ στρατός μας μὲ στρατηλάτη τὸν Κωνσταντῖνο μπῆκε στὴ
Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ· οἱ σκλαβωμένοι Ἕλληνες ἔπεφταν χάμω καὶ φιλοῦσαν τὰ πέταλα
τῶν ἀλόγων τοῦ στρατοῦ.
* * *
Κλείνοντας, ἀδελφοί μου, θὰ ὑπογραμμίσω ἕνα – δυὸ
διδάγματα.
1. Τὸ σπουδαιότερο στὸν κόσμο εἶνε ὄχι ὁ ὑλικὸς ἀλλὰ ὁ πνευματικὸς πλοῦτος. Ἂν
κρατήσουμε αὐτὸ τὸν πλοῦτο, δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ἄλλα ὅπλα, πυραύλους,
διαστημόπλοια κ.λπ.. Γιὰ μᾶς ὅπλο ἰσχυρὸ καὶ ἀκαταμάχητο εἶνε ἡ πίστι μας. Αὐτὴ
τὴν πίστι κράτησε ὁ ἅγιος Δημήτριος, ὁ ἅγιος Νέστωρ, οἱ μαχηταὶ τῶν Ἀλβανικῶν ὀρέων
καὶ τοῦ Βαλκανικοῦ πολέμου. Αὐτὴ τὴν πίστι νὰ φυλάξουμε σὰν τὰ μάτια μας· ποτέ
νὰ μὴν τὴν προδώσουμε. Φτωχοὶ εἴμαστε, μὰ ποτέ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι. Προτιμότερο
νὰ σβήσῃ ὁ ἥλιος παρὰ νὰ χάσουμε τὴν πίστι μας.
2. Τὸ ἄλλο εἶνε, νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὴν πίστι μας. Ὁ Νέστορας δὲν ὑπέφερε ν᾽
ἀκούῃ τὸν βάρβαρο νὰ βλαστημᾷ τὸ Χριστό. Σήμερα ζοῦμε κατὰ Χριστόν; Πόσοι ὄχι
Λυαῖοι ἀλλὰ λεγόμενοι χριστιανοὶ ὑβρίζουν τὸ Χριστό! Πῆγα σὲ ἕνα ἀκριτικὸ
φυλάκιο, ὅπου μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν ὑπηρετοῦσε καὶ ἕνας μουσουλμᾶνος
ποὺ τὸν ἔλεγαν Δράμαλη, ἀπὸ τὴν Κομοτηνή. Ἀπὸ αὐτοὺς κάποιοι Ἕλληνες ἔβριζαν τὰ
θεῖα, ὁ μουσουλμᾶνος ὅμως δὲν τολμοῦσε νὰ βρίσῃ τὸν Ἀλλάχ. Ὦ Θεέ μου, πόσο τὴν
ὥρα ἐκείνη ὁ Δράμαλης μπῆκε στὴν καρδιά μου, καὶ πόσο λυπήθηκα γιὰ τὸ
κατάντημα τῶν δικῶν μας! Δράμαλη, εἶπα, ἐὰν ἀκούσῃς συστρατιώτη σου ὄχι ἀπὸ ἀπιστία
ἀλλὰ κι ἀπὸ κακὴ συνήθεια νὰ βλαστημᾷ τὸ Χριστὸ ἢ τὴν Παναγία, χτύπησέ τον·
καὶ ἂν σὲ πᾶνε στὸ στρατοδικεῖο, νὰ καλέσῃς μάρτυρα ὑπερασπίσεως τὸν Αὐγουστῖνο
ἐπίσκοπο Φλωρίνης, καὶ θὰ πῶ· Κύριε στρατοδῖκα, νὰ τὸν ἀθῳώσετε τὸ Δράμαλη,
γιατὶ αὐτὸς ἔχει μὲν ψεύτικη θρησκεία μὰ δὲν βλαστημάει τὸν Ἀλλάχ, ἐνῷ ἐμεῖς ἔχουμε
τὴν ἀληθινὴ θρησκεία τῶν πατέρων μας, καὶ βλαστημοῦμε τὸ Θεό μας. Δὲν εἴμαστε
Χριστιανοὶ οὔτε ἄξιοι τῆς ἱστορίας μας.
Γίνετε Νέστορες, κλεῖστε στὴν καρδιά σας τὸ Χριστό, ὑπερασπιστῆτε τὴν τιμὴ τοῦ
ὀνόματός του. Καὶ εἴθε διὰ τῶν πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Δημητρίου ὁ λαός μας στὴν Ἑλλάδα
καὶ μάλιστα στὴ Μακεδονία μας νὰ μείνῃ σ᾽ αὐτὸν πιστὸς καὶ ἀφωσιωμένος πρὸς
δόξαν τοῦ εὐλογητοῦ Κυρίου· ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου