Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
****
Προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ »
Τό πρῶτο πού μᾶς λέει, ἀδελφοί μου, μέ τή στάση της ἡ αἱμορροούσα, εἶναι ὅτι ἡ εὐλάβεια κατά πρῶτο καί κύριο λόγο εἶναι φρόνημα ἐσωτερικό τῆς ψυχῆς. Ἡ γυναίκα ἐκείνη αἰσθανόταν φόβο καί ἐντροπή. Δέν εἶχε παρρησία καί θάρρος, νά ἐμφανισθεῖ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί νά τοῦ φανερώσει τόν πόνο της. Θεωροῦσε τόν ἑαυτό της ἀνάξιο νά σταθεῖ καί νά μιλήσει μαζί του. Γι᾽ αὐτό καί τόν πλησίασε «ὄπισθεν», ὅπως ἀκούσαμε στό ἱερό εὐαγγέλιο.
Ὅταν
λοιπόν συναισθάνεται κανείς ὅτι εἶναι ἀνάξιος καί ἁμαρτωλός καί γνωρίζει τήν
πολλή του ἀδυναμία, τότε ζεῖ πιό ἔντονα καί πιό βαθιά τήν ἀλήθεια τῆς θείας
μεγαλειότητας καί τῆς ἄπειρης ἁγιότητας τοῦ Κυρίου. Ἀντιλαμβάνεται εὐκολότερα
τήν ἀπροσμέτρητη ἀπόσταση, πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στή δική του ἀτέλεια καί μικρότητα
καί τήν ἀσύλληπτη τελειότητα τῆς παντοκρατορίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἀλήθεια τώρα γεμίζει τήν ψυχή του μέ ἱερό
δέος καί μέ βαθύ σεβασμό πρός τόν Ἅγιο Θεό, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ εὐλογημένη
ἀρετή καί κατάσταση τῆς εὐλαβείας.
Στήν
κατανόηση αὐτῆς τῆς πραγματικότηας μᾶς βοηθεῖ πολύ τό παράδειγμα τοῦ πατριάρχη
τῆς πίστης δικαίου Ἀβραάμ. Ὁ Ἀβραάμ ἐπειδή συναισθανόταν τήν μηδαμινότητά του ἀπέναντι
στήν ἄπειρη μεγαλειότητα καί ἁγιότητα τοῦ
Θεοῦ ἔλεγε γιά τόν ἑαυτό του: «Ἐγώ δέ εἰμι γῆ καί σποδός» (Γεν. ιη´27). Εἶμαι
χῶμα καί στάχτη ἐμπρός σου, Κύριέ μου. Ὁ δέ ἱερός Χρυσόστομος σέ μιά προσευχή
του πρός τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό στά λόγια τοῦ Πατριάρχου προσθέτει: «σκώληξ καί
οὐκ ἄνθρωπος. Ὄνειδος ἀνθρώπων καί ἐξουθένημα λαοῦ». Ἐγώ, λέγει ὁ μεγάλος Πατέρας,
Κύριέ μου, εἶμαι χῶμα καί στάχτη. Εἶμαι ἕνα σκουλήκι τῆς γῆς, πού προσβάλλω τήν
ἀξία ἄνθρωπος καί ἀντικείμενο περιφρόνησης ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ.
Τί
σημαίνει ἐσωτερικό φρόνημα εὐλαβείας μποροῦμε νά τό καταλάβουμε ἐπίσης ἀπό τήν
προσεκτική μελέτη τῶν εὐχῶν τῆς ἱερᾶς Ἀκολουθίας τῆς Θείας Μεαλήψεως. Ἐκεῖ
βλέπουμε τούς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας νά ἐκφράζονται μέ τρόπο ὑποτιμητικό
καί ἐξευτελιστικό γιά τόν ἑαυτό τους πρίν ἀπό τή Θεία Κοινωνία.
Τό
ἐσωτερικό φρόνημα τῆς εὐλαβείας λοιπόν ταυτίζεται μέ τό ταπεινό φρόνημα γιά τόν
ἑαυτό μας. Δέν ἠμπορεῖ δηλαδή νά ὑπάρξει εὐλάβεια χωρίς ταπείνωση. Ἐγωϊστής ἄνθρωπος,
πού τρέφει ὑψηλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του καί τήν δῆθεν ἀρετή του, εἶναι ἀπίθανο
καί ἀδύνατο νά νοιώθει ἀληθινή εὐλάβεια πρός τόν Θεόν. Ἡ φιλαυτία καί ὁ ἐγωϊσμός
τόν ἐμποδίζουν νά κλίνει «τόν αὐχένα τῆς ψυχῆς» ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τῶν
δυνάμεων.
****
Ἡ ἀληθινή εὐλάβεια ὅμως δέν μένει μόνο σάν ἐσωτερικό
φρόνημα τῆς ψυχῆς. Ἐξωτερικεύεται καί
μέ ἀνάλογη στάση τοῦ σώματος. Καί
στό σημεῖο αὐτό γίνονται δάσκαλοί μας τόσον ἡ αἱμορροούσα ὅσο καί ὁ Ἰάειρος.
Μετά τή θεραπείας τῆς γυναίκας ἐκείνης, ὁ Κύριος ἐπειδή ἤθελε νά καταστήσει στούς
παρευρισκόμενους ἀλλά καί σ᾽ ὅλο τόν κόσμο τῶν ἀνθρώπων, φανερή τήν μεγάλη της
πίστη, ἐπέμεινε, ὅπως ἀκούσαμε, νά ἐμφανισθεῖ ἐνώπιόν Του. Κι ἐκείνη ἡ μακαρία
ψυχή, βλέποντας ὅτι δέν διέφυγε ἀπό τόν Κύριο ἡ θαυμαστή θεραπεία της, «ἦλθε
τρέμουσα» κι ἔπεσε γονατιστή ἐμπρός του καί τοῦ ἀνέφερε ὅ,τι τῆς συνέβη. Δέν
παρουσιάστηκε μέ «ἀέρα, ὅπως λέμε, μέ ὕφος ἀγέρωχο, ἀλλά φοβισμένη «τρέμουσα».
Μέ φόβο τόν εἶχεν ἐγγίσει κρυφά προηγουμένως· μέ τρόμο ἔρχεται τώρα ἐνώπιόν
του.
Ἄν ἕνας πιστός εἶναι πραγματικά εὐλαβής ἄνθρωπος,
δηλαδή ἄνθρωπος πού σέβεται τόν Θεό καί συναισθάνεται τήν μικρότητά του ἐνώπιον
τοῦ παντοκράτορος καί παντεπόπτου Κυρίου, δέν μπορεῖ νά στέκει ἀγέρωχος
μπροστά στό θεῖο μεγαλεῖο. Μαζί μέ τόν αὐχένα τῆς ψυχῆς θά κλίνει καί τόν αὐχένα
καί τό γόνυ τοῦ σώματος.
Ὅταν εἰσερχόμαστε στό Ναό τοῦ Θεοῦ, ἀδελφοί,
πρέπει νά εἰσερχόμαστε μέ συναισθήματα ἅγια καί ἱερά. Μέ τήν συναίσθηση ὅτι ὁ
Ναός εἶναι τόπος ἅγιος καί ἱερός, ἀφιερωμένος ἀποκλειστικά καί μόνο στήν
λατρεία τοῦ Θεοῦ. Στό Ναό κατά τήν ὥρα τῆς θείας Λατρείας θά ἐπικαλεσθοῦμε τή
θεία χάρη καί θά ζητήσουμε τίς θεῖες δωρεές, ἀλλά καί θά δεχθοῦμε τό οὐράνιο
δῶρο τῆς εἰρήνης καί τά ἄλλα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στόν Ναό τοῦ Θεοῦ,
ὅπου προσφέρουμε τήν ἀναίμακτη θυσία στόν οὐράνιο Πατέρα παρίστανται ἀοράτως ἄγγελοι
καί συλλειτουργοῦν μαζί μας. Καί αὐτοί οἱ ἄγγελοι, ὅπως λέγει ὁ Μέγας
Βασίλειος στήν σχετική εὐχή τῆς Θείας Λειτουργίας του, μέ τά δύο φτερά καλύπτουν
τό πρόσωπο, μέ τά δύο «τούς πόδας» καί μέ τό τρίτο ζεῦγος πετοῦν γύρω ἀπό τό
τόν θεϊκό θρόνο καί ψάλλουν ἀκατάπαυστες δοξολογίες. (Ἡσ. στ´2).
Πῶς μποροῦμε λοιπόν, ἀδελφοί, ἐμεῖς νά εἰσερχόμαστε
ἀπρόσεκτα στό Ναό τοῦ Θεοῦ. Καί μάλιστα στά ἱερά Μυστήρια τοῦ Γάμου καί τῆς
Βαπτίσεως; Σέ Μυστήριο προσερχόμαστε, ἀδελφοί, ὄχι σέ κοσμική δεξίωση. Πῶς θά
σκηνώσει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ στούς νυμφευομένους ἤ στό πρός τό φώτισμα
προσερχόμενο νήπιο, ὅταν δέν συναισθανόμεθα τήν ἱερότητα τῶν Μυστηρίων;
Πηγαίνουμε στήν Ἐκκλησία γιά νά προσευχηθοῦμε θερμά μαζί μέ τούς
νυμφευομένους, ἤ τόν ἀνάδοχο, πού ἀναλαμβάνει νά διδάξει τίς ἀλήθειες τῆς
πίστεως στό βαπτιζόμενο. Νά προσευχηθοῦμε μέ τό περιεχόμενο τῶν θαυμασίων εὐχῶν
τῶν συγκεκριμένων Μυστηρίων, βοηθώντας ἔτσι οὐσιαστικά τούς ἀνθρώπους πού ἀγαπᾶμε.
Πῶς θά κρατηθεῖ οἰκογένεια, ὅταν ἐθιμοτυπικά καί
μέ τρόπο ἄκρως κοσμικό ἀντιμετωπίζομε τό Μυστήριο, κάνοντας τόν Ναό τόπο ἐπιδείξεων
κοσμικότητας; Δέν πρόκειται περί
σεμνοτυφίας, ἤ εὐσεβιστικῶν, νομικίστικων σκέψεων, ἀδελφοί μου. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ
μᾶς λέγει ὅτι τίποτε δέν εἶναι ἀδιάφορο στή ζωή μας. «Στολισμὸς ἀνδρὸς καὶ
γέλως ὀδόντων καὶ βήματα ἀνθρώπου ἀναγγέλλει τὰ περὶ αὐτοῦ», (Σοφ.Σειρ. ιθ´30).
Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐνδύεται καί στολίζεται ἕνας ἄνθρωπος καί τό θορυβώδες ἤ
μετρημένο γέλιο του καί τό σεμνό ἤ ἄτακτο βάδισμα του μαρτυροῦν καί ἀναγγέλλουν
τί εἴδους ἄνθρωπος εἶναι, μαρτυροῦν τό ποιόν του. Ὁ δέ θεῖος Παῦλος μᾶς ζητεῖ
νά λατρεύουμε τόν Θεόν «μετά αἰδοῦς καί εὐλαβείας» (Ἑβρ. ιβ´28). Ἡ λατρεία μας
νά χαρακτηρίζεται ἀπό βαθύ σεβασμό καί πολλή εὐλάβεια.
Ἀντιλαμβανόμαστε λοιπόν πῶς πρέπει νά εἰσερχόμαστε
στό Ναό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί πῶς νά προσευχόμαστε κατ᾽ ἰδίαν.
******
« Προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ »
Ἀδελφοί
μου ἀγαπητοί, ἄν θέλουμε νά ὠφελούμαστε κάθε φορά, πού πλησιάζουμε τόν Κύριο εἴτε
μέ τόν ἐκκλησιασμό, εἴτε μέ τή συμμετοχή μας στά ἄλλα ἱερά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας
μας, εἴτε ἀπό τήν κατ᾽ἰδίαν προσευχή, ἤ τήν πραγματοποίηση ἱερῶν προσκυνημάτων
σέ τόπους ἁγιασμένους ὅπως τά ἱερά Μοναστήρια καί τά λοιπά προσκυνήματα, εἶναι ἀνάγκη
νά γίνουμε καί νά εἴμαστε ἄνθρωποι εὐλαβεῖς. Εὐλαβεῖς σάν τήν αἱμορροούσα, σάν
τούς ἀγγέλους καί ὅλους τούς ἁγίους μας. Ἡ εὐλάβεια θά μᾶς βοηθεῖ νά νοιώθουμε ἀληθινή
κατάνυξη καί θά ἀνυψώνει τήν ψυχή μας πρός τόν θρόνο τοῦ Κυρίου μας. Ἡ εὐλάβεια
θά ἑλκύει ἐπάνω μας τή θεία Χάρη καί θά μᾶς γεμίζει μέ τήν εὐλογία τοῦ οὐρανοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου