Σάββατο 25 Απριλίου 2020

«ΙΕΡΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΧΑΛΚΗΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΣ» - ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΧΡΥΣΟΡΡΟΪΑΤΙΣΣΗΣ κ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ


 ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΧΡΥΣΟΡΡΟΪΑΤΙΣΣΗΣ
 κ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΠΑΓΚΥΠΡΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΘΕΟΛΟΓΩΝ
ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΙΕΡΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΧΑΛΚΗΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΣ»
ΣΑΒΒΑΤΟ, 26 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019

Επιθυμώ να εκφράσω, κατ᾽αρχάς  τις πιο θερμές μου ευχαριστίες προς την Παγκύπρια Ένωση Ελλήνων Θεολόγων, για την τιμητική πρόσκληση να μιλήσω στο σημερινό Θεολογικό Συνέδριο, που έχει ως θέμα την Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης και την πατρίδα μας Κύπρο.
Θα σας παρουσιάσω κάποιες εμπειρίες μου από τις σπουδές μου στη Σχολή, και θα ερμηνεύσω τη συμβολή τους στην κατοπινή εκκλησιαστική μου διακονία. Μετά την αποφοίτησή μου από το Ελληνικό Κολλέγιο Πάφου το 1958, διορίστηκα στη θέση του γραμματέως στην Ιερά Μητρόπολη Πάφου, θέση που κράτησα μέχρι το 1961. Στο διάστημα αυτό γνώρισα δύο αποφοίτους της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης που κατάγονταν από την Πάφο. Το μ. Φειδία Καρυόλαιμο και τον κ. Χαράλαμπο Χατζηχαραλάμπους, που βρίσκεται σήμερα μαζί μας. Αυτοί οι δύο με επηρέασαν στο να προτιμήσω για σπουδές τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και, μέσω του μ. Ανδρέα Μιτσίδη, επίσης αποφοίτου της ίδιας Σχολής και γραμματέως τότε του αείμνηστου Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου του Γ΄, με βοήθησαν να ετοιμασθεί και να σταλεί η συστατική επιστολή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και να γίνει η εγγραφή μου στη Σχολή.

Η απόφασή μου αυτή, δυστυχώς, δεν άρεσε στον τότε Μητροπολίτη Πάφου μ. Γεννάδιο, που ήθελε να με στείλει στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παρά τη θέληση, όμως, του τότε Μητροπολίτη μου, στις 6 Οκτωβρίου του 1961, ως διάκονος, αναχώρησα με πλοίο για την Κωνσταντινούπολη. Από τη Σχολή αποφοίτησα τον Ιούνιο του 1965. Με την αποφοίτησή μου έλαβα τον τίτλο του «Διδασκάλου της Ορθοδόξου Χριστιανικής Θεολογίας». Στο τέλος του τέταρτου έτους υπέβαλα, όπως και οι λοιποί συμφοιτητές μου, εναίσιμη επί πτυχίω διατριβή με τίτλο
 «Η Εκκλησία Αντιοχείας. Ίδρυση και δράση αυτής μέχρι της Αποστολικής Συνόδου (36-49 μ.Χ.)». Με την επιστροφή μου στην Κύπρο, η διατριβή αυτή δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στο περιοδικό «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ», σε τεύχη των τόμων από 30 μέχρι 36. Ήδη, εν τω μεταξύ, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, είχαν αποκατασταθεί και οι σχέσεις μου με τον μ. Μητροπολίτη Πάφου Γεννάδιο.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στη Σχολή, εκτός από το εκκλησάκι της Αγίας Τριάδος της Σχολής, στο οποίο ιερουργούσα στην εφημερία μου, τις άλλες Κυριακές και γιορτές, πάντοτε μετά από κλήρο κατέβαινα με τους άλλους διακόνους και ιερομονάχους σε ενορίες της Κωνσταντινούπολης,  που είχαν ανάγκη. Την  εποχή εκείνη, ως είναι γνωστό, ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη γύρω στις εκατόν είκοσι χιλιάδες Έλληνες. Τα Χριστούγεννα και τα Θεοφάνεια, επειδή ήμουν καλλίφωνος με ζητούσαν ονομαστικά και λειτουργούσα πάντοτε στην ενορία της Παναγίας του Πέραν, όπου Αρχιερατικός Προϊστάμενος ήταν ο Πρωτοσύγκελλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου μ. Μητροπολίτης Σελευκείας Αιμιλιανός, που συμμετείχε και προΐστατο της δεύτερης εκ των δύο Θείων Λειτουργιών, που τελούσαμε στον πιο πάνω Ναό. Συλλειτουργήσαμε μαζί τα Χριστούγεννα του 1961, του 1962 και του 1963, όπως επίσης τα Θεοφάνεια του 1962, του 1963 και του 1964. Μετά τα γεγονότα των Χριστουγέννων του 1963 στην Κύπρο, ο Μητροπολίτης Αιμιλιανός ήταν ο πρώτος Ελλαδίτης, που απελάθηκε από την Κωνσταντινούπολη. Η τελευταία Θεία Λειτουργία μου στην Παναγία του Πέραν και γενικά στην Κωνσταντινούπολη ήταν τα Θεοφάνεια του 1964. Κι εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι και στις δύο Θείες Λειτουργίες πάντοτε ο ναός ήταν κατάμεστος. Με την επιστροφή μου στη Σχολή, ο τότε Σχολάρχης μ. Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Μάξιμος, με κάλεσε στο γραφείο του και μου απαγόρευσε τη μετάβασή μου ξανά στην Κωνσταντινούπολη.
Συμπτωματικά, στο ίδιο έτος φοιτούσαμε στη Σχολή δύο κληρικοί με το όνομα Διονύσιος. Ο υποφαινόμενος, με το όνομα Διονύσιος και επώνυμο Παπαχριστοφόρου, ως Διάκονος, και ο Διονύσιος με το επώνυμο Λαδόπουλος, μετέπειτα Μητροπολίτης Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, ως Ιερομόναχος και Αρχιμανδρίτης. Και οι δύο ήμαστε καλλίφωνοι, πράγμα που συγκινούσε τον μ. Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα. Θυμούμαι ότι έδωσε εντολή στη Γραμματεία της Σχολής όταν συνέπιπτε η εφημερία των δύο  Διονυσίων στο εκκλησάκι της Σχολής  να ενημερώνεται, ώστε να παρακολουθεί τη Θεία μας Λειτουργία. Κι αυτό το τήρησε μέχρι το τέλος, μέχρι δηλαδή που οι δυο μας αποφοιτήσαμε από τη Σχολή. Σε αυτό φαίνεται επηρεάσθηκε και ο νυν Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Όταν το 2005, συνοδεύοντας στην Κωνσταντινούπολη τον τότε Μητροπολίτη Πάφου και νυν Αρχιεπίσκοπο Κύπρου  κ. Χρυσόστομο τον Β’  εισερχόμενος στο γραφείο του, με καλωσόρισε με το «Καλώς το αηδόνι της Κωνσταντινουπόλεως», πράγμα που συγκίνησε τόσο εμένα όσο και τον Μακαριότατο.
Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών των σπουδών μας, ήμασταν υποχρεωμένοι να γράψουμε δύο κηρύγματα, ένα στο τρίτο έτος, που απαγγέλαμε από τον ιερό άμβωνα του ναού της Σχολής, εις επήκοο τόσο των καθηγητών όσο και των φοιτητών της Σχολής. Το πρώτο δικό μου κήρυγμα είχε ως θέμα τον πλούτο, με βάση το ρητό: «Δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες, εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν» (Μάρκ. Ι, 23). Το δεύτερο κήρυγμα το έγραψα και το παρέδωσα στον Καθηγητή μας Βασίλη Αναγνωστόπουλο, που μας δίδασκε το μάθημα της Ομιλητικής. Το κήρυγμά μου έκανε εντύπωση στον Καθηγητή, γι’ αυτό και το διάβασε στην τάξη όπου έγιναν και σχόλια. Το θέμα μου ήταν για τον όρκο, με βάση το ρητό «Ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος» (Ἑβρ. στ.16). που μετά από κλήρο πήρα από τον απόστολο της Τετάρτης Κυριακής των Νηστειών.
Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια των σπουδών μας, ἠμασταν υποχρεωμένοι για τρία χρόνια να παρακολουθούμε μαθήματα για την εκμάθηση της τουρκικής γλώσσας. Δυστυχώς, στο πρώτο έτος απέτυχα. Έτσι είχα πρόβλημα στις εξετάσεις των θεολογικών μαθημάτων, γιατί θα έπρεπε να περάσω τα τρία σεμινάρια των μαθημάτων της τουρκικής γλώσσας, ώστε να έχω το δικαίωμα να παρακαθήσω σε αυτά. Και επειδή τα πράγματα δεν ήταν ρόδινα για μένα, λόγω του ότι ήμουν ελληνοκύπριος, με φώναξε ο αείμνηστος Σχολάρχης μας και μου είπε επί λέξει: «Διονύσιε, αν όλους μπορώ να τους βοηθήσω, στην περίπτωσή σου αδυνατώ. Γι’ αυτό και ό,τι πάρεις θα το πάρεις με το σπαθί σου».
Οι εξετάσεις γινόντουσαν στην παρουσία του Σχολάρχη της Σχολής, του Υποδιευθυντή της Σχολής, ενός Τούρκου καθηγητή της τουρκικής γλώσσας, ο οποίος προς τιμή του συνεργαζόταν στενά με τον Σχολάρχη, του καθηγητή μου της τουρκικής γλώσσας, που διακρινόταν για την ανθελληνικότητά του, και δύο μόνιμων αξιωματικών του Ναυτικού, που δίδασκαν στο Γυμνασιακό Τμήμα της Σχολής και ήταν άγνωστοι σ’ εμένα και στους υπόλοιπους, εκ του εξωτερικού φοιτητές της θεολογίας. Είναι αλήθεια ότι για μέρες αγωνιούσα. Αυτό που θυμούμαι και δεν θα το ξεχάσω ποτέ, είναι ότι όταν φώναξαν το όνομά μου και ανέβαινα τις σκάλες νόμιζα ότι με οδηγούσαν στην αγχόνη. Μπαίνοντας στην αίθουσα τους χαιρέτησα στα τούρκικα. Αμέσως, ο καθηγητής μου για να προδιαθέσει αρνητικά τους συναδέλφους του που δεν με γνώριζαν, μου υπέβαλε την ερώτηση από πού είμαι. Εγώ απάντησα, αμέσως, ότι είμαι Κύπριος. Μετά άρχισαν οι ερωτήσεις πάνω σε διάφορα θέματα που διήρκεσαν πάνω από σαράντα πέντε λεπτά, οπόταν μου είπαν να φύγω. Τότε ο καθηγητής μου για να προδιαθέσει και πάλι τους συναδέλφους του εξεταστές κι ενώ ετοιμαζόμουν να φύγω, μου υπέβαλε την ερώτηση αν είδα τον Μακάριο, αν ήταν νέος ή γέρος και πόσον ετών ήταν. Εγώ στις απαντήσεις μου είπα ότι τον είδα, ότι ήταν μεσήλικας και ότι τότε ήταν πενήντα δύο ετών.
Στο αντίγραφο του πτυχίου μου, που ζήτησα από τη Σχολή, μετά την κατάληψη της Μονής μου από τους Τούρκους το 1974 και την απώλεια του πρωτότυπου, φαίνεται ότι οι δύο απο τους τρεις Τούρκους εξεταστές, με βάση το δέκα με βαθμολόγησαν οι δύο με έξι και ο ένας  με επτά. Αυτό για μένα τιμά τους δύο αξιωματικούς του Τουρκικού Ναυτικού, που δεν επηρεάσθηκαν αρνητικά από τον καθηγητή μου για να με εκδικηθούν, με ολέθριες συνέπειες για το μέλλον μου.
Η τετραετής διαμονή μου στη Σχολή με επηρέασε θετικά  και στο  θέμα του μοναχισμού. Γιατί με  βοήθησε στο να αγαπήσω ακόμα πιο πολύ τη μοναχική ζωή. Κάθε πρωί στη Σχολή, ανάλογα με το εορτολόγιο, είχαμε Όρθρο ή Θεία Λειτουργία και το απόγευμα Εσπερινό. Μετά το δείπνο μια ομάδα, που ήσαν πνευματικά τέκνα του τότε Ηγουμένου της Μονής Πάτμου και νυν Αγίου Αμφιλοχίου, στην οποία συμμετείχα κι εγώ, κάναμε προαιρετικό Απόδειπνο στον ναό της Σχολής. Κι εδώ αναφέρω ότι ο Άγιος Αμφιλόχιος ήταν για δύο χρόνια και ο εξομολόγος μας.
Επίσης, η τετραετής διαμονή μου στη Σχολή με επηρέασε στο να αγαπήσω πιο πολύ τη φύση και την τέχνη. Σ’ αυτό με βοήθησε η επαφή μου με ανθρώπους που λάτρευαν τη φύση και την τέχνη. Τέτοιοι ήσαν ο Σχολάρχης της Σχολής Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως μ. Μάξιμος, ο Μητροπολίτης Πριγκιπονήσων μ. Δωρόθεος, ο Καθηγητής μου της Τέχνης, όπου ήμουν πάντοτε αριστούχος, μ. Αριστείδης Πασαδαίος και ο νυν Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, που μαζί με άλλα χαρίσματα που τον διακρίνουν, είναι και αληθινός περιβαλλοντιστής. Με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο μας συνέδεσε επίσης και το γεγονός ότι όταν εκτελούσε τη στρατιωτική του θητεία, ως δόκιμος αξιωματικός του τουρκικού στρατού τα Σαββατοκυρίακα ερχόταν και εκκλησιαζόταν στον ιερό ναό της Αγίας Τριάδος στη Σχολή, όπου το 1964 και 1965 ήμουν μόνιμος Διάκονος. Μαζί, ως Διάκονοι κάναμε στην Εκκλησία της Μονής την Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα των ετών 1964 και 1965.
Τέλος, ιδιαίτερα μεγάλη τιμή ένιωσα όταν εκλέγηκα από τη φοιτητική κοινότητα της Σχολής, ως Πρόεδρος,  κατά το τελευταίο έτος της παραμονής μου σ’ αυτή. 
Τα βιώματά μου αυτά επηρέασαν τα μάλα και την αντίληψή μου για τη μαρτυρία της Εκκλησίας και της Θεολογίας στον κόσμο. Προσωπικά, μετά τις σπουδές μου, τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και ύστερα στη Ρώμη, δεν ήθελα ποτέ το αξίωμα του Επισκόπου ή του Ηγουμένου. Γιατί μετά τις σπουδές μου ήμουν πολύ ευχαριστημένος από το έργο που επιτελούσα στην ιστορική Μονή του Μεγάλου Αγίου της Κύπρου Σπυρίδωνα, στην Τρεμετουσιά, που δεν την ξεχνώ και ούτε θα την ξεχάσω ποτέ. Ένιωθα ότι το έργο που επιτελούσα στη Μονή αυτή ήταν θεάρεστο. Είναι αλήθεια ότι η ίδρυση από εμένα του Κέντρου Συντήρησης Εικόνων και Χειρογράφων, ενός Πολιτιστικού Κέντρου, μοναδικού στον ελληνικό χώρο, είχε αγκαλιαστεί από τον πνευματικό κόσμο της Κύπρου. Στο Κέντρο λειτουργούσε εργαστήρι συντήρησης εικόνων, εργαστήρι συντήρησης χειρογράφων και παλαιών εντύπων κειμένων, βιβλιοδετείο, πλήρες φωτογραφείο και αρχείο, που ήταν εξ ολοκλήρου κάτω από την επίβλεψή μου. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεών μου σε ναούς, παρεκκλήσια και εξωκκλήσια, κατέγραφα όλες τις εικόνες μέχρι το 1920. Κατέγραφα, επίσης, αρχαία ιερά ευαγγέλια, ασημένιες κανδήλες, δισκοπότηρα, θυμιατά, όπως επίσης και παλιά βιβλία. Μέχρι την ημέρα της φυγής μου, στις 14 Αυγούστου 1974, είχα ετοιμάσει δέκα χιλιάδες κάρτες με φωτογραφίες, οι οποίες παρέμειναν στα κατεχόμενα και μερικές
στο Προεδρικό Μέγαρο, όπου βρισκόντουσαν για δακτυλογράφηση, με εντολή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Ως καλός δακτυλογράφος που είμαι δακτυλογραφούσα κι εγώ.
Κάτω, λοιπόν, από αυτές τις συνθήκες και ειδικά μετά την προσφυγιά, παραλαμβάνοντας την ηγουμενία της Ιεράς Μονής Χρυσορρογιατίσσης, έθεσα ως πρωταρχικό στόχο και μέλημα την ιστορική συντήρησή της, δηλαδή τη συνέχιση της πορείας της μέσα στον χρόνο. Γιατί η ύπαρξη μιας Μονής συνιστά καίριο εκκλησιαστικό λειτούργημα, αφού ο μοναχισμός θυμίζει σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας τα τίμια και μέγιστα της ζωής: τη φιλοθεΐα, τη φιλανθρωπία και την αγάπη προς την τέχνη. Αυτή η σύζευξη φιλοθεΐας, φιλανθρωπίας και αγάπης προς την τέχνη, οδήγησε στην κατάθεση έργων πολιτισμού, έργων δηλαδή που αποτυπώνουν την ωραιότητα της θεϊκής δημιουργίας. Η δημιουργία του Εικονοσκευοφυλακίου της Μονής, του Συνεδριακού Κέντρου και της Πινακοθήκης, υπήρξαν προσπάθειες ανάδειξης της σύνδεσης του Ορθόδοξου Μοναχισμού με τα γράμματα και τις τέχνες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι όταν η τέχνη κινδύνευσε από τους εικονομάχους, θεματοφύλακές της στάθηκαν οι μοναχοί. Αισθάνομαι την ανάγκη να κάμω εδώ ιδιαίτερη μνεία στο Κέντρο Εικονολογίας της Μονής, του οποίου η ίδρυση αποβλέπει στην ανάδειξη της θεολογίας, της ανθρωπολογίας, της κοινωνιολογίας και της οικολογίας της εικόνας και εν γένει της ζωγραφικής τέχνης. Επιτρέψτε μου, χάριν της ιστορίας να αναφέρω κάποιους που μου συμπαραστάθηκαν στο έργο μου. Αυτοί είναι ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β´ και ο Μητροπολίτης Πάφου Γεώργιος. Επίσης, το Ίδρυμα «Α. Γ. Λεβέντης» και οι δύο Διευθυντές του, Καθηγητής Βάσος Καραγιώργης και Καθηγητής Χαράλαμπος Μπακιρτζής, μαζί με τον Καθηγητή Σταύρο Φωτίου, υπήρξαν οι πολύτιμοί μου συνεργάτες.
Ακόμη, επειδή η σχέση Θεού και ανθρώπου εκφράζεται μέσα στη φύση, έργο και αυτό της  θείας αγαθότητας, ο σεβασμός και η ανάδειξη του περιβάλλοντος χώρου της Μονής υπήρξε μια άλλη προτεραιότητά μου. Η αναπαλαίωση και η ανακαίνιση του κτηρίου της Μονής, που στην επιτυχία αυτή συνέβαλε και η αγαστή συνεργασία μου με τον τότε Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων κ. Αθανάσιο Παπαγεωργίου.  Η δεντροφύτευση, γύρω από τη Μονή, όπως και η δημιουργία του δρυοδάσους, οφείλονται στη λειτουργική σχέση, που ο άνθρωπος οφείλει να έχει με τη φύση, σύμφωνα με την ορθόδοξη θεολογία. Η Μονή σήμερα είναι έτοιμη να δεχθεί ομάδα μοναχών, που θα ζήσουν σε συνθήκες πολύ κοντά στον Θεό και σε ένα παραδεισένιο τοπίο.
Προσεύχομαι  στον Πανάγαθο Θεό και στη Χρυσορροϊάτισσα Μητέρα Του,  να με αξιώσουν να δω, πριν απέλθω του φθαρτού επιγείου βίου μου, τη λειτουργία της τροφού Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και την απελευθέρωση της τλήμονος πατρίδα μας.
Εύχομαι, ακόμη, ολοψύχως να ανατείλει  τόσο για τον Ελληνισμό όσο και για τον κόσμο ολόκληρο μια νέα ειρηνική και δημιουργική περίοδος, στην οποία να βασιλεύσει ο οραματισμός τού Προφήτου Μιχαία:
«καὶ σπεύσουσι πρὸς αὐτὸ {τὸ ὄρος Κυρίου} λαοί,  καὶ πορεύσονται ἔθνη πολλὰ καὶ ἐροῦσι·... δεῦτε, ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ, καὶ δείξουσιν ἡμῖν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ, καὶ πορευσόμεθα ἐν ταῖς τρίβοις αὐτοῦ· ὅτι ἐκ Σιὼν ἐξελεύσεται νόμος καὶ λόγος Κυρίου ἐξ Ἱερουσαλήμ.  καὶ κρινεῖ ἀνὰ μέσον λαῶν πολλῶν καὶ ἐξελέγξει ἔθνη ἰσχυρὰ ἕως εἰς μακράν, καὶ κατακόψουσι τὰς ρομφαίας αὐτῶν εἰς ἄροτρα καὶ τὰ δόρατα αὐτῶν εἰς δρέπανα, καὶ οὐκέτι μὴ ἀντάρῃ ἔθνος ἐπ᾿ ἔθνος ρομφαίαν, καὶ οὐκέτι μὴ μάθωσι πολεμεῖν. καὶ ἀναπαύσεται ἕκαστος ὑποκάτω ἀμπέλου αὐτοῦ καὶ ἕκαστος ὑποκάτω συκῆς αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἐκφοβῶν, διότι τὸ στόμα Κυρίου παντοκράτορος ἐλάλησε ταῦτα. ὅτι πάντες οἱ λαοὶ πορεύσονται ἕκαστος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ, ἡμεῖς δὲ πορευσόμεθα ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν εἰς τὸν αἰῶνα καὶ ἐπέκεινα» (Μιχαίας, 4, 2-6).


Δεν υπάρχουν σχόλια: