«Ιδού
γαρ ήλθε δια του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω»
(Σταυρός – Τάφος
– Άδης)
Του Παναγιώτου Μαρτίνη
Δρ. Θ.
«Χαρμολύπη» και
«Χαροποιόν πένθος» μας δημιουργεί η λατρεία της Εκκλησίας μας, αφού
Σταυρός και Ανάσταση συμπλέκονται στις Ακολουθίες του Τριωδίου και
του Πεντηκοσταρίου.
Η Μ. Παρασκευή, ημέρα
πένθους και λύπης, αφού «τα άγια και σωτήρια και Φρικτά Πάθη του Κυρίου…επιτελούμεν…»
και η Κυριακή του Πάσχα, ημέρα Φωτός και χαράς, αφού «αυτήν την ζωηφόρον
Ανάστασιν εορτάζομεν…» έχουν χαρακτήρα Σταυρο-Αναστάσιμο.
Το χαρακτήρα των αγίων
αυτών ημερών θα τον βρούμε στα τροπάρια και γενικότερα στην υμνολογία,
την αγιογραφία και στο τελετουργικό της Εκκλησίας. Στους Αίνους της
Κυριακής του Πάσχα ψάλλουμε: «Υμνούμεν σου Χριστέ, το σωτήριον πάθος
και δοξάζομέν σου την ανάστασιν». Επίσης, και στα Αντίφωνα της Μ. Πέμπτης
και της Μ. Παρασκευής ψάλλεται: «Προσκυνουμέν σου τα πάθη, Χριστέ,
δείξον ημίν και την ένδοξόν σου ανάστασιν».
Στο Συναξάρι του Μ.
Σαββάτου, της κατ΄ εξοχήν σταυρο-αναστάσιμης ημέρας, διαβάζουμε
χαρακτηριστικά: «τω αγίω και μεγάλω σαββάτω την θεόσωμον ταφήν
του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και την εις άδου
κάθοδον εορτάζομεν, δι ων της φθοράς το ημέτερον γένος ανακληθέν
προς αιωνίαν ζωήν μεταβέβηκεν».
Με το θάνατο και
την ταφή του Κυρίου μας προσφέρεται η αληθινή και αιώνια ζωή, γι΄ αυτό
χαιρόμαστε. «Ιδού γαρ ήλθε δια του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω…», και
«ο Σταυρός Σου, Κύριε, ζωή και ανάστασις υπάρχει τω λαώ Σου».
Τον σταυρο-αναστάσιμο
χαρακτήρα των αγίων ημερών που διανύουμε μας τον ζωντανεύουν τρία
λειτουργικά – λατρευτικά γεγονότα: Ο υπέροχος, θεολογικός Κανόνας
του Μεγάλου Σαββάτου, το τελετουργικό στοιχείο των ημερών και η βυζαντινή
εικόνα της Αναστάσεως του Κυρίου.
Και τα τρία αυτά λατρευτικά
στοιχεία ενώνουν Σταυρό – Τάφο και Ανάσταση στο γεγονός της «εις
άδου καθόδου του Κυρίου».
Ο Χριστός, αφού γεννήθηκε,
δίδαξε, θαυματούργησε και σταυρώθηκε για την σωτηρία των ανθρώπων,
κατέβηκε και στον Άδη. «Ο εν υψίστοις οικών κατήλθε μέχρις Άδου
ταμείων». Η κάθοδος του Χριστού στον Άδη, που έγινε για να σώσει
τον Αδάμ από τον θάνατο, δείχνει μέχρι που έφθασε η ανέκφραστη συγκατάθεση
του Θεού, "η άκρα ταπείνωσις" και "κένωσίς"
Του.
Ο Απόστολος Πέτρος
στο πρώτο κήρυγμά του την ημέρα της Πεντηκοστής αναφέρεται στο υπερφυσικό
αυτό γεγονός της Αναστάσεως: «Ο Θεός ανέστησε (τον Χριστόν) λύσας
τας ωθίνας του θανάτου, καθότι ουκ ην δυνατόν κρατείσθαι αυτόν (τον
Χριστόν) υπ΄ αυτού (του θανάτου)» (Πραξ. 2, 24).
Η νίκη του Χριστού κατά
του θανάτου και του Άδη, η λύτρωση του Αδάμ και των ψυχών που κρατούσε
ο Άδης είναι το θέμα των Ιερών Ακολουθιών του Μ. Σαββάτου και της Κυριακής
του Πάσχα. Και τούτο γιατί με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη πραγματοποιήθηκε
και η ανάσταση των ψυχών: «… ο Άδης ηχμαλώτισται, ο άδης ανακέκληται,
η κατάρα νενέκρωται, η Εύα ηλευθέρωται, ο θάνατος τεθανάτωται
και ημείς εζωοποιήθημεν».
Αυτό, λοιπόν, το γεγονός,
η εις «Άδου κάθοδος του Κυρίου», γεγονός κατ΄ εξοχήν σωτηριολογικό,
είναι το θέμα του σταυρο-αναστάσιμου Κανόνα του Μ. Σαββάτου, που αρχίζει
με το «Κύματι θαλάσσης…» και ψάλλεται στην Ακολουθία του Όρθρου
του Μ. Σαββάτου, το βράδυ της Μ. Παρασκευής, λίγο πριν από την περιφορά
του Επιταφίου, καθώς και το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου λίγο πριν από
την Ακολουθία της Αναστάσεως.
Αυτός ο Κανόνας είναι
ένα θαυμάσιο ποιητικό κείμενο, πλούσιο σε θεολογία και ζωή, που
περνάει μέσα από τη ζωντανή παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η
μοναχή Κασσία ή Κασσιανή φέρεται ως ποιήτρια των τεσσάρων πρώτων ωδών,
ενώ τις υπόλοιπες συνέταξε ο Επίσκοπος Μαϊουμά Κοσμάς, από τις
μεγαλύτερες υμνολογικές - ποιητικές
μορφές της Εκκλησίας.
Όλος ο ι. Κανόνας φέρει
την ακροστιχίδα: «Και σήμερον δε Σάββατον μέλπω μέγα». Η ακροστιχίδα
φανερώνει την εσωτερική νοηματική συνοχή του Κανόνα. Είναι η δοξολογική
ανύμνηση (μέλπω) του Μ. Σαββάτου, δηλ. η ζωοποίηση ολόκληρου του Αδαμιαίου
γένους (της ανθρωπότητας) που περνά μέσα από το σταυρικό θάνατο και
την Ανάσταση του Κυρίου. Στον Κανόνα ζωντανεύουν όλα τα γεγονότα
της Π. Διαθήκης, που παραπέμπουν στο πρόσωπο του Χριστού, όπου βρίσκουν
την ολοκλήρωσή τους. Στην πρώτη ωδή έχουμε το επεισόδιο με τη διάβαση
της Ερυθράς θάλασσας, όπου ο Θεός θαυματουργικά ελευθερώνει τους
Ισραηλίτας από την σκλαβιά των Αιγυπτίων. Όμως «υπό γην έκρυψαν
των σεσωσμένων οι παίδες» (δηλ. οι απόγονοι), αφού σταύρωσαν και
ενταφίασαν Αυτόν που τους έσωσεν, δηλ. τον Χριστό.
Στην 4η ωδή έχουμε την προφητεία του Αββακούμ σχετικά με την κάθοδο
του Χριστού στον Άδη για να «επισυνάξει πάντα τα έθνη και εισδέξεται
προς αυτόν πάντας τους λαούς» (κεφ. Β,5).
Ο προφήτης δοκιμάζει
μεγάλη έκπληξη και έκσταση (απορία) γι΄ αυτή την κάθοδο του Θεού,
που «διέκοψεν εν εκστάσει κεφαλάς δαιμόνων» (κεφ. Β΄14).
Ο παντοδύναμος Θεός
ομιλεί, επικοινωνεί με όλους τους
ανθρώπους, που βρίσκονται στον Άδη, δηλ. τους προσφέρει την κοινωνία
της αγάπης του, κι έτσι καταργεί τη μοναξιά και την απομόνωση που επικρατούσε στον Άδη. Παρόμοια όραση
είδε και ο προφήτης Ησαϊας (ωδή 5η).
Είδε την θεοφάνεια του Χριστού στα χρόνια του, που έγινε όμως άνθρωπος
στα χρόνια της Κ. Διαθήκης και φανερώθηκε ως «φως ανέσπερον».
Γι΄ αυτό «εκ νυκτός ορθρίσας» εκραύγαζεν: «αναστήσονται οι
νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις και πάντες οι εν τη γη αγαλλιάσονται».
Η κατάλυση του Άδη
πραγματοποιείται με τον εκούσιο θάνατο
του Χριστού, όπου ο Σωτήρας «κατήλθε μέχρις Άδου ταμείων»,
για να γεμίσει τα πάντα με τη δόξα Του. Όλο αυτό το εξαίσιο περιεχόμενο
το εκφράζει θαυμάσια το 3ο τροπάριο της α΄ ωδής:
«Ίνα σου της δόξης τα πάντα πληρώσης, καταπεφοίτηκας εν κατωτάτοις
της γης, από σου γαρ ουκ εκρύβη η υπόστασίς μου η εν Αδάμ, και ταφείς
φθαρέντα με καινό ποιείς Φιλάνθρωπε».
Η καινοποίηση του φθαρέντος
από την αμαρτία ανθρώπου γίνεται με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη.
Ο Άδης δέχτηκε «βροτόν τεθεωμένον», τον Ενανθρωπήσαντα Λόγο.
Πολύ χαρακτηριστικά λέει ο ι. Χρυσόστομος για τον Άδη: «Έλαβε
σώμα και Θεώ περιέτυχεν. Έλαβε γην και συνήντησεν ουρανόν, έλαβεν
όπερ έβλεπε και πέπτωκεν όθεν ουκ έβλεπεν». Δηλ. δέχτηκε έναν άνθρωπον
«κατάστικτον τοις μώλωψι», αλλά δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως είναι
«ο πανθενουργός Θεός». Γι΄ αυτό και ο θάνατος πικραίνεται και συντρίβεται,
«μεταστοιχειώνεται σε άφθαρτη ζωή» και γεμίζει με «την κοινήν ζωοποίησιν»,
που πηγάζει από την πηγή της Αναστάσεως του Κυρίου (ωδή στ΄).
«Ο Άδης, Λόγε, συναντήσας σοι επικράνθη, βροτόν ορών τεθεωμένον
, κατάστικτον τοις μ΄ ωλωψι πανσθενουργόν, τω φρικτώ της μορφής δε
διαπεφώνηκεν».
Ωραιότατες είναι οι
εκφράσεις και το περιεχόμενο από τον Κατηχητικό Λόγο του αγ. Ιω. Του
Χρυσοστόμου, που ακούγεται τη νύκτα της Αναστάσεως: «εσκύλευσε
τον Άδην ο κατελθών εις τον Άδην. Επίκρανεν αυτόν γευσάμενον της σαρκός
αυτού. Και τούτο προλαβών Ησαϊας εβόησεν. Ο Άδης, φυσίν, επικράνθη
συναντήσας σοι κάτω. Επικράνθη και γαρ κατηργήθη. Επικράνθη και
γαρ καθηρέθη. Επικράνθη και γαρ εδεσμεύθη… Πού σου θάνατε, το κέντρον;
Πού σου Άδη το νίκος; Ανέστη Χριστός και συ καταβέβλησαι…». Με τις
παραπάνω σκέψεις, που εκφράζουν την πραγματική πίστη της Εκκλησίας,
καταλαβαίνουμε πως ο θάνατος του Χριστού θανάτωσε το θάνατο, που είναι,
κατά τον Απόστολο Παύλο «τα οψώνια της αμαρτίας». Ο θάνατος του Κυρίου
πραγματοποιείται στην αχώριστη υπόστασή Του (πρόσωπο), στην οποία
είναι ενωμένες «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως και αχωρίστως» η
θεία με την ανθρώπινη φύση. «Μία υπήρχεν η εν τω άδη αχώριστος
και εν τάφω και εν τη Εδέμ θεότης Χριστού συν Πατρί και Πνεύματι,
εις σωτηρίαν ημών των μελωδούντων, Λυτρωτά, ο Θεός ευλογητός ει».
(ωδή ζ΄).
Με το θάνατο του Κυρίου
έπαθε «η της σαρκός χοϊκή ουσία, αλλ΄ η θεότης απαθής διέμεινε».
Έτσι, η απαθής, άφθαρτη και αιώνια ζωή του Θεού «μετεστοιχείωσε
τον φθαρτόν προς αφθαρσίαν και αφθάρτου ζωής έδειξε πηγήν εξαναστάσεως».
Είναι θαυμάσιες και ανυπέρβλητες οι εκφράσεις του Κανόνα πάνω στο ύψιστο
αυτό θέμα. «Δια θανάτου το θνητόν, δια ταφής το φθαρτόν μεταβάλλεις,
αφθαρτίζεις γαρ θεοπρεπέστατα, αποθανατίζων το πρόσλημα, η γαρ
σάρξ σου διαφθοράν ουκ είδε, Δέσποτα, ουδέ η ψυχή σου εις Άδου ξενοπρεπώς
εγκαταλέλειπται». (ωδή ε΄).
Με το θάνατο και την ταφήν
του Κυρίου έχουμε και το σωστό και αληθινό νόημα του «σαββατισμού».
Δηλ. το μυστήριο του Μ. Σαββάτου, όπου ο Θεός με το θάνατό του ανακτά
τα σύμπαντα, όπως τα είχε δημιουργήσει, αλλά με την αμαρτία του ο άνθρωπος
τα οδήγησε στη φθορά και στο θάνατο.
Με αυτό τον τρόπο έχουμε
και τον πραγματικό αγιασμό του Σαββάτου, που με το Νόμο της Π. Διαθήκης
δόθηκε ως ημέρα αργίας και καταπαύσεως από των έργων. Διαβάζουμε
στην 4η ωδή
του Κανόνα: «Εβδόμην σήμερον ηγίασας, ην ευλόγησας πριν, καταπαύσει
των έργων, παράγεις γαρ τα σύμπαντα και καινοποιείς, σαββατίζων, Σωτήρ
μου και ανακτώμενος».
Το μυστήριο της νεκρώσεως
του Χριστού συγκλονίζει «τα υπερκόσμια και τα υποχθόνια». Με
το θάνατό Του ο Κύριος, «ανηρέθη, αλλ΄ ου διηρέθη, ης μετέσχε
σαρκός… ούτω μία ην υποόστασις της Θεότητος εκ της σαρκός σου, εν αμφοτέροις
γαρ εις υπάρχεις Υιός, Λόγος του Θεού, Θεός και άνθρωπος». (ωδή
στ΄).
Η θεανθρώπινη φύση
του Χριστού, δηλ. το μυστήριο της Σαρκώσεως, όπου «ο πλαστουργός χοϊκός
χρηματίζει» είναι η νεοποίηση των γηγενών. Ο Κύριος είναι ο «τεθεόμενος
βροτός, που γίνεται ο «πρωτότοκος των νεκρών», γιατί με τη ζωαρχική
του παλάμη «τα του θανάτου κλείθρα διεσπάραξε και εκήρυξε τοις
απ΄ αιώνος εκεί καθεύδουσι λύτρωσιν αψευδή…». (ωδή στ΄). Ο
«τεθεωμένος βροτός» κατεβαίνει στον Άδη «κατάστικτος τοις μώλωψι» ως άνθρωπος, αλλά «πανσθενουργός
Θεός». Είναι μια καταπληκτική πραγματικότητα, που η δύναμη του Θεού
δεν ταυτίζεται με τη δύναμη που έχει στο νου του ο άνθρωπος, αλλά με
την αγάπη και την ταπείνωση, που Τον οδηγεί στην έσχατη εγκατάλειψη
και θυσία του εαυτού Του. Η ένωση του αμαρτήσαντος ανθρώπου με τον
Θεό και επομένως η κατά χάρη θέωση και υπερύψωσή του δεν μπορούσε
να γίνει παρά στο πρόσωπο του Κυρίου, που άπλωσε «τας παλάμας και
ήνωσε τα το πριν διεστώτα».
Ο Σταυρός του Κυρίου
είναι η ένωση ουρανού και γης, «ίνα
προς ύψος αναβίβαση το ανθρώπινον». Η κάθοδος του Χριστού στον Άδη
είναι «το θαύμα το καινόν», «το θαύμα της αγαθότητος και αφράστου
ανοχής» του Θεού. Γιατί «ο εν υψίστοις οικών υπό γην σφραγίζεται
και πλάνος Θεός συκοφαντείται». Εξίσταται ο ουρανός από φρίκη
και σαλεύονται «τα θεμέλια της γης», γιατί «εν νεκροίς λογίζεται…
και τάφω σμικρώ ξενοδοχείται». Ο Θεός, η των όλων ζωή, κάνει κατοικία
Του τον τάφο, που όμως αναδεικνύεται «ζωής θυσαυρός» κι έτσι
κεντρίζεται θανατηφόρα ο Άδης «δαπανώμενος θείω πυρί», ώστε
τελικά να γίνει με το θαύμα της Αναστάσεως «η πηγή της εγέρσεως» ολόκληρου
του ανθρωπίνου γένους. Γι΄ αυτό και η κάθοδος του Χριστού στον Άδη ταυτίζεται
με το γεγονός της Αναστάσεως και μάλιστα μέχρι σημείου, που η βυζαντινή
εικόνα της Αναστάσεως να έχει επιγραφή:
«Η εις Άδου Κάθοδος».
Πιστή λοιπόν στα δόγματα
της Εκκλησίας, στη διδασκαλία της, στη λατρεία της, γιατί η Εκκλησία
διτυπώνει και με ύμνους τα δόγματά της, την εμπειρία της και την παράδοσή
της, η βυζαντινή αγιογραφία απεικονίζει την Ανάσταση με την «εις
Άδου κάθοδον του Κυρίου». Γιατί ο Άδης «βασιλεύει, αλλ΄ ουκ αιωνίζει, του γένους των βροτών, συ γαρ
τεθείς εν τάφω κραταιέ, ζωαρχική παλάμη, τα του θανάτου κλείθρα διεσπάραξας,
και εκήρυξας τοις απ΄ αιώνος εκεί καθεύδουσι, λύτρωσιν αψευδή, Σώτερ,
γεγονώς νεκρών πρωτότοκος (ωδή ς΄).
Σύμφωνα με τις υποδείξεις
του ιερομόναχου και αγιογράφου Διονυσίου, του εκ Φουρνά των Αγράφων,
η κάθοδος στον Άδη εξιστορείται με τα παρακάτω λόγια: «Όρη και βουνά
και υπ΄ αυτών σπήλαιον σκοτεινόνκαι άγγελοι αστράπτοντες δένουσι με
αλύσεις Βεελτζεβούλ τον άρχοντα του σκότους, και τους μετ΄ αυτόν δαίμονας
καταξεσχίζουν, τύπτουν και διώκουν και ανθρώπους γυμνούς δεμένους με
αλύσεις βλέποντες άνω, και κλειδονίαι πολλαί καταθλιμμέναι και αι
πύλαι του Άδου εριμμέναι συν τοις μοχλοίς και ο Χριστός επ΄ αυταίς πατών
κρατεί του Αδάμ με την δεξιάν του και την Εύαν με την αριστεράν, ο δε
Πρόδρομος εκ δεξιών του Χριστού δεικνύει αυτόν, και ο Δαβίδ πλησίον
αυτού ως και άλλοι βασιλείς με στέμματα και στέφανα, αριστερά δε οι
προφήται Ιωάννης, Ησαϊας, Ιερεμίας και ο δίκαιος Άβελ… φως δε μέγα
κύκλω αυτών και αγγέλων πλήθος». Μ΄ αυτά τα λόγια ο αγιογράφος Διονύσιος
περιγράφει τα έγκατα του Άδη, όπου συντελείται η σωτηρία του Αδάμ
και η καταστροφή του θανάτου. «Ο Άδης παρουσιάζεται ως μαύρη άβυσσος,
σαν σπήλαιο σκοτεινό. Στο κέντρο στέκεται ο Χριστός με όλη του τη δόξα.
Το πρόσωπό του αυστηρό αλλά φιλάνθρωπο με φωτεινά και «απαστράπτονται»
ενδύματα. Ολόκληρος ο Χριστός περιβάλλεται με φωτεινό κύκλο ή με
ωειδή δόξα που σχηματίζεται από ακτίνες, που συμβολίζουν τη θεότητά
του, το άκτιστο φως της χάριτος, τη φωτεινή διάσταση της παρουσίας «του
Κυρίου της Δόξης». Ο Χριστός βρίσκεται στον Άδη. Ναι, βρίσκεται
στον Άδη. Όχι όμως δεσμώτης και αιχμάλωτος, αλλά Νικητής και Σκυλευτής
του Άδη: «Σήμερον ο Άδης στένων βοά: Κατελύθη μου η εξουσία, εδεξάμην
θνητόν ώσπερ ένα των θανόντων. Τούτον δε κατέχειν όλως ουκ ισχύω, αλλά
απολώ μετά τούτου ων εβασίλευον, εγώ είχον τους νεκρούς απ΄ αιώνος,
αλλά ούτος Ιδού πάντας εγείρει…». (Στιχ. Ιδιόμ. Μ. Σαββ.).
Ο Χριστός ζωοδότης
στον Άδη! Τα άχραντα πόδια του πατούν με δύναμη πάνω στα θυρόφυλλα,
που είναι πεσμένα το ένα πάνω στο άλλο σε σχήμα σταυρού. Είναι οι πύλες
του Άδη που έσπασε ο Χριστός. Συχνά κάτω από τις πύλες απεικονίζεται
ένας γέρος αναμαλλιασμένος και γυμνός. Ο γέρος αυτός παριστάνει
τον θάνατο, τον άρχοντα του σκότους. Γύρω από τις πύλες και το δέσμιο
Σατανά είναι πεσταμένα και σκορπισμένα κλειδιά, σύρτες και μοχλοί.
Η Εκκλησία ψάλλει: "Πύλας χαλκάς συνέτριψας και μοχλούς συνθλάσας,
Χριστέ ο Θεός, το γένος των ανθρώπων πεπτωκός ανέστησας". Ο Χριστός
πότε απεικονίζεται να κρατά στο αριστερό του χέρι ένα ειλητάριο,
που συμβολίζει το κήρυγμά του, και πότε το σταυρό, σύμβολο της νίκης
κατά του θανάτου. Με το άλλο χέρι ανασταίνει τον Αδάμ, ενώ η Εύα ανασταίνεται
με τα χέρια ψηλά σε στάση προσευχής.
Έτσι παριστάνεται η
λύτρωση της ψυχής του Αδάμ και όλων των ψυχών που χρόνια περίμεναν την
έλευση του Χριστού στον Άδη και που με παράπονο και ανυπομονησία
ψιθύριζαν τα λόγια του Δαβίδ: "Ο Θεός λυτρώσεται την ψυχήν
μου εκ χειρός άδου, όταν λαμβάνη με" ( Ψαλμ. 48,16).
Και στα δύο μέρη της εικόνας
στέκονται όλοι οι δίκαιοι των αιώνων μ΄ επικεφαλής τον δίκαιο Άβελ.
Τον πρώτο δίκαιο, τον ποιμένα και τον τύπο της άδικης σφαγής του αρχιποίμενος
Χριστού. «Εκεί στο χορό των δικαίων
- σύμφωνα με την περιγραφή του αγ. Επιφανίου, Αρχ/που Κύπρου
-, βρίσκεται ο Νώε, ο τύπος Χριστού, ο κτίστης της μεγάλης Κιβωτού
της Εκκλησίας…Εκεί, βρίσκεται, επίσης, ο Αβραάμ, ο θύτης και ο προπάτορας
του Χριστού, που προσέφερε την πανανθρώπινη θυσία στο Θεό, θανατώσας
το θάνατο… Εκεί έμενε δεμένος ο Ισαάκ… για να γίνει τύπος του Χριστού,
που, πιο πρώτα στον επάνω κόσμο είχε δεθεί από τον Αβραάμ, για να προσφερθεί
ως θυσία στο Θεό».
Και συνεχίζοντας ο
άγ. Επιφάνιος, λέει: «Εκεί στον Άδη βρίσκεται ο Ιακώβ, ο Ιωσήφ, ο Μωυσής,
ο Δανιήλ και ο Ιωνάς. Εκεί βρίσκεται και ο θεοπάτορας Δαβίδ και ο Σολομώντας.
Εκεί βρίσκεται και ο ίδιος ο Ιωάννης, ο μεγαλύτερος απ΄ όλους τους
προφήτες… Έτσι, όλοι οι δίκαιοι εξιστορούνται στην εικόνα της καθόδου
του Χριστού στον Άδη… Γι΄ αυτό και όταν είδαν τον Κύριο οι δίκαιοι και
οι προφήτες, τον προϋπάντησαν, όπως ο ι. Χρυσόστομος γράφει: «Χαίροντες
και αγαλλόμενοι, υμνούντες και ευλογούντες… Ευλογημένος ο ερχόμενος
εν ονόματι Κυρίου, ωσαννά εν τοις υψίστοις».
Τελειώνοντας την
περιγραφή για την ορθόδοξη εικόνα της Αναστάσεως, λέμε πως «η εις Άδου κάθοδος του Χριστού» ήταν η έσχατη
συγκατάβαση του Κυρίου για τη σωτηρία του ανθρώπου. Σύμφωνα με το
Κοντάκιο της Σταυροπροσκυνήσεως: «Ουκέτι φλογίνη ρομφαία φυλάττει
την πύλην της Εδέμ, αυτή γαρ επήλθε παράδοξος σβέσις το ξύλον του
Σταυρού θανάτου το κέντρον και άδου το νίκος ελήλαται, επέστης δε Σωτήρ
μου βοώντας εν Άδη εισάγεσθαι πάλιν εις τον Παράδεισον».
Και όπως υπογραμμίαζει
και ο αείμνηστος δάσκαλος Φώτης Κόντογλου, η εικόνα της καθόδου του
Χριστού στον Άδη «είναι η γνήσια εικών της Αναστάσεως, ην παρέδωσαν
ημίν οι παλαιοί αγιογράφοι, σύμφωνα με την υμνωδίαν της Εκκλησίας
μας. Εκφράζει δε δια της ζωγραφικής όσα ιερά και συμβολικά νοήματα
εκφράζει ιδία το πασίγνωστον και υπό πάντων ψαλλόμενον από παίδων
έως γερόντων «Χριστός ανέστη εκ νεκρών…».
Πηγή: Εφημερίδα Εκκλησιολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου