Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ
ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ
ΤΟΥ ΙΕΡΟΨΑΛΤΟΥ
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗ
ΑΝΔΡΕΑ ΤΣΙΜΑΡΑ
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΥ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ*
Του
Πρωτοπρεσβυτέρου
Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη, Δρος Θ.
Καθηγητού του Πρότυπου Πειραματικού Γυμνασίου
Πατρών
Ι.
Η ψαλτική ως τέχνη, συνιστά εκκλησιαστική
λειτουργία οργανικά ενταγμένη στη θεία Λατρεία με σκοπό να συμβάλλει στην
πνευματική τελείωση και σωτηρία των πιστών (Πρβλ. Ψαλμωδία, 2008 : 8-9). Με αυτό τον τρόπο αντιλαμβανόταν
και κατανοούσε την ιεροψαλτική διακονία ο μακαριστός πρωτοψάλτης Ανδρέας
Τσιμάρας[1],
φίλος αγαπητός και συνεργάτης πολύτιμος, ο οποίος, «κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος», αναχώρησε πριν από έναν χρόνο περίπου
για τον Ουρανό. Ο Ανδρέας ως Ιεροψάλτης, δε διακονούσε απλώς και μόνο το ιερό
Αναλόγιο, αλλά ζούσε βαθιά και έντονα ως «μανικός
εραστής» (Πρβλ. Οσ. Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ,
30,11, PG 88, 1156 C) την αποστολή του, γι’ αυτό και υπηρέτησε
αταλάντευτα και με αφοσίωση μέχρι την κοίμησή του την ιερά μουσική της
Εκκλησίας. Επειδή μάλιστα, όπως πίστευε ακράδαντα, «ό,τι σχετίζεται με το έργο της
Εκκλησίας εν γένει, και ειδικότερα με την εν τω Ναώ δημόσια προσευχή και
λατρεία, ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα από τα συνήθη βιοτικά έργα και
επαγγέλματα», θεωρούσε πως και «το
έργο του Ιεροψάλτου δεν είναι επάγγελμα, είναι έργο ιερό», είναι
λειτούργημα της Εκκλησίας με σκοπό τη σωτηρία τόσο του ίδιου ως διακόνου του ιερού
Αναλογίου, όσο και των πιστών που μετέχουν στη θεία Λατρεία (Διακονία, 2009 : 11 και Ψαλμωδία, 2008 : 8). Τούτο μάλιστα τον
οδηγούσε πάντοτε ν’ ακολουθεί επακριβώς την προτροπή του ιερού Χρυσοστόμου : «Μάθε ψάλλειν και όψει του πράγματος την
ηδονήν, οι ψάλλοντες γαρ Πνεύματος Αγίου πληρούνται, ώσπερ οι άδοντες τας
σατανικάς ωδάς πνεύματος ακαθάρτου» (Διακονία,
2009 : 11).
ΙΙ. Ο Ιεροψάλτης ως διάκονος και εργάτης του ιερού Αναλογίου κατέχει,
σύμφωνα με το μακαριστό Ανδρέα, «σημαντική
θέση στο Ναό», ενώ ως εκκλησιαστική διακονία η ιεροψαλτική χορεία «αποτελεί […] ιδιαίτερη τάξη από αυτούς τους
πρώτους αιώνες της Εκκλησίας», αφού ο διάκονος του ιερού Αναλογίου «θεωρείται κατώτερος κληρικός και
καθιερώνεται στο έργο του με χειροθεσία» (Διακονία, 2009 : 11). Αντικείμενο και σκοπός του έργου του είναι η
ψαλμωδία ως αέναος δόξα και δοξολογία του Τριαδικού Θεού, δια της οποίας
επιχειρείται «η προς τον Θεό ανύψωση και
δι΄αυτής της ανυψώσεως, η πνευματική ενίσχυση και πρόοδος των πιστών» (Διακονία, 2009 : 11 και Ψαλμωδία, 2008 : 8)). Ως εκ τούτου η
θέση και η διακονία του Ιεροψάλτου στη λατρεία της Εκκλησίας είναι εξόχως σημαντική,
διότι παρόλο που ο ιερεύς τελεί τα μυστήρια με κορυφαίο εκείνο της θείας
Ευχαριστίας, ο εργάτης του ιερού Αναλογίου «παρίσταται
σε όλα αυτά, ως βοηθός, και αναφέρει όλες τις υμνολογίες και συμμετέχει ενεργά»
στα τελούμενα σωτηριώδη για τη ζωή του πιστού ιερά γεγονότα της Εκκλησίας.
Είναι άρα εξαιρετική η θέση και σπουδαία η αποστολή του Ιεροψάλτου εντός του
Εκκλησιαστικού Σώματος, καθώς αποτελεί και αυτός κεντρικό πρόσωπο στο
λατρευτικό εκκλησιαστικό έργο ως «ο
συνδετικός κρίκος της λειτουργικής διαδικασίας της θρησκείας μας» (Διακονία, 2009 : 11). Ο Ιεροψάλτης,
δηλαδή, «είναι εκπρόσωπος του λαού σε όσα
ψάλλει και απαγγέλλει», γι’ αυτό και «από
την ευσυνείδητη εκπλήρωση της εκκλησιαστικής αυτής υπηρεσίας, εξαρτάται κατά
μεγάλο μέρος η κατανυκτική και ευάρεστος λατρεία προς τον Τριαδικόν Θεόν ‘εν
πνεύματι και αληθεία’ και μέσω αυτής, η διδασκαλία και ο αγιασμός των πιστών»
(Διακονία, 2009 : 11). Απαραίτητη προϋπόθεση λοιπόν για την
ευόδωση της ιεροψαλτικής διακονίας ως εκκλησιαστικού λειτουργήματος, συνιστά η
απόκτηση εκκλησιαστικού ήθους και φρονήματος από το πρόσωπο που πρόκειται να
την ασκήσει, ώστε να ερμηνεύει μουσικώς ορθά τους ύμνους, δηλαδή να λειτουργεί τη
μουσική ερμηνεία των κειμένων των ύμνων με εκκλησιαστικό τρόπο. Ο διάκονος του ιερού Αναλογίου, παρατηρούσε ορθότατα
ο μακαριστός Ανδρέας, δεν έχει ως σκοπό «να
αποκομίσει […] μόνον την εκτίμηση και τον σεβασμό των Χριστιανών, αλλά και την
ψυχική ωφέλεια και ευλογία παρά του Θεού» (Διακονία, 2009 : 11), δηλαδή ως προσευχόμενος πιστός επιδιώκει και
ο ίδιος μέσω της διακονίας του στη δοξολογία του Θεού τη δική του πνευματική
τελείωση και σωτηρία.
ΙΙΙ. Επειδή το έργο του Ιεροψάλτου είναι πολυεύθυνο και πολύμοχθο, αλλά και
ταυτόχρονα όπως πίστευε ο Ανδρέας μη αναγνωρισμένο και χωρίς υποστήριξη, με
συνέπεια η φιλότιμη άσκησή του να απαιτεί πολλές και επώδυνες προσωπικές
θυσίες, τόνιζε με έμφαση, ότι η «ψαλτική
‘χρήζει πολλάς υπομονάς’…» (Διακονία,
2009 : 12). Και αυτό, διότι το αντικείμενο και το περιεχόμενο του έργου του διακόνου
του ιερού Αναλογίου είναι ένας τεράστιος πνευματικός κόσμος, τον οποίο ονόμαζε
«Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική» (Ψαλμωδία, 2008 : 8), ενώ ο ίδιος ως προσωπικότητα και εργάτης της μακραίωνης
ψαλτικής εκκλησιαστικής τέχνης, «είναι ο
φορέας των αξιών αυτής της μουσικής» παραδόσεως, ο οποίος καλείται να
μεταλαμπαδεύσει στο κάθε ιστορικό παρόν διαχρονικές «αξίες και παραδόσεις» (Διακονία,
2009 : 12 και Ψαλμωδία, 2008 : 8). Ο
Ιεροψάλτης, κατά το μακαριστό Ανδρέα, είναι στην πραγματικότητα «αχθοφόρος του βαρύτατου εθνικού θησαυρού»,
τον οποίο με το έργο του «διασώζει και
διαδίδει ταυτόχρονα», γι’ αυτό και θεωρούσε απαραίτητο να «ενσκύψουν σε αυτόν τον εργάτη του αναλογίου,
όσοι οφείλουν να το πράξουν», καλώντας τους μάλιστα να «μην αφήσουν στην τύχη τους, τους ιεροψάλτες»
(Διακονία, 2009 : 12). Διότι, όπως
τόνιζε, άξιος εργάτης του ιερού Αναλογίου δεν είναι δυνατόν να αναδειχθεί ο
οποιοσδήποτε, αλλά μόνον εκείνος που «συγκεντρώνει
κάποια προσόντα», τα οποία είναι, πέραν της πίστεως και της υγιούς
πνευματικής ζωής, «τα φυσικά, η μόρφωση
και η παιδεία και βεβαίως το ήθος» (Διακονία,
2009 : 11).
Στα φυσικά
προσόντα του Ιεροψάλτη πίστευε πως ανήκουν η καλλιφωνία και η σωματική υγεία. Η καλλιφωνία είναι απαραίτητο προσόν για το διάκονο του
ιερού Αναλογίου, καθώς ως εργάτης του πρέπει απαραίτητα «να είναι καλλίφωνος για να ακούγεται ευχάριστα», χωρίς αυτό βέβαια να
σημαίνει πως δεν είναι απαραίτητο να έχει και την κατάλληλη μουσική και λοιπή
θεωρητική κατάρτιση, η οποία του διασφαλίζει «μουσική αντίληψη και καλαισθησία προς αυτό το δώρο που ο Θεός του
χάρισε», δηλαδή τη φωνή (Διακονία,
2009 : 11-12). Η καλλιφωνία συνεπώς
ως προσόν, συνιστά βασική προϋπόθεση για τον εργάτη του ιερού Αναλογίου, καθώς το
κάλλος της φωνής αποτελεί θείο χάρισμα και ταυτόχρονα η φωνή ως όργανο το πολυτιμότερο
και ευηχότερο εργαλείο με ο οποίο ο Θεός προίκιζει τον άνθρωπο, προκειμένου να
προσεύχεται εμμελώς και να τέρπει κατανυκτικώς τις ψυχές των πιστών. Με το συνδυασμό μάλιστα καλλιφωνίας και μουσικής
εκκλησιαστικής παιδείας, τόνιζε ο μακαριστός Ανδρέας, ο Ιεροψάλτης «θα ζωντανεύσει τους ύμνους, ώστε να γίνονται
κατανοητοί στους πιστούς και να επιδρούν περισσότερο στις ψυχές τους». Γι’
αυτό και «η έλλειψη καλής φωνής αδικεί πρωτίστως την καλή
ερμηνεία», ενώ η «μουσική αντίληψη
και καλαισθησία είναι δυνατόν να καλλιεργηθεί και να αναπτυχθεί, με συνεχείς
μελέτες και σπουδές» (Διακονία,
2009 : 12). Βασική παράμετρο μάλιστα για τη διατήρηση της καλλιφωνίας, ώστε να
μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στο έργο του ο Ιεροψάλτης, θεωρούσε την «υγεία του σώματος», εφόσον «ο κόπος της ψαλμωδίας, καταπονεί τον
οργανισμό […], κι ένας οργανισμός καχεκτικός δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί
για πολύ σε αυτές τις απαιτήσεις» (Διακονία,
2009 : 12).
IV. Μοναδική σημασία επίσης
για την επιτυχή άσκηση του ιεροψαλτικού έργου, όπως πίστευε ο Ανδρέας, κατέχει η επαρκής μουσική και άλλη ευρύτερη παιδεία του Ιεροψάλτου, γι’ αυτό και σημείωνε
χαρακτηριστικά πως «ο ιεροψάλτης πρέπει
να έχει την ανάλογη παιδεία όσο και γραμματική μόρφωση» (Διακονία, 2009 : 12). Επειδή, όπως
τονιζε, η Εκκλησιαστική Υμνολογία είναι τρίπτυχη και τρισδιάστατη, είναι
απαραίτητο και ο εργάτης του ιερού Αναλογίου να είναι κάτοχος και «των τριών αυτών επιστημών, ώστε να ερμηνεύει
δεόντως τα υψηλά κηρύγματα και να εκφράζει το κάλλος το άρρητον των πνευματικών
νοημάτων» (Ψαλμωδία, 2008 : 9). Η παιδεία αυτή δηλαδή, μπορεί να
εξασφαλίσει στο πρόσωπο που διακονεί το ιερό Αναλόγιο πρωτίστως την ορθή
κατανόηση των ύμνων και των αναγνωσμάτων. Γι’ αυτό και η έλλειψή της έχει ως
αποτέλεσμα ο μη καταρτισμένος επίδοξος Ιεροψάλτης να «κινδυνεύει να κατακρεουργήσει το νόημα των Ύμνων, αφού δεν θα μπορεί να
αποδώσει σωστά εκείνο το οποίο, εν τέλει, δεν κατανοεί». Ένας «μορφωμένος και πεπαιδευμένος ιεροψάλτης»
αντίθετα, διαθέτει τέτοιες δυνατότητες ώστε να «μπορεί να εφαρμόσει την ψαλτική παραγγελία ‘Ψάλατε συνετώς’ (Ψαλμ. 46, 8)»,
αλλά και θα μπορεί να «αποφεύγει τα
λάθη», ενώ «θα τονίζει όσα
χρειάζονται ιδιαίτερο τονισμό» και «θα
χωρίζει τις φράσεις ανάλογα με την έννοια» (Διακονία, 2009 : 12). Βυζαντινή μουσική εκκλησιαστική
παιδεία σημαίνει συνεπώς κατά τον Ανδρέα, όχι μόνο γνώση και άρτια εκτέλεση της
μουσικής των ύμνων, αλλά και άρτια γνώση του περιεχομένου τους, του λειτουργικού
τυπικού και των ιερών κανόνων, καθώς και της θεολογίας της εκκλησιαστικής Λατρείας.
Τούτο σημαίνει πρωτίστως, ότι για τον πεπαιδευμένο ιεροψάλτη, η απόδοση των
ύμνων δεν είναι επιτρεπτό να αποβαίνει σε βάρος του υμνογραφικού λόγου, αφού έτσι
η μουσική εκτέλεση θα εξελίσσεται σ’ ένα ευχάριστο κι εντυπωσιακό περίτεχνο
άκουσμα με κοσμικά χαρακτηριστικά, όμως δεν θα εκπληρώνει το διδακτικό,
ποιμαντικό και θεολογικό χαρακτήρα της θείας Λατρείας, ούτε θα πραγματώνει το
σωτηριολογικό σκοπό της ψαλμωδίας. Για το λόγο αυτό και η μουσική απόδοση των
ύμνων δεν είναι αυτοσκοπός για τον διάκονο του ιερού Αναλογίου, του οποίου η ψαλμωδία
επιδιώκει να καταστεί η μουσική επένδυση του υμνογραφικού κειμένου, αλλά και να
αποτελέσει το μέσον για τον τονισμό του αναγωγικού της χαρακτήρα, υποβοηθώντας έτσι
το σωτηριολογικό έργο της Εκκλησίας, καθώς «ανεβάζει
τους πιστούς […] από τα εγκόσμια σε ουράνιους κόσμους» (Ψαλμωδία, 2008 : 8). Και αυτό, διότι, αποδίδοντας ορθά «τα
υψηλά και κοσμοσωτήρια νοήματα» των ύμνων, ο Ιεροψάλτης καθίσταται «κατά κάποιο τρόπο […] κήρυκας του θείου
λόγου» (Τριώδιο,
2009 : 3).
V. Κυρίαρχο στοιχείο της
προσωπικότητας του Ιεροψάλτου όμως συνιστά και το εκκλησιαστικό ήθος, όπως και η κατά Χριστόν πολιτεία του. «Εάν», σημειώνει ο μακαριστός Ανδρέας, «κάθε Χριστιανός πρέπει να ζει βίον ευσεβείας και αρετής, τότε πόσο
μάλλον οφείλουν οι λειτουργοί της Εκκλησίας να ζουν αναλόγως. Μεταξύ των
λειτουργών, και οι ιεροψάλτες». Ο
διάκονος του ιερού Αναλογίου είναι απαραίτητο να έχει πάντοτε «υπ’ όψιν του το ‘ούχ ωραίος αίνος εν στόματι αμαρτωλού’ (Σοφ. Σειρ. 15, 9)», γι’
αυτό πρέπει πρωτίστως να «είναι πιστός,
ευσεβής και αφοσιωμένος στον Τριαδικό Θεό και την Εκκλησία. Τόσο μέσα στο Ναό
όσο και έξω απ’ αυτόν», ώστε «να μην
δίνει αφορμή για σκάνδαλα, να είναι σεμνός, σοβαρός και αξιοπρεπής» (Διακονία, 2009 : 12). Ο Ιεροψάλτης που
ζεί την Εκκλησιαστική Παράδοση, «προς
τους ιερείς […] δεικνύει τον οφειλόμενο σεβασμό και προς τους συναδέλφους του […]
φέρεται με ευγένεια και αγάπη», ενώ πρέπει «να εμπνέει με την στάση του εντός και εκτός του Ιερού Ναού τους πιστούς»
(Διακονία, 2009 : 12). Οφείλει δηλαδή, εξωτερικεύοντας την
εσωτερική του πνευματική εργασία, να ψάλλει με σύνεση, προσοχή και ευλάβεια,
ώστε η παρουσία του στο ιερό Αναλόγιο, ως στάση και τρόπος πολιτείας πιστού και
προσευχομένου ανθρώπου, να προκαλεί δέος και να αναγάγει τους πιστούς σε
πνευματικά ύψη με τον κατανυκτικό τρόπο της απόδοσης των ύμνων, προσέχοντας και
τις κινήσεις του να είναι σύμμετρες με την πραεία φωνή του στην απόδοση της αληθινής
έννοιας των ψαλλομένων. Είναι δηλαδή απαραίτητο, ο ιεροψάλτης να μην επιτελεί μηχανικά
το έργο του, αλλά να μετέχει ενεργά στη θεία Λατρεία. Αυτό θα του επιτρέψει να
αποδίδει και να ερμηνεύει άριστα όχι μόνο το μουσικό κείμενο καθεαυτό, που
είναι απαραίτητο, αλλά και να μεταδίδει εμμελώς το θεολογικό λόγο που επενδύεται
από τους μουσικούς φθόγγους, ώστε να μεταφερθεί ευηχότερα και να γίνει
ευληπτότερος για να εισέλθει βαθύτερα στις ψυχές των πιστών. Έτσι, η Βυζαντινή
Εκκλησιαστική Μουσική θα εκπληρώσει τον αληθινό της σκοπό που δεν είναι άλλος από
το να αποτελέσει το ηχητικό ένδυμα του υμνογραφικού λόγου (Πρβλ. Ψαλμωδία, 2008 : 8), τον οποίο η μουσική κοσμεί
και προσφέρει ευχάριστα και κατανυκτικά στους πιστούς, επιδιώκοντας να εκφράσει
πρωτίστως «το ύψος, το βάθος, το μήκος
και το πλάτος των θεολογικών και σωτηρίων νοημάτων της Εκκλησιαστικής
Υμνολογίας» (Ψαλμωδία, 2008 : 8).
Γι’ αυτό και, όπως τόνιζε ο μακαριστός
Ανδρέας, «ο Ιεροψάλτης θα πρέπει να
φροντίζει πρωτίστως τη φωνή του. Να κατανοήσει ότι η φωνή του είναι
καθιερωμένη στην υπηρεσία του Θεού. Να μην χρησιμοποιεί την φωνή του σε
άλλα άσματα πιο κοσμικά, ούτε να εκτρέπεται σε διαφόρων ειδών διασκεδάσεις που
διαφθείρουν τον χαρακτήρα, καταστάσεις οι οποίες καταρρίπτουν την υπόληψή του,
ενώ συντελούν στον πρόωρο μαρασμό του σώματος. Έχοντας λοιπόν αυτά τα προσόντα
ο ιεροψάλτης, θα μπορέσει να διακονήσει ‘ως καλός στρατιώτης’ την Εκκλησία»
(Διακονία, 2009 : 12), επιτελώντας ορθά το έργο του και
εκπληρώνοντας επάξια το σκοπό της αποστολής του.
* Πρώτη δημοσίευση
στην εφημερίδα «Ο Εκκλησιολόγος» 418/04-
07-2015, σ. 16.
[1] Οι σχετικές απόψεις του μακαριστού Ανδρέα Ι.
Τσιμάρα έχουν αποτυπωθεί στα άρθρα του : Ι) «Η Ψαλμωδία της Ορθοδόξου
Λατρείας», Αποστολικός Λόγος 2/2 (2008),
σ. 8-9 [Ψαλμωδία, 2008 : 8-9]. ΙΙ) «Το Κατανυκτικό Τριώδιο. ‘Πορεία
Μετανοίας’», Αποστολικός Λόγος 3/6
(2009), σ. 3 [Τριώδιο, 2009 : 3] και ΙΙΙ) «Η Ιεροψαλτική Διακονία και τα
προσόντα του Ιεροψάλτου», Αποστολικός Λόγος
3/7 (2009), σ. 11-12 [Διακονία, 2009 : 11-12].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου