Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Κυ­ρια­κή της Τυ­ρι­νής - Παναγιώτης Μαρτίνης

Κυ­ρια­κή της Τυ­ρι­νής
(Ματ­θ. στ΄, 14-21)

Του Παναγιώτου Σ. Μαρ­τί­νη, Δρ. Θ.

Η Κυ­ρια­κή της Τυ­ρι­νής ή της Τυ­ρο­φά­γου, ό­πως α­πο­κα­λεί­ται, εί­ναι η τε­λευ­ταί­α της πρώ­της πε­ριό­δου  του κα­τα­νυ­κτι­κού Τριω­δί­ου. Προ­η­γή­θη­καν οι Κυ­ρια­κές με τις Ευαγ­γε­λι­κές πε­ρι­κο­πές του Τε­λώ­νου και του Φα­ρι­σαί­ου (Λουκ. ι­η΄, 10-14), του Α­σώ­του (Λουκ.ιε΄, 11-32) και της Κρί­σε­ως - Α­πό­κρε­ω (Ματ­θ. κε΄, 31-46). Η πε­ρί­ο­δος αυ­τή, που κλεί­νει  με την Ευαγ­γε­λι­κή πε­ρι­κο­πή, που α­να­φέ­ρε­ται  στη Νη­στεί­α (Ματ­θ. στ΄, 14-21), μας προ­ε­τοι­μά­ζει  για την εί­σο­δο στη δεύ­τε­ρη πε­ρί­ο­δο του Τριω­δί­ου σ΄ αυ­τή της Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στής. Μας ο­πλί­ζει με τις βα­σι­κές α­ρε­τές του πνευ­μα­τι­κού μας α­γώ­να, ό­πως εί­ναι η προ­σευ­χή, η με­τά­νοια, η έ­μπρα­κτη α­γά­πη και η νη­στεί­α. Σύμ­φω­να με τον Συ­να­ξα­ρι­στή, σή­με­ρα Κυ­ρια­κή της Τυ­ρο­φά­γου: “Την α­νά­μνη­σιν της του Α­δάμ ε­ξο­ρί­ας α­πό του πα­ρα­δεί­σου της τρυφής, μη φυ­λά­ξα­ντες (την νη­στεί­αν), ην λα­βό­ντες οι πρω­τό­πλα­στοι, ως πρώ­τη ε­ντο­λή του Θε­ού”.
“Ε­ξε­βλή­θη Α­δάμ του Πα­ρα­δεί­σου δια της βρώ­σε­ως, διο και κα­θε­ζό­με­νος α­πέ­να­ντι τού­του ω­δύ­ρε­το ...οί­μοι, τί πέ­πον­θα ο τά­λας ε­γώ! μί­αν ε­ντο­λήν πα­ρέβην, του Δε­σπό­του, και των α­γα­θών πα­ντοί­ων ε­στέ­ρη­μαι...”. (Δο­ξα­στι­κό Α­πο­στί­χων).

Οι Πα­τέ­ρες την αρ­χή της νη­στεί­ας την βλέ­πουν στην ε­ντο­λή του Θε­ού: “Και ε­νε­τεί­λα­το Κύ­ριος ο Θε­ός τω Α­δάμ λέ­γων: α­πό πα­ντός ξύ­λου του εν τω πα­ρα­δεί­σω βρώ­σει φα­γή, α­πό δε του ξύ­λου του γι­νώ­σκειν κα­λόν και πο­νη­ρόν, ου φά­γε­σθε απ΄ αυ­τού...”. (Γεν. Β΄, 16-17). Α­πό τό­τε αρ­χί­ζει και ο θε­σμός της νη­στεί­ας, ο ο­ποί­ος ε­φαρ­μό­ζε­ται τό­σο στην Π. Δια­θή­κη, ό­σο και στην Και­νή. Α­πό τα πολ­λά χω­ρία της Π. Δια­θή­κης, που α­να­φέ­ρο­νται στην τή­ρη­ση της νη­στεί­ας α­πό τους Ισ­ρα­η­λί­τες, θα στα­θού­με σ΄ αυ­τό που βρί­σκε­ται στο βι­βλί­ο των Βα­σι­λεί­ων Β΄(Κεφ. Α΄. στίχ. 12). Ό­ταν ο Δαυ­ίδ πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε το θά­να­το του Σα­ούλ και του Ιω­νά­θαν “...ε­κρά­τη­σε Δαυ­ίδ των ι­μα­τί­ων αυ­τού και διέρ­ρη­ξεν αυ­τά, και πά­ντες ο­ι άν­δρες οι μετ΄ αυ­τού... και έ­κο­ψα­ντο και έ­κλαυ­σαν και ε­νή­στευ­σαν έ­ως δεί­λης...”.
Στην Κ. Δια­θή­κη πρώ­τη μορ­φή που α­να­φέ­ρε­ται ως μέ­γας νη­στευ­τής εί­ναι αυ­τή του Ιω­άν­νου του Προ­δρό­μου, ο ο­ποί­ος “..ην εν­δε­δυ­μέ­νος τρί­χας κα­μή­λου και ζώ­νην δερ­μά­τι­νην... και εσθίων α­κρί­δας και μέ­λι ά­γριον” (Μάρ­κ.α, 6). Αλ­λά και ο Κύ­ριος προ­τού αρ­χί­σει το έρ­γο Του, α­μέ­σως με­τά τη βά­πτι­σή Του α­πό τον Ιω­άν­νη “...α­νή­χθη εις την έ­ρη­μον... και νη­στεύ­σας  η­μέ­ρας τεσ­σα­ρά­κο­ντα και τεσ­σα­ρά­κο­ντα νύ­κτας ύ­στε­ρον ε­πεί­να­σεν...” (Ματ­θ. δ,1-2).
Οι Ιου­δαί­οι ε­νή­στευαν  δύ­ο φο­ρές την ε­βδο­μά­δα, Τρί­τη και Πέ­μπτη. Ο Φα­ρι­σαί­ος στη γνω­στή πα­ρα­βο­λή του Κυ­ρί­ου καυ­χά­ται, ό­ταν προ­σευ­χό­με­νος προ­βάλ­λει ό­τι τη­ρεί και το θε­σμό της νη­στεί­ας λέ­γο­ντας: “νη­στεύ­ω δις του Σαβ­βά­του”, δηλ. “νη­στεύ­ω δύ­ο φο­ρές την ε­βδο­μά­δα”. Σε α­ντι­δια­στο­λή προς την Ιου­δα­ϊ­κή νη­στεί­α η Εκ­κλη­σί­α κα­θό­ρι­σε ως ε­βδο­μα­διαί­α νη­στεί­α την Τε­τάρ­τη (προ­δο­σί­α) και την Πα­ρα­σκευ­ή (σταύ­ρω­ση Κυ­ρί­ου). Η νη­στεί­α της Τε­τάρ­της και της Πα­ρα­σκευ­ής θε­ω­ρεί­ται ως η πλέ­ον αρ­χαί­α νη­στεί­α, η ο­ποί­α μα­ζί με τη νη­στεί­α της Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στής έ­χουν θε­σπι­στεί α­πό Οι­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο. Με βά­ση αυ­τές τις δύ­ο νη­στεί­ες κα­θο­ρί­στη­καν και οι λοι­πές νη­στεί­ες (Κοι­μή­σε­ως της Θε­ο­τό­κου, Αγ. Α­πο­στό­λων κ.ά.).
Έ­τσι η νη­στεί­α α­πο­τε­λεί θε­σμό της Εκ­κλη­σί­ας, ως μέ­σο που βο­η­θά­ει τους χρι­στια­νούς στον πνευ­μα­τι­κό α­γώ­να. Ο Κύ­ριος για την κα­τα­πο­λέ­μη­ση του δια­βό­λου, ο ο­ποί­ος “ως λέ­ων ω­ρυό­με­νος” θέ­λει την α­πο­μά­κρυν­ση  του αν­θρώ­που α­πό τον Θε­ό, συ­μπλη­ρώ­νει στη γνω­στή θε­ρα­πεί­α του “σε­λη­νια­ζόμενου” νέ­ου: “Τού­το το γέ­νος εν ου­δε­νί δύ­να­ται ε­ξελ­θείν ει μη εν προ­σευ­χή και νη­στεί­α” (Μαρ­κ. θ΄, 29). Αλ­λά και οι Α­πό­στο­λοι τη­ρούν τον θε­σμό της νη­στεί­ας. Ό­ταν ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος μα­ζί με τον Βαρ­νά­βα βρέ­θη­καν στις πό­λεις Λύ­στρα, Ι­κό­νιο και Α­ντιο­χεί­α, ε­κεί “χει­ρο­το­νή­σα­ντες αυ­τοίς κατ΄ εκ­κλη­σί­αν πρε­σβυ­τέρους, προ­σευ­ξά­με­νοι με­τά νη­στειών πα­ρέ­θε­το αυ­τούς τω Κυ­ρί­ω” (Πραξ. ιδ΄, 23).
Αλ­λά και στην ε­πί του Ό­ρους ο­μι­λί­α Του ο Κύ­ριος θα α­να­φερ­θεί και στο θε­σμό της νη­στεί­ας. Μά­λι­στα θα το­νί­σει ό­τι η προ­σευ­χή, η ε­λε­η­μο­σύ­νη και η νη­στεί­α ­πρέπει να γίνονται: “εν τω κρυ­πτώ”. Σχε­τι­κά με τη νη­στεί­α α­να­φέ­ρει: “Ό­ταν δε νη­στεύ­ε­τε, μη γί­νε­σθε ως οι υ­πο­κρι­ταί σκυ­θρω­ποί ...συ δε νη­στεύ­ων... μη φα­νής τοις αν­θρώ­ποις νη­στεύ­ων, αλ­λά τω πα­τρί σου εν τω κρυ­φώ...” (Ματ­θ. στ΄, 16-18).
Αλ­λά και ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος γρά­φει στους Ρω­μαί­ους: “...ως εν η­μέ­ρα ευ­σχη­μό­νως πε­ρι­πα­τή­σω­μεν, μη κώ­μοις και μέ­θαις... ος μεν πι­στεύ­ει φα­γείν πά­ντα, ο δε α­σθε­νών ε­σθί­ει. Ο ε­σθί­ων τον μη ε­σθί­ο­ντα μη ε­ξου­θε­νεί­τω, ο δε μη ε­σθί­ων τον ε­σθί­ο­ντα μη κρι­νεί­τω”. (18΄, 13 - ιδ΄ 2-3).
Βέ­βαια η νη­στεί­α εί­ναι έ­να μέ­σον που ο­δη­γεί τον πι­στό στην ε­κτέ­λε­ση των ε­ντο­λών και α­πό­κτη­ση των α­ρε­τών, ό­πως εί­ναι η α­γά­πη, η ε­λε­η­μο­σύ­νη, η προ­σευ­χή και η με­τά­νοια. Εί­ναι έ­νας τρό­πος ά­σκη­σης. Ο αγ. Ι­σα­άκ ο Σύ­ρος γρά­φει: “Ε­άν θέ­λεις, ί­να γέ­νη­ται η καρ­δί­α σου τό­πος μυ­στη­ρί­ου... πρώ­τον μεν πλού­τι­σον εν έρ­γοις...νη­στεί­α, α­γρυ­πνί­α ...κα­θαι­ρέ­σει λο­γι­σμών”.
Κα­τά δεν τον 51ο Κα­νό­να των Αγ. Α­πο­στό­λων: “ει τις ε­πί­σκο­πος ή πρε­σβύ­τε­ρος....γά­μου και κρε­ών και οί­νου, ου δια ά­σκη­σιν, αλ­λά δια βδε­λυ­ρί­αν (πε­ρι­φρό­νη­σιν) α­πέ­χε­ται, ε­πι­λα­θό­με­νος ό­τι πά­ντα κα­λά λί­αν ...ε­ποί­η­σεν ο Θε­ός... κα­θαι­ρέ­σθω ...Ο­σαύ­τως και λα­ϊ­κός αφοριζόσθω”.
O μα­κα­ρι­στός π. Γε­ώρ­γιος Κα­ψά­νης, π. ηγού­με­νος της Ιε­ράς Μο­νής Γρη­γο­ρί­ου Αγ. Ό­ρους, ση­μειώ­νει: “...πό­τε και τι θα νη­στεύ­σω­μεν (το) ρυθ­μί­ζει η Εκ­κλη­σί­α... Ο χρι­στια­νός ε­νερ­γεί εκ­κλη­σια­στι­κώς, συ­νο­δι­κώς, κα­θο­λι­κώς με­τά των εν Χρι­στώ α­δελ­φών του. Η τή­ρη­σις ι­δί­ων κα­νό­νων... εις την νη­στεί­αν ση­μαί­νει ε­πά­ρα­τον έ­παρ­σιν και κα­τα­δι­κά­ζε­ται αυ­στη­ρό­τα­τα”.
Ο Μ. Βα­σί­λειος σε ο­μι­λί­α του πε­ρί νη­στεί­ας δί­νει το πραγ­μα­τι­κό της νό­η­μα. Ση­μειώ­νει: “Να μη νο­μί­ζης, ό­τι η νη­στεί­α εί­ναι α­πλώς α­πο­χή α­πό τρο­φάς, διό­τι νη­στεί­α α­λη­θι­νή εί­ναι η α­πο­μά­κρυν­σις α­πό κά­θε κα­κόν... Διό­τι τί το ό­φε­λος να μη τρώ­γης κρέ­ας, αλ­λά να κα­τα­τρώ­γης τον α­δελ­φόν σου, και να μη πί­νης οί­νον, αλ­λά να μη παύ­ης τα ύ­βρεις; Α­λη­θής νη­στεί­α εί­ναι η α­πο­φυ­γή α­πό το κα­κόν, η ε­γκρά­τεια της γλώσ­σης, η α­πο­φυ­γή α­πό τον θυ­μόν, η α­πο­μά­κρυν­σις α­πό την συ­κο­φα­ντί­αν, το ψεύ­δος και την ε­πιορ­κί­αν. Η α­πο­μά­κρυν­σις α­πό αυ­τά εί­ναι νη­στεί­α α­λη­θής...”.
Α­πό την Κα­θα­ρά Δευ­τέ­ρα μπαί­νου­με στη δεύ­τε­ρη πε­ρί­ο­δο του Τριω­δί­ου, στη Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στή, που, με­τα­ξύ των άλ­λων, ψάλ­λει η Εκ­κλη­σί­α: “Προ­κα­θά­ρω­μεν ε­αυ­τούς, α­δελ­φοί, τη βα­σι­λί­δι των α­ρε­τών, ι­δού γαρ πα­ρα­γέ­γο­νε πλού­τον η­μίν α­γα­θών κο­μί­ζου­σα... διο μετ΄ ευ­φρα­σύ­νης ταύ­την υ­πο­δε­ξώ­με­θα...”. (Δοξ. Κυ­ρια­κής Α­πό­κρε­ω).
Και η πε­ρί­ο­δος αυ­τή κλεί­νει την Πα­ρα­σκευ­ή προ του Λα­ζά­ρου, που και πά­λι η Εκ­κλη­σί­α μας πλη­ρο­φο­ρεί με το Στι­χη­ρόν: Την ψυ­χω­φε­λή, πλη­ρώ­σα­ντες Τεσ­σα­ρα­κο­στήν, και την α­γί­αν ε­βδο­μά­δα του Πά­θους σου, αι­τού­μεν κα­τι­δείν φι­λάν­θρω­πε...”.
Η α­νά­στα­ση του Λα­ζά­ρου και η Κυ­ρια­κή των Βα­ϊ­ων που α­κο­λου­θούν μας προ­ϊ­δε­ά­ζουν για τη νί­κη του Χρι­στού στο θά­να­το, α­φού, σύμ­φω­να με το Α­πο­λυ­τί­κιο των δύ­ο ε­ορ­τών: “Την κοι­νήν α­νά­στα­σιν προ του σου πά­θους πι­στού­με­νος, εκ νε­κρών ή­γει­ρας τον Λά­ζα­ρον Χρι­στέ ο Θε­ός...”.
Έ­τσι, με ό­λα αυ­τά τα πνευ­μα­τι­κά ό­πλα, με­τα­ξύ αυ­τών και η νη­στεί­α, ας υπο­δε­χτού­με με κα­τά­νυ­ξη το θεί­ος Πά­θος, που πε­ριέ­χει “Χαρ­μο­λύ­πη” και “Χα­ρο­ποιόν πέν­θος” α­φού συγ­χρό­νως προ­α­ναγ­γέλ­λει και την Α­νά­στα­ση του Κυ­ρί­ου.  

Πηγή: "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ΄'

Δεν υπάρχουν σχόλια: