ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΟ
ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ
Ἀρχιμανδρίτη
Εὐδοκίμου Καρακουλάκη
Ὅποιος
γνώρισε τὸ θεοφρούρητον Φανάριον καὶ τὸν περιάκουστον πατριαρχικὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου
Γεωργίου, ὅπου τελεῖται μυστικὴ ἀγρυπνία ἐδῶ καὶ αἰῶνες, δὲν μπορεῖ νὰ μὴ
συναντήσει τὸν σοφὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο.
Κάποτε
θέλησα νὰ τὸν γνωρίσω ἀπὸ κοντά, νὰ τὸν αἰσθανθῶ πιὸ ἀνθρώπινα, πιὸ εἰλικρινά,
νὰ ἀφουγκραστῶ καὶ νὰ διασκεδάσω τὶς ἀμφιβολίες μου γιὰ τὴν ἀγαπητικὴ αὐτὴ μορφὴ
ποὺ μὲ σαγήνευσε πρὶν ἀπὸ δέκα περίπου χρόνια.
Ἔτσι
ἀρχίζει ἕνα ὁδοιπορικό πρὸς τὸν πατριαρχικὸ οἶκο. Ἐγὼ πορεύομαι ἐνῶ προηγεῖται ἕνας
ἀπὸ τοὺς διακόνους του. Περνοῦμε μέσα ἀπὸ τὸ πρόθυρο, κατόπιν στρίβουμε δεξιὰ
πρὸς τὸ γραφεῖο του, ὅπου πλῆθος βιβλίων καὶ ἐγγράφων ἐπάνω σὲ πύργους «ἀκαθαίρετους»
σὲ ὑποδέχονται.
Βλέπω
τὸν διάκονο νὰ προχωρεῖ καὶ νὰ ἀναγγέλλει τὸν ἐπισκέπτη….
Καλοῦμαι
νὰ προχωρήσω ἐντὸς καὶ βρίσκομαι ἐμπρὸς σὲ μιὰ ὁλόφωτη λαμπάδα: ὁ Πατριάρχης
Βαρθολομαῖος! Μορφὴ βιβλικὴ τῆς Ἁγίας Γῆς, μορφὴ δωρικὴ ποὺ σκεπάζεται ἀπὸ τὸ
μαῦρο ράσο τῆς αὐταπάρνησης, τῆς πατερικῆς ταπείνωσης καὶ τῆς βίωσης τοῦ
πένθους τοῦ Γένους, καὶ ἀπὸ γενειάδα ποὺ καλύπτει τὸ ἱλαρό του πρόσωπο.
Ἀλλὰ
δὲν προφθαίνεις νὰ τὸν ἀτενίσεις νὰ τὸν κυττάξεις, νὰ καταλάβεις τὶ συμβαίνει.
Πρὶν προλάβεις νὰ ἀσπαστεῖς τὴ δεξιά του σὲ ἔχει περιπτυχθεῖ στὴν κοινωνία τῆς περιχώρησης
μεταξὺ ὑπαρκτοῦ καὶ τῆς ἀνυπαρξίας του καὶ σιωπηλὸς σὲ κρατᾶ γιὰ λίγες στιγμὲς
κοντά του. Ζητᾶ καὶ ἀναζητᾶ πάντοτε τὴ σιωπή. Ὕστερα σοῦ δίνει τὸ χέρι, κι ἐνῶ
τὸ ἀσπάζεσε, σοῦ ἀνταποδίδει τὸν ἀσπασμό εἰρήνης καὶ ἀγάπης καὶ σὲ καλεῖ σὲ μιὰ
συνάντηση μεταξὺ εἰκόνος καὶ μορφῆς.
Τὸν
παρατηρῶ καὶ εἶναι πάντα σὰν νὰ εἶναι ἡ πρώτη φορά: στὴν πλήρη του ὡριμότητα.
Σὲ
γνώρισα χωρὶς νὰ σὲ γνωρίζω, σὲ κοιτοῦσα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ ἀφουγκραστῶ τὴ
σκέψη σου καὶ τὴ θέλησή σου.
Μήπως
ἔκανα λάθος;
Ἔψαχνα
πράγματι γι’ αὐτὸν ποὺ ἀναζητοῦσε ἡ σκέψη μου, ὅταν τὸν γνώρισα σὲ μιὰ ἡλιόλουστη
ἡμέρα τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων.
Προσπαθοῦσα
νὰ δῶ τὸ κάλλος τοῦ προσώπου σου, ἀλλὰ ἀτύχησα, ὅταν τὸ φῶς του φώτιζε τὴν
καρδιά μου μέσα στὴν ἀμφισβήτηση μεταξὺ ἀληθινοῦ καὶ πραγματικοῦ.
Ποῦ
εἶσαι τὸ κάλλος τῆς μορφῆς;
Ἤσουν
πράγματι ὡραῖος! Μεγαλοπρεπής, ἀλλὰ ὄχι συντριπτικός.
Μάτια καθαρά, κρυστάλλινα, ἁπλά, τρυφερά, γαλήνια. Μάτια παιδικὰ καὶ ἀμόλυντα, ἀνόθευτα
ἀπὸ κοσμικὲς πονηρίες, καὶ βλέμμα εἰρηνικὸ καὶ ἁγνό. Τὰ μάτια εἶναι ἡ δύναμικὴ ἔκφρασή
του τῆς ὑπεροχῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς συντριβῆς. Μὲ τὶς ἐπιφυλάξεις σου ὁδεύεις πρὸς αὐτόν.
Δέχεσαι τὸ κῦμα τῶν περιπτύξεων καὶ τῶν φραστικῶν ἐπιδαψιλεύσεων καὶ ἀναρωτιέσε
ἂν δὲν ὑπάρχει σ’ αὐτὲς δόση ὑπερβολῆς. Κυττάζεις ὅμως τὰ μάτια του καὶ τὸν πιστεύεις
ἀληθινά ἤ προσπαθεῖς νὰ βρεῖς τὴ διάσταση τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἁγιότητας; Ὁρκίζεσαι
στὴν εἰλικρίνειά του. Ἡ σφραγίδα τῆς ἀνωτερότητας καὶ τῆς ἠθικῆς ὑπεροχῆς ἀποτυπωμένη
στὸ πλατύ του μέτωπο.
Γνωρίζει
ἄραγε τὴ δυναμικὴ τῶν ματιῶν του καὶ τὰ προσηλώνει ἐπάνω στὸν ἐπισκέπτη του, ἢ
τὰ προσηλώνει μὲ τόση ἐπιμονὴ γιὰ νὰ διεισδύσει σὲ αὐτὸ τὸ εἶναι τοῦ συνομιλητῆ;
Εἶναι μιὰ θεϊκὴ δύναμη ποὺ ξεπερνᾶ τὸν ὑπαρκτὸ κόσμο τῆς φαντασίας καὶ γίνεται
μιὰ ὑπαρκτὴ πανδαισία. Ἡ πρόθεσή του εἶναι πάντοτε νὰ σοῦ ἀποκαλύπτεται σὲ κάθε
συνάντηση.
Σὲ
κάθε περίπτωση, τὶ ψάχνει στὴν ψυχὴ τοῦ συνομιλητῆ του νὰ βρεῖ; Εἶναι ἄραγε ἀνοιχτή,
εἶναι κλειστή; Ἢ εἶναι παράθυρο ποὺ ἀναστενάζει στὴν ὕπαρξη τῆς ζωῆς; θὰ ἀναρωτηθεῖ.
Καί -ἀλλοίμονο- ἐδῶ στὴν Πόλη τῶν θρύλων, συχνὰ τοῦ συμβαίνει νὰ προσκρούει σὲ
σκοτεινὲς ψυχές, ποὺ δὲν σὲ ἀφήνουν νὰ δεῖς τὴν ἀγάπη τοῦ ἄλλου καὶ τὴ
συναλληλία τῆς ἐπιβίωσης.
Καὶ
φθάνουμε τὴν στιγμὴ ὅταν τὸ λευκὸ παραδοσιακὸ γλυκὸ προσφέρεται στὸν δίσκο, ἐνῶ
ὁ Πατριάρχης σοῦ μιλᾶ γιὰ τὰ δρώμενα τῆς ἐποχῆς.
Ἡ
συνομιλία μας κυκλώνεται ἀπὸ σφαιρικὲς ἀπόψεις καὶ ἰδέες. Συχνὸς ταξιδευτὴς τοῦ
κόσμου, καλλιεργημένος, μὲ πλατειὲς ἀντιλήψεις, καλόγηρος, ἀλλὰ καὶ ἄνθρωπος τῆς
τρίτης Χιλιετίας, ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος σοῦ μιλάει γιὰ τὴ μεγάλη ἀγάπη του,
τὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης, σοῦ μιλάει γιὰ τέχνη, γιὰ πνευματικὴ κίνηση, γιὰ
ποικίλες ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς.
Μιλάει
ἡ καρδιά του ὅταν ἡ μουσικὴ χτυπᾶ τὶς νότες ποὺ οἱ βυζαντινοὶ ὑμνωδοὶ καὶ
πρωτοψάλτες τοῦ γαληνεύουν τὴν ψυχὴ καὶ ὁ ἴδιος μελίρρυτος ψάλλει καὶ ἀνταποδίδει
τῷ Κυρίῳ τὴν ἔκφραση τῆς κρυφῆς τοῦ ἀγάπης. Κοντά του «μαθαίνεις τὰ χρώματα τῶν
λουλουδιῶν, τὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων, τὸν μαγικὸ κόσμο τῆς θάλασσας, τὴν ἱερότητα
ποὔχει μιὰ χοῦφτα χῶμα», ὅπως θἄλεγε ἡ θαυμαστὴ ποιήτρια καὶ μουσικὸς Μαργαρίτα
Δαλμάτη (ψευδώνυμο τῆς Μαρίας Νίκης Ζωρογιαννίδη, 1921-2009).
Θὰ
χρειασθεῖ ἀκόμη χρόνος γιὰ νὰ ξεφύγει ἡ συνομιλία μας ἀπὸ τὶς γενικότητες καὶ νὰ
πάρει τὸν ὁριστικὸ προσανατολισμό της. Δὲν εἶναι τὰ κοινῶς ἐνδιαφέροντα νέα ποὺἐπιζητῶ
νὰ τοῦ ἐκμαιεύσω. Τὸν ἄνθρωπο θέλω νὰ γνωρίσω!
Τὸν
ἄνθρωπο ποὺ ἀνέλαβε τὸ βαρὺ φορτίο καὶ τὸ τραχύ ἔργο νὰ ὁδηγήσει τὸ σκάφος τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας σὲ νέους ὁρίζοντες. Νησιώτης καθὼς εἶναι, κατέχει καλὰ τὴ ρότα του.
Καὶ τὶ νησιώτης; θὰ ἀναρωτηθεῖ κάποιος. Στεγνὸς ἀλλὰ γλυκύς, πολλάκις ἀντίπαλος
ἀλλὰ ἀγαπητικός, καὶ ὅμως εἶναι αὐτὸς ὁ Βαρθολομαῖος! Καὶ ποῦ βαδίζει; Τὶ ἀγναντεύει
στὸν ὁρίζοντα τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς ἀγάπης; Θὰ πετύχει;
Πολλὰ
τά ἐμπόδια καὶ οἱ δυσκολίες: μικρότητες, προκαταλήψεις, κακίες, μοχθηρότητες, φθόνοι,
συμφέροντα… καὶ τόσα ἄλλα.
Δὲν
τοῦ διαφεύγει ἡ πραγματικότητα. Πιστεύει ὅμως στὴ νίκη του, ποὺ δὲν θὰ εἶναι ἡ
προσωπική του νίκη, ἀλλὰ ἡ νίκη μιᾶς ἰδεολογίας καὶ ἑνὸς ὁράματος γιὰ ἕνα καλλίτερο
αὔριο. Καὶ ἡ μόνη ἀγωνία του εἶναι ἡ ὑλοποίηση αὐτοῦ τοῦ προγράμματος, τὸ ὁποῖο
ἐπεξεργάζεται καθημερινῶς μετὰ σπουδῆς καὶ καρτερίας. Δὲν τὸ ἐπιβάλλει, τὸ συζητεῖ,
τὸ θέτει ὑπὸ κρίσιν καὶ ἐπίκρισιν.
Ὅλη
τὴ μέρα καταθέτει καὶ ἀποδέχεται. Καὶ τὸ βράδυ, ὅταν ἐξαντληθοῦν οἱ ἀκροάσεις
καὶ οἱ συνεργασίες, ἀναζητεῖ τὴ μόνωση κάτω ἀπὸ τὸν μυστικὸ θόλο τοῦ κελλιοῦ του,
ὅπου παραδίδεται στοὺς θεϊκοὺς ἐρωτικοὺς ρεμβασμούς του καὶ ἐλέγχει τὶς πράξεις
του. Φαίνεται αὐστηρὸς ἀσκητὴς στὴν ἐκκλησιαστική του ζωή, ἐνάρετος στὴ στενὴ καὶ
εὐρεῖα ἔννοια τῆς λέξης, ἀλλὰ μὲ κατανόηση καὶ ἔκφραση ἀγάπης γιὰ τὶς ἀδυναμίες
τῶν ἄλλων.
Ἐκπρόσωπος
πιστὸς πάντοτε τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἀγάπης, τὴ σημαία τῆς ἀγάπης ξεδιπλώνει καὶ
καλεῖ κάτω ἀπὸ τὶς πτυχές της τοὺς πάντες. Τὸν βλέπουμε νὰ πλησιάζει ἀνθρώπους
τοῦ λαοῦ, νὰ τοὺς ἀπευθύνει λόγο, νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴ ζωή τους καὶ νὰ
συμμερίζεται τὰ καθημερινὰ προβλήματα τῆς ζωῆς τους… Δὲν μένει ἀδιάφορος, πονᾶ καὶ
ὁ πόνος του γίνεται τὸ καθημερινὸ ἀντίδωρο τῆς πατριαρχικῆς βιοπάλης του. Ὑπάρχουν
πολλοὶ πονεμένοι, θὰ πεῖ ὁ ἴδιος. Ἄνθρωποι ποὺ δὲν γνώρισαν τὸ χάδι, τὴ θαλπωρὴ
καὶ τὴ στοργή. Καὶ τὰ ἀναζητοῦν. Καὶ πλησιάζει τοὺς ἁπλοὺς καὶ ἀσήμαντους γιὰ νὰ
τοὺς ζεστάνει τὴν ψυχή.
Μιὰ
τέτοια γλῶσσα (ἀγάπης) θὰ θελήσει νὰ τὴν καταλάβει τὸ κάθε λογῆς κατεστημένο; Ἢ
θὰ τῆς ἀντιτάξει τὴν κλειστὴ ψυχή του; Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἡ πεπατημένη, ἡ ρουτίνα,
οἱ στενοὶ ὁρίζοντες, ἡ κουζίνα τῆς μικροπολιτικῆς. Ἀπὸ τὸ ἄλλο ἡ φιλοσοφικὴ διάθεση,
ἡ ποιητικὴ πνοή, ἡ πνευματικότητα, οἱ νέες κατευθύνσεις, καὶ οἱ δημοκρατικοὶ ἄνεμοι.
Πιθανὸν νὰ ὑπάρξουν συγκρούσεις. Στὴν περίπτωση ὅμως αὐτὴ ἡ ἀντίδραση, ὡς
συνήθως, θὰ ἔχει τὴ νίκη της.
Ἀλλὰ
ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος γεμᾶτος αἰσιοδοξία καὶ φῶς, βαδίζει μὲ πίστη τὸν
δρόμο ποὺ χάραξαν οἱ πρὸ αὐτοῦ μεγάλοι Πατριάρχες. Ὅσα ἔχει νὰ πεῖ γιὰ τὴν Ὁμογένεια
τὰ εἶπε καὶ μὲ ἐξαιρετικὴ μάλιστα εὐφράδεια. Καὶ δίνει ἀδίστακτα τὸ σύνθημα τῆς
προσέγγισης. Ἀνοικτὸ καὶ στοὺς Πολιτικοὺς εἶναι τὸ γραφεῖο του. Ἐνδιαφέρεται γιὰ
τὴν ἀνάπτυξη τῆς χώρας καὶ τὴν εὐρωπαϊκή της προοπτική.
Πέρα
ἀπὸ τὴν εἰλικρινῆ του προσπάθεια γιὰ τὴ λήθη ἑνὸς θλιβεροῦ παρελθόντος καὶ τὴ
θεμελίωση πάνω σὲ νέες βάσεις τῶν σχέσεων αὐτῶν, ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἐπιθυμεῖ
νὰ συνδέσει τὴν Πατριαρχία του μὲ τὴν ἀνανέωση τοῦ κλήρου, μὲ τὴν ὀργάνωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν
κοινοτήτων, μὲ τὴν τόνωση τοῦ κοινωνικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὑποβοήθηση
τοῦ ἔργου γιὰ τὴ διάδοση τῆς Παιδείας, μὲ τὴν ἀναδειξη τῆς Ἐκκλησίας σὲ ζωντανὸ
ὀργανισμὸ καὶ ποὺ θὰ ἀσκήσει πράγματι πνευματικὴ καὶ ὄχι χειριστικὴ ἡγεσία στὸ
ποίμνιό της.
Λαμπρὲς
οἱ προθέσεις του. Δὲν εἶναι ὅμως ἐκεῖνες ποὺ πραγματοποιοῦνται χωρὶς ἀνθρώπινες
ἀδυναμίες καὶ λάθη. Μόνο ἐκεῖνος ποὺ δὲν κάνει τίποτα δὲν πλανᾶται καὶ σὲ
τίποτα. Μόνο οἱ χωρὶς πνοή, οἱ μικροὶ καὶ οἱ μέτριοι, μὲ τὸν διαβήτη καὶ τὸν χάρακα
καθὼς βαδίζουν, ἀποφεύγουν τὰ λάθη, «μὴ τῇ δυνάμει τοῦ σκοποῦ προσέχειν, ἀλλὰ ταῖς
λέξεσι» (Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, DN, IV, § XI, 708B). Δὲν ἀνήκει σ’ αὐτοὺς ὁ Πατριάρχης
τοῦ Γένους. Τὶ σημασία ἔχουν ὅμως τὰ λάθη, ὅταν ὀρθὴ εἶναι ἡ βασικὴ γραμμή, ἁγνὴ
ἡ προαίρεση καὶ ἀμόλευτα τὰ χέρια;
Κανεὶς
δὲν ἀρνήθηκε ὡς τώρα στὸν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο τὴν ὀρθότητα τῆς κύριας γραμμῆς
του ἢ τὴν καθαρότητα τῆς σκέ ψης του.
Παναγιώτατε,
Τελειώνω τὸ τραγούδι μου
μ’ αἰθέρια λόγια
μὰ γι’ αὐτὸ κι ἁπαλὰ
στὸ ἄκουσμα
τὴν Ὀμορφιὰ διακόνησες
τὶ πιὸ μεγάλο θὰ μποροῦσα
ποὺ μ’ ἀξίωσαν (οἱ Μοῦσες)
τὴ δική τους δύναμη δίνοντας
νὰ λέω: ἀλήθεια
σὲ μελλούμενους καιροὺς
κάποιος θὰ βρίσκεται
νὰ σὲ θυμᾶτ’ ἐσένα!
θὰ ἔλεγε ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης.
Εἴησαν πολλὰ τὰ ἔτη Σας Παναγιώτατε!
Πηγή: Πνευματική Διακονία τεύχος 12ο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου