Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΚΔΗΜΙΑΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ - ΣΤΑΥΡΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ

 

ΚΑΙ ΕΤΕΛΕΥΤΗΣΕ ΜΩΥΣΗΣ Ο ΟΙΚΕΤΗΣ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΕΚΛΑΥΣΑΝ ΑΥΤΟΝ ΟΙ ΥΙΟΙ ΙΣΡΑΗΛ» (ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜ. ΛΔ΄, 78)

ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΚΔΗΜΙΑΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, 
ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ
ΣΤΑΥΡΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
ΓΡΑΜΜΑΤΕΩΣ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΙΤΙΟΥ

Ο Γέροντας Αθανάσιος, Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου, απεβίωσε σε ηλικία 95 ετών, μετά από ολιγοήμερη νοσηλεία στο Αρεταίειο Νοσοκομείο στη Λευκωσία, τη Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021 στις 10:00 το βράδυ. Το σεπτό σκήνωμα του Γέροντα μεταφέρθηκε το ίδιο βράδυ στο Μοναστήρι, όπου τελέστηκε αγρυπνία. Η εξόδιος ακολουθία εψάλη την Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021 στις 3:00 το απόγευμα, σύμφωνα με το μοναχικό τυπικό, στο Καθολικό της Μονής, προϊσταμένων των μητροπολιτῶν Κιτίου, κ. Νεκταρίου, Κυρηνείας, κ. Χρυσοστόμου, Μόρφου, κ. Νεοφύτου, Ταμασού, κ. Ησαΐα, Τριμυθούντος, κ. Βαρνάβα, Βόστρων, κ. Τιμοθέου και των επισκόπων Καρπασίας, κ. Χριστοφόρου και Λήδρας, κ. Επιφανίου. Παρέστησαν, επίσης, οι καθηγούμενοι των ιερών Μονών Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου, Αρχιμανδρίτης Συμεών, Μέσα Ποταμού, Αρχιμανδρίτης Παΐσιος και Συμβούλου Χριστού, Αρχιμανδρίτης Νείλος. Στην ακολουθία συμμετείχαν πλήθος κληρικών και λαϊκών.

Στον επικήδειο λόγο του ο μητροπολίτης Κιτίου, κ. Νεκτάριος, ανέφερε τα εξής:

Η σημερινή επίσκεψή μας στην Ιερά Μονή Σταυροβουνίου δεν είναι όπως τις προηγούμενες. Σήμερα, δεν ήρθαμε με την ευκαιρία εορτής ή πανήγυρεως. Χρέος ιερό, αλλά, και συνάμα θλιβερό οδήγησε τα βήματά μας σ’ αυτό τον αγιασμένο τόπο. Ήρθαμε, για να προπέμψουμε στην αιωνιότητα τον, για σχεδόν σαράντα χρόνια, ευλαβέστατο και σεβάσμιο Ηγούμενο της Μονής αυτής, Γέροντα Αθανάσιο. Και ενώ η ψυχή του αοιδίμου γέροντος «περιχορεύει εν ουρανίοις θαλάμοις», εμείς, άλλοι αισθητώς και άλλοι νοερώς, στεκόμαστε αυτή την ώρα κύκλω του τιμίου αυτού λειψάνου, για να ασπαστούμε για τελευταία φορά την τιμία δεξιά του, η οποία μας ευλόγησε όλους πολλές φορές. «Καὶ ἐτελεύτησε Μωυσῆς ὁ οἰκέτης Κυρίου καὶ ἔκλαυσαν αὐτὸν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ» (Δευτερονομ. ΛΔ΄, 78).

Πενθεί σήμερα η αδελφότητα της Μονής για τον αποχωρισμό από τον πνευματικό της πατέρα, μακαριστό Ηγούμενο Αθανάσιο. Πενθεί η Ιερά Μητρόπολή μας για την απώλεια ενός τέτοιου μεγάλου πνευματικού αναστήματος. Πενθεί η Κύπρος ολόκληρη, κληρικοί, μοναχοί, μοναχές και απλοί άνθρωποι του λαού, όλοι όσοι τον γνώρισαν και εναπέθεσαν τις αμαρτίες τους στο πετραχήλι του λαμβάνοντας άφεση αμαρτιών και ψυχική ανάπαυση ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο ελεήθηκαν από τον φιλόθεο και φιλάνθρωπο γέροντα. Γνωρίζαμε καλά ότι και ο αείμνηστος πατήρ, ως άνθρωπος, κάποτε θα εγκατέλειπε τον πρόσκαιρο αυτό κόσμο, αφού, σύμφωνα με το αποστολικό «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν» (Εβρ.9, 27). Ανθρωπίνως θλιβόμαστε για τον αποχωρισμό και τη στέρηση της φυσικής του παρουσίας. Παρηγορούμαστε, όμως, από την προτροπή του Αποστόλου Παύλου προς τους Θεσσαλονικείς, «Ἀδελφοί, οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα. Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ» (Θεσσαλ. 4, 13-14). Και ο αοίδιμος γέροντας εν Χριστώ Ιησού έζησε και εν Χριστώ Ιησού εκοιμήθη. Ευρισκόμενος, πλέον, ο γέροντας πλησίον του Θεού θα δέεται με μεγαλύτερη παρρησία υπέρ των απορφανισθέντων αυτού τέκνων.

Δύσκολο να γραφτεί επικήδειος για τον μακαριστό Ηγούμενο Αθανάσιο. Αισθανόμαστε ότι απορεί η γλώσσα να μιλήσουμε για τον γέροντα. Όσα και να πούμε, δεν μπορούμε να περιγράψουμε το μέγεθος της πνευματικότητας και το ύψος της ταπεινοφροσύνης του. Εξωτερικά η ζωή του γέροντα ήταν απλή, χωρίς ίχνος εκκοσμίκευσης ή διάθεση προβολής. Ο γέροντας συνεχίζοντας την παράδοση των Σταυροβουνιωτών γερόντων του, έκρυβε επιμελώς την αρετή του εφαρμόζοντας το γραφικό λόγιο «Κύριον δὲ τὸν Θεὸν ἁγιάσατε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν» (Α΄ Πέτρ. γ΄,4). Όσο και να ήθελε να κρύψει την αρετή του, ήταν δύσκολο, αφού σύμφωνα με τον αψευδή λόγο του Κυρίου μας «Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη» (Ματθ. ε΄, 14).

Ο μακαριστός Ηγούμενος Αθανάσιος γεννήθηκε στο χωριό Άσσια στη Μεσαορία. Ήταν ομοχώριος του Αγίου Σπυρίδωνος του Θαυματουργού, τον οποίο υπερβαλλόντως ευλαβείτο και τιμούσε. Οι γονείς του, γεωργοί, άνθρωποι απλοί και φιλόθεοι. Ετελειώθησαν και οι δύο δια του μοναχικού σχήματος. Προτού ακόμα ενηλικιωθεί ο έφηβος Ανδρέας (αυτό ήταν το όνομα που έλαβε στη βάπτισή του), άναψε μέσα στην αγαθή ψυχή του ο πόθος του μοναχισμού. Ο Θεός οδήγησε τα βήματά του στο ευλογημένο Κοινόβιο του Σταυροβουνίου. Ήρθε στο μοναστήρι με εφόδιο την απλότητα και τη λαϊκή πίστη του, που κληρονόμησε από τους γονείς του και την εκκλησιαστική παράδοση του χωριού του. Σαν δέντρο ρίζωσε ο γέροντας Αθανάσιος στο μοναστήρι της μετανοίας του κάτω από τη σκιά του «εὐσκιόφυλλου δένδρου» του «μακαρίου Ξύλου» του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Από τα ενενήντα πέντε χρόνια που έζησε επί της γης ο γέροντας τα ογδόντα τα πέρασε στο μοναστήρι. Έγινε μέλος μιας αδελφότητας με αγωνιστές, ασκητές πατέρες, κληρονόμος και συνεχιστής του αρχαίου ασκητικού μοναχισμού, δωρικού, με απλότητα, όπως τον συναντούμε στο γεροντικό. Είναι μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον στο οποίο ο γέροντας έζησε και αγωνίστηκε και εξυφάνθη η θεοΰφαντος χλαίνα των ιερών αρετών του. Πράος, σεμνός και ξένος από κάθε μορφή άκαιρου ζηλωτισμού εκτιμήθηκε από τους παλαιότερους πατέρες της Μονής, οι οποίοι τον προέκριναν ως κατάλληλο για το ύψιστο χάρισμα της ιεροσύνης. Μέχρι το τέλος του βίου του διατήρησε αμείωτη την αγάπη και τον σεβασμό για τους μακαριστούς γέροντές του, των οποίων τους πνευματικούς λόγους πάντοτε διατηρούσε εν τη καρδία αυτού.

Μετά, δε, την κοίμηση του μακαριστού γέροντος Γερμανού, το 1982, και την εκλογή του ιερομονάχου Αθανασίου στη θέση του Ηγουμένου, ο λύχνος «ἐτέθη ἐπὶ τὴν λυχνίαν». Ένας ακόμα κρίκος προστέθηκε στην πολύτιμη αλυσίδα των προκατόχων του. Ο γέροντας Αθανάσιος από την κορυφή του Σταυροβουνίου  αποτέλεσε πνευματικό φάρο, που φώτιζε την Κύπρο ολόκληρη. Ο Θεός τον ευλόγησε επί της ηγουμενίας του να δει το μοναστήρι του να επανδρώνεται με νέους πατέρες. Ως επόμενος των προγενέστερων μεγάλων πνευματικών αναστημάτων της Μονής και με γνώμονα τη γνήσια και ανεπιτήδευτη αγάπη και ταπείνωσή του, νουθετούσε και καθοδηγούσε όχι μόνο τους μοναχούς του, αλλά και τα πολυάριθμα πνευματικά τέκνα του, που έφταναν απ’ όλες τις περιοχές της Κύπρου. Πόσοι και πόσοι δεν βρήκαν παρηγορία και ανάπαυση κοντά σ’ αυτόν τον άνθρωπο του Θεού; Πόσοι άνθρωποι δεν έφυγαν ξαλαφρωμένοι και ανανεωμένοι μέσα από το εξομολογητήριό του; Εύσπλαγχνος, επιεικής και ανθρώπινος. Κατά τη διάρκεια της εξομολόγησης άκουγε περισσότερο και μιλούσε λιγότερο, αλλά ο λόγος του ήταν καρπός προσευχής. Ο γέροντας μιλούσε, όπως μιλούν οι τέλειοι. Και να μην έλεγε τίποτα σε αρκούσε μόνο να τον βλέπεις. «Ἀρκεῖ μοι τὸ βλέπειν σε πάτερ» είχε πει κάποτε ένας μοναχός στον μέγα Αντώνιο. Στον μακαριστό γέροντα έβρισκε εφαρμογή ο λόγος του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου «Τίς σε ἰδών οὐκ ἠγάπηκε; Τίς δε συντυχών οὐ γεγλύκαται;».

Το «ἄκρον ἀντικείμενον τοῦ νοός του», «τό μελέτημα τῆς καρδίας του» και το «ἐντρύφημα τῆς γλώσσης του» ήταν ο Χριστός, η Παναγία και οι Άγιοι. Απότοκο αυτού ήταν η μεγάλη του αγάπη για τους βίους των αγίων και τις ιερές ακολουθίες. Αγαπούσε πολύ τους βίους των αγίων. Μέχρι το τέλος του βίου του, παρόλο που ο ίδιος είχε φτάσει «εἰς ἄνδρα τέλειον εἰς μέτρον τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Εφ. 4,13), δεν σταμάτησε να εντρυφά στους βίους των αγίων. Τις ιερές ακολουθίες του νυχθημέρου παρακολουθούσε ανελλιπώς στο καθολικό της μονής. Ως επί το πλείστον παρέμενε όρθιος επί του στασιδίου του καθ’ όλη τη διάρκεια της ακολουθίας. Ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές της υγείας του επέμενε «ὡς ζηλωτὴς μανικώτατος» να παρακολουθεί και να συμμετέχει στις ακολουθίες και στη Θεία Λειτουργία γενόμενος τύπος υπομονής, φιλοπονίας και ακρίβειας για τους υποτακτικούς του. Έτσι δίδασκε και διοικούσε ο γέροντας. Με το παράδειγμα και κυρίως με την υπομονή και την ταπείνωσή του κατά το βιβλικό «ἀπ’ ἐμοῦ ὄψεσθε καὶ οὕτω ποιήσετε» (Κριτ. 7, 17).

Αυτό που αισθανόμαστε ως υποχρέωσή μας να μαρτυρήσουμε για τον μακαριστό γέροντα εμείς προσωπικά, καθώς μαρτυρεί και ο προκάτοχός μας, μητροπολίτης πρώην Κιτίου Χρυσόστομος, ο οποίος ενθρόνισε τον γέροντα ως ηγούμενο και πολλά χρόνια υπήρξε επίσκοπός του, ήταν ο σεβασμός του μακαρίου γέροντος στον θεσμό του επισκόπου. Σεβασμός και αγάπη που εκδηλωνόταν με πολλούς τρόπους. Αυτό φανέρωνε αφενός τη βαθιά γνώση εκκλησιολογίας που είχε ο γέροντας, λόγω της βιωματικής θεολογίας, της οποίας ήταν κάτοχος, αφετέρου τη μεγάλη ταπείνωση που τον χαρακτήριζε. Αυτό τον σεβασμό και συνεργασία με τον επίσκοπο τον ενέπνευσε και σε όλη την περί αυτόν συνοδεία.

Ο αείμνηστος ηγούμενος Σταυροβουνίου Αθανάσιος υπήρξε μεγάλη Εκκλησιαστική μορφή του αιώνα μας. Η προσφορά του σεμνού και θεοφόρου αυτού ανδρός στον μοναχισμό της Κύπρου είναι τεράστια. Όταν ο μακαριστός και ενάρετος ηγούμενος Σιμωνόπετρας Αγίου Όρους, πατήρ Αιμιλιανός, συνάντησε τον γέροντα Αθανάσιο, είπε χαρακτηριστικά «αυτός δεν είναι γέροντας, αυτός είναι Αββάς». Ας δοξάσουμε τον Θεό που ανέδειξε και στην εποχή μας ανθρώπους αυθεντικούς, ταπεινούς, αληθινούς εργάτες του Ευαγγελίου, με γνήσιο ασκητικό φρόνημα, όπως τον αείμνηστο γέροντα Αθανάσιο. Αυτό το πνεύμα καταλείπει ο γέροντας ως κληρονομιά και παρακαταθήκη στους πατέρες της μονής του, που με πολλή αγάπη και αυταπάρνηση τον διακόνησαν, ιδιαίτερα τα τελευταία του χρόνια.

 Ἀείμνηστε καὶ μακάριε γέροντα Ἀθανάσιε πορεύου ἐν εἰρήνῃ καὶ εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου Σου.

Μακαρισθείη ἡ ψυχή σου, ἡ δὲ εὐχή σου εἴη μεθ’ ἡμῶν.

Εκ μέρους των Πατέρων της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου επικήδειο λόγο εκφώνησε ο ιερομόναχος Διονύσιος, ο οποίος ανέφερε:

«Τί τὸ ὁρώμενον θέαμα;». Ο σεβαστός πατέρας μας, ο για περίπου σαράντα χρόνια ηγούμενος της Μονής μας, ο ποδηγέτης όλων μας στη μοναχική πορεία μας βρίσκεται μπροστά μας νεκρός και άπνους. Ο πριν λίγες μέρες συναναστρεφόμενος μαζί μας, ο οδηγός μας στα πάντα, στα πνευματικά και στα σωματικά, πλέον σίγησε. Δεν απέθανε, όμως, ο γέροντας, αλλά μετέστη στην αιώνιο ζωή. Θα τον καλύψει η γη, αλλά ο ουρανός θα τον υποδεχθεί. Πιστεύουμε ότι οι προ αυτού πατέρες της Μονής μας τον περιμένουν και ότι χορεία αγγέλων και η ομοσκηνία των ασκητών θα τον υποδεχθούν, καθώς όλοι οι όσιοι πατέρες.

Είναι δύσκολο να αρθρώσουμε τα πρέποντα λόγια στην εκδημία ενός γέροντα και πόσω μάλλον του πολυαγαπητού μας γέροντα και πατέρα. Δεν ξέρουμε τι να πούμε. Η χαρά και η λύπη συνυφασμένες σήμερα κατακλύζουν τις καρδιές μας. «Ὁ πατήρ ἡμῶν, ὡς ἔλεγεν εἰς παρομοίαν περίπτωσιν ὁ μεγάλος παρηγορητής Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἐξεδήμησε». Αυτό λέμε και εμείς τώρα. «Ποῖος ἦταν αὐτός; Ὁ ὁμολογητής τοῦ Χριστοῦ, ὁ δεύτερος Ἰώβ, ἡ σπανία καλλονή τῶν μοναχῶν, ὁ τῆς ἀγάπης δημιουργός, ὁ πολύδακρυς ὀφθαλμός, ὁ φιλομαθής νοῦς, ὁ θείᾳ γνώσει πεπλουτισμένος, ὁ πολύς ἐν ταπεινοφροσύνῃ καὶ πολλοστός ἐν συνέσει, ὁ γνήσιος ὁδηγός καὶ ὑπεργνήσιος πατέρας».

Τα λόγια του ήταν πάντοτε λίγα. Δίδασκε όλους μας μάλλον με τη σιωπή και τη θεάρεστη ζωή του. Όμως τώρα μαζί με τους μαθητές του Αγίου Αθανασίου, του ιδρυτού της Μεγίστης Λαύρας, αναφωνούμε· «Ποῦ καταλείπεις πάτερ τά τέκνα σου, ἅ ᾥκτιρας ὡς φιλόστοργος πατήρ; Δός τελευταῖον λόγον τοῖς δούλοις σου». Μάθαμε, όμως, και από τα λυπηρά να αναγόμαστε στα χαρμόσυνα. Ο γέροντάς μας έφυγε από αυτή την πρόσκαιρη ζωή και μεταφέρεται από τα επίγεια στα ουράνια.

Γεννήθηκε το 1925 στην κωμόπολη της Μεσαορίας, στην Άσσια, τη γενέτειρα του μεγάλου πατρός Σπυρίδωνος του θαυματουργού και ανεδείχθη από την παιδική του ηλικία σκεύος εκλογής. Ο πόθος για τον μοναχικό βίο αύξησε και έτσι το 1940, στην ηλικία μόλις των δεκαπέντε χρόνων μπήκε στη Μονή μας και εκεί έζησε ως πραγματικός μοναχός για ογδόντα ολόκληρα χρόνια, αναχωρώντας τώρα πλήρης ημερών. Η όλη ζωή του ήταν για μας ένα υπόδειγμα. Έζησε για σαράντα δύο χρόνια ως υποτακτικός και άλλα τριάντα οκτώ ως ηγούμενος και σαν μέλισσα έπαιρνε από τον κάθε πατέρα της Μονής μας, κυρίως από αυτούς που διακρίνονταν για την αρετή τους, οι οποίοι στην εποχή του ήταν πολλοί, ό,τι ήταν το ωφέλιμο. Από τον έναν τη σιωπή, από τον άλλο τη νηστεία και από άλλον το ακατάκριτο και τέλος από τον καθένα ό,τι είχε περίσσευμα η καρδιά του. Έζησε, λοιπόν, στην υπακοή, στην εκκοπή του θελήματος και στη διακονία των αδελφών. Έτσι, με αυτό τον τρόπο έγινε γέροντας γερόντων και οδήγησε, όχι μόνο αυτούς που του ανέθεσε ο Θεός στη Μονή του, αλλά και γενικά πολλούς μοναχούς, μοναχές και λαϊκούς αδελφούς, για τους οποίους ήταν ο εξομολογητής, ο πνευματικός πατέρας και ο καθοδηγητής στην πνευματική ζωή.

Αυτό που τον διέκρινε ως πνευματικό ήταν η φιλοστοργία του, το φιλεύσπλαγχνο και η άκρα αγαθότητά του. Προσπαθούσε πάντοτε να μη λυπήσει κανέναν άνθρωπο. Προσπαθούσε πάντοτε να οδηγήσει τον άλλο με το καλό, έχοντας υπόψη το αποστολικό «νίκα τό κακὸν ἐν τῷ ἀγαθῷ», να κερδίσει τον άλλον, να τον εισαγάγει στον δρόμο της μετανοίας, να του δείξει ότι ένα είναι στη ζωή μας, το οποίο πρέπει να αποκτήσουμε· «Ἰησοῦν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον».

Ως ηγούμενος υπήρξε ανακαινιστής της Μονής. Τόσο η κύρια Μονή, όσο και τα μετόχια της Αγίας Βαρβάρας, του Αγίου Μοδέστου και της Παναγίας της Στάζουσας ανακαινίστηκαν εκ βάθρων. Η κύρια Μονή διπλασίασε σε μέγεθος κτηριακό και όλα αυτά με ιδρώτα και με κόπους πολλούς. Ο γέροντας ήταν πάντοτε συνεργός σε όλες τις δουλειές. Θα τον έβρισκες είτε να βοηθά τους πατέρες είτε να είναι μαζί τους στις αγροτικές εργασίες, αλλά και πάλι όταν πλέον η ηλικία δεν το επέτρεπε, ήταν μαζί με τους πατέρες προσευχόμενος στο κελί του και παρακαλώντας τον Θεό και τον Τίμιο Σταυρό να διαφυλάττει τα πνευματικά του παιδιά.

Για αυτό τον χιλιοευγνωμονούμε και απείρως ευχαριστούμε για όλα. Αν είναι κάτι καλό που έχουμε δεν είναι δικό μας, αλλά του πατέρα μας οι κόποι. Όλα γίνονταν με την ευχή του και τις σωτήριες νουθεσίες του προς δόξαν Θεού και μόνον.

Πολλοί έχουν να πουν πολλά για τον γέροντά μας, εμείς το αφήνουμε στον Θεό, τον Κριτή ζώντων και νεκρών, να του δώσει αυτό που του οφείλει, τον στέφανον της δόξης, γιατί πιστεύουμε ότι η ζωή του ήταν πραγματικά μια μαρτυρία και ένα μαρτύριο για τον Ιησού Χριστό.

Η Υπεραγία Θεοτόκος, την οποία ουσιαστικά λάτρευε και που καθημερινά την επικαλείτο, πιστεύουμε ότι θα είναι συνεργός στη σωτηρία του, όπως και ο Τίμιος Σταυρός, που, όπως του προείπε ο μακαριστός ηγούμενος Βαρνάβας, αν παρέμενε στο μοναστήρι και άναβε το καντήλι του Σταυρού θα σωζόταν, όχι μόνο έμεινε και άναβε ακούραστα το καντήλι του Σταυρού, αλλά αξιώθηκε να δει το μοναστήρι να επανδρώνεται και να τακτοποιείται, όπως είχαμε προαναφέρει, κτηριακά με όλες τις προϋποθέσεις για μια μοναχική ζωή.

Αποχαιρετούμε τον γέροντά μας με άπειρη υιική αγάπη, με προσμονή και ελπίδα να συναντηθούμε και πάλι στην επουράνιο Βασιλεία του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. «Δεόμεθά σου ἁγιώτατε πάτερ, μήν ἀφήσεις ἐμᾶς ὀρφανούς, ἀλλά πρέσβευε ὑπέρ πάντων ἡμῶν τῶν περιλειπομένων».

Αιωνία η μνήμη σου αλησμόνητε, πολυσέβαστε και πολυαγαπημένε μας Πατέρα και Γέροντα! Καλή αντάμωση στη βασιλεία των ουρανών

Πηγή: Περιοδικό «Απόστολος Βαρνάβας» 2021

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Την ευχή του Γέροντα Αθανασίου να έχουμε στη ζωή μας οι Ορθόδοξοι που δεν νερώνουμε την Πίστη μας!

Αντιαιρετικός