Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

«Τί ἐποίησας;» - (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης


 «Τί ἐποίησας;» (Ἰω. 18,35)

 Ὅλη τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ἀγαπητοί μου, τὸ ἰουδαϊκὸ συνέδριο συνεδρίαζε. Τὰ μέλη του (γραμματεῖς, φαρισαῖοι, ἀρχιερεῖς) ἦταν περίπου 70. Πρόεδρος ἦταν ἄλλοτε ὁ Ἄννας, ἄλλοτε ὁ Καϊάφας. Οὐδέποτε ὅμως στὰ χρονικὰ τῶν ἀνθρωπίνων δικαστηρίων παρουσιάστηκε περίπτωσι τέτοιας καταφώρου παραβάσεως τοῦ δικαίου ὄχι μόνο στὸ οὐσιαστικὸ ἀλλὰ καὶ στὸ τυπικὸ μέρος. Ὁ ὑπόδικος δικάστηκε χωρὶς νὰ παραστῇ ὑπερασπιστὴς συνήγορος καὶ χωρὶς κανένα μάρτυρα ὑπερασπίσεως· μόνο ψευδομάρτυρες κατηγορίας.

Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς παρανόμου δίκης; Ἔβγαλαν ἀπόφασι καταδικαστική· θάνατος στὸν Ἰησοῦ! Ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀνθρώπινο δικαστήριο καταδίκασε σὲ θάνατο τὸν Ἀθῷο, στὸ μέτωπο τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης χαράχτηκε στίγμα ἀνεξίτηλο.

Καὶ τώρα; Ἡ ἀπόφασι τοῦ ἰουδαϊκοῦ δικαστηρίου ἔπρεπε νὰ ἐκτελεσθῇ· ἀλλὰ τὸ Ἰσραὴλ ἦταν τότε ὑπόδουλο στὴ ῾Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, καὶ αὐτὴ κρατοῦσε τὸ βέτο τῆς ἐκτελέσεως.

Ἂν ἦταν ἐλεύθεροι, τὶς πρωινὲς ὧρες ὁ Ἰησοῦς θὰ ἐκτελεῖτο κατὰ τὸν ἰουδαϊκὸ νόμο ἢ διὰ στραγγαλισμοῦ ἢ διὰ λιθοβολισμοῦ· ἐπειδὴ ἦταν ὑπόδουλοι, ἀναγκάζονται νὰ ζητήσουν τὴν ἐπικύρωσι τοῦ ἀντιπροσώπου τῆς ῾Ρώμης· καὶ ἀντιπρόσωπος ἦταν ὁ σκληροτράχηλος Πόντιος Πιλᾶτος. Σ᾽ αὐτὸν ἔπεσε ὁ κλῆρος. Χωρὶς τὴν ὑπογραφή του, ὅσο κι ἂν ὠρύοντο, ἡ παράνομη ἀπόφασί τους δὲν μποροῦσε νὰ ἐκτελεσθῇ. Γι᾽ αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο λέει· «Ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον· ἦν δὲ πρωί»(Ἰω. 18,28).

Προτοῦ ὁ ἥλιος νὰ χρυσώσῃ βουνὰ καὶ πεδιάδες τῆς Ἰουδαίας, ἔχουν συγκεντρωθῆ κάτω ἀπ᾽ τὸ πραιτώριο. Ὁ θόρυβος κάνει τὸν Πιλᾶτο νὰ ξυπνήσῃ. Ἀνοίγει τὸ παράθυρο καὶ βλέπει κάτω μιὰ θάλασσα ἀνθρώπων ποὺ φωνάζουν ἔξαλλοι· Θάνατος θάνατος!… Ἀναγκάζεται νὰ κατεβῇ στὴν αὐλὴ τοῦ πραιτωρίου, στὸ λιθόστρωτο, γιὰ νὰ δῇ τί ἀκριβῶς συμβαίνει. Κ᾽ ἐκεῖ βλέπει ἕναν κατάδικο σὲ ἀθλία κατάστασι· δεμένο μὲ σχοινὶ ἀπὸ τὸ λαιμό –ἔτσι συνήθιζε τὸ Ἰουδαϊκὸ συνέδριο–, ὅπως δένουν τὰ ζῷα ποὺ τὰ πᾶνε γιὰ σφαγή. Δοκίμασε ἔκπληξι ὁ Πιλᾶτος. Ἄκουγε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ μὰ δὲν τὸν εἶχε δεῖ, γιατὶ ὁ Ναζωραῖος δὲν πάτησε ποτὲ τὰ κατώφλια τῶν ἀρχόντων.

Παρατηρεῖ τὸν κατάδικο καὶ μετὰ –πιὸ δίκαιος αὐτὸς ἀπ᾽ αὐτούς, μὲ αἴσθησι ῥωμαϊκοῦ δικαίου– τοὺς ρωτάει· –«Τίνα κατηγορίαν φέρετε κατὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου;» (ἔ.ἀ. 18,29). Κι αὐτοί; Δὲν ἀπαντοῦν εὐθέως ἀλλὰ μὲ προπέτεια· –Ἂν δὲν ἦταν κακοποιός, δὲν θὰ σοῦ τὸν φέρναμε. Αὐθάδης ἀπάντησι ποὺ ἐρέθισε τὸ ῾Ρωμαῖο πραίτωρα. Θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς πνίξῃ στὸ αἷμα, ὅπως ἔκανε σὲ ἄλλη περίπτωσι, ἀλλὰ συγκρατεῖται. Ἀγαναχτισμένος λέει· Ἀφοῦ ἐσεῖς τὸν ἔχετε ἤδη καταδικάσει καὶ δὲν μ᾽ ἀφήνετε νὰ τὸν ἐξετάσω ἀλλὰ ζητᾶτε νὰ βάλω ἁπλῶς τὴν ὑπογραφή μου, τί τὸν φέρατε ἐδῶ; –«Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς» καὶ ἐκτελέστε τὸ νόμο σας (ἔ.ἀ. 18,31). Ἀξιέπαινος ὣς ἐδῶ ὁ Πιλᾶτος· ἄλλο ὅτι στὸ τέλος ὑποχώρησε.

Αὐτοὶ ὅμως ἐπιμένουν. Ἐκεῖ ὁ Πιλᾶτος διακόπτει τὴ συζήτησι –εἶνε ἡ πρώτη φάσι τῆς δίκης στὸ πραιτώριο– κι ἀποσύρεται στὰ ἐνδότερα. Ἐν τῷ μεταξὺ λαμβάνει οὐράνιο μήνυμα διὰ τῆς συζύγου του Πρόκλας· Μὴν ἀδικήσῃς σὲ κάτι αὐτὸ τὸν δίκαιο ἄνθρωπο, «πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ᾽ ὄναρ δι᾽ αὐτόν» (Ματθ. 27,19). Καλεῖ μέσα ἰδιαιτέρως τὸν Ἰησοῦ. Κι ὅταν ὁ Ναζωραῖος βρίσκεται μπροστά του τὸν ἐρωτᾷ· «Τί ἐποίησας;», τί ἔκανες; (Ἰω. 18,35).

Στὸ σημεῖο αὐτό, ἀγαπητοί μου, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ κάνω μερικὲς σκέψεις.

* * *

 Ἂν ὁ Πιλᾶτος ἤξερε ποιός εἶνε ὁ κατηγορούμενος ποὺ ἔχει μπροστά του, θὰ ἀπέθετε σὲ μιὰ γωνιὰ τὸ ξίφος καὶ τ᾽ ἄλλα ἐμβλήματα τοῦ ῾Ρωμαίου πραίτωρος καὶ θά ᾽πεφτε στὰ πόδια του νὰ τὸν προσκυνήσῃ. Δὲν ξέρει, γι᾽ αὐτὸ λέει «Τί ἐποίησας;». Στὸ ἐρώτημά του ἂς δοθῇ τώρα μιὰ ἀπάντησι· κι ὄχι ἀπὸ μᾶς.

 «Τί ἐποίησας;». Ρωτᾷς, Πιλᾶτε, τί ἔκανε ὁ Ἰησοῦς; Σοῦ ἀπαντᾷ ἡ πάγκαλη φύσι. Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ δὲς τὶς ὀμορφιές· οὐρανὸ καὶ γῆ, ἀνατολὴ καὶ δύσι, ἄνοιξι καὶ χειμῶνα, ἄνθη, δέντρα, βουνά, πεδιάδες, δάση, λίμνες, ποταμούς, θάλασσες, ὠκεανούς, βροχή, χιόνι· δὲς τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τὰ ἄστρα, τὰ νέφη, τὶς ἀστραπές… Τέντωσε τ᾽ αὐτὶ κι ἄκου τ᾽ ἀηδόνι, τὴν αὔρα, τὸ ζέφυρο, τὸ ῥόχθο τοῦ ποταμοῦ, τὸ φλοῖσβο τοῦ κύματος, τὸν πάταγο τοῦ καταρράκτη, τὴ βροντὴ τοῦ κεραυνοῦ… Ἂν εἶχαν φωνή, ὅλα θὰ σοῦ ἔλεγαν· Δημιουργηθήκαμε διὰ τοῦ Υἱοῦ, ὁ Ἰησοῦς «ἐποίησε πάντα τὰ ὡραῖα τῆς γῆς» (Ψαλμ. 73,17). Καὶ μόνο αὐτά;

«Τί ἐποίησας;»; Ὅταν ἔλαβε ἀνθρώπινη σάρκα καὶ ἐμφανίστηκε στὴ γῆ ὡς ἱστορικὸ πρόσωπο, ἐποίησε ἄλλα θαυμαστά. Ρώτησε, Πιλᾶτε, τοὺς ψαρᾶδες ποὺ τὸν ἄκουγαν μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα, τοὺς ζευγολάτες ποὺ σταματοῦσαν τὴ σπορὰ τῆς γῆς γιὰ νὰ δεχτῇ ἡ δική τους ψυχὴ τὸν ἄλλο σπόρο, τὸν οὐράνιο.

«Τί ἐποίησας;»; Ρώτησε τὰ παιδιὰ ποὺ εὐλόγησε, τυφλοὺς ποὺ θεράπευσε, χωλοὺς ποὺ ἀνώρθωσε, λεπροὺς ποὺ καθάρισε, πεινασμένους ποὺ χόρτασε, χῆρες ποὺ παρηγόρησε, τὴ Σαμαρείτιδα ποὺ ἀπὸ πόρνη τὴν ἔκανε ἁγία, τὸ Ματθαῖο ποὺ ἀπὸ τελώνη τὸν ἔκανε εὐαγγελιστή, τοὺς πονεμένους ποὺ κοντά του βρῆκαν τὴν παρηγοριὰ καὶ τὸ θάρρος γιὰ τὴ ζωή.

«Τί ἐποίησας;»; Ρώτησε, Πιλᾶτε, ἀκόμα καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό σου· θὰ σοῦ πῇ, ὅτι κ᾽ ἐσένα αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς σὲ ἐποίησε.

 «Τί ἐποίησας;». Στὸ ἐρώτημά σου, Πιλᾶτε, ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη ἀπάντησι. Σοῦ ἀπαντοῦν προφῆτες καὶ ἀπόστολοι ποὺ ἐμβάθυναν στὴ θεολογία. «Τί ἐποίησεν» ὁ Ἰησοῦς; Ἐποίησε ὅλα τὰ ὡραῖα, καὶ ἕνα μόνο δὲν ἔκανε· τὴν ἁμαρτία – αὐτὸ ποὺ κάνουμε ἐμεῖς. «Ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ»(Α΄ Πέτρ. 2,22=Ἠσ. 53,9). Βάδισε ἐν μέσῳ τῆς ἀνθρωπότητος «ὡς ἀρνίον ἄκακον»(Ἰερ. 11,19), ὡς «οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων»(Ψαλμ. 102,8· 110,4· 111,4· 144,8. Σ. Σειρ. 2,11. Ἰλ. 2,13. Ἰων. 4,2), ὡς εὐεργέτης-θεραπευτής(βλ. Πράξ. 10,38), ὡς ὠκεανὸς ἀγάπης καὶ εὐσπλαχνίας, ὡς στήλη οὐρανομήκης ποὺ ὑπερβαίνει τὶς οὐράνιες ἁψῖδες. Φυσιογνωμία μοναδική, ἀνθρωπίνως ἀσύλληπτη.

Ὤ τὸ μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ! Εἶνε ὁ μόνος ποὺ στάθηκε μπροστὰ στὸν κόσμο καὶ 20 τώρα αἰῶνες προκαλεῖ· «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;», ποιός ἀπὸ σᾶς μπορεῖ νὰ μὲ ἐλέγξῃ γιὰ ἁμαρτία;(Ἰω. 8,46). Τολμᾷ ν᾽ ἀναπαντήσῃ κανείς;

 «Τί ἐποίησας;». Καὶ ἄν, Πιλᾶτε, δὲν θέλῃς ν᾽ ἀκούσῃς τὴ φωνὴ τῶν φίλων τοῦ Ἰησοῦ, ἄκου τὴ φωνὴ τῶν ἐχθρῶν του. Ρώτησε τὸν Ἰούδα καὶ θὰ σοῦ πῇ «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον» (Ματθ. 27,4). Ρώτησε τὸ λῃστὴ ποὺ μετανοημένος ἤλεγξε τὸ συνάδελφό του ὅταν ἔβριζε· Ἐμεῖς δικαίως πάσχουμε, αὐτὸς «οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε» (Λουκ. 23,41). Ρώτα τοὺς στρατιῶτες καὶ τὸν ἑκατόνταρχό σου· τί θὰ σοῦ ποῦν; «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος»(Ματθ. 27,54). Ρώτα καὶ τοὺς ὄχλους, αὐτοὺς ποὺ εἶχαν φωνάξει «Σταύρωσον…» ἀλλ᾽ ὅταν εἶδαν τὰ σημεῖα τοῦ οὐρανοῦ «τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη ὑπέστρεφον»(Λουκ. 23,48).

 Ἡ πιὸ εἰλικρινὴς ὅμως μαρτυρία στὸ «Τί ἐποίησας;» τοῦ Πιλάτου εἶνε ἡ ἔμπρακτη μετάνοια ἐκείνων ποὺ ὁμολογοῦν· Χριστέ, θά ᾽πρεπε ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιῇ καὶ τ᾽ ἀστέρια νὰ γίνουν ἀστροπελέκια πάνω μας. Σὺ ὅμως μακροθυμεῖς καὶ μᾶς ἐλεεῖς. Δόξα τῇ εὐσπλαχνίᾳ σου! Τὸ αἷμα σου μᾶς λύτρωσε, ἡ θυσία σου μᾶς ἔσωσε, ἡ ἀγάπη σου μᾶς σκλάβωσε.

* * *

 Μικρὸς καὶ ἀσήμαντος, ἀδελφοί μου, ἐκμηδενίζομαι μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεανθρώπου. Γλῶσσες ποιητῶν, κάλαμοι πεζογράφων, χρωστῆρες ζωγράφων ἀδυνατοῦν νὰ τὸ παραστήσουν. Εἶνε ὁ «ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 44,3).

Μὴ κλονίζεται ἡ πίστι μας. Ἕνας ὀρθολογιστὴς στὸ τέλος ἑνὸς βιβλίου του ἔγραψε· Ἂν ὑπάρχουν καὶ σὲ ἄλλους πλανῆτες λογικὰ ὄντα, δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ ἔχουν ἄλλη θρησκεία ἀπὸ αὐτὴν ποὺ δίδαξε ὁ Ἰησοῦς μὲ δύο καίριες λέξεις· «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους»(Ἰω. 13,34 κ.ἀ.).

Ἂς προοδεύουν οἱ ἐπιστῆμες, ἂς καλπάζῃ ἡ τέχνη, ἂς δημιουργοῦνται νέες συνθῆκες· ἐν μέσῳ τῆς ἀενάου μεταβολῆς, ποὺ «πάντα ῥεῖ καὶ οὐδὲν μένει» (Ἡράκλειτος), ὁ Ἰησοῦς μένει ὡς παρηγορία, φῶς, ἐνθουσιασμός, ἀγάπη, θυσία, δικαιοσύνη, παιδεία, σοφία, λύτρωσις.

Ὑπάρχουν καὶ σήμερα Πιλᾶτοι, ἀμφιβάλλοντες. Καὶ τί πέτυχε, λένε, ὁ Χριστός;… Ἡ καλύτερη ἀπάντησι εἶνε ἡ ἁγία ζωὴ τῶν πιστῶν, ἡ μαρτυρικὴ συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας του ἀξίως τοῦ Ναζωραίου, στὸ δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ. Ὅσο θὰ ὑπάρχουν ἅγιοι ποὺ συνεχίζουν τὴ ζωή του, νήπια ποὺ ψελλίζουν «Πάτερ ἡμῶν…», ἄντρες καὶ γυναῖκες ποὺ διακηρύττουν «Πιστεύω…», νά ἡ ἀπάντησι. Τὸ δὲ γένος τῶν Ἑλλήνων, ποὺ σώθηκε καὶ ζῇ διὰ τῆς πίστεως στὸν Ἐσταυρωμένο, δίνει κι αὐτὸ τὴ μαρτυρία ὅτι ὁ Ἰησοῦς ζῇ· ζῇ ὁ Ἰησοῦς καὶ βασιλεύει. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: