Αθανάσιος Διάκος, ο ιερωμένος κλεφταρματολός της Ρούμελης
Γράφει η Σοφία Καυκοπούλου
Ο Αθανάσιος Διάκος γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1788 στην Άνω Μουσουνίτσα (σημ. χωριό με την ονομασία Αθανάσιος Διάκος) ή την Αρτοτίνα Φωκίδας. Εγγονός ενός ντόπιου κλέφτη, το πραγματικό οικογενειακό του όνομα δεν είναι με ασφάλεια γνωστό, καθώς ο πατέρας του είχε και το προσωνύμιο «ψυχογιός», ωστόσο ονομαζόταν Νικόλαος Γραμματικός και ήταν γιος του κλέφτη Αθανασίου Γραμματικού. Ο μικρός Αθανάσιος είχε έφεση στη θρησκεία, αλλά σε συνδυασμό ίσως και με τη δύσκολη οικονομική κατάσταση της οικογένειας, σε ηλικία 12 ετών η μητέρα του τον έστειλε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στην Αρτοτίνα Φωκίδας για την εκπαίδευσή του. Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκαεπτά ετών και έπειτα διάκονος. Εγκατέλειψε το μοναστήρι 5 χρόνια μετά, καθώς σκότωσε κάποιον Τούρκο ο οποίος τον προσέβαλε άσχημα.
Στη συνέχεια, ο Αθανάσιος εντάχθηκε ως πρωτοπαλίκαρο στο σώμα του Τσάμη Καλόγερου και λίγο αργότερα στου οπλαρχηγού Γούλα Σκαλτσά. Επιστρέφει ξανά στο μοναστήρι για λίγο, αλλά φεύγει οριστικά και το 1814 πηγαίνει στα Ιωάννινα, όπου εντάσσεται στη σωματοφυλακή του Αλή Πασά, της οποίας επικεφαλής ήταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Όταν ο Ανδρούτσος διορίστηκε αρχηγός στο αρματολίκι της Λιβαδειάς, ο Διάκος τον ακολούθησε. Μετά την αποχώρηση του Ανδρούτσου, ο Διάκος ανακηρύχθηκε καπετάνιος του καζά (σημείωση: θρησκευτικού λειτουργού) της πόλης τον Οκτώβριο του 1820.
Ο Διάκος φαίνεται πως μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818 και το 1820 έγινε αρματολός στη Λιβαδειά. Στις 28 Μαρτίου 1821, στη μονή του Οσίου Λουκά, κηρύσσει την Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά, μαζί με τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα και τον αγωνιστή Πανουργιά. Συγκεντρώνει αγωνιστές και απελευθερώνει τη Λιβαδειά την 1η Απριλίου, ενώ ο ξάδερφός του Γεράντωνος απελευθερώνει την Αταλάντη και ο Βασίλης Μπούσγος τη Θήβα. Παίρνει ακόμη μέρος στις αποτυχημένες επιθέσεις εναντίον της Μπουντουνίτσας (Μενδενίτσας) και του Πατρατζικίου (Υπάτης).
Βλέποντας την θέρμη του Διάκου και τον ξεσηκωμό των κατοίκων της Ρούμελης, οι Τούρκοι ανησυχούν και στέλνουν στρατεύματα. Ο Χουρσίτ πασάς εντεταλμένος από τον Σουλτάνο έστειλε δύο από τους ικανότερους διοικητές του στη Θεσσαλία, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ πασά, επικεφαλής 8.000 πεζών και 200 ιππέων Τούρκων, με διαταγή να καταστείλουν την επανάσταση στη Ρούμελη και μετά να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο και να σταματήσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ο Ομέρ Βρυώνης, αλβανικής καταγωγής, πασάς του Βερατίου, γνώριζε πολύ καλά τα εδάφη και τους Έλληνες οπλαρχηγούς. Ο Διάκος και το απόσπασμά του ενισχυόμενο με τους μαχητές Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να ανακόψουν την προέλαση των Τούρκων στη Ρούμελη με τη λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στις Θερμοπύλες.
Η ελληνική δύναμη αριθμούσε μόλις 1.500 άντρες. Ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν τη γέφυρα του Γοργοπόταμου, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκομάτας και ο Διάκος τη γέφυρα της Αλαμάνας. Οι Τούρκοι στρατοπέδευσαν στο Λιανοκλάδι και διέρρευσαν γρήγορα τη δύναμή τους στην περιοχή. Η μάχη ξεκίνησε στις 23 Απριλίου και υπήρξε σφοδρή. Η κυρία τουρκική δύναμη επιτέθηκε στον Διάκο, οι υπόλοιποι επιτέθηκαν στον Πανουργιά, οι άντρες του οποίου υποχώρησαν όταν πληγώθηκε σοβαρά, και στο Δυοβουνιώτη, ο οποίος γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση. Μαζί με τον Πανουργιά ήταν και ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας με τον αδερφό του παπα – Γιάννη. Ο Διάκος επέλεξε να μην υποχωρήσει και να παλέψει μαζί με 48 μόλις συμπολεμιστές του σε μία απέλπιδα μάχη σώμα με σώμα.
Εν τέλει, πληγωμένος συνελήφθη από πέντε Τουρκαλβανούς, οδηγήθηκε στο Ζητούνι (σημ. Λαμία) μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη ο οποίος τον είχε γνωρίσει παλαιότερα στην αυλή του Αλή Πασά και προσφέρθηκε να τον κάνει αξιωματικό του οθωμανικού στρατού αν ασπαζόταν το Ισλάμ. Ο Διάκος αρνήθηκε, λέγοντας: «εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε’ να πεθάνω». Ο Ομέρ Βρυώνης έδειξε συμπάθεια αλλά ο Χαλήλ μπέης ζήτησε την άμεση και παραδειγματική θανάτωσή του επηρεάζοντας τον Κιοσέ Μεχμέτ που ήταν ανώτερος ιεραρχικά από τον Ομέρ Βρυώνη. Έτσι, την επόμενη μέρα, στις 24 Απριλίου, ο Αθανάσιος Διάκος οδηγήθηκε στον μαρτυρικό θάνατο δι’ ανασκολοπισμού. Λέγεται πως το μόνο παράπονο που βγήκε από τα χείλη του ήταν η εξής φράση: «Για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι». Προμηνύοντας κατά κάποιον τρόπο την άνθιση του Αγώνα και την ανάσταση του Γένους.
Μετά τη δολοφονία του, οι Τούρκοι
πέταξαν τη σορό σε κοντινό χαντάκι, οι χριστιανοί όμως την βρήκαν κρυφά τη
νύχτα και ενταφίασαν το σώμα του στο χώρο που αρχίζει σήμερα η οδός Ησαΐα, στη
Λαμία. Ο χώρος ταφής είχε λησμονηθεί και ανακαλύφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη
Ρούβαλη το 1881.
1 σχόλιο:
Από μικρό παιδί με συγκινούσε ο ηρωισμός και το τραγούδι για τον Αθανάσιο Διάκο.Ακόμα και τώρα με συγκλονίζει ο φρικτός του επίγειος θάνατος. Ο Κύριος τώρα τον έχει μαζί του. Αιωνία του η μνήμη. ΑΘΑΝΑΤΟΣ!!!
Δημοσίευση σχολίου