Ό όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης υπήρξε μια
από τις πλέον επιφανείς και εξέχουσες εκκλησιαστικές φυσιογνωμίες του 10ου
αι. Γόνος ευγενούς οικογένειας και κάτοχος αξιόλογης παιδείας, συνδυασμένης με υψηλών
μέτρων ασκητικό φρόνημα, αναδείχθηκε με το βίο και το έργο του σε μια από τις ηγετικές
μορφές του ανατολικού και οπωσδήποτε ο θεμελιωτής του αθωνικού κοινοβιακού
μοναχισμού.
Ο Αβραάμιος
(Βίος, Ι, 5,5 - Βίος, ΙΙ, 2, 128), όπως ήταν το κατά κόσμον όνομα του οσίου Αθανασίου,
γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου μεταξύ των ετών 925 και 930 ως μέλος οικογένειας
πλουσίων ευγενών, με πατέρα αντιοχειανής καταγωγής και μητέρα από την Κολχίδα. Ο
θάνατος του πατέρα του λίγο πριν από τη γέννησή του, αλλά και της μητέρας του μικρό
διάστημα αργότερα, έθεσε τον μικρό Αβραάμιο υπό την προστασία οικογενειακής
τους φίλης, προερχόμενης από την ευγενή οικογένεια των Κανιτών της γενέτειράς
του (Βίος, Ι, 5,6 - Βίος, ΙΙ, 2, 128), με την αρωγή και τη
φροντίδα της οποίας ολοκλήρωσε την πρώτη βαθμίδα της εγκυκλίου παιδείας του, φοιτώντας
κοντά σε γραμματιστή (Βίος, Ι, 9,7 - Βίος, ΙΙ, 3, 129).
Ο Αβραάμιος ευτύχησε να συνδεθεί μέσω της προστάτιδάς του με την ευγενή οικογένεια του στρατηγού Ζεφινεζέρ της Κωνσταντινουπόλεως, ώστε, μετά τον πρόωρο θάνατό της, η φροντίδα του να περιέλθει σε συγγενή της αυτοκρατορικό υπάλληλο που επισκέφθηκε για τον σκοπό αυτό την Τραπεζούντα, με την συνοδεία του οποίου αναχώρησε περί το 940, επί βασιλείας Ρωμανού Α΄ του Λεκαπηνού, για την Κωνσταντινούπολη (Βίος, Ι, 10 - Βίος, ΙΙ, 4, 130), όπου ανατέθηκε η κηδεμονία του στην οικογένεια του Ζεφινεζέρ (Βίος, Ι, 6, 5-6), στην οικία της οποίας εγκαταστάθηκε.
Με την αρωγή και την υποστήριξη των Ζεφινεζέρ, ο νεαρός Αβραάμιος συνέχισε την εκπαίδευσή του και ολοκλήρωσε, μάλλον σε σχολή υπό τη διεύθυνση του δασκάλου του Αθανασίου (Βίος, Ι, 12 - Βίος, ΙΙ, 4, 130), την εγκύκλιο παιδεία του με τόση επιτυχία, ώστε σε σύντομο χρονικό διάστημα να επιλεγεί ομόφωνα ως βοηθός του δασκάλου του, αλλά και κατόπιν, πιθανόν μέχρι το 950, να καταλάβει κανονική διδασκαλική έδρα, πάλι με δια παμψηφίας εκλογή, καθώς και με τη ένθερμη υποστήριξη και συγκατάθεση του αυτοκράτορα («νεύσει βασιλικῇ») [Βίος, Ι, 13-14 - Βίος, ΙΙ, 7, 132]. Παρόλο
όμως που ο νεαρός Αβραάμιος έλαβε το αξίωμα του διδασκάλου με αυτοκρατορική
επίνευση, αλλά και ξεκίνησε την διδασκαλική του σταδιοδρομία με σημαντική
επιτυχία, προσελκύοντας πολλούς μαθητές, έπειτα από σύντομο διάστημα αποφάσισε
να εγκαταλείψει το εκπαιδευτικό του έργο και να ενταχθεί στην υπηρεσία του νεοδιορισθέντος
στρατηγού του θέματος του Αιγαίου και ευεργέτη του Ζεφινεζέρ, τον οποίο
ακολούθησε περί το 951 περίπου στη Λήμνο (Βίος,
Ι, 18, 10 - Βίος, ΙΙ, 8, 134),
όπου παρέμεινε τρία χρόνια, αποκτώντας παράλληλα τις πρώτες πλούσιες και
καταλυτικές για την πνευματική του πορεία εμπειρίες από τον, απέναντι από τη
νήσο Λήμνο, ευρισκόμενο Άθωνα και τον εκεί ακμάζοντα αναχωρητικό κυρίως μοναχισμό
του.
Έτσι
ο Αβραάμιος, έχοντας καταλήξει μάλλον στην απόφαση να ασπαστεί τον μοναχικό
βίο, συνδέθηκε ακόμη στενότερα, έπειτα από την επάνοδό του στην
Κωνσταντινούπολη, με πρόσωπα των
συγγενικών στους Ζεφινεζέρ οικογενειών των Μαλεΐνων και των Φωκάδων, με τα οποία
ανέπτυξε βαθείς πνευματικούς δεσμούς και πραγματοποίησε με την αρωγή τους την
επιθυμία του να μονάσει. Μέσω του στρατηγού Ζεφινεζέρ, ο Αβραάμιος γνωρίστηκε μεταξύ
άλλων και ανέπτυξε πνευματικό δεσμό με τον περίφημο ιερομόναχο, όσιο Μιχαήλ τον
Μαλεΐνον, ιδρυτή και ηγούμενο της Λαύρας του Κυμινά στην περιοχή της Βιθυνίας
κοντά στην Προύσα, καθώς και με τον Νικηφόρο Φωκά, στρατηγό ακόμη τότε του
θέματος των Ανατολικών (Βίος, Ι, 19
και 22 - Βίος, ΙΙ, 8, 134). Η επικοινωνία
του με τον όσιο Μιχαήλ μάλιστα συνέτεινε στην οριστική του στροφή προς τον
μοναχικό βίο, γι’ αυτό και κατά την αναχώρησή του τελευταίου από την
Κωνσταντινούπολη, ο νεαρός Αβραάμιος τον ακολούθησε και εγκαταβίωσε μαζί του περί
το έτος 953 ή 954 στη Λαύρα του Κυμινά, όπου τέθηκε κάτω από την πνευματική του
καθοδήγηση, αλλά και έλαβε το μοναχικό σχήμα και το όνομα Αθανάσιος (Βίος, Ι, 23 - Βίος, ΙΙ, 9, 135).
. Έπειτα όμως από παραμονή τεσσάρων ετών, αρχικά
στη Λαύρα και κατόπιν ως αναχωρητής και ησυχαστής στην περιοχή της «Κυκλήσης» (Βίος, Ι, 26-27 - Βίος, ΙΙ,
10, 136) πλησίον του Κυμινά, ο μοναχός Αθανάσιος αναχώρησε περί το 957 ή 958, ύστερα
και από επίσκεψη στο ησυχαστήριό του των Φωκάδων αδερφών, στρατηγού Νικηφόρου,
για να του γνωστοποιήσει την επιθυμία του να μονάσουν από κοινού, και μαγίστρου
Λέοντα (Βίος, Ι, 28-29 - Βίος, ΙΙ, 11, 136), για τον Άθωνα, επιζητώντας
πιθανότατα περισσότερη μόνωση και ησυχία, προκειμένου να επιδοθεί απρόσκοπτα
στη μοναχική του άσκηση (Βίος, Ι, 35
- Βίος, ΙΙ, 12, 138), φέροντας μαζί
του μόνο δύο «βιβλία», που είχε
αντιγράψει ο ίδιος, καθώς και το κουκούλιο, όπως και το τρίχινο ράσο του
πνευματικού του οσίου Μιχαήλ του Μαλεΐνου (Βίος,
Ι, 37 - Βίος, ΙΙ, 12, 139). Η
επίμονη αναζήτησή του από τον νεοδιορισθέντα δομέστικο των Σχολών της Δύσεως
Λέοντα Φωκά στον Άθωνα όμως, τον οδήγησε στην απόφαση, φοβούμενο ότι επρόκειτο
να εντοπιστεί, να εγκατασταθεί σε κάθισμα κοντά στη μονή Ζυγού, όπου τέθηκε κάτω
από την καθοδήγηση έμπειρου πνευματικού, χωρίς ωστόσο να αποκαλύψει την πραγματική
του ταυτότητα, ισχυριζόμενος ότι ονομάζεται Βαρνάβας (Βίος, Ι, 39 - Βίος, ΙΙ,
14, 140).
Ενώ ο όσιος ασκούνταν στον Άθωνα κρυπτόμενος,
τον αναζητούσε επιπλέον και ο φίλος του, δομέστικος πλέον των Σχολών της
Ανατολής, Νικηφόρος Φωκάς, με σκοπό να οργανώσουν από κοινού την μοναχική τους συμβίωση.
Η άκαρπη αναζήτηση του Φωκά σε μοναστικά κέντρα της Μικράς Ασίας, σε συνδυασμό μάλλον
με το γεγονός των παλαιότερων σχεδίων τους να εγκαταβιώσουν στον Άθωνα, τον οδήγησε
στην αναζήτηση του φίλου του Αθανασίου στην αθωνική χερσόνησο μέσω του επάρχου
της Θεσσαλονίκης. Σε επιστολή μάλιστα που απηύθυνε ο Νικηφόρος στον έπαρχο,
περιέγραψε τα χαρακτηριστικά του οσίου και του ζήτησε να μεταβεί αυτοπροσώπως στον
Άθωνα προς αναζήτησή του (Βίος, Ι,
44-45 - Βίος, ΙΙ, 16, 141-142), κάτι
που έπραξε ο έπαρχος και γι’ αυτό επισκέφθηκε τον Πρωτεπιστάτη Στέφανο
(958-962), στον οποίο διαβίβασε το αίτημα του Φωκά, λαμβάνοντας υπόσχεση ότι θα
ανευρεθεί ο μοναχός.
Πράγματι, την περίοδο των Χριστουγγένων του
έτους 958 ή 959 ο όσιος εντοπίστηκε από τον Πρωτεπιστάτη, ο οποίος όμως, όχι
μόνο δεν τον αποκάλυψε στον έπαρχο, αλλά φρόντισε να του παραχωρηθεί «μονοκελλίον» κοντά στις Καρυές, όπου εγκαταστάθηκε,
σε ηλικία τριάντα ετών περίπου, μαζί με έναν μαθητή του, τον Λουκίτζη. Στο
ασκητήριο των Καρυών, όπου ο όσιος παρέμεινε για δύο έτη περίπου, ασκώντας ως
εργόχειρο την καλλιγραφία (Βίος, Ι, 52-54
- Βίος, ΙΙ, 19, 144-145), τον
επισκέφθηκε περί τα τέλη του 959 ή στις αρχές του 960 και λίγο μετά την νίκη
του κατά των Σκυθών ο αδερφός του Νικηφόρου και δομέστικος των Σχολών της
Δύσεως Λέων Φωκάς (Βίος, Ι, 55 - Βίος, ΙΙ, 20, 145), γεγονός που του προσέδωσε
σπουδαία αίγλη και μεγάλο κύρος μεταξύ των Αθωνιτών. Το αυστηρό ασκητικό πρόγραμμα
και η ενάρετη πολιτεία του οσίου Αθανασίου, αλλά και η στενή φιλία που
διατηρούσε με τα μέλη της οικογένειας των Φωκάδων, προσέλκυσαν σύντομα γύρω του
αρκετούς νέους μοναχούς, γεγονός που τον ανάγκασε εντός του 960 και έπειτα από συγκατάθεση
του Πρώτου και της Γεροντικής Συνάξεως, να αποσυρθεί στα ενδότερα του Άθωνα
προς αναζήτηση ησυχίας, επιλέγοντας τόπο δυσπρόσιτο και ερημικό, την περιοχή
των Μελανών (Βίος, Ι, 57-58 - Βίος, ΙΙ, 21, 146-147), όπου εγκαταστάθηκε
πρόχειρα σε μικρή καλύβη, αλλά και θα ανοικοδομούσε αργότερα την περίφημη «Μεγίστη Λαύρα».
Την
περίοδο αυτή εν τω μεταξύ, ο φίλος του Νικηφόρος Φωκάς είχε ήδη εκστρατεύσει
στην Κρήτη και επιχειρούσε την εκπόρθηση του Χάνδακα και την εκδίωξη των Αράβων
από τη νήσο. Με σκοπό να ενισχύσει το ηθικό του στρατού του, αλλά και να
ενδυναμώσει πνευματικά τον χριστιανικό πληθυσμό της μεγαλονήσου, ο Φωκάς αποφάσισε
να προσκαλέσει μοναχούς από τη Μικρά Ασία και τον Άθωνα, μεταξύ των οποίων και
τον φίλο του όσιο Αθανάσιο, στον οποίο μάλιστα απηύθυνε προσωπική επιστολή. Με
τη συγκατάθεση του Πρώτου και των Γερόντων, ο όσιος, συνοδευόμενος από τον
μοναχό Θεόδοτο, μετέβη τον χειμώνα ή στις αρχές της άνοιξης του 961 στην Κρήτη,
όπου έγινε δεκτός με ιδιαίτερες τιμές από τον Νικηφόρο (Βίος, Ι, 60-62 - Βίος, ΙΙ,
22, 148). Κατά την παραμονή του οσίου στη μεγαλόνησιο φαίνεται ότι ενισχύθηκε ακόμη
περισσότερο ο πνευματικός τους σύνδεσμος, ώστε να συμφωνήσουν - με επιμονή
περισσότερο καθώς φαίνεται του Φωκά - στην ίδρυση Λαύρας στον Άθωνα υπό την
ηγουμενία του Αθανασίου, όπου μετά το τέλος της εκστρατείας στην Κρήτη,
επρόκειτο και ο Νικηφόρος να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, να εγκαταβιώσει και να
ασπαστεί τον μοναχικό βίο υπό την πνευματική του καθοδήγηση, υποσχόμενος μάλιστα
ότι θα διαθέσει και το απαραίτητο χρηματικό ποσό για την ανέγερσή της.
Μετά
την ολοκλήρωση της εκστρατείας στην Κρήτη πράγματι, το σχέδιο για την
ανοικοδόμηση της Λαύρας ξεκίνησε να υλοποιείται σύντομα, εφόσον την άνοιξη του
961 ο όσιος Αθανάσιος αναχώρησε για τον Άθωνα, όπου προετοίμασε, όχι χωρίς
δυσταγμούς καθώς επιθυμούσε τον ερημητικό βίο, το έδαφος για τον σκοπό αυτό,
αλλά και ο Φωκάς, λίγο μετά την επάνοδο και τον θρίαμβό του στην
Κωνσταντινούπολη, απέστειλε τον έμπιστο του μοναχό Μεθόδιο με επιστολή και το
αναγκαίο χρηματικό ποσό για την έναρξη των οικοδομικών εργασιών (Βίος, Ι, 71, 33 - Βίος, ΙΙ, 23, 149 - Τυπικόν,
104). Ο Μεθόδιος μάλιστα, προκειμένου να κάμψει και τους τελευταίους ενδοιασμούς
του οσίου και να επισπεύσει τις οικοδομικές εργασίες, παρέμεινε κοντά του έξι
μήνες περίπου, οπότε αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη μόνο εφόσον είχε ήδη ξεκινήσει
η ανοικοδόμηση της Λαύρας. Το πρώτο κτήριο που οικοδμήθηκε ήταν το μικρό οίκημα
που θα μόναζε ο Φωκάς, το οποίο περιλάμβανε και ναό τιμώμενο επ’ ονόματι του
Τιμίου Προδρόμου, ενώ ακολούθησε η έναρξη της ανέγερσης του καθολικού, όπως και
άλλων βοηθητικών οικοδομημάτων, με αποτέλεσμα το 963 ή 964 ο όσιος να συντάξει,
στην πρώτη της μορφή, την «Ὑποτύπωσιν καταστάσεως
τῆς Λαύρας» (Meyer, Haupturkunden, σ. 130-140),
δηλαδή το λειτουργικό τυπικό της νέας μονής, το οποίο επρόκειτο να τελειοποιηθεί
και να οριστικοποιηθεί μεταξύ των ετών 973 και 975 μαζί με το «Κανονικόν».
Ωστόσο
και ενώ προχωρούσαν οι εργασίες ανοικοδομήσεως του καθολικού και των κελλιών
των μοναχών, η είδηση της ανόδου του Φωκά στον αυτοκρατορικό θρόνο τον Αύγουστο
του 963 απογοήτευσε οικτρά και έθλιψε βαθιά τον όσιο Αθανάσιο (Τυπικόν, σ. 104), ο οποίος αποφάσισε να
αναστείλλει, παρά τις επίμονες μάλλον παρακλήσεις του νέου αυτοκράτορα και την
υπόσχεση ότι επρόκειτο σύντομα να εγκαταλείψει τη βασιλεία και να ασπαστεί τον
μοναχικό βίο, τις οικοδομικές εργασίες, να παραιτηθεί από την ηγουμενία και να αναχωρήσει
οριστικά από τον Άθωνα, καταφεύγοντας στη Μικρά Ασία. Ακολουθούμενος πράγματι από
ευάριθμη συνοδεία, αναχώρησε από τα Μελανά με το πλοίο της μονής και κατέπλευσε
στην Άβυδο, όπου φτάνοντας απέστειλε με το ίδιο πλοίο τους περισσότερους από
τους συνοδούς του πίσω στη Λαύρα, παραμένοντας εκεί μόνο με τρεις εμπίστούς του
μοναχούς (Βίος, Ι, 90, 42 - Βίος, ΙΙ, 30, 159). Από την Άβυδο
απέστειλε τον πρώτο από τους συνοδούς του στην Κωνσταντινούπολη με επιστολή
προς τον αυτοκράτορα, με την οποία τον ενημέρωνε για την παραίτησή του από την
ηγουμενία και του πρότεινε ως διάδοχό του τον μοναχό Ευθύμιο (Βίος, Ι, 90, 42 - Βίος, ΙΙ, 30, 160). Επειδή όμως δεν είχε εκλείψει το ενδιαφέρον του
οσίου για την αθωνική Λαύρα, αποφάσισε να αποστείλει εκεί τον δεύτερο μοναχό
από τη συνοδεία του, ονόματι Θεόδοτο, με αποστολή να παρακολουθεί την εξέλιξη
των υποθέσεων της μονής, ενώ ο ίδιος, συνοδευόμενος από τον τρίτο μοναχό, τον
Αντώνιο, επιβιβάστηκε σε πλοίο με προορισμό την Κύπρο (Βίος, Ι, 91 - Βίος, ΙΙ,
30, 160), όπου φτάνοντας εγκαταστάθηκε σε ερημικό «κελλίον» πλησίον της μονής των Ιερέων (Βίος, Ι, 92 - Βίος, ΙΙ,
31, 161).
Λαμβάνοντας
ο αυτοκράτορας την επιστολή του οσίου Αθανασίου στην Κωνσταντινούπολη λυπήθηκε
βαθιά και, προκειμένου να μην αποτύχει η προσπάθεια και διαλυθεί η νέα Λαύρα,
αποδέχθηκε προσωρινά την πρότασή του για ανάληψη της ηγουμενίας από τον
Ευθύμιο, αποστέλλοντας ωστόσο επιστολές παντού στην αυτοκρατορία,
συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου, προς αναζήτησή του (Βίος, Ι, 94-95 - Βίος, ΙΙ,
31, 161-162). Εν τω μεταξύ, αντιδρώντας ο όσιος Αθανάσιος στην επιμονή του
ηγουμένου της μονής των Ιερέων, ο οποίος, προσπαθώντας να εφαρμόσει την
αυτοκρατορική εντολή, του ζητούσε επιτακτικά να αποκαλύψει την ταυτότητά του, αναχώρησε
εσπευσμένα για τη Μικρά Ασία. Στην Αττάλεια όπου αποβιβάστηκε, συναντήθηκε με
τον προερχόμενο από την Λαύρα μοναχό Θεόδοτο, από τον οποίο πληροφορήθηκε τη
θλιβερή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η μονή, δεδομένου ότι ο ηγούμενος
Ευθύμιος είχε ήδη παραιτηθεί και τα πράγματα οδηγούνταν σε διάλυση. Έτσι, αποφάσισε
την επάνοδό του στον Άθωνα, αποστέλλοντας και πάλι τον μοναχό Θεόδοτο να αναγγείλει
το γεγονός στη Λαύρα, ώστε, επανερχόμενος εκεί στις αρχές του 964, να γίνει δεκτός
με ενθουσιασμό και ιδιαίτερες τιμές από την αδερφότητα (Βίος, Ι, 99-100 - Βίος, ΙΙ,
33, 163-164).
Μικρό
διάστημα μετά την επάνοδό του και αφού τακτοποίησε τα εκκρεμούντα ζητήματα της
μονής, ο όσιος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, την άνοιξη του 964, όπου συναντήθηκε με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο,
από τον οποίο έλαβε εκ νέου διαβεβαίωση ότι επρόκειτο να παραιτηθεί από τη
βασιλεία και να μονάσει στη Λαύρα (Βίος,
Ι, 102 - Βίος, ΙΙ, 34, 165). Η
πολυσήμαντη αυτή κίνηση του οσίου να επισκεφθεί τον αυτοκράτορα στην έδρα του δεν
συνέτεινε μόνο στην αποκατάσταση των προσωπικών και πνευματικών τους σχέσεων,
αλλά αποτέλεσε επίσης και κεφαλαιώδη σταθμό για τον αθωνικό μοναχισμό
γενικότερα, δεδομένου ότι από τον Φωκά εκδόθηκαν την άνοιξη του 964 τρία ευεργετήρια
χρυσόβουλλα με σημαντικές δωρεές υπέρ της Λαύρας, με βάση τα οποία επίσης θεμελιώθηκε
και πολιτειακά η ύπαρξη και η απρόσκοπτη λειτουργία του κοινοβιακού μοναχισμού
στον Άθωνα. Σε ένα από τα χρυσόβουλλά του μάλιστα, το οποίο είχε χαρακτήρα
τυπικού, ο φιλομόναχος αυτοκράτορας όριζε ότι δικαίωμα επέμβασης στα εσωτερικά
της Λαύρας θα είχε μόνον ο ίδιος ή οι διάδοχοί του, καθότι η μονή πλέον από
ιδιωτική καθίστατο βασιλική και ανεξάρτητη από οποιαδήποτε άλλη πολιτική ή
εκκλησιαστική αρχή (Τυπικόν, σ. 109).
Ο Νικηφόρος μάλιστα ως ο κτήτοράς της, θα κατείχε δια βίου την κυριότητά της,
ενώ μετά το θάνατο του αυτή θα περιερχόταν στον ηγούμενο Αθανάσιο, του οποίου
το αξίωμα ορίστηκε να είναι ισόβιο. Με το εν λόγω χρυσόβουλλό του τέλος, ο
αυτοκράτορας απαγόρευσε την παραχώρηση της Λαύρας σε πρόσωπο ξένο προς αυτήν,
κοσμικό ή εκκλησιαστικό ή και την προσάρτησή της σε άλλη μονή (Πρβλ. Τυπικόν, σ. 106), ενώ θέσπισε και γενναία
τακτική ετήσια αυτοκρατορική χορηγία για τη συντήρησή της (Τυπικόν, σ. 114-119).
Έπειτα από αυτή τη θετική εξέλιξη και λόγω
της σπουδαίας φήμης του οσίου Αθανασίου, η Λαύρα κατέστη πόλος έλξεως για
πολλούς μοναχούς, οι οποίοι προέρχονταν από διάφορες περιοχές όπως η Ρώμη, η Καλαβρία,
η Ιταλία, η Ιβηρία, η Αρμενία, κ.ά., προκειμένου να εγκαταβιώσουν εκεί, δεδομένου
μάλιστα ότι την περίοδο από το 964 μέχρι και το 972 η μονή αποτελούσε, εκτός
του Πρωτάτου, το μοναδικό σημαντικό αθωνικό κοινοβιακό μοναστικό καθίδρυμα. Η
εντυπωσιακή αυτή άνθηση της Λαύρας με την ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης του
καθολικού και των λοιπών χώρων του συγκροτήματος ωστόσο (Τυπικόν, σ. 105 - Βίος, Ι,
81, 37- Βίος, ΙΙ, 25, 151-152),
προκάλεσε, με την εφαρμογή επιπλέον και του κοινοβιακού συστήματος, σημαντικές αντιδράσεις
πολλών από τους μέχρι τότε κατά κύριο λόγο αναχωρητές, ερημίτες ή κελλιώτες Αθωνίτες,
με το αιτιολογικό ότι υπήρχε κίνδυνος, λόγω των εντυπωσιακών της οικοδομημάτων,
του πλούτου και των άφθονων οικονομικών δωρεών να αλλοιωθεί και να
εκκοσμικευθεί η μοναστική και ασκητική παράδοση στον Άθωνα (Βίος, Ι, 114, 54- Βίος, ΙΙ, 36, 168) .
Το
τραγικό γεγονός της δολοφονίας του Φωκά (10/11 Δεκεμβρίου 969) εν τω μεταξύ,
έδωσε νέα τροπή στο ζήτημα, δεδομένου ότι οι αντιδρώντες στην προσπάθεια του οσίου
Αθανασίου, εξέλαβαν την άνοδο του Ιωάννου Τσιμισκή (969-976) στον αυτοκρατορικό
θρόνο ως την πλέον κατάλληλη ευκαιρία προκειμένου να ανακόψουν την πορεία ανάπτυξης
της Λαύρας ως κοινοβίου. Για τον λόγο αυτό και αμέσως σχεδόν μετά την στερέωση του
νέου αυτοκράτορα στον θρόνο, απέστειλαν αντιπροσωπεία για να καταθέσουν τις
ενστάσεις τους απέναντι στην επικείμενη εκκοσμίκευση - όπως πίστευαν - του αθωνικού
μοναχισμού (Βίος, Ι, 114, 54-55 - Βίος, ΙΙ, 36, 168-Τυπικόν Τζιμισκῆ, σ. 209). Ο αυτοκράτορας ωστόσο, προκειμένου να
σχηματίσει ακριβέστερη εικόνα για την
κατάσταση στον Άθωνα, προσκάλεσε πιθανότατα την ίδια περίοδο και τον όσιο Αθανάσιο
στην Κωνσταντινούπολη (Βίος, Ι, 116,
56- Βίος, ΙΙ, 36, 169), όπου, παρά τη
στενή σχέση που γνώριζε ότι τον συνέδεε με τον Φωκά, του συμπεριφέρθηκε με
τρόπο υποδειγματικό και μάλιστα αποδέχθηκε στο σύνολό τους τα αιτήματα του,
εκδίδοντας μάλιστα νέο χρυσόβουλλο με το οποίο όχι μόνο επικύρωσε, αλλά και αύξησε
ουσιαστικά τα προνόμια του προκατόχου του προς την Λαύρα (Βίος, Ι, 116, 56- Βίος, ΙΙ,
36, 169-Τυπικόν, σ. 114).
Ο
Τσιμισκής μάλιστα, προκειμένου να επιτύχει τη συμφιλίωση των Αθωνιτών (Τυπικόν
Τζιμισκῆ, σ. 209), απέστειλε λίγο αργότερα και έπειτα από πρόταση και του οσίου
Αθανασίου (Βίος, Ι, 119, 57) τον
ηγούμενο της Μονής του Στουδίου Ευθύμιο, με σκοπό να διευθετηθεί οριστικά το ζήτημα.
Πράγματι, ο Ευθύμιος έφτασε στον Άθωνα εντός του 972 και έπειτα από
διαβουλεύσεις με τον όσιο Αθανάσιο και τους λοιπούς Αγιορείτες, κατέληξαν από
κοινού στην σύνταξη και την υπογραφή από τον Πρωτεπιστάτη, τους πενήντα επτά
ηγουμένους, καθώς και άλλους προκρίτους Αθωνίτες μοναχούς ενός κοινά αποδεκτού τυπικού
κανόνα (Τυπικόν Τζιμισκῆ, σ. 214), ο
οποίος επικυρώθηκε στη συνέχεια και από τον αυτοκράτορα, ώστε να είναι γνωστός έκτοτε
ως «Τυπικὸν τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως Ἰωάννου
τοῦ Τζιμισκῆ» (Papachryssanthou, Actes du Prôtaton, σ. 202-215 και Meyer, Haupturkunden, σ. 141-151).
Μετά
την αυτοκρατορική επικύρωση και την απόφαση για την εφαρμογή του νέου τυπικού,
αλλά και την αποκατάσταση των σχέσεών του με τους λοιπούς Αθωνίτες, ο όσιος Αθανάσιος
επιδόθηκε απερίσπαστος στη διοικητική οργάνωση της Λαύρας, καθώς και στην
ενίσχυση του πνευματικού βίου των μοναχών, στην ορθή διαχείριση των
οικονομικών, στη λειτουργική ευταξία, αλλά και στην επίλυση διαφόρων άλλων
ζητημάτων της, οριστικοποιώντας μεταξύ των ετών 973 και 975 το τυπικό («κανονικόν») της μονής, το γνωστό ως «Τυπικόν ἤτοι κανονικὸν τοῦ ὁσίου καὶ
θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Αθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ» (Meyer, Haupturkunden, σ. 102-122), με το οποίο ρυθμίζονταν κυρίως τα
διοικητικά θέματα της μονής, καθώς και την «Ὑποτύπωσιν
<τῆς> καταστάσεως τῆς λαύρας τοῦ ὁσίου Αθανασίου» (Meyer, Die Haupturkunden, σ.
130-140), ενώ αργότερα, μεταξύ των ετών 984 και 993, ολοκλήρωσε και την «Διατύπωσιν τοῦ ὁσίου καὶ μακαρίου πατρὸς ἡμῶν
Ἀθανασίου» (Meyer, Haupturkunden, σ. 123-130), τη γνωστή και ως «διαθήκη»
του.
Προσπάθώντας
τέλος να αποπερατώσει με αυτοπρόσωπη επιστασία, αν και η ηλικία του είχε
υπερβεί τα εβδομήντα έτη, τα υπολειπόμενα οικοδομικά έργα της Λαύρας, ο όσιος Αθανάσιος,
βρήκε τραγικό θάνατο μαζί με άλλους μοναχούς μεταξύ των ετών 1000 και 1004 από
την πτώση του τρούλλου του καθολικού κατά τη διάρκεια των εργασιών διεύρυνσής
του (Βίος, Ι, 234-235- Βίος, ΙΙ, 65-66, 200-201). Η είδηση του
ξαφνικού θανάτου του περίφημου ηγουμένου προκάλεσε έντονη συγκίνηση στους Αθωνίτες,
ώστε κατά την εκφορά του ιερού του σκηνώματος να συρρεύσει μεγάλος αριθμός
μοναχών από ολόκληρη τη χερσόνησο, προκειμένου να τιμήσει τον μεγάλο ασκητή και
θεμελιωτή του αθωνικού κοινοβιακού μοναχισμού για την ακεραιότητα του ήθους του
και την αγιότητα του βίου του, του οποίου η μνήμη τιμάται έκτοτε από την
Εκκλησία στις 5 Ιουλίου.
Συνοπτική Βιβλιογραφία : «Διήγησις τοῦ βίου καὶ τῶν διακρίσεων καὶ οἰκονομιῶν
καὶ θαυμάτων τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ», έκδ. J. Noret, Vitae duae antiquae Sancti Athanasii Athonitae, (CCSG
9), Turnhout-Leuven 1982, σ. 3-124 [Βίος, Ι].
«Βίος καὶ ἀγῶνες καὶ μερικὴ θαυμάτων διήγησις τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ», έκδ. J. Noret, Vitae duae antiquae, σ.
125-213 [Βίος, ΙΙ]. «Τυπικὸν
τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως Ἰωάννου τοῦ Τζιμισκῆ»,
στο D. Papachryssanthou, Actes du Prôtaton, (Archives de l’Athos 7), Paris, 1975, σ. 209-215 και Ph. Meyer
(Hrsg.), Die Haupturkunden für die Geschichte der Athosklöster, Leipzig, 1894, σ. 141-151 [Τυπικόν
Τζιμισκῆ]. Αγγλική μετάφρασή του βλ. στο J. Thomas-A. Constantinides-Hero, Byzantine Monastic Foundation Documents. A Complete Translation of the
Surviving Founders’ Typika and Testaments, Vol. I, (Dumbarton Oaks Studies
XXXV), Washington, DC: Dumbarton Oaks Research Library and Collection, 2000, σ.
235-242. «Τυπικὸν ἤτοι κανονικὸν τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Αθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ»,
στο Ph. Meyer (Hrsg.), Die Haupturkunden, σ. 102-122 [Τυπικόν]. Αγγλική μετάφραση, βλ. στο J. Thomas-A. Constantinides-Hero, Byzantine Monastic Foundation Documents, σ. 250-265). «Ὑποτύπωσις καταστάσεως τῆς λαύρας τοῦ ὁσίου Αθανασίου», στο Ph. Meyer (Hrsg.), Die Haupturkunden, σ.
130-140. Αγγλική μετάφραση: J. Thomas-A. Constantinides-Hero,
Byzantine Monastic Foundation Documents, σ. 221-228).
«Διατύπωσις τοῦ ὁσίου καὶ μακαρίου πατρὸς
ἡμῶν Ἀθανασίου», στο Ph. Meyer (Hrsg.), Die Haupturkunden, σ. 123-130 (Αγγλική μετάφραση: J. Thomas-A. Constantinides-Hero,
Byzantine Monastic Foundation Documents,, σ.
274-278). Πλήρη βιο-βλιογραφία για τον
όσιο Αθανάσιο, βλ. στο πρόσφατο λήμμα : π. Ευάγγελος Κ. Πριγκιπάκης, «Αθανάσιος
ο Αθωνίτης (περ. 925/30-1002/04)», στο Α.Γ.Κ. Σαββίδη (επιμ..), Νέο Βιογραφικό Λεξικό του Βυζαντίου [ΝΒΛΒ],
τ. ΙΙ/ΙΙΙ, Αθήνα : Παπαζήσης, 2024, σ. 67-78.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου