Ο Ιγκόρ, μετέπειτα π. Βασίλειος, ε9ξαίρετος υμνογράφος, ήταν ένας από τους τρεις νεαρούς καλόγερους (οι άλλοι δύο ήταν ο Θεράπων και ο Τρόφιμος) που δολοφονήθηκαν ανήμερα το Πάσχα του 1993 στο ιστορικό μοναστήρι όπου βαφτίστηκε όλη του η κάποτε κομμουνιστική οικογένεια
Οι τρεις Πασχάλιοι μάρτυρες της
Όπτινα
Ο μάρτυρας που θυσιάζεται δεν χαρίζεται σε ψεύτικες καταστάσεις. Έχει έναν μυστικό τρόπο να φανερώνει την αγάπη του Θεού στους ανθρώπους χωρίς να τους πληγώνει. Τους επιτρέπει να τον πληγώσουν, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος τούς διδάσκει αναίμακτα με απλότητα, απαλά, αλλά με απόλυτο τρόπο όπως ακριβώς έκανε ο Χριστός. Στο μοναστήρι της Όπτινα στη Ρωσία την ημέρα του Πάσχα του 1993 τρεις νεαροί μοναχοί, ο Βασίλειος, ο Θεράπων και ο Τρόφιμος αφήνουν την τελευταία τους πνοή φεύγοντας από το μαχαίρι ενός ανθρώπου που τους δολοφόνησε. Σήμερα η συγκλονιστική ιστορία τους κάνει τον γύρο του κόσμου και το πέρασμα τους από τη γη παραμένει ζωντανό και Αναστάσιμο και λόγω της ημέρας της βίαιης κοίμησής τους.
Το ερημητήριο της Όπτινα είναι αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ιδρύθηκε από έναν μετανοημένο ληστή, τον Όπτα. Σε κάθε περίπτωση, τα πρωιμότερα αρχεία που έχουν βρεθεί, χρονολογούνται από το 1630.
Από το 1825 θα αρχίσει στην Όπτινα, η εποχή των μεγάλων στάρετς, για τους οποίους διαβάζουμε και στα έργα του Ντοστογιέφσκι. Το 1821 είχε μετακινηθεί εκεί ο στάρετς Μωυσής, που έγινε μοναχός στα δεκάξι του χρόνια με την ευλογία του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ. Το μοναστήρι έγινε μεγάλο στήριγμα για τον ρωσικό λαό. Το 1850 είχε 300 μοναχούς. Η συμπόνια των μοναχών για τους φτωχούς ήταν απεριόριστη. Κατά τη διάρκεια ενός λιμού η μονή ανέλαβε δυσανάλογα μεγάλα έργα για να δώσει δουλειά στους άνεργους χωρικούς που λιμοκτονούσαν . Το 1923 το μοναστήρι έκλεισε από το κράτος και
επιστράφηκε στην Εκκλησία το 1987 σε κακή κατάσταση. Όταν έφτασαν σε αυτό οι
πατέρες Βασίλειος, Θεράπων και Τρόφιμος το βρήκαν ερείπιο. Συμμετείχαν στην
ανοικοδόμηση και την αναγέννηση της Όπτινα και είδαν τον λαό να συρρέει στις
ακολουθίες που τελούνταν εκεί.
Ο Βασίλειος ήταν ένας νέος που ξεχώριζε. Εκάρη μοναχός το 1990. Προερχόταν από μια ιδιαίτερα ευλαβή οικογένεια. Ο πατέρας του αρχικά είχε ενταχθεί στο κομμουνιστικό κόμμα, αλλά βλέποντας την αλλοίωση που είχε γίνει στις αρχές για τις οποίες ο λαός είχε αγωνιστεί, παρέδωσε την κομματική του ταυτότητα, αγνοώντας τις απειλές ότι αυτό θα είχε αντίκτυπο στη ζωή του γιου του. «Δεν μπορείς να συμβιβάζεσαι με την απάτη», έλεγε στον γιο του Ιγκόρ, τον μετέπειτα πατέρα Βασίλειο, που στην εφηβεία του ήταν άθεος. Ήταν όμως ένα ευαίσθητο παιδί με μεγάλη συμπόνια, που χάριζε τα δώρα που του έκαναν οι γονείς του στους φτωχότερους συμμαθητές του. Στα 18 του χρόνια ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα του, τον έφερε αντιμέτωπο με τη σκληρή πραγματικότητα.
Και δημοσιογράφος
Αργότερα ο Ιγκόρ σπούδασε
δημοσιογραφία, ενώ έπαιζε στην ομάδα πόλο στην εθνική ομάδα της ΕΣΣΔ. Κάποτε
όταν βρισκόταν στην Ολλανδία γνώρισε μια νεαρή Ολλανδέζα και άρχισε να
αλληλογραφεί μαζί της. Κάποια στιγμή προετοιμαζόταν να συμμετέχει σε μια
διοργάνωση αγώνων πόλο στον Καναδά, όταν ανακάλυψε ότι του είχαν απαγορέψει την
έξοδο από τη χώρα για «σχέσεις κατασκοπείας με ξένους πολίτες». Τότε ένας
καθηγητής ιστορίας, τον συμβούλεψε να απευθυνθεί σε έναν ιερέα. Έτσι ο Ιγκόρ
έκανε το πρώτο του βήμα μέσα στην εκκλησία. Παρακολούθησε τη Θεία Λειτουργία
και γύρισε σπίτι αλλοιωμένος.
Η μεταστροφή του στην Ορθοδοξία επηρεάζει και τους συμπαίκτες του
Αργότερα ο Ιγκόρ συνδέθηκε
πνευματικά με τον Ιερομόναχο Ραφαήλ, ο οποίος φύτεψε στην ψυχή του τον σπόρο
της πίστης και της αγάπης. Ο ιερομόναχος αυτός σκοτώθηκε ξαφνικά σε
αυτοκινητιστικό ατύχημα. Ο θάνατός του αρχικά προξένησε βαθιά λύπη στον Ιγκόρ
αλλά λίγο αργότερα έγινε αφορμή να στραφεί ακόμη περισσότερο στον Χριστό.
Βαφτίστηκε με όλη την οικογένειά του στο ερημητήριο της Όπτινα και άρχισε να
νηστεύει ακόμη και κατά τη διάρκεια σημαντικών αγώνων όπου οι άλλοι αθλητές
τρεφόντουσαν με κρέας.
Μια Σαρακοστή που δεν έτρωγε ούτε ψάρι και όπου οι υπόλοιποι παίκτες φοβούνταν ότι θα χάσουν τον αγώνα γιατί ο Ιγκόρ θα ήταν αδύναμος, έγινε το αντίθετο. Έκανε τόσο μεγαλειώδη εμφάνιση που κέρδισαν τον αγώνα. Άρχισαν τότε όλοι να διαβάζουν τη Βίβλο και να τιμούν τη νηστεία. Κάθε φορά που πήγαιναν στο εξωτερικό, έφερναν απαγορευμένα εκκλησιαστικά και άλλα βιβλία ντυμένα με εξώφυλλα βιβλίων που το καθεστώς επέτρεπε.
Δεν ήθελε να γράφει ψέματα
Ο Ιγκόρ άρχισε να πηγαίνει στη
Σπηλιές του Πσκωφ, ένα παλαιό ρωσικό αντρικό μοναστήρι και να μένει εκεί έναν
ολόκληρο μήνα. Του άρεσε να κάνει μεγάλες βόλτες μέσα στη βροχή που αγαπούσε
πολύ.
Υπάρχουν πολλές διηγήσεις
δασκάλων και φίλων που όλες αναδεικνύουν ένα πρόσωπο ασυνήθιστο, που κανείς δεν
είχε δει ποτέ θυμωμένο ή έστω δυσαρεστημένο με κάτι. Δεν προσέβαλε κανέναν.
Αργότερα άρχισε να γράφει ποιήματα που ήταν το προστάδιο της ενασχόλησής του με
την εκκλησιαστική υμνογραφία. Παρά το γεγονός ότι δέχτηκε προτάσεις να
συνεργαστεί με μεγάλες εφημερίδες της Μόσχας, ο ταλαντούχος νέος αρνήθηκε γιατί
δεν ήθελε να γράφει ψέμματα.
Στις 11 Μαρτίου 1988 ο Ιγκόρ
άρχισε να γράφει ένα μοναδικό ημερολόγιο. Εκεί σημειώνει ότι το πρωί της 12ης
Μαρτίου η μητέρα του Άννα Μιχαήλοβνα βρήκε τον βαπτιστικό του σταυρό και του
τον φόρεσε 27 χρόνια μετά τη βάπτισή του.
Αργότερα στο ημερολόγιο του ασκεί
κριτική στην τέχνη της εποχής σημειώνοντας: «Αλλά αυτό που λαχταρώ είναι
περισσότερη ευγένεια, αγάπη, έλεος». Σε άλλο σημείο γράφει: «Χρειάζεται να
αισθανθούμε τη γεύση της αρετής, τη γλυκύτητα και την αλήθεια της με τις
καρδιές μας».
Στις Ιουνίου 1988, ο Ιγκόρ πήγε
στο μοναστήρι της Όπτινα. Η μητέρα του είχε προετοιμαστεί και το αντιμετώπισε
με ψυχραιμία. Εκεί εργάστηκε στην Όπτινα για την επανοικοδόμηση του μοναστηριού
και στον ελεύθερο χρόνο του διάβαζε και έγραφε στο ημερολόγιό του.
Στο ημερολόγιό του σημειώνει:
"‘Ενα νόμισμα για όλον τον κόσμο και μια θρησκεία, αυτό είναι το έργο του
Αντιχρίστου. Οι σκοτεινές δυνάμεις μαίνονται εναντίον μας επειδή εμείς
πλησιάζοντας τον Θεό, τις κρίνουμε. Με αυτό τον τρόπο ένα πρόσωπο, το οποίο
κάνει το καλό χωρίς υστεροβουλία, προκαλεί τον θυμό και την περιφρόνηση των
απατεώνων".
Νυχτοφύλακας
Το 1988 μετά από μία σύντομη
επιστροφή στο σπίτι του κοντά στη μητέρα του, επέστρεψε στην Όπτινα και
τοποθετήθηκε στην καλύβη του φημισμένου στάρετς Αμβροσίου. Ο Ιγκόρ ανέλαβε να
διακονεί ως νυχτοφύλακας, να ξεφορτώνει τούβλα, να διαλέγει πατάτες, να
εργάζεται στο εργαστήριο της αγιογραφίας ή στον ξενώνα.
Στην καλύβη ο πατήρ Βασίλειος
έγραφε στη σλαβονική γλώσσα κυρίως στιχηρά. Άναδείχθηκε σε εξαίρετο
εκκλησιαστικό υμνογράφο.
Στις 17 Απριλίου του 1989 ο Ιγκόρ
μαζί με άλλους εννιά από τους εργάτες έγινε δεκτός ως δόκιμος.
Διορίζεται χρονικογράφος της Μονής. Συνεχίζει να σημειώνει στο ημερολόγιό του, αλλά όλα τα κείμενα έχουν πνευματική ποιότητα.
Η μητέρα του
Σύντομα όμως δέχεται έναν άλλο
πειρασμό. Έρχεται στο μοναστήρι η μητέρα του με τη θεία του για να μεταλάβουν.
Με δάκρυα προσπαθούν να τον πείσουν να γυρίσει σπίτι. Ήταν μια δύσκολη
δοκιμασία για τον στοργικό γιο που σκεπτόταν τη μητέρα του να είναι μόνη στα
γεράματά της. Όμως η χάρη του Θεού δεν τον αφήνει. Γράφει ξανά:
«Μερικές φορές όταν στέκομαι στην
εκκλησία, μια αίσθηση της παρουσίας του Θεού, τυλίγει την ψυχή μου. Δεν
πρόκειται για τις εικόνες των αγίων που με περιβάλλουν, αλλά για τους ίδιους
του αγίους... Οι θεάρεστοι δεν κοιτάζουν στο πρόσωπό μου, αλλά στην καρδιά μου.
Πού μπορεί να κρυφτεί η καρδιά μου;».
Στις 5 Ιανουαρίου 1990 εκάρη
μοναχός. Βρέθηκε σε κατάσταση χάριτος την οποία δεν μπορούσε να περιγράψει.
Σε ένα στιχηρό γράφει: "Ποιό
είναι αυτό το θέμα που βλέπω σε μένα τον άκαρπο; Η σκληρή σαν βράχος ψυχή έχει
διαρραγεί, τα άδεια μάτια χύνουν δάκρυα. Διότι η χάρη έχει αγγίξει την ψυχή μου
και με έκανε θαύμα χάριτος".
Ακολουθούν η χειροτονία του σε
διάκονο και σε ιερέα, ενώ παράλληλα ορίζεται κανονάρχης γιατί δεν έκανε ποτέ
λάθος στο τυπικό των ακολουθιών. Η ζωή του στο μοναστήρι είναι γεμάτη αφοσίωση
σαν να βρίσκεται πάντοτε ενώπιον του Θεού.
Φορούσε ένα μπαλωμένο ράσο και
κοιμόταν σε ράντσο με προσκεφάλι τούβλα από την παλιά ταφική κρύπτη!
Πίστευε ακλόνητα στη Θεία
Πρόνοια. Φορούσε ένα παλιό ράσο, γεμάτο μπαλώματα, που το έπλενε ο ίδιος. Στα
πόδια του φορούσε λαστιχένιες μπότες σαν στρατιώτης. Νήστευε τόσο αυστηρά ώστε
χαιρόταν με σκέτο ψωμί και νερό. Κοιμόταν σε ένα παλιό ράντζο με προσκεφάλι
κάτι τούβλα από την παλιά ταφική κρύπτη όπου είχαν βρεθεί τα λείψανα του
στάρετς Αμβροσίου.
Όταν εμπιστεύεσαι τον Θεό δεν σημαίνει ότι τον βάζεις εγγυητή σε μια άνετη μακροχρόνια ζωή. Το αναπάντεχο, ο θάνατος και η βία μπορεί να περιμένουν στη γωνία.
Το αίμα τους έσταζε από το
καμπαναριό!
Ο πατήρ Βασίλειος, αν και νεαρός
θα ζήσει μαζί με δύο συνασκητές, αυτό που απεύχονται όλοι, τα μη ειρηνικά τέλη.
Το Πάσχα του 1993 ο πατήρ
Βασίλειος μαζί με τους πατέρες Τρόφιμο και Θεράποντα είχαν ανέβει στο
καμπαναριό και σήμαιναν τις καμπάνες χαρούμενα. Εκείνη την ώρα κατέφτασε ο
δολοφόνος. Τους σκότωσε και τους τρεις πάνω στο καμπαναριό. Το Μαρτυρικό αίμα
τους έσταζε από το καμπαναριό στο πάτωμα. Όλα βυθίστηκαν στη σιωπή. Όμως ο Θεός
έδειξε την ευαρέσκειά του για τους τρεις δολοφονημένους μοναχούς, αμέσως μετά
την ταφή τους. Πιστοί που πήγαν στους τάφους είδαν τους σταυρούς τους να
μυροβλύζουν, γεγονός που επαναλαμβάνεται κάθε τόσο. Παράλληλα θαυμαστές ιάσεις
και άλλα γεγονότα δείχνουν την υπέρβαση του θανάτου τους. Οι τρεις αυτοί
μάρτυρες τα έχασαν όλα και τα βρήκαν όλα. Πέθαναν και υπάρχουν. Έγιναν σπόρος
που μπήκε στη γη και με το αγωνιώδες μαρτύριό τους μαρτύρησαν το ατελείωτο
Πάσχα.
Σημείωση: Για τον βίο του πατρός Βασιλείου στηριχθήκαμε στο βιβλίο
των εκδόσεων ΑΘΩΣ: «Όταν σημάνουν οι καμπάνες. Οι τρεις πασχάλιοι μάρτυρες της
Όπτινα».
___________
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 05.05.2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου