Αγαπητέ μου κε Αναστάσιε.
Εκτός από τον «Ανέκδοτο λόγο Σεραφείμ
Παπακώστα κατά τη χειροτονία του στο βαθμό του Πρεσβύτερου», που αναρτήσατε, ο
πατήρ Γεώργιος Μποροβίλος μου είχε στείλει και το ενδιαφέρον, νομίζω, κείμενο
που ακολουθεί για το γνωστό και σε σας φλογερό και ως Σπετσιώτη θεολόγο
αείμνηστο Αλέξανδρο Βάμβα. Λαμβανομένου υπόψη ότι «ου μετά πολλάς ταύτας
ημέρας» συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από την εκδημία του στον Κύριο, είναι
ευκαιρία εις τιμήν και μνήμην του να αναρτηθεί στο και φιλόξενο και έγκριτο Ιστολόγιο.
Αν ενδιαφέρει, προσθέτω ότι στη γνωστή Βιογραφική Δοκιμή μου «Μια φλόγα Αγάπης
στον Πειραιά», και στη φωτογραφία της σελίδας 129 ο π. Γεώργιος, από τα όχι λίγα πνευματικά τέκνα του, είναι ο
λαϊκός που κάθεται πλάι στον αείμνηστο Αλέκο. ΑΘ.ΚΟΤ.
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΜΒΑΣ
ΩΣ ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΑΣ
Συμβολή στην ιστορία του κηρύγματος κατά τον Κ΄ αιώνα
Ο Αλέξανδρος Βάμβας (1926-1991), γεννήθηκε στις Σπέτσες. Φοίτησε στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών. Τα τελευταία γυμνασιακά χρόνια τα έβγαλε στο Εσπερινό Γυμνάσιο του Πειραϊκού Συνδέσμου, εργαζόμενος. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εντάχθηκε, από τα φοιτητικά του χρόνια, στις τάξεις της ιεραποστολικής Αδελφότητας Θεολόγων η «Ζωή». Εργάστηκε, κατ’ εντολή της Αδελφότητας, στο Βόλο, τον Πειραιά, και την Αθήνα. Δραστηριοποιήθηκε στα Φοιτητικά Οικοτροφεία του «Αποστόλου Παύλου», Αθηνών και Πειραιώς και στις προσπάθειες της Χριστιανικής Ενώσεως Εργαζομένης Νεολαίας, των Χριστιανικών Μαθητικών Ομάδων και της Χριστιανικής Φοιτητικής Ενώσεως. Δίδαξε στο Γυμνασιακό Παράρτημα της Αναργυρείου και Κοργιαλενείου Σχολής Σπετσών και στις Τεχνικές Σχολές του «Αποστόλου Παύλου», στον Πειραιά.
Το κείμενο που ακολουθεί
αποτελεί επεξεργασμένη μορφή ομιλίας που δόθηκε με άλλες πέντε σε φιλολογικό
μνημόσυνο στον Πειραϊκό Φάρο την Κυριακή 27. 11. 2016, με σκοπό την προσέγγιση
της προσωπικότητας και του έργου του Αλεξάνδρου Βάμβα, επ’ ευκαρία «των 25 ετών
από την εις Κύριον εκδημία του».
Καλείται να μιλήσει κανείς για την κατ’ εξοχήν ιδιότητα του Αλέξανδρου
Βάμβα (= Α. Β.), αυτήν του ιεροκήρυκα, ενός «υπηρέτου γενομένου του λόγου του
Θεού» (Λκ 1, 2)[1]. Διετέλεσε μέλος της
Αδελφότητας Θεολόγων η «Ζωή», μοναχικής αδελφότητας που καλλιέργησε και
ανανέωσε το κήρυγμα στην Ελλάδα στις αρχές του Κ΄ αιώνα. Εμπνευστής και
θεμελιωτής της ο γενικός ιεροκήρυκας της Ελλαδικής Εκκλησίας αρχιμανδρίτης Ευσέβιος Ματθόπουλος[2]
ο οποίος έστρεψε τον ρουν του κηρύγματος στη Χριστοκεντρικότητα[3]. Γράφει ο διάδοχός του,
ως προεστώς στην Αδελφότητα, αρχιμανδρίτης Σεραφείμ Παπακώστας[4]: «Έως την εποχή του
Μακράκη και του πατρός Ευσεβίου οι ιεροκήρυκες είχαν το κήρυγμα ως επίδειξιν ρητορικής.
Ημείς όμως από του πατρός Ευσεβίου επήραμεν τοιαύτην κατεύθυνσιν: ετάξαμεν ως
σκοπόν μας το πώς ο λαός θα επανέλθη εις τον Χριστόν»[5].
Η Αδελφότητα έδωσε στην Εκκλησία δεκάδες διακεκριμένους ιεροκήρυκες. Αναφέρονται ενδεικτικά τρία
ονόματα: αρχιμανδρίτης Διονύσιος Φαραζουλής, αρχιμανδρίτης Σεραφείμ Παπακώστας
και ο καθηγητής της Ομιλητικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και προικισμένος ρήτορας
Παναγιώτης Τρεμπέλας[6]. Μεταξύ των εκλεκτών
πρέπει να καταταγεί και ο Α. Β. Πρέπει, μάλιστα, να τον εντάξουμε και στο ρεύμα
της δεύτερης ανανέωσης του κηρύγματος[7]
κατά τον Κ΄ αιώνα που εμπνέεται από τη λεγόμενη Θεολογία του 60, δηλαδή της
στροφής προς την Πατερική Ερμηνευτική και
την Λατρευτική Θεολογία. Η Αδελφότητα της «Ζωής», με επί κεφαλής τότε
τον αρχιμανδρίτη Ηλία Μαστρογιαννόπουλο, απετέλεσε ένα από τους πυλώνες[8]. Αυτή, η αγιοπατερική
αναζήτηση πρέπει να θεωρηθεί μια από τις κύριες αιτίες που «τα κηρύγματα του
Βάμβα από άμβωνος ακούστηκαν καινούργια»[9], όπως επισημαίνει, για
την όλη κηρυκτική του παρουσία, ο βιογράφος του, Αθανάσιος Κοτταδάκης.
Χρονικά η διακονία του Α. Β.
στο κήρυγμα, σύμφωνα με μαρτυρία του ιδίου προς τον ομιλούντα, αρχίζει το 1949,
στο ναό του Ναυστάθμου του Πόρου. Συνοδεύει, ναύτης αυτός, ως βοηθός και ψάλτης
τον αείμνηστο αρχιμανδρίτη π. Πολύκαρπο Ανδρώνη για τις ακολουθίες της Μεγάλης
Εβδομάδας. Εκεί ο π. Πολύκαρπος υπερνικά τους δισταγμούς του νεαρού Αλέξανδρου
που ανεβαίνει για πρώτη φορά στον άμβωνα. Έκτοτε περιστασιακά και από το 1960
συστηματικά, θα κηρύττει με την άδεια των κατά τόπους επισκόπων έως ότου θα
καταβληθεί από την ασθένεια. Κήρυξε στη Μητρόπολη Δημητριάδος, στις Βόρειες
Σποράδες, στον Πειραιά, στη Νίκαια, στη Μητρόπολη Ύδρας, στα παρεκκλήσια της
Αδελφότητας Απόστολο Παύλο και Μεταμόρφωση, σε κατασκηνώσεις και εξορμήσεις ανά
την Ελλάδα. Δυστυχώς, εκτός ελαχίστων, το αρχείο του χάθηκε, μάλλον, εκ
παραδρομής, καταστράφηκε.
Μια μεθοδολογική διευκρίνιση.
Μπορούμε να χαρακτηρίζουμε τον Α. Β. ως ιεροκήρυκα όταν ο 64ος
Κανόνας της ς΄ Οικουμενικής Συνόδου απαγορεύει στους λαϊκούς να κηρύττουν: «Ότι
ου χρη λαϊκόν λόγον δημοσία κινείν και διδάσκειν, αξίωμα εαυτώ διδσκαλικόν
εντεύθεν περιποιούμενος».[10] Ο Κανόνας δέχτηκε
εξαιρέσεις για μεγάλους θεολόγους όπως τον Ιωσήφ Βρυέννιο, τον διδάσκαλο των
διδασκάλων, που ενώ ήταν μοναχός, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως του έδωσε
το οφίκιο του Διδασκάλου του Ευαγγελίου και την άδεια να κηρύττει από άμβωνος
με σκοπό να στηρίξει στην ορθόδοξη πίστη τους Κρητικούς που μαστίζονταν από τη
λατινική προπαγάνδα[11]. Για την ίδια αιτία και
την έλλειψη επισκόπου και το σπάνιο μορφωμένων κληρικών, ο Συμεών Θεσσαλονίκης
γνωματεύει με συστολή και διάκριση στην ερώτηση του Πρωτοπαπά Χάνδακος εάν
μπορεί να αναθέτει το κήρυγμα σε λαϊκούς. Αφού κάνει μνεία του ανωτέρω Κανόνα
γράφει: «[...] ει γε και αυτός αυτόθι δίκαιον έχεις επισκόπου, μήτε τους
αρμοδίους προς το έργον του λόγου κωλύσης όλως, μήτε πάλιν προτρέψης παρά το
δέον τινί».[12]
Ο Α. Β. ήταν ένας από τους
αρμοδίους προς το έργο του λόγου. Προικισμένος με φυσική ευγλωττία και
ευφράδεια. «Στωμύλο», τον χαρακτήρισε ο Μητροπολίτης Ύδρας μακαριστός Ιερόθεος
κατά τον επικήδειο λόγο του. Συγχρόνως ήταν πραγματικός θεολόγος, αποδεκτός από
τους επισκόπους που του παρείχαν την άδεια. Εκλήθη, μάλιστα, και στην
αρχιερωσύνη που, ως συνεπής Ζωϊκός, αρνήθηκε.
Ο ρήτορας και θεολόγος.
Ενήλασσε με άνεση τον άμβωνα, το βήμα και την διδασκαλική έδρα. Από την
ομιλία και το λόγο, στη διάλεξη και στη συστηματική παράδοση, Και όλα αυτά με
κοινό χαρακτηριστικό την έμπνευση. Διασώζει σχετικά ο Αθ. Κοτταδάκης: «Ο
Γεώργιος Κάτκωφ, [...] καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης,
έμεινε πολλά χρόνια στις Σπέτσες [...]. Κάποια Θεοφάνεια άκουσε τον Αλέκο, που
κήρυττε στον Άγιο Νικόλα κι εκφράστηκε πολύ θετικά για τη φλόγα, το
ενθουσιαστικό του λόγου, την επιβλητική φωνή και έκφρασή του»[13]. Και η καθηγήτρια Μαρία
Τζερμπίνου καταθέτει: «Ήταν ένας συνηθισμένος εκκλησιασμός του 5ου
Λυκείου στη Μυρτιδιώτισσα [...]. Στο Κοινωνικό, τα παιδιά, ίσως και γιατί είχαν
κουραστεί, άρχισαν να σιγοψιθυρίζουν, αν όχι και να μιλούν [...]. Τότε ήταν που
ακούστηκε μια βροντερή φωνή, επιβλητική και γλυκιά συνάμα, που τα έκανε να
σταματήσουν αμέσως κάθε ψίθυρο και να μείνουν ακίνητα, κυριολεκτικά με κρατημένη την αναπνοή. [...]. Και είναι
εκπληκτικό, ότι κανένα από τα παιδιά δεν κινήθηκε να φύγει».[14] Πάμπολλες είναι οι
μαρτυρίες, αρκετές από τις οποίες καταγράφει ο Αθ. Κοτταδάκης, της αποδοχής του
κηρύγματος του Α. Β. και που αποτελεί κριτήριο επιτυχίας[15],
όπως αυτή του Βόλου που «ο κόσμος φρόντιζε να πληροφορείται εγκαίρως που θα
μιλήσει»[16] για να σπεύσει να τον
ακούσει. Και στη νεκρολογία που καταχωρίζει το περιοδικό «Ζωή», επισημαίνει:
«Μέσα του εδονείτο πόθος και παλμός να
μεταδώσει τον αιώνιο λόγο του Θεού»[17].
Τη φυσική ευγλωττία και τη δύναμη του λόγου συμπλήρωναν στοιχεία
ρητορικής τέχνης. Κατά πάσα πιθανότητα πρέπει να τα διδάχθηκε από τον Π.
Τρεμπέλα που ιδιαίτερα αγαπούσε και σεβόταν, αλλά και από προσωπική μελέτη των
μεγάλων ρητόρων Πατέρων. Τόσο τα σχήματα της ευγλωττίας[18],
όπως μεταφορά, επανάληψη, ονοματοποιΐα, αντονομασία, εικονοποιΐα, έμφαση,
αλληγορία, ειρωνεία, υπερβολή, παύση όσο και τα σχήματα της διανοίας[19], όπως εκφώνηση,
επιφώνημα, ερώτηση, απορία, περίφραση, παθοποιΐα απαντώνται συχνά. Ποιος δεν
θυμάται ιδιαίτερα εκείνες τις λαμπρές
παύσεις, όταν άφηνε την ερώτηση να αιωρείται σαν να περίμενε από τον κάθε ένα
την απάντηση; Ή πάλι την παύση που ακολουθούσε όταν με εμφατικό τρόπο έδινε
ονομασία, ονοματοποιΐα, στην έννοια που ανέπτυσσε; Σε ομιλία του στο
αγιογραφικό χωρίο, «οίνον νέον εις ασκούς καινούς βλητέον» (Λκ. 5, 38), συναντάμε
την επανάληψη, την αντονομασία και την απορρέουσα έμφαση και παθοποιΐα: «Εδώ θα
σκοπεύσουμε. Με το σύνθημα αυτό θα προχωρήσουμε! Με το σύνθημα αυτό θα ζήσουμε!
Με το σύνθημα αυτό θα αγωνισθούμε! Με το σύνθημα αυτό θα δώσουμε παρουσία! Με
το σύνθημα αυτό θα νικήσουμε τον κόσμο και τα του κόσμου!» Και στην ίδια
ομιλία, επανάληψη και περίφραση: «Οίνος νέος ο Χριστός. Θεία μέθη η επενέργειά
του. Θεία μέθη η νέα κατάστασις. Θεία μέθη η θύρα και η οδός εις την ζωήν, εις
την ζωήν της θεώσεως. Οίνος νέος ο Χριστός, η ζωή ημών». Ήταν γλαφυρός και
παραστατικός, ποιητικός και εύστοχος. Παράδειγμα μεταφοράς και εικονοποιΐας
αυτό που διασώζει από το παραπάνω περιστατικό η Μαρία Τζερμπίνου. Γράφει:
«Άρχισε να μιλάει απλά, παραστατικά και πολύ πειστικά για τη μεγάλη αλήθεια, το
Θεό. [...]. Παρομοιάζει τα παιδιά με ορθρινές δροσοσταλίδες [...]»[20]. Σε άλλο σημείο χρησιμοποιεί ακόμη και
την ειρωνεία. Λέει, για τους Φαρισαίους,
«Είναι θαυμασταί των εμβαλωμάτων!»
Η ρητορική μορφή που είχε το κήρυγμά του ήταν αυτή του λόγου και όχι
της ομιλίας. Το σώμα του λόγου χωριζόταν συνήθως σε πέντε μέρη-πενταμερής
χωρισμός: Στην εισαγωγή έθετε το θέμα και το ανέδειχνε. Στο δεύτερο μέρος
έδειχνε το θέμα στην διαχρονία του και ιδιαίτερα στην εποχή μας. Στο τρίτο
μέρος προχωρούσε σε μια θεολογική εμβάθυνση από την οποία έπαιρνε αφορμή για το
τέταρτο μέρος που αντιμετώπιζε το θέμα ως γεγονός σωτηρίας, πρακτικά στην
καθημερινή ζωή. Και το πέμπτο μέρος ήταν ένας προτρεπτικός λόγος, του
συμβουλευτικού γένους, είτε για απόρριψη της αμαρτίας είτε για εγκόλπωση της
αρετής με έντονο το στοιχείο της ηθοποιΐας που μετά τη λογική διήγειρε και το
συναίσθημα.
Ερμηνευτικά, ενώ κατά κανόνα ήταν απλός και πρακτικός, ακολουθώντας τη
γραμμή της Αδελφότητας, συγχρόνως ήταν δεινός στην θεολογική εμβάθυνση και στην
αλληγορία. Αλληγορία όχι αυθαίρετη, αλλά στηριζόμενη σε παράλληλα Γραφικά χωρία
ή ερμηνείες από την Πατερική Γραμματεία.
Χρησιμοποιούσε την αλληγορία για να κάνει τις αναγωγές και τις συνδέσεις
με το σήμερα. Παράδειγμα: Απευθυνόμενος στα ομαδόπουλα της Γ΄ Βαθμίδας (Β΄
& Γ΄ Λυκείου), το 1975, με θέμα, «Μόνο το ζωντανό ψωμί», έλεγε, «Ομοιάζει ο
σημερινός άνθρωπος με τον ταξιδιώτη του μεσονυκτίου της ευαγγελικής παραβολής.
«Τις εξ υμών έχει φίλον, και πορεύσεται προς αυτόν μεσονυκτίου και είπη αυτώ·
φίλε, χρήσόν μοι τρεις άρτους» (Λκ. 11, 5-8). Το ψωμί της πίστεως, της ελπίδος
και της αγάπης. [...]. Στις Ομάδες μας αυτό προγραμματίζουμε σαν στόχο, σαν
σκοπό, σαν πορεία και παρουσία προσωπικής ζωής και ιεραποστολής: Τον Χριστό, το
ζωντανό ψωμί»[21].
Το περιεχόμενο του κηρύγματος ήταν θεολογικό. Εντρυφούσε συνεχώς στη
Γραφή. Την Καινή Διαθήκη την είχε αγκαλιά. Θεολογούσε ερμηνεύοντας τη Γραφή με
τη Γραφή και τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας[22]
όπως συνιστά ο Ευσέβιος Ματθόπουλος στον «Προορισμό του ανθρώπου». Πηγές και
βοηθήματα για τον Α.Β., η Γραφή, η Υμνολογία, ο Πατερικός λόγος και τέλος η
Φιλοκαλία. Ας ακούσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα που εμφανίζονται όλες οι
πηγές, από λόγο του που είχε την πρόνοια να διαφυλάξει ο θεολόγος κ. Ι.
Μαρκότσης, τέκνο και αυτός του σήμερα τιμωμένου. «Οίνον νέον εις ασκούς καινούς
βλητέον» (Λκ. 5, 38). «Καινούργιο κρασί σε καινούργιες, αναγεννημένες και
ανακαινισμένες ψυχές και καρδιές. Απελεύθερος του παλαιού και κατά συνέπεια συμβατικού
και φθαρμένου. «Καινοί ασκοί», δηλαδή, «περιτετμημένοι» κατά τον απόστολο Παύλο
κατά την καρδίαν «εν πνεύματι» και «ου γράμματι». (Ρμ. 2, 29) Εάν δε θέλωμεν να
εννοήσωμεν το «περιτομή καρδίας εν πνεύματι», ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα
μας είπει: «Έστι δε περιτομή καρδίας εν πνεύματι απόθεσις και αποτομή της
εμπαθούς διαθέσεως, προθέσεως και προαιρέσεως». (Μάξιμος Ομολογητής, «Περί
Θεολογίας Εκατοντάς Α΄», Φιλοκαλία, τ. 2., σ. 51, μ΄, μς΄. Και στο ίδιο κείμενο
αναφορά στον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο (Ομ. 63, 4-6), «[...] Πίετε εκ του πνευματικού
μου οίνου και ευφράνθητε [...] και μεθυσθήτε μέθην νηφάλιον [...] και λαλήσετε
εν πνεύματι μυστηρίων ουρανίων διηγήματα, [...]». Φιλοκαλία, τ. 3., σ. 211. Και
συνεχίζει με το παλαιό ιμάτιο και τους δερμάτινους χιτώνες για να ερμηνεύσει το
«απόθεσις» του Μαξίμου. Παραπέμπει στον Γρηγόριο Νύσσης για να περιγράψει την
ποιότητα των δερματίνων χιτώνων και στον Ανδρέα Κρήτης και ύμνους του Μ. Κανόνα
συσχετίζοντας τον χιτώνα της χάριτος και τον χιτώνα της αμαρτίας, όπως,
«Διέρρηξα την στολήν μου την πρώτην» και «Ενδέδυμαι διερρηγμένον χιτώνα», για
να κλείσει τον ερμηνυτικό κύκλο και τον κύκλο της σωτηρίας με τον Παύλο, «Όσοι
εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε» (Γαλ. 3, 27). Στα κείμενά του
συναντάμε νηπτικούς όρους όπως, απάθεια, απαθής διάθεσις, άγνοια, λήθη,
ραθυμία. Αποκτούν, μάλιστα, πρακτική αξία γιατί προσπαθεί να τους ερμηνεύσει
και να τους ενσωματώσει στην καθημερινή ζωή.
Ήταν θεολόγος γιατί μαθήτευε στην Εκκλησιαστική παράδοση. Ήταν θεολόγος
γιατί προσέγγιζε τη Θεολογία ασκητικά. Ήταν ο εκκλησιαστικός άνδρας που
«διακονούσε το λόγο όχι ως προσωπική υπόθεση, αλλά θυσιαστικά»[23],
αγαπητικά, «διακονώντας (και) τραπέζαις» (Πρ. 6, 2). Το ιδανικό του το εύρισκε στο Δοξαστικό των
στιχηρών του Εσπερινού της εορτής του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (Σεπτ. 26),
ποίημα Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, που έψαλε κραταιά τη φωνή σε ήχο β΄, δείχνοντας με το δάκτυλο στο Μηναίο,
«[...]! ότι πλήρης ων της αγάπης, πλήρης γέγονε και της θεολογίας, [...]».
Γι αυτό μπορούμε να τον ονομάζουμε ιεροκήρυκα «εκτός της παρεμβολής»
που διηγήθηκε τα θαυμάσια του Θεού.
«Πλην αυτού κοιτάξτε την ιστορία της Εκκλησίας μας. Όλοι σχεδόν οι
άγιοι είναι εκ του αγάμου, εκ του Μοναχικού βίου. [...]. Ίδετε τας θρησκευτικάς
κινήσεις της νεωτέρας Ελλάδος προήρχοντο από ανθρώπους οι οποίοι ήσαν
αδέσμευτοι οικογενειακών υποχρεώσεων. Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Παπουλάκος, Μακράκης,
Ευσέβιος Ματθιόπουλος».
Ιωήλ Γιαννακόπουλος, Ομιλία εις τα εγκαίνια του Ησυχαστηρίου του
προφήτου Ιωήλ Καλαμών, [εκδίδει ο Ι. Π. Μπουγάς], www.amen.gr/16. 12. 2016.
[2] Βλ. σχ. Παπακώστας, Σερ., Ευσέβιος Ματθόπουλος, Αθήνα: εκδ. «Ζωή», 1930
[3] Βλ. σχ. Τρεμπέλας, Π. Ν., Ομιλητική. (Ή ιστορία και θεωρία του κηρύγματος), Αθήνα: εκδ. «ο Σωτήρ», 1976³, 156-157, 173· Θεοδώρου, Ευ. Δ., Μαθήματα Εκκλησιαστικής Ρητορικής ή Ομιλητικής, Αθήνα: εκδ. ΕΚΠΑ, 1986,σ. 67-89· Φουντούλης, Ι. Μ., Ομιλητική, Θεσσαλονίκη: αυτοέκδοση, 1998, σ. 68-71· Φίλιας, Γ. Ν., Εκκλησιαστική Ρητορική και εκφορά του σύγχρονου Θεολογικού Λόγου, Αθήνα: εκδ. Γρηγόρη, 2008, σ. 67-74· Φούσκας, Κ. Μ., Το κήρυγμα και τα παρεπόμενά του. (Πατερική προσέγγιση, Αθήνα: αυτοέκδοση, 2000, σ. 29.
[4] Βλ. σχ. Κολιτσάρας, Ι. Θ., Σεραφείμ Παπακώστας (1892-1954). Βιογραφία, Αθήνα: εκδ. «Ζωή»,1980.
[5] Μποροβίλος, Γ. Ε., «Σεραφείμ Παπακώστας (1892-1954}. Ανέκδοτος λόγος κατά τη χειροτονία σε πρεσβύτερο», Παρνασσός, 49(2007), σ. 376.
[6] Θεοδώρου, Ευ. Δ., «Παναγιώτης Τρεμπέλας. Επικήδειος», στο Ασκήσεις Εκκλησιαστικής Ρητορικής ή Ομιλητικής, Αθήνα: εκδ. ΕΚΠΑ, 1983, σ.254-261.
[7] Δείγμα αυτού του κηρύγματος θεωρούμε το (Γκατζιρούλης), Νικόδημος Μητροπολίτης Αττικής & Μεγαρίδος, Σπορά του Λόγου. Ομιλίες στα Ευαγγέλια των Κυριακών, ά.τ..: εκδ. «Σπορά», 1981. Η ανανέωση αυτή είναι διακριτή με την αποχώρηση από τον άμβωνα του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών του ιεροκήρυκα αρχιμανδρίτη Χριστοφόρου Παπουτσόπουλου και την ανάληψη της διακονίας του κηρύγματος από τον ιεροκήρυκα αρχιμανδρίτη Νικόδημο Γιαννακόπουλο. Βλ. σχ. Παπαθανασίου, Χρυσ., Οι ιεροκήρυκες του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών, Αθήνα: έκδ. Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, 2007, σ. 13-15.
[8] Βλ. σχ. Μαστρογιαννόπουλος, Η., «Μερικά γνωρίσματα της Ορθοδόξου Θεολογίας», στο του ιδίου (επιμ.), Θεολογία Αλήθεια και Ζωή, [Πνευματικόν Συμπόσιον], Αθήνα: εκδ. «Ζωή», 1962, σ. 5-14· Τρακατέλλης, Δ., «Η Θεολογία μας χθες και αύριον» ό.π. σ. 217-236· Σταμούλης, Χρυσ., Η γυναίκα του Λωτ και η σύγχρονη Θεολογία, Αθήνα: εκδ. «Ίνδικτος», 2008,σ. 47-62, 94· Καλαϊτζίδης, Π. – Παπαθανασίου, Θ. – Αμπατζίδης, Θ. (επιμ.), Αναταράξεις στη Μεταπολεμική Θεολογία. Η Θεολογία του 60, [Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου, Βόλος 2005], Αθήνα: εκδ. «Ίνδικτος», 2009, σ. 17-51, 90-91, 108-116.
[9] Κοτταδάκης, Αθ., Μια φλόγα αγάπης στον Πειραιά. Ο Σπετσιώτης θεολόγος Αλέξανδρος Α. Βάμβας 1926-1991, [=Κοτταδάκης, Μια φλόγα], Πειραιάς, 1994, σ. 95.
[10] Ράλλης – Ποτλής, ΙΙ, 453.
[11] Ιωσήφ Βρυέννιος, Τα ευρεθέντα, εκδ. Ευγ. Βουλγάρεως, Θεσσαλονίκη, 1991², τομ. Α΄, σ. Ιβ΄.
[12] Συμεών Θεσσαλονίκης, Έργα Θεολογικά, εκδ. D. Balfour, [Ανάλεκτα Βλατάδων 34], Θεσσαλονίκη, 1981, σ. 235.
[13] Κοτταδάκης, Μια φλόγα, σ. 21-22
[14] Κοτταδάκης, Μια φλόγα, σ. 103-104.
[15] Βλ. σχ. Φούσκας, Κ., Το κήρυγμα και τα παρεπόμενά του. (Πατερική προσέγγιση), Αθήνα: αυτοέκδ., 2000, σ. 92-93.
[16] Κοτταδάκης, Μια φλόγα, σ. 95-96.
[17] Κοτταδάκης, Μια φλόγα, σ. 180.
[18] Αριστοτέλης, Τέχνης Ρητορικής, Βιβλίο Γ, στο Ρητορική, (εισ.- μτφ. – σχολ., Ηλ. Ηλιού), Αθήνα: εκδ. «Ι. Ζαχαρόπουλος», ά. τ.&έ., τ.Β΄σ. 332-443· Mortara Garaveli, Bice, Manuale di Retorica, Milano: ed. Tascabili Bompiani, 2010, p. 186 ΄
[19] Αριστοτέλης, Τέχνης Ρητορικής, Βιβλίο Β΄ό. π., σ.170-331· Mortara Garaveli, Bice, ό. π., σ. 235.
[20] Κοτταδάκης, Μια φλόγα, σ. 104.
[21] Βάμβας, Αλ., «Μόνο το ζωντανό ψωμί», Ανάβασις, τχ. 2, 1(1975)5-6.
[22] Ματθόπουλος, Ευσέβιος αρχιμ., Ο Προορισμός του ανθρώπου. [...], Αθήνα: εκδ. «Ζωή», 1913, σ. 6.
[23] Σιώτης, Μ. Α., ό. π., σ. 31.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου