Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
Πανανθρώπινη κραυγή καί ἱκεσία
«Aὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με»
(Λουκ. ιη´38)
Τυφλός
καί ζητιάνος ὁ ἥρωας τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος κραυγάζει ζητώντας
ἀπό τόν διερχόμενο Ἰησοῦ τό ἔλεος καί τή σωτηρία του. Ζητᾶ τό φῶς του. Κι ὅταν
οἱ ἄλλοι τόν ἐπιτιμοῦν, ἐκεῖνος τήν κραυγή τήν μεταβάλλει σέ βοή, βοή πού
ξεχύνεται σάν λάβα πυρακτωμένη ἀπό τά σπλάγχνα ἐνεργοῦ ἡφαιστείου. Λάβα
πόνου πού κυλᾶ μπροστά στά πόδια τοῦ «υἱοῦ Δαυΐδ». Καί ἡ σαρκωμένη ἀγάπη βλέποντας
νά ξελειλίζει ἡ ἀγωνία τοῦ παιδιοῦ του, σκύβει στόν ἄνθρωπο καί τοῦ χαρίζει τήν
ἴαση.
Ὁ
πρώην τυφλός τώρα βλέπει. Τά μάτια του ἄνοιξαν στό φῶς. Καί ὁ πρῶτος τόν ὁποῖο
βλέπει εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς, πού εἶναι τό φῶς τό ἀληθινό. Καί μᾶς διδάσκει νά ἐκφράζουμε στό Θεό τούς πόθους τῆς ψυχῆς μας μέ
θερμότητα καί ἐπιμονή.
******
«Aὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με»
Νά προσευχόμαστε λοιπόν κι ἐμεῖς μέ θερμότητα. Νά εἶναι ἡ προσευχή μας θερμή, ὅπως ἡ ἐγκάρδια ἐπικοινωνία τοῦ παιδιοῦ μέ τόν Πατέρα, «ὡς τις λαλήσει πρός τόν ἑαυτοῦ φίλον» (Ἐξόδ. λγ΄ 11). Νά μιλοῦμε στόν Θεό μέ κατάνυξη καί ἀγάπη. Νά συγκλονίζεται ὅλος ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος. Νά κτυποῦμε τή θύρα τοῦ Θεοῦ «μετά κραυγῆς ἰσχυρᾶς καί δακρύων».
«Οὐδέν εὐχῆς δυνατώτερον πεπυρωμένης
καί γνησίας» μᾶς λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Καί ἀλλοῦ μᾶς τονίζει: «Μπαίνουν
πολλοί στήν Ἐκκλησία, σχεδιάζουν ἀναρίθμητους στίχους προσευχῆς,
καί βγαίνουν χωρίς νά γνωρίζουν τί εἶπαν· τά χείλη κινοῦνται, ἀλλά ἡ ἀκοή
δέν ἀκούει. Γονάτισα, λές· ἀλλά ἡ σκέψη σου πετοῦσε ἔξω· τό στόμα ἔλεγε
τήν προσευχή, ἀλλά ἡ σκέψη ἔτρεχε ἀλλοῦ. Ἐσύ ὁ ἴδιος δέν προσέχεις
τήν προσευχή σου καί θέλεις νά τήν εἰσακούσει ὁ Θεός; Γι’ αὐτό λοιπόν
κι ἔξω στό δρόμο νά εἶσαι, κράζε ὄχι μόνο κινώντας τά χείλη, ἀλλά φωνάζοντας
δυνατά μέ τό νοῦ».
Διότι ἡ θερμότητα τῆς προσευχῆς
μας δέν ἔγκειται στήν ἔνταση τῆς φωνῆς μας, ἀλλά στήν θέρμη καί τήν φλόγα
τῆς καρδιᾶς μας. Εἶναι δυνατό νά γίνονται οἱ προσευχές μας ψιθυριστά,
νοερά, χωρίς νά ἀκούγεται ἀπολύτως τίποτε. Καί ὅμως ἡ προσευχή
μας αὐτή νά φθάνει ὡς κραυγή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι προσευχόταν ὁ Μωϋσῆς
στήν Ἐρυθρά Θάλασσα, ὅταν οἱ Αἰγύπτιοι κυνηγοῦσαν τούς Ἰσραηλίτες καί
φαίνονταν ὅτι ὅλοι ἦταν χαμένοι. Χωρίς
νά μιλᾶ καθόλου ὁ μεγάλος Προφήτης ἔβγαζε βοή ἀγωνίας πού ἔφθανε ὡς
βροντή στόν οὐρανό. «Τί βοᾷς πρός με» τοῦ εἶπεν ἀμέσως ὁ Κύριος (Ἐξοδ. ιδ´11-15).
Τί σοῦ συμβαίνει; Τί σέ ἀπασχολεῖ; Γιατί φωνάζεις; Εἶμαι ἕτοιμος νά σέ
βοηθήσω.
Θερμότητα σάν ἐκείνη τοῦ βασιλιά
τοῦ Ἰσραήλ Ἐζεκία, πού προσευχήθηκε καί «ἔκλαυσε κλαυθμῷ μεγάλῳ» μπροστά στό
Θεό γιά νά ἀποφύγει τόν θάνατο (Ἡσ.λη´1-5). Θερμότητα σάν αὐτή πού αἰσθανόμαστε
ὅλοι μας, ὅταν μᾶς ἀπασχολεῖ καί μᾶς «καίει» κάποιο θέμα μας. Πῶς κάνουμε τότε;
Δέν βρίσκουμε ἡσυχία. Παρακαλοῦμε καί ἱκετεύουμε καί ζητοῦμε βοήθεια ἀπό καθένα
πού μπορεῖ νά μᾶς συμπαρασταθεῖ. Χτυποῦμε κάθε πόρτα ἀπ᾽ ὅπου ἐλκπίζουμε ὅτι
μποροῦμε νά πάρουμε κάτι.
Αὐτή τή θερμότητα τῆς καρδιᾶς εἶχαν
ὄλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν προσεύχονταν καί μάλιστα κάτω ἀπό ἀντίξοες
συνθῆκες! Ὁ Ἱερεμίας ἦταν μέσα στή λάσπη καί προσείλκυσε τόν Θεό μέ
τή θέρμη τῆς καρδιᾶς του. Ὁ Δανιήλ μέσα στό λάκκο ἐξημέρωσε τά λιοντάρια
μέ τίς δυνατές ἱκεσίες του. Καί οἱ τρεῖς παῖδες μέσα στό καμίνι τῆς φωτιᾶς
μέ τίς ἐγκάρδιες ὑμνωδίες τους ἔκαναν τόν Θεό εὐσπλαγχνικό. Ὁ Ἰώβ ἦταν
στήν κοπρία καί προσείλκυσε τό θεϊκό ἔλεος. Ἄς προσευχόμαστε λοιπόν
κι ἐμεῖς μέ τή θερμότητα, πού προσευχόταν οἱ ἅγιοι. Καί ὁ Θεός θά ἀπαντᾶ
στίς προσευχές μας.
*****
Συμβαίνει ὅμως κάποτε νά
προσευχόμαστε μέ θερμότητα, ἀλλά νά αἰσθανόμαστε ὅτι ὁ Θεός δέν μᾶς ἀκούει.
Καί ἐνῶ περιμένουμε ἀπάντηση, τά πράγματα δέν ἐξελίσσονται ὅπως
τά θέλουμε. Γιατί λοιπόν σιωπᾶ ὁ Θεός; Ὁ Κύριος σιωπᾶ, ἀκόμη καί στίς
θερμές προσευχές μας, διότι θέλει καί νά ἐπιμένουμε σ’ αὐτές.
Ὅπως ἀκριβῶς ἐπέμενε ὁ τυφλός.
Δέν σταματοῦσε νά φωνάζει, μέχρι νά βρεῖ τό φῶς του. Γι’ αὐτό μᾶς λέγει ὁ
Κύριος: «αἰτεῖτε, ζητεῖτε, κρούετε,» διαρκῶς, μέχρι νά λάβετε αὐτό πού
ζητᾶτε. «Μερικές φορές, ὅταν κτυποῦμε τήν θύρα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ,
γράφει ὁ Κωνσταντῖνος Καλλίνικος, μοιάζουμε μέ τά παιδιά πού βρίσκουν
παιγνίδι νά κτυποῦν βιαστιακά τίς πόρτες τῶν σπιτιῶν καί ἔπειτα
φεύγουν τρέχοντας. Ἔτσι κι οἱ ἀνυπόμονοι πιστοί κτυποῦμε τήν πόρτα
τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν ἐπιμένουμε. Ἀπευθύνουμε μερικά φευγαλέα «Κύριε
ἐλέησον» καί ἀπομακρυνόμαστε. Καί ὁ Θεός σιωπᾶ στίς προσευχές
μας, γιά νά διδαχθοῦμε νά προσευχόμαστε θερμότερα, μέ περισσότερη
ἐπιμονή».
Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος μᾶς λέγει: «ὅταν πῶ
σέ κάποιον παρακάλεσε τόν Θεό, ζήτησέ του αὐτό πού θέλεις, ἱκέτευσέ
Τον, ἀπαντᾶ: παρακάλεσα μία, δύο, τρεῖς, δέκα, εἴκοσι φορές, καί ἀκόμη
δέν ἔλαβα αὐτό πού ζητοῦσα. Μήν ἀπομακρυνθεῖς, ἀδελφέ, μέχρι νά λάβεις.
Τέλος τῆς αἰτήσεως πρέπει νά γίνει ἡ παροχή τοῦ αἰτήματος. Τότε νά σταματήσεις
ὅταν λάβεις. Μᾶλλον δέ οὔτε τότε, ἀλλά καί πάλι νά παραμένεις στήν
προσευχή,. Ἄν δέν λάβεις, ζήτα νά λάβεις· κι ὅταν λάβεις, εὐχαρίστησε διότι ἔλαβες».
«Τριάντα ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια ἐπέμενε ὁ παράλυτος χωρίς νά μπορεῖ
νά πετύχει ἐκεῖνο πού ἤθελε, καί παρόλα αὐτά δέν ἀπομακρυνόταν. Ἐνῶ
ἐμεῖς, ἐάν γιά δέκα ἡμέρες παρακαλέσουμε μέ προθυμία τόν Θεό γιά
κάτι καί δέν τό ἐπιτύχουμε, γινόμαστε μετά ὀκνηροί».
Νά μήν ἀποκάνουμε λοιπόν προσευχόμενοι.
Νά ἐπιμένουμε μέ ὑπομονή καί ἐγκαρτέρηση χωρίς νά κουραζόμαστε. Ἴσως
μερικά πράγματα τά ζητήσαμε στό παρελθόν πολλές φορές, πολλά χρόνια, καί δέν τά
πήραμε. Καί κουαρστήκαμε. Ἀλλά ἔχει λόγους ὁ Θεός πού κάποιες φορές ἀργεῖ νά ἀπαντήσει.
Ἀπό ἀγάπη καθυστερεῖ. Ἐμεῖς ἄς ἐπιμένουμε. Ὅπως οἱ ζητιάνοι, πού κάποτε τούς
δίνουν γιατί τούς βαρέθηκαν. Ἔφθασε ὁ Κύριος καί αὐτή τήν ἰδέα νά μᾶς πεῖ. Νά ἐπιμένουμε
μέχρι νά λάβουμε αὐτό πού ζητᾶμε.
*****
«Aὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με»
Ἀδελφοί, τό ἔργο τῆς ἀπολυτρώσεώς
μας καί τῆς αἰώνιας σωτηρίας μας ἄρχισε, συνεχίστηκε καί τελείωσε μέ τήν πλήρη ὑποταγή
τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατέρα.
Αὐτή
ἡ διάθεση τῆς πλήρους ὑποταγῆς στή βουλή τοῦ Κυρίου πρέπει νά διακρίνει καί τή
δική μας ζωή, προκειμένου νά ἀπολαύσουμε τήν αἰώνια σωτηρία, τήν ὁποία ὁ
Κύριος μᾶς ἐχάρισε μέ τό Αἷμα Του.
Αὐτό τό πνεῦμα τῆς πλήρους ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἄς διαποτίζει καί τίς καθημερινές μικρές καί μεγάλες προσευχές μας, τίς ἱκεσίες μας, πού μέ θερμότητα καί ἐπιμονή ἀπευθύνουμε στόν Πανάγαθο Κύριο καί Θεό μας. Στόν Κύριό μας ὁ Ὁποῖος στήν ἐναγώνια πάλη τῆς προσευχῆς ἀρέσκεται νά παίρνει μέρος ὡς ἀνταγωνιστής μας καί νά νικιέται ἀπό ἐμᾶς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου