Νά, δὲν ἔχει πολλὰ χρόνια ποὺ στὸ
Ἅγιον Ὄρος ἐργαζόταν γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ ἕνας λαϊκὸς μὲ τὸ παιδί του. Ἔπειτα βρέθηκε
μιὰ καλὴ δουλειὰ στὴν πατρίδα τους καὶ ὁ πατέρας ἀποφάσισε νὰ φύγη καὶ νὰ πάρη
καὶ τὸ παιδί, γιὰ νὰ εἶναι ὅλη ἡ οἰκογένεια κοντά. Τὸ παιδί του ὅμως εἶχε
συγκινηθῆ ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν καὶ ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν του καὶ τὴν
κοσμικὴ ζωὴ μὲ τὸ ἄγχος δὲν θέλησε νὰ τὸν ἀκολουθήση καὶ νὰ γυρίση στὸν κόσμο.
«Ἀφοῦ, πατέρα, ἔχεις καὶ ἄλλα
παιδιά, τοῦ εἶπε, ἄφησε καὶ ἕνα στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας».
Ἐπειδὴ ἐπέμενε, ἀναγκάσθηκε ὁ πατέρας του νὰ τὸν ἀφήση. Τὸ παλληκάρι αὐτὸ ἦταν ἀγράμματο, ἀλλὰ ἦταν πολὺ εὐαίσθητο καὶ εἶχε πολὺ φιλότιμο καὶ ἁπλότητα. Αἰσθανόταν τὸν ἑαυτό του πολὺ ἀνάξιο, γιὰ νὰ γίνη μοναχός, ἐπειδὴ νόμιζε ὅτι δὲν θὰ μπορέση νὰ ἀνταποκριθῆ στὰ μοναχικά του καθήκοντα.
Βρῆκε λοιπὸν μιὰ μικρὴ καλύβα, ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦσαν παλιὰ γιὰ τὰ ζῶα, ἔκλεισε μὲ πέτρες καὶ φτέρες τὴν πόρτα καὶ τὸ παράθυρο καὶ ἄφησε μιὰ μικρὴ στρογγυλὴ τρύπα, γιὰ νὰ μπαινοβγαίνη στρυμωχτά, τὴν ὁποία ἔκλεινε ἀπὸ μέσα μὲ ἕνα κουρελιασμένο παλτό, ποὺ εἶχε βρεῖ ἐκεῖ πεταγμένο.Οὔτε φωτιὰ δὲν ἄναβε. Οἱ φωλιὲς τῶν
πουλιῶν φυσικὰ ἦταν καλύτερες ἀπὸ τὴν φωλιά του, ὅπως καὶ τὰ γιατάκια τῶν ζώων
πάλι ἦταν καλύτερα ἀπὸ τὸ δικό του. Τὴν χαρὰ ὅμως ποὺ εἶχε αὐτὴ ἡ ψυχὴ δὲν τὴν ἔχουν
ὅσοι ζοῦν σὲ πλούσια παλάτια, γιατὶ αὐτὸς ἀγωνιζόταν γιὰ τὸν Χριστό, καὶ ὁ
Χριστὸς ἦταν κοντά του, ὄχι μόνο στὴν καλύβα του, ἀλλὰ καὶ μέσα στὸ πνευματικό
του σπίτι, στὸ σῶμα του, στὴν καρδιά του. Γι᾿ αὐτὸ ζοῦσε μέσα στὸν Παράδεισο.
Ἀπὸ τὴν φωλιά του ἔβγαινε κατὰ
καιροὺς καὶ περνοῦσε ἀπὸ κανένα Κελλί, στὸ ὁποῖο οἱ Πατέρες εἶχαν ἐξωτερικὲς ἐργασίες
στοὺς κήπους. Βοηθοῦσε στὶς δουλειὲς καὶ τοῦ ἔδιναν λίγο παξιμάδι καὶ λίγες ἐλιές.
Ἐὰν δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἐργασθῆ, δὲν δεχόταν εὐλογίες. Τὶς εὐλογίες ποὺ ἔπαιρνε, ἔπρεπε
νὰ τὶς πληρώση μὲ τὴν ἐργασία του διπλά. Φυσικὰ τὴν πνευματική του ζωὴ μόνον ὁ
Θεὸς τὴν γνώριζε, γιατὶ ζοῦσε στὴν ἀφάνεια, ἁπλὰ καὶ ἀθόρυβα. Ἀπὸ ἕνα ὅμως
περιστατικὸ ποὺ ἔγινε γνωστὸ μπορεῖ κανεὶς πολλὰ νὰ καταλάβη.
Μιὰ φορὰ πέρασε ἀπὸ ἕνα μοναστήρι
καὶ ρώτησε πότε ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ – ἂν καὶ γι᾿ αὐτὸν ὅλος ὁ χρόνος
σχεδὸν ἦταν Μεγάλη Σαρακοστή –, καὶ ὕστερα πῆγε καὶ κλείστηκε στὴν φωλιά του. Πέρασαν
σχεδὸν τρεῖς μῆνες, χωρὶς νὰ καταλάβη πότε πέρασαν. Κάποια μέρα βγῆκε καὶ πῆγε
σὲ ἕνα μοναστήρι νὰ ρωτήση πότε εἶναι τὸ Πάσχα. Παρακολούθησε τὴν ἀκολουθία,
κοινώνησε στὴν Θεία Λειτουργία καὶ ἐν συνεχείᾳ πῆγε μὲ τοὺς Πατέρες στὴν τράπεζα.
Βλέπει στὴν τράπεζα κόκκινα αὐγὰ – ἦταν ἀπόδοση τοῦ Πάσχα. Παραξενεύτηκε καὶ ρώτησε
ἕναν ἀδελφό: «Καλά, ἦρθε τὸ Πάσχα;». «Τί Πάσχα; τοῦ ἀπαντᾶ ὁ ἀδελφός. Αὔριο εἶναι
τῆς Ἀναλήψεως!». Δηλαδὴ εἶχε νηστέψει ὅλη τὴν Μεγάλη Σαρακοστὴ καὶ ἄλλες σαράντα
μέρες μέχρι τῆς Ἀναλήψεως!
Μὲ τέτοιον τρόπο ἀγωνιζόταν μέχρι
τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του. Τὸν βρῆκε νεκρὸ ἕνας κυνηγὸς δύο μῆνες μετὰ τὸν θάνατό
του καὶ εἰδοποίησε τὴν ἀστυνομία καὶ τὸν γιατρό.
Ὁ γιατρὸς μοῦ εἶπε: «Ὄχι μόνο δὲν
μύριζε, ἀλλὰ ἀντιθέτως εἶχε μιὰ εὐωδία».
Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου