Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

Για έναν θάνατο που μοσχοβολά ζωή - Γ. Δ. ΜΑΡΚΑΚΗΣ

Για έναν θάνατο που μοσχοβολά ζωή

Γ. Δ. ΜΑΡΚΑΚΗΣ

«Κωνσταντή, θα πεθάνεις!»

Με τη φράση αυτή που απηύθυνε στον εαυτό του, σεβασμιότατε, σεβαστοί πατέρες, αξιότιμοι κύριοι εκπρόσωποι των αρχών της πόλεως και τις πατρίδας μας o νεαρός Κωνσταντίνος Κανάρης κίνησε εκείνο το βράδυ του Ιουνίου του 1821 να βάλει μπουρλότο στην τουρκική ναυαρχίδα έξω από την κατεστραμμένη Χίο. Η επανάσταση που είχε ξεκινήσει τρεις μήνες νωρίτερα θα έβρισκε στο πρόσωπό του την πρώτη ηρωική φιγούρα της θάλασσας. Στη στεριά οι πρώτοι ήρωες είχαν ήδη ανέβει τα σκαλοπάτια της δόξας. Μα στη θάλασσα εκείνος ο 28χρονος έμελλε να γίνει ο πρώτος ήρωας. Το στερνοπαίδι μιας πολυμελούς οικογένειας  που έμεινε από μικρό ορφανό και πάλευε για τον επιούσιο άρτο στις θάλασσες
θα υψωνόταν άξαφνα στο πάνθεο των ηρώων με μια και μόνη απόφαση. «Θα πεθάνεις!».

Θα γίνεις πρώτος εσύ παρανάλωμα του πυρός για να φλογίσεις το μπουρλότο σου πιότερο από το δαδί που θα βυθίζεται στις εύφλεκτες ύλες.
Θα γίνεις παρανάλωμα του πυρός για να φωτίσεις το στερέωμα πολύ περισσότερο από την καιόμενη ναυαρχίδα του Καρά Αλή.
Θα πεθάνεις για να ζήσουν οι άλλοι όπως μόνο αξίζει κανείς να ζει.
Θα φύγεις από τη ζωή για να μείνεις για πάντα εκεί, στις δέλτους της ιστορίας, στην ανθρώπινη μνήμη και στην Θεία Βασιλεία.
Γιατί μόνο όποιος ξέρει για ποιο πράγμα αξίζει να πεθάνει ξέρει και για ποιο αξίζει να ζει.

Εκείνη η μνημειώδης φράση σύνθημα που κωδικοποίησε το είναι των Ελλήνων του 21 δεν ήταν ένα πιασάρικο ευφυολόγημα σαν αυτά που κατά κόρον κυκλοφορούν στις μέρες μας. Δεν ήταν σλόγκαν. Δεν ήταν πολιτική ατάκα.
Δεν ήταν ούτε έκφραση άρνησης της ζωής. Το «Ελευθερία ή θάνατος» συμπύκνωσε σε τρεις λέξεις (δύο λιγότερες απ’ το αρχαίο «ή ταν ή επί τας») μια στάση ζωής. Και ταυτόχρονα μια στάση θανάτου. Έδειχνε στον κόσμο πως υπάρχει μόνο ένας τρόπος που αξίζει κανείς να ζει. Μόνο ένας κατά φύσιν τρόπος ύπαρξης. Η ελευθερία. Η ελευθερία που σαν θεόσδοτο χάρισμα παραμένει αδιαπραγμάτευτο χαρακτηριστικό του ανθρώπου που και ο Θεός ακόμα δεν επιβουλεύεται.

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Παπαφλέσσας, η Μπουμπουλίνα και τόσοι άλλοι πρώτης γραμμής ήρωες δεν υπήρξαν τέλειοι. Δεν ήταν υπερήρωες, δεν αποτέλεσαν χάρτινες φιγούρες ή διανοητικά εφευρήματα τελειότητος.  Ήταν άνθρωποι απλοί, χωματένιοι στο σώμα και κάποτε χωματένιοι και στην ψυχή. Με λάθη, πάθη, αδυναμίες ελαττώματα. Με τη ροπή στη διχόνοια που, μόλις τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα της επανάστασης, στα 1824 (ακριβώς 200 χρόνια πριν από σήμερα) οδήγησε σε έναν εμφύλιο που λίγο έλειψε να τα τινάξει όλα στον αέρα. 

Μα εκείνη την κρίσιμη στιγμή, εκείνη τη ώρα του μεγάλου Ναι ή του μεγάλου ‘Οχι που λέει ο ποιητής στάθηκαν πάνω από όλα αυτά. Φόρεσαν με πάθος και αυτοθυσία τα υποδήματα της θυσίας, έβαλαν μπροστά τα στήθη τους, έβαλαν στη ρουλέτα της ιστορίας το είναι τους και τράβηξαν μπροστά σαν να μην υπήρχε αύριο.
Ή μάλλον για να ρθει ένα αύριο που ονειρεύονταν.  

Άλλοι το πλήρωσαν στην πρώτη και τελευταία μάχη τους, άλλοι στη φυλακή σαν το γέρο του Μωριά, άλλοι στη ζητιανιά της μετεπαναστατικής Ελλάδας σαν τον Νικηταρά, άλλοι με μια σφαίρα στην καρδιά στα σκαλοπάτια του Αη Σπυρίδωνα σαν τον Ιωάννη Καποδίστρια.  Άλλοι, έσχατοι αυτοί, το πληρώνουν στο σήμερα με κάποιους από τους απογόνους τους στις μέρες μας  να ασελγούν στη μνήμη τους. Να βγάζουνε τα άπλυτα τους στα φόρα με ανύσταχτο καημό να κοντύνουν εκείνους μπας και νιώσουμε ψηλότεροι εμείς.  

Μα όποιος ένιωσε μια φορά τη φωτιά της αυταπάρνησης όποιος σηκώθηκε ψηλότερα από το βίο για να εισέλθει προσκεκλημένος στην όντως ζωή όποιος έγινε ήρωας κατανικώντας την βαθύτατη ανάγκη της ανθρώπινης φύσης για επιβίωση εκείνος είναι πια μεγαλόψυχος. Ξέρει να συγχωρεί. Να συγχωρεί αλλά να δείχνει σταθερά και αδιαπραγμάτευτα το μόνο δρόμο. Το δρόμο προς την Λευτεριά. Μια λευτεριά που διασώζει το ανθρώπινο πρόσωπο. Μια λευτεριά που διασώζει το έθνος και την πατρίδα επιτρέποντας σε έναν άλλο τρόπο ζωής να ανθίζει.

Μια λευτεριά που πρέπει να αντισταθεί σε κάθε είδους αυτοκρατορία. Σε κάθε αυτοκρατορία ισοπέδωσης και ομογενοποίησης, είτε φοράει τον ψεύτικο χιτώνα της αδελφοποίησης, είτε επιβάλλει την μονοκρατορία του καταναλωτισμού ως υπέρτατη ανθρώπινη αξία.

Επιτρέψτε μου να κλείσω τούτο το κάλεσμα της αντίστασης σε όποιον επίβουλο με τα λόγια του Στρατηγού Μακρυγιάννη στο Ναύαρχο Δεριγνύ:
όπως μας τα διασώζει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του:

– Τι κάνεις αυτού; Μου λέγει Αυτές οι θέσες είναι αδύνατες τι πόλεμον θα κάμετε με τον Μπραΐμη αυτού;

– Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσες κ᾿ εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει και θα δείξωμεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσες τις αδύνατες. Κι᾿ αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ᾿ έναν τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους.

Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε τρώνε από ᾿μάς και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν κι᾿ όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.

Σας ευχαριστώ

Γ. Δ. Μαρκάκης

Το παρόν αποτελεί σύντομη ομιλία που εκφωνήθηκε στην πλατεία Υψηλών Αλωνίων της Πάτρας την 22 Μαρτίου 2024 στα πλαίσια του επίσημου εορτασμού για την εθνική επέτειο.

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Στοχευμένο, λακωνικό, αληθινό.
Υπέροχο!!!

Ανώνυμος είπε...

Πολύ καλό άρθρο!!!
Διδάσκει πολλά σε όλους μας, σε επΟχές φοβίας και φιλοτομαρισμού.
Γ.Κ.

Ανώνυμος είπε...

Έτσι πρέπει να είναι οι ομιλίες για αυτές τις τελετές.

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστούμε κ. Μαρκάκη!
Όπως πάντα, μας γοήτευσε ο λόγος σας!

Αθανάσιος Κοταδάκης είπε...

Εξαίρετος λόγος, πατριωτικός, χριστιανικός, μετρημένος, ανθρώπινος ! Πιο εξαίρετο ότι, αυτά τα δίσεχτα χρόνια του … «εθνομηδενισμού» «η Όρθόδοξη-Εκκλησία του Χριστού που παροικεί στην Πάτρα» κρατάει ψηλά-Μνημόσυνο Κολοκοτρώνη-την οφειλόμενη εθνική τιμή και μνήμη όπου δει. Η αναφορά της Μπουμπουλίνας στο λόγο κάνει πίκαιρο απόσπασμα που ακολουθεί από το «Ματρόζος», Γ. Στρατήγη, και αφορά τη θυσιαστική συνεργασία-Ι. Ματρόζου-Σπέτσες, και Κ. Κανάρη-Ψαρά, στα μεγάλα και ηρωϊκά. Χρόνια ελευθερίας τώρα, και συνάντηση γέροντα Ματρόζου-Κανάρη Υπουργού.
«Ποιὸς εἶσαι, καπετάνο μου; Καὶ ποιό ῾ναι τὸ νησί σου;»,
ὁ Ψαριανὸς τὸν ἐρωτᾷ μὲ πόνο θλιβερό,
«πενήντα χρόνια, μιὰ ζωή, περάσανε, θυμήσου
ἀπ᾿ τῆς καλῆς μας ἐποχῆς, ἐκείνης τὸν καιρό.
Μήπως στὴν Σάμο ἤσουνα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη;
Στὴν Κῶ, στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴ Χῖο, στὴ Μυτιλήνη;»
Ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν Τένεδο ...πενήντα πέντε χρόνια
ἐπέρασαν ἀπ᾿ τὴν στιγμὴν ἐκείνη, σὰν φτερό.
Σὰν νὰ σὲ βλέπω Κωνσταντή, δὲ θὰ ξεχάσω αἰώνια...
Ἀκόμα στὸ μπουρλότο σου καβάλα σὲ θωρῶ...
Χρόνος δὲν ἦταν πού ῾καψες στὴ Χιὸ τὴ ναυαρχίδα
κι ἦταν ἡ πρώτη μου φορὰ ἐκείνη ποὺ σὲ εἶδα...
Ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν Τένεδο, θυμᾶσαι; Μιὰ φρεγάδα
σ᾿ ἔβαλε ἐμπρὸς μ᾿ ἀράπικου ἀλόγου γληγοράδα
μ᾿ ὀχτὼ βατσέλα πίσω της ἐμοιᾶζαν περιστέρια
κι ἐσὺ γεράκι γύρω τους... ἐπάνω στὸ μπουρλότο,
ποὺ τὴν κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ᾿ ἀστέρια,
σὰν δαίμονας μὲς στὸν καπνὸ γλυστροῦσες καὶ στὸν κρότο.
Σὲ καμαρώνω ἀπὸ μακριά... κι οἱ ναῦτες κι ὁ λοστρόμος
μ᾿ ἐξώρκιζαν νὰ φύγουμε τοὺς εἶχε πιάσει τρόμος,
γιατὶ ἡ ἁρμάδα ζύγωνε ἐπάνω στὸ τιμόνι
θάρρος στοὺς ναῦτες σου ἔδινες... δὲν βάσταξε ἡ καρδιά μου,
σὲ μιὰ στιγμὴ χανόσουνα, σὲ μιὰ στιγμὴ καὶ μόνη
καὶ «ὄρτσα! μάϊνα τὰ πανιά!» φωνάζω στὰ παιδιά μου.
Στὸ στρίψιμο τοῦ τιμονιοῦ μᾶς σίμωσες... μ᾿ ἀντάρα,
ὁ Τοῦρκος κοντοζύγωνε ἡ μαύρη μου καμπάρα
ἀστροπελέκια καὶ φωτιὲς καὶ κεραυνοὺς πετοῦσε,
μὰ σὰν δελφίνι γρήγορα κι ἐκεῖνος ἐγλιστροῦσε.
Οἱ ναῦτες μου φωνάζανε: «Τί κάνεις καπετάνο;»
Κι ἐγὼ τοὺς λέω: «Τὸν Ψαριανὸ νὰ σώσω κι ἂς πεθάνω...».
Καὶ σοῦ πετῶ τὴ γούμενα... καὶ δένεις τὸ μπουρλότο...
κάνω τιμόνι δεξιά... τὸ φλογερὸ τὸ χνῶτο
τοῦ Τούρκου θὰ σὲ βούλιαζε - θυμᾶσαι; Σοῦ φωνάζω,
«Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους ν᾿ ἀνεβεῖς», μὰ δὲν μ᾿ ἀκοῦς κι ἀφήνεις
ἄλλοι ν᾿ ἀνέβουν... ἔσκυψα κι ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ σ᾿ ἀδράζω,
καὶ σ᾿ ἔσωσα κι ἐφύγαμε... μὰ δάκρυα βλέπω χύνεις!...».
«Ματρόζε μου!» δακρύβρεχτος ὁ Κωνσταντὴς φωνάζει
καὶ μὲς στὰ στήθη τὰ πλατιὰ σφιχτὰ τὸν ἀγκαλιάζει.
Κι ἐνῷ οἱ δυὸ γίγαντες μὲ τὰ λευκὰ κεφάλια
στ᾿ ἄσπρα τους γένεια δάκρυα κυλοῦσαν σὰν κρυστάλλια,
δυὸ κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα ἀπὸ τὸ χιόνι,
ὅταν τοῦ ἥλιου τὸ φιλὶ τὴν ἄνοιξη τὸ λειώνει.»-
Αντιγραφή Αθανάσιος Κοτταδάκης