Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

Πρόλογος στο βιβλίο «Τι απομένει από τον πατέρα;» Massimo Recalcati


Πρόλογος στο βιβλίο 
«Τι απομένει από τον πατέρα;» 
Massimo Recalcati

Τι απομένει από τον πατέρα; Το βιβλίο αυτό συνεχίζει και εμβαθύνει στο λακανικό ζήτημα της εξάχνωσης του πατέρα με το οποίο είχα καταπιαστεί στο βιβλίο Ο άνθρωπος χωρίς ασυνείδητο (Luomo senza inconscio) ως σημείο αφετηρίας ενός ευρύτερου στοχασμού πάνω στη σύγχρονη ψυχοπαθολογία. Αυτή η επιστροφή γίνεται στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να μην περιοριστώ στη διαπίστωση της ανυπαρξίας, της ευθραυστότητας, της εξάχνωσης, δηλαδή, της συμβολικής αυθεντίας του πατέρα και των πολλαπλών συνεπειών που αυτή η εξάχνωση έχει προκαλέσει στην ατομική και συλλογική ζωή. Το θέμα που αυτό το μικρό βιβλίο θέτει με έναν νέο τρόπο αφορά αυτό που απομένει από τον πατέρα στην εποχή της εξάχνωσής του. Αυτό ήταν το ερώτημα που με ενδιέφερε, όχι μόνο ως ψυχαναλυτή, αλλά και ως πατέρα: τι απομένει από τον πατέρα την εποχή της αποδόμησής του; Την εποχή που η αυθεντία του και η κανονιστική του δύναμη φαίνονται αμετάκλητα να έχουν τελειώσει. Πρέπει να πετάξουμε όλα όσα αφορούν τον πατέρα; Πρέπει να πούμε «φτάνει με τους πατέρες;» Να διαπιστώσουμε τη χωρίς ελπίδα κωματώδη κατάστασή του; Είναι ο πατέρας ένα σαράβαλο που έχει ξεμείνει από την εποχή της πατριαρχικής κουλτούρας και που πρέπει να αποσυρθεί χωρίς καμία νοσταλγία; Ως προς αυτό ο ελευθερόφρων χαρακτήρας των καιρών μας φαίνεται να μην έχει αμφιβολίες: το ζητούμενο είναι να απαλλαγούμε άμεσα από τον πατέρα νοούμενο ως ένα ανυπόφορο όριο στην ελευθερία μας και στην απεριόριστη θέλησή μας για απόλαυση.

Η εποχή μας, υπό αυτή την έννοια, είναι μια εγγενώς πατροκτόνος εποχή. Αν η μορφή του πατέρα είναι κυρίως εκείνη η μορφή που διαφυλάσσει την αίσθηση του αδύνατου, σήμερα η κυρίαρχη κοινωνική προσταγή διακηρύσσει, ενάντια σε κάθε πατέρα, ότι όλα είναι δυνατά, διακηρύσσει μια ελευθερία που απορρίπτει κάθε εμπειρία του ορίου και της έλλειψης. Μπροστά σ’ αυτή την έκπτωση που δεν εμπλέκει μόνο την ψυχανάλυση, αλλά ολόκληρη την κοινωνία μας, η οπτική μου ήθελα να είναι διαφορετική. Να μην συμπαραταχθώ με όλους όσοι εξυμνούν τον θάνατο του πατέρα – εξάλλου η γύμνια του Βασιλιά είναι στα μάτια όλων προφανής – ούτε να είμαι ανάμεσα σ’ αυτούς που θρηνούν νοσταλγικά την απουσία του – στα δικά μου μάτια δεν υπάρχει τίποτα πιο μισητό από τον πατερναλισμό και τα παράγωγά του –, αλλά να προσπαθήσω να επανεξετάσω ριζοσπαστικά την πατρική λειτουργία. Πως; Τι ακριβώς απομένει από τον πατέρα; Πρόκειται για την επανεξέταση της ταυτότητάς του όχι πια από την υψηλή θέση, της ένδοξης αλάνθαστης εντολής του ή της εξουσίας του, αλλά όπως θα έλεγε ο νεαρός Μαρξ, σχετικά με τη διαλεκτική του Χέγκελ, «εκ βάθρων». Αυτό είναι το αληθινό διακύβευμα αυτού του μικρού και καλότυχου βιβλίου: να επανεξετάσει τον πατέρα εκ βάθρων. Αυτό σημαίνει πρωτίστως να μην απαρνηθεί τον πατέρα, αποφεύγοντας ωστόσο να τον τοποθετήσει στην κάθετη θέση του Ιδεώδους, του Αφέντη, του αλάνθαστου οδηγού, της αυθεντίας που έχει τον τελευταίο λόγο στο νόημα της ζωής και του θανάτου, στο καλό και το κακό, στο δίκαιο και το άδικο. Σημαίνει να διορθώσουμε την πατριαρχική αναπαράσταση του πατέρα. Ποιο είναι το κέντρο αυτής της ιδεολογικής αναπαράστασης; Ο πατέρας με το μουστάκι ή τα γένια, ο ανδροπρεπής, ο αυστηρός, το αρσενικό, ο σύζυγος μιας γυναίκας, που ζει πλάι στην οικογενειακή  εστία, ο θεματοφύλακας ενός λόγου που κλείνει κάθε συζήτηση, το σύμβολο ενός Νόμου που συνθλίβει την τρεφόμενη από την εξουσία του επιθυμία. Αυτή είναι η εκδοχή του πατέρα της πατριαρχίας. Αυτός λοιπόν ο πατέρας, όπως ξέρουμε, έχει εξαχνωθεί. Όμως αυτός ο πατέρας – ο πατέρας «με το αυστηρό βλέμμα» και με τη «βαριά φωνή» της πατριαρχικής παράδοσης – εξαντλεί την ολότητα του πατέρα; Η δύση του, αντίθετα, δεν μας οδηγεί να συλλάβουμε ακριβώς στην εποχή του τέλους του, της εξαφάνισής του, την πραγματική υπόσταση του πατέρα και της λειτουργίας τους; Ο πατέρας που απομένει στη δύση του πατέρα της πατριαρχίας είναι ο πατέρας του δώρου του λόγου και όχι της δήμευσής του, είναι το σύμβολο ενός Νόμου που δεν πραγματοποιείται στην απαγόρευση και την αποστέρηση, αλλά ξέρει να ανοίγει τη ζωή στη δύναμη της επιθυμίας∙ είναι αυτή η μορφή που ξέρει να προκαλεί τον σεβασμό ο οποίος δεν περνάει από τον φόβο αλλά προκύπτει από τη μαρτυρία. Ο πατέρας, με την ουσιαστική του έννοια, θα πρέπει να θεωρείται ως αυτός που φέρει τον λόγο και όχι αυτός που τον διεκδικεί ως ιδιοκτησία του, ως αυτός που έχει την ικανότητα να ανοίγει λόγους και όχι να τους κλείνει, ως αυτός που μπορεί, μέσω των πράξεων του, να τεθεί όχι ως εμβληματικό παράδειγμα προς μίμηση, αλλά ως μάρτυρας. Μάρτυρας ποιου πράγματος; Του γεγονότος ότι η ζωή μπορεί να έχει ένα νόημα, μια ομορφιά, ότι μπορεί να γλιτώσει από τον πειρασμό της καταστροφής. Σ’ αυτό που απομένει ουσιαστικά από τον πατέρα, από το πατριαρχικό του βάθρο, διαφυλάσσεται και η αληθινή του λειτουργία: να εξανθρωπίσει τον Νόμο, να τον απελευθερώσει από την τυφλή του βία, να ενώσει και να μην αντιπαραθέσει, όπως υπενθυμίζει ο Λακάν, τον Νόμο στην επιθυμία. Υπό αυτήν την έννοια το βιβλίο Τι απομένει από τον πατέρα;  είναι ένα βιβλίο χριστιανικό με την πιο ριζοσπαστική έννοια του όρου. Βλέπει σ’ αυτό που απομένει απ’ τον πατέρα – τον πατέρα που αντιστέκεται – τη χειραφέτηση του Νόμου από το θυσιαστικό, φρικιαστικό, σαδιστικό πρόσωπο του Νόμου. Όπως ο Χριστός λέει ότι ήρθε στον κόσμο για να πληρώσει τον Νόμο – τον Νόμο της εβραϊκής παράδοσης – απελευθερώνοντάς τον, μέσω της δύναμης της αγάπης, από την εγγενή του βία, από τον απόλυτα εκδικητικό του χαρακτήρα, έτσι και ο πατέρας που είναι μάρτυρας αυτού για το οποίο μιλάω σ’ αυτό το βιβλίο συνιστά μια απόπειρα να επιτελέσει ο Νόμος του πατέρα την πλήρωσή του, δηλαδή να τον ελευθερώσει από μια μόνο κανονικο-κατασταλτική χρήση του ίδιου του Νόμου. Ο πατέρας που λέει «Όχι!» - ο πατέρας της απαγόρευσης – διορθώνεται από τη μορφή του πατέρα δωρητή, ικανού να αγαπήσει και όχι να καταπιέσει την κρυφή ελευθερία του παιδιού του, διορθώνεται από τη μορφή του πατέρα τού «Ναι!». Αυτό το «Ναι!» δεν ακυρώνει το «Όχι!», αλλά ακριβώς – χριστιανικά μιλώντας – φέρει σε πέρας τη συμβολική φύση της απαγόρευσης αποκαλύπτοντάς την ως δωρεά:  τη δωρεά της δυνατότητας της επιθυμίας από τη μια γενιά στην άλλη. Πρόκειται για το δίδαγμα που το βιβλίο Τι απομένει από τον πατέρα; παίρνει από κάποιους σύγχρονους μάρτυρες-κλειδιά αυτής της μορφής του πατέρα μάρτυρα: κυρίως από τον Λακάν, αλλά και από τα βιβλία Ο Δρόμος του ΜακΚάρθυ και Η πατρική κληρονομιά του Φίλιπ Ροθ καθώς και την ύστερη φιλμογραφία του Κλιντ Ίστγουντ. Ποιο δίδαγμα; Το δίδαγμα της πατρότητας που – στην εποχή της παρακμής της πατριαρχικής αναπαράστασης – δεν μπορεί να αναχθεί σ’ ένα γεγονός της βιολογίας, του αίματος, της καταγωγής, του φύλου του γεννήτορα. Οι πατέρες είναι πάντα πολύπλευροι και δεν περιορίζονται στα κεφάλαια του οικογενειακού μυθιστορήματος, όπως, για να αναφέρουμε μόνο ένα παράδειγμα, συμβαίνει στον νεαρό Τάο, συμπρωταγωνιστή του ηλικιωμένου σκυθρωπού Γουόλτ στο Gran Torino του Ίστγουντ. Ο Πατέρας δεν συμπίπτει με το σπερματοζωάριο: υπάρχει πάντα εκεί όπου υπάρχει μετάδοση μιας κληρονομιάς ικανής να εξανθρωπίσει τον Νόμο, υπάρχει πατέρας μόνο εκεί που υπάρχει μαρτυρία ότι η ζωή μπορεί να είναι επιθυμητή μέχρι το τέλος της, υπάρχει πατέρας μόνο όταν προσφέρεται στο παιδί μια ξεχωριστή εκδοχή της δύναμης της επιθυμίας, υπάρχει πατέρας, όπως λέει ο Λακάν, όταν ο Νόμος μπορεί να ενσαρκωθεί στην επιθυμία.

 

Μιλάνο, Ιούνιος 2017
Massimo Recalcati
 
Για την αντιγραφή,
Μίσκιν

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Υπέροχο!