Ζωγραφική: Ιωάννα Λημνιού
Ο καλοχαιρέτας
Καλύτερα νά σοῦ βγεῖ τό μάτι παρά τό ὄνομα.
Ὁ Ζήσης εἶχε τά μάτια του στή θέση τους ἀλλά τοῦ εἶχε
βγεῖ τό ὄνομα: ὁ καλοχαιρέτας. Τόν ἔβλεπαν στούς δρόμους τῶν Γιαννίνων καί ὅσοι
δέν μποροῦσαν νά τόν ἀποφύγουν, φτύναν τόν κόρφο τους. Καλός ἄνθρωπος ἀλλά
μακριά ἀπό ὅλους μας ἡ καλοσύνη καί τά χαιρετίσματά του!
Ὄχι ὅτι τοῦ ἄρεσαν οἱ συναναστροφές. Διερχόμενος ἦταν
πάντοτε ἀπό τήν πλατεία. Τό περισσότερο μέ μοναχικούς περιπάτους καί βιβλία
καταγίνονταν.
Κανείς δέν λογάριαζε τίς ἱστοριοδιφικές ἐνασχολήσεις,
τίς συνεχεῖς μετεκπαιδεύσεις στό Πανεπιστήμιο καί τήν πολυετή διδακτική
προσφορά του ὡς φιλολόγου στή Ζωσιμαία. Ὅλοι τόν ἤξεραν ὡς ἐκφωνητή ἐπικηδείων
λόγων!
Κι ὄχι μόνο αὐτό! Ἦταν, κατά κάποιον τρόπο,
καταξίωση νά σέ κατευοδώσει ὁ Ζήσης. Ξεχωριστή τιμή καί γιά τόν μακαρίτη καί
γιά τήν οἰκογένειά του.
Ἡ ἀρχή εἶχε γίνει στό χωριό. Πηγαίναμε στό
Γυμνάσιο Δερβιζιάνων, ὅταν ὁ πρόεδρος τῆς Κοινότητας τοῦ ζήτησε, ὡς ἀριστοῦχος,
νά πεῖ δύο λόγια γιά τόν ντουβρουντζά τοῦ δασκάλου μας. Ξενομερίτης, εἶχε
ξεμείνει σώγαμπρος στό χωριό. Ἡ ἀποπληξία ἦταν τό τυχερό του.
Ὁ Ζήσης φόρεσε τά καλά του, στάθηκε μπροστά στήν ὡραία
πύλη τοῦ Ἁϊ-Γιώργη καί ξεκίνησε ἐπισημαίνοντας ὅτι ὁ δάσκαλος ὑπῆρξε πρότυπο
γιά τούς μαθητές του καί ἔμπνευση γιά ὅλους ὅσοι μέ τή διακριτική ἐνθάρρυνσή
του συνέχισαν τίς σπουδές στό Γυμνάσιο, ἀκόμη καί στό Πανεπιστήμιο! Κάπου ἐκεῖ ὁ
Ζήσης γκάζωσε, ἄρχισε τίς φιλοσοφίες γιά τή ζωή καί τόν θάνατο, ἀνδρῶν ἐπιφανῶν
πάσα γῆ τάφος καί ἄλλα ποιητικά. Ὁ δάσκαλος –πρίν τήν ἀποπληξία– ἦταν κηπουρός
καί οἱ μαθητές τά λουλούδια πού ἄνθισαν μέ τήν ἀκάματο φροντίδα του. Κι ὅσο ὁ
Ζήσης ἐπέμενε ὅτι δέν ἁρμόζουν τά δάκρυα στούς δίκαιους κηπουρούς, τόσο
δερνοκοπιότανε ἡ χήρα καί βαλάντωνε τό ἐκκλησίασμα, ὅλο τό χωριό δηλαδή – καί οἱ
σερνικοί ἀκόμα.
Ὁ Ζήσης συνέχισε στό Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων καί
μετά τήν μετ’ ἐπαίνων ἀποφοίτησή του ὑπηρέτησε ὡς ἔφεδρος ἀξιωματικός. Τότε ἦταν
πού ἀποχαιρέτησε τόν Διοικητή του στήν Ἀμφιλοχία καί βεβαιωθήκαμε γιά τήν ἱκανότητά
του νά κάνει τούς ἄλλους νά θλίβονται. Ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν χαιρετάγαμε μόνο ἕναν
ἄξιο ἀξιωματικό ἀλλά ἕναν ὑποδειγματικό οἰκογενειάρχη, ἕναν πολύτεκνο πατέρα
πού παιδιά του ἦσαν ὅλοι οἱ στρατεύσιμοι πού εἶχαν τήν τύχη νά τόν συναντήσουν!
Πλάνταξαν καί τά λιθάρια τῆς Ἀκαρνανίας. Ἐγώ ἤμουν στό ἄγημα πού ἦρθε ἀπό τό
Μεσολόγγι γιά ἀπόδοση τιμητικῶν βολῶν. Ρίχναμε στόν ἀέρα καί κλαίγαμε γιά ἕναν ἄνθρωπο
πού δέν γνωρίζαμε!
Μετά τήν ἀπόλυση ὁ Ζήσης γύρισε στά Γιάννενα. Ἀποκαταστάθηκε
καί ἡ Δημοκρατία, ἀλλά ἐμεῖς ἐπειδή εἴμαστε ἀπό ἀνταρτόπληκτο χωριό δέν
πολυανακατευόμαστε μέ τά πολιτικά. Ἀρχικά ἐργάστηκε σέ φροντιστήρια. Μετά
διορίστηκε στό Κλασικό καί τόν πολύ καιρό τόν πέρασε στή Ζωσιμαία. Τό λές καί εἰρωνεία
τῆς τύχης πάντως ὅτι μιά ζωή προγύμναζε τριτοδεσμίτες μέ τόν Ἐπιτάφιο! Στό
χωριό ἐρχόταν ἀραιά. Στό μαγαζί δέν ζύγωνε. Καθόταν μιά-δύο μέρες μέ τή μάνα
του καί ἔκανε μικρομερεμέτια. Δέν πιάναν μπίτ τά χέρια του, ἀλλά ἡ γριά
χαιρόταν πού, μιά στό τόσο, εἶχε τήν ἔγνοια της. Μοναχός του ἐρχόταν, μοναχός
του ἔφευγε. Μέ δική του κούρσα. Εἶχε καλοπαντρευτεῖ μέ Γιαννιώτισα, ἀλλά ἡ
γυναίκα του δέν τό ʼθελε τό χωριό. Ἦταν ἀλλιῶς μαθημένη αὐτή. Εἶχε καί προίκα
τρία ἀκίνητα στήν Ἀβέρωφ. Μήνας μπεῖ μήνας βγεῖ, πέφταν τά μισθώματα. Παιδιά
δέν ἔκαναν. Ποιός ἔφταιγε, κανείς δέν ξέρει.
Ὅταν πέθανε ὁ πεθερός του ὁ Ζήσης μίλησε στήν
κηδεία καί σκίστηκαν καί τά λιθάρια τῆς Μητρόπολης. Ὁ ἐκλιπών ἦταν παλαιᾶς κοπῆς
Γιαννιώτης, ἀρχοντάνθρωπος μέ τά ὅλα του, εἶχε κληροδοτήσει ἕνα διαμέρισμα στό
Πανεπιστήμιο καί αὐτή ἡ μικρή δωρεά τόν συνέδεε ξώφαλτσα μέ τήν παράδοση τῶν
μεγάλων εὐεργετῶν τῆς Ἠπείρου πού ἀνάλωσαν τίς ζωές τους προσφέροντας στόν τόπο
τούς κόπους καί τίς στερήσεις τους. Ὁ Δεσπότης, πού συνήθως δέν ἔχανε εὐκαιρία
νά φλυαρήσει γιά τή ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων, μαζεύτηκε ἀναγνωρίζοντας σάν
περιττή ὁποιαδήποτε προσθήκη στά μεστά νοήματος λόγια τοῦ Ζήση.
Ἔκτοτε ὅποια κηδεία εἴχαμε στά Γιάννενα ὁ Ζήσης ἦταν
περιζήτητος. Μιλοῦσε ἤρεμα χωρίς χειρόγραφο, χειρονομοῦσε συγκρατημένα καί ἐπικεντρώνονταν
στίς ἀρετές τοῦ μεταστάντος καί τό ἀπλήρωτο κενό πού ἄφηνε ἡ ἀπουσία του. Εἶχε
τρόπο νά ἀποφεύγει τίς κοινοτοπίες καί νά ἑστιάζει στά χαρίσματα τῶν θανόντων.
Οἱ τοπικές ἐφημερίδες δέν ἄργησαν νά τόν ἀνακαλύψουν.
Ἄρχισαν νά δημοσιεύουν φωτογραφίες καί τούς λόγους του. Οἱ παλιοί Γιαννιῶτες,
πού καταδεκτικούς δέν τούς λές, παρέβλεπαν ὅτι ὁ Ζήσης ἦταν φτωχόπαιδο ἀπό τή
Λάκκα καί ἤθελαν τή συμμετοχή του στίς ἐξόδιες ἀκολουθίες τους.
Ἡ φήμη του ὡς ἐπιτάφιου ὁμιλητῆ εἶχε ἁπλωθεῖ. Οἱ
κακές γλῶσσες ὡστόσο ἔλεγαν ὅτι τίποτε δέν ἔλεγε ἀπό στήθους. Ὅλα τά
προσχεδίαζε καί στό τέλος ἔκανε ταιριαστούς συνδυασμούς πού, χωρίς νά
προσβάλουν, ξάφνιαζαν μέ τήν εὑρηματικότητά τους τούς ἀκροατές. Αὐτό μέ τούς ἐπικήδειους
γινόταν γιά χρόνια, δίνοντας μάλιστα ἀφορμή γιά κακεντρεχῆ σχόλια.
«Καλύτερα πού δέν μᾶς θυμᾶται» ἔλεγαν μέ νόημα οἱ
χωριανοί πού, ὅταν πέθανε, τόν τίμησαν καί καμπόσοι μάλιστα ἦρθαν καί ἀπό τό
χωριό. Λούξ τελετή. Μητροπολίτης, Βουλευτές, Δήμαρχος, Διοικητής Μεραρχίας,
Διοικητής Ἀστυνομίας, Πανεπιστημιακοί, Σχολικοί σύμβουλοι, ἕνα σωρό ἐπίσημα
πρόσωπα ἦσαν παρόντα, ἀλλά, ἐκτός τῶν χωριανῶν, ἄλλους, πῶς νά τό πῶ,
κανονικούς ἀνθρώπους δέν εἶδα ‒ οὔτε γείτονες, οὔτε κουμπάρους, οὔτε καί
παλιούς μαθητές.
Περίμενα ποιοί καί τί θά ποῦνε. Δύο κουβέντες
μετρημένες εἶπε ὁ Δεσπότης γιά τό Ἠπειρωτάκι πού διακόνησε τήν παιδεία καί
ρώτησε τή χήρα ἄν κάποιος ἐκ τῶν παρισταμένων θά ἀποχαιρετήσει τόν προσφιλή
σύζυγό της. Κοίταξαν ἕναν γύρο τά χαμηλωμένα βλέμματα καί κανείς δέν μίλησε γιά
ἐκεῖνον πού εἶχε ἀποχαιρετίσει μέ εἰλικρινή συγκίνηση τή μισή πόλη.
Ἴσως δέν εὕρισκαν τόσο ὡραῖα λόγια ἤ θέλαν νά ἀποφύγουν
τίς συγκρίσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου