Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2025

Τα περί της συλλήψεως και της γεννήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου τα βρίσκουμε στο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου. - Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος

Τα περί της συλλήψεως και της γεννήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου τα βρίσκουμε στο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου.

Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος

Το σχετικό κείμενο σε νεοελληνική απόδοση από την Μυριόβιβλο:

1.1. Στις ιστορίες των δώδεκα φυλών του Ισραήλ γίνεται λόγος για τον Ιωακείμ, που ήταν πολύ πλούσιος και συνήθιζε να προσφέρει διπλά τα δώρα του στο Ναό, λέγοντας: «Ας είναι ένα μέρος της περιουσίας μου για το λαό και ένα άλλο αφιερωμένο στον Κύριο μου για να συγχωρεί τις αμαρτίες μου και για τον εξιλασμό μου». 2. Πλησίαζε η ημέρα τον Κυρίου η μεγάλη και οι υιοί Ισραήλ πρόσφεραν τα δώρα τους. Στάθηκε τότε μπροστά του ο Ρουβείμ και του είπε: «Δεν σου επιτρέπεται να προσφέρεις πρώτος τα δώρα σου, αφού δεν έκανες απογόνους στον Ισραήλ». 3. Ο Ιωακείμ τότε λυπήθηκε πολύ και πήγε στα βιβλία των δώδεκα φυλών του Ισραήλ μονολογώντας: «Θα κοιτάξω προσεκτικά στα βιβλία των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, για να διαπιστώσω αν είμαι ο μόνος που δεν έκανα απογόνους στον Ισραήλ». Ερεύνησε και βρήκε ότι όλοι οι δίκαιοι ανάστησαν απογόνους στον Ισραήλ. Θυμήθηκε και τον πατριάρχη Αβραάμ που την έσχατη ώρα του χάρισε ο Θεός υιό, τον Ισαάκ. 4. Λυπήθηκε πολύ ο Ιωακείμ και δεν εμφανίστηκε στη γυναίκα του, αλλά κατευθύνθηκε στην έρημο, όπου έστησε τη σκηνή του, νήστεψε επίσης σαράντα μερόνυχτα μονολογώντας: «Δεν θα κατεβώ ούτε για φαγητό ούτε για ποτό, έως ότου με επισκεφτεί ο Κύριος, ο Θεός μου, και θα είναι τροφή και ποτό η προσευχή μου».

2. 1. Η γυναίκα του η Άννα θρηνούσε δύο θρήνους και οδυρόταν δύο οδυρμούς, έλεγε: «Θα οδύρομαι για τη χηρεία μου, θα οδύρομαι για την ατεκνία μου». 2. Πλησίαζε η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και της είπε η δούλη της η Ιουδίθ: «Έως πότε θα ταπεινώνεις τον εαυτό σου; Να έφτασε η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και δεν επιτρέπεται να πενθείς. Πάρε, λοιπόν, αυτή τη μαντίλα που μου έδωσε η κυρία του εργαστηρίου, δεν αρμόζει άλλωστε σε εμένα να τη φορώ, γιατί εγώ είμαι δούλα, ενώ αυτή έχει βασιλικά χαρακτηριστικά». 3. Και η Άννα της αποκρίθηκε: «Φύγε από κοντά μου, και εγώ δεν τα προκάλεσα αυτά, αλλά ο Κύριος με ταπείνωσε, μήπως όμως κάποιος πανούργος σου χάρισε το μαντήλι και ήρθες να μοιραστείς μαζί μου την αμαρτία σου;" Και η Ιουδίθ απάντησε: «Γιατί να σε καταραστώ, αφού ο Κύριος έκλεισε τη μήτρα σου για να μην δώσεις καρπό στον Ισραήλ»; 4. Στεναχωρήθηκε πολύ η Άννα. Πέταξε απο πάνω της τα πένθιμα ρούχα, έλουσε το κεφάλι της και ντύθηκε τα νυφικά της φορέματα. Κατά την ένατη ώρα κατέβηκε στον κήπο να περπατήσει. Είδε μια δάφνη, κάθησε κάτω απο αυτήν και ικέτεψε με τέτοια θερμά λόγια τον Κύριο: «Θεέ των πατέρων μας, ευλόγησε με και εισάκουσε τη δέηση μου, όπως ευλόγησες τη μήτρα της Σάρρας και της έδωκες υιό, τον Ισαάκ».

3. 1. Καθώς έστρεψε τα μάτια της προς τον ουρανό, είδε μια φωλιά σπουργιτιών μέσα στη δάφνη και θρήνησε μέσα της λέγοντας: «Αλίμονο σε μένα, ποιος με γέννησε; ποιά μήτρα με έφερε στον κόσμο; Γεννήθηκα καταραμένη ανάμεσα στους υιούς Ισραήλ και με χλεύασαν στο Ναό του Κυρίου. 2. Αλίμονο, σε ποιον έμοιασα εγώ; δεν έμοιασα ούτε στα πετεινά του ουρανού, αφού ακόμη και τα πετεινά του ουρανού είναι γόνιμα ενώπιον Σου, Κύριε. Αλίμονο, σε ποιον έμοιασα εγώ; δεν έμοιασα ούτε στα θηρία της γης, γιατί ακόμη και τα θηρία είναι γόνιμα ενώπιον Σου, Κύριε. 3. Αλίμονο, σε ποιον έμοιασα εγώ; δεν έμοιασα ούτε σε αυτά τα (τρεχούμενα) νερά, αφού ακόμη και τα νερά είναι γόνιμα ενώπιον Σου, Κύριε. Αλίμονο, σε ποιον έμοιασα εγώ; δεν έμοιασα ούτε σε τούτη εδώ τη γη, γιατί ακόμη και τούτη η γη προσφέρει τους καρπούς της στον κατάλληλο καιρό και Σε ευλογεί, Κύριε».

4. 1. Και να ένας άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε μπροστά της και της είπε: «Άννα, Άννα, ο Κύριος εισάκουσε τη δέηση σου, θα συλλάβεις και θα γεννήσεις και θα μιλούν για το σπέρμα σου σε όλη την οικουμένη». Και η Άννα αποκρίθηκε: «Ζει Κύριος, ο Θεός μου, εάν γεννήσω, είτε αγόρι είτε κορίτσι, θα το προσφέρω ως δώρο στον Κύριο, τον Θεό μου, να τον υπηρετεί όλες τις ημέρες της ζωής του». 2. Ήλθαν τότε δύο αγγελιοφόροι και της είπαν: «Να, ο Ιωακείμ, o άνδρας σου, έρχεται με τα πρόβατα του». Άγγελος Κυρίου είχε κατεβεί σε αυτόν και του είπε: «Ιωακείμ, Ιωακείμ, ο Κύριος, ο Θεός εισάκουσε τη δέηση σου, κατέβα λοιπόν από αυτόν τον τόπο, γιατί η γυναίκα σου θα συλλάβει». 3. Κατέβηκε τότε ο Ιωακείμ, κάλεσε τους βοσκούς του και τους παράγγειλε: «Φέρτε εδώ δέκα προβατίνες χωρίς κηλίδα ή ψεγάδι για να τις προσφέρω θυσία στον Κύριο, το Θεό μου, φέρτε μου επίσης δώδεκα μοσχάρια τρυφερά για να τα προσφέρω στους ιερείς και τη γερουσία και φέρτε μου τέλος και εκατό κατσίκια για όλο το λαό». 4. Και να ο Ιωακείμ έφθασε με τα κοπάδια του και η Άννα στάθηκε στην πύλη, σαν είδε τον Ιωακείμ να έρχεται, έτρεξε και κρεμάστηκε στο λαιμό του λέγοντας: «Τώρα ξέρω καλά ότι ο Κύριος, ο Θεός μου έδωκε πλούσια την ευλογία Του, γιατί να που η χήρα δεν θα είναι πια χήρα και να που η άτεκνος θα συλλάβει». Ο Ιωακείμ ξεκουράστηκε την πρώτη ημέρα στο σπίτι του.

5. l.Την επόμενη μέρα πρόσφερε τα δώρα του αναλογιζόμενος: «Αν ο Κύριος, ο Θεός, μου δώσει χάρη, θα μου (το) φανερώσει το πέταλο του ιερέα». Πρόσφερε, λοιπόν, ο Ιωακείμ τα δώρα του και παρατηρούσε το πέταλο του ιερέα καθώς ανέβηκε στο θυσιαστήριο του Κυρίου και δεν είδε τίποτε να μαρτυρεί αμαρτία εναντίον του. Και είπε ο Ιωακείμ: «Τώρα ξέρω ότι ο Κύριος μου έδωσε τη χάρη του και συγχώρησε όλα τα αμαρτήματα μου». Έτσι κατέβηκε δικαιωμένος απο το Ναό του Κυρίου και γύρισε στο σπίτι του. 2. Εν τω μεταξύ συμπληρώθηκαν οι μήνες της και τον ένατο μήνα η Άννα γέννησε. Ρώτησε τη μαία: «Τι γέννησα»; Και εκείνη της αποκρίθηκε: «Κορίτσι». Είπε τότε η Άννα: «Η ψυχή μου σήμερα ευφράνθηκε όσο ποτέ άλλοτε» και την έβαλε στο κρεβάτι. Όταν συμπληρώθηκαν οι μέρες της, η Άννα πλύθηκε, έδωσε στο παιδί της το μαστό της για να θηλάσει και την ονόμασε Μαριάμ.

***

Where can we find the story about the Conception and Birth of Virgin Mary?

In "The Protoevangelium of James (Iakovos)”.

The Birth of Mary the Holy Mother of God, and Very Glorious Mother of Jesus Christ.

1. In the records of the twelve tribes of Israel was Joachim, a man rich exceedingly; and he brought his offerings double, saying: There shall be of my superabundance to all the people, and there shall be the offering for my forgiveness to the Lord for a propitiation for me. For the great day of the Lord was at hand, and the sons of Israel were bringing their offerings. And there stood over against him Rubim, saying: It is not meet for you first to bring your offerings, because you have not made seed in Israel. And Joachim was exceedingly grieved, and went away to the registers of the twelve tribes of the people, saying: I shall see the registers of the twelve tribes of Israel, as to whether I alone have not made seed in Israel. And he searched, and found that all the righteous had raised up seed in Israel. And he called to mind the patriarch Abraham, that in the last day God gave him a son Isaac. And Joachim was exceedingly grieved, and did not come into the presence of his wife; but he retired to the desert, and there pitched his tent, and fasted forty days and forty nights, saying in himself: I will not go down either for food or for drink until the Lord my God shall look upon me, and prayer shall be my food and drink.

2. And his wife Anna mourned in two mournings, and lamented in two lamentations, saying: I shall bewail my widowhood; I shall bewail my childlessness. And the great day of the Lord was at hand; and Judith her maid-servant said: How long do you humiliate your soul? Behold, the great day of the Lord is at hand, and it is unlawful for you to mourn. But take this head-band, which the woman that made it gave to me; for it is not proper that I should wear it, because I am a maid-servant, and it has a royal appearance. And Anna said: Depart from me; for I have not done such things, and the Lord has brought me very low. I fear that some wicked person has given it to you, and you have come to make me a sharer in your sin. And Judith said: Why should I curse you, seeing that the Lord has shut your womb, so as not to give you fruit in Israel? And Anna was grieved exceedingly, and put off her garments of mourning, and cleaned her head, and put on her wedding garments, and about the ninth hour went down to the garden to walk. And she saw a laurel, and sat under it, and prayed to the Lord, saying: O God of our fathers, bless me and hear my prayer, as You blessed the womb of Sarah, and gave her a son Isaac.

3. And gazing towards the heaven, she saw a sparrow's nest in the laurel, (Tobit 2:10) and made a lamentation in herself, saying: Alas! Who begot me? And what womb produced me? Because I have become a curse in the presence of the sons of Israel, and I have been reproached, and they have driven me in derision out of the temple of the Lord. Alas! To what have I been likened? I am not like the fowls of the heaven, because even the fowls of the heaven are productive before You, O Lord. Alas! To what have I been likened? I am not like the beasts of the earth, because even the beasts of the earth are productive before You, O Lord. Alas! To what have I been likened? I am not like these waters, because even these waters are productive before You, O Lord. Alas! To what have I been likened? I am not like this earth, because even the earth brings forth its fruits in season, and blesses You, O Lord.

4. And, behold, an angel of the Lord stood by, saying: Anna, Anna, the Lord has heard your prayer, and you shall conceive, and shall bring forth; and your seed shall be spoken of in all the world. And Anna said: As the Lord my God lives, if I beget either male or female, I will bring it as a gift to the Lord my God; and it shall minister to Him in holy things all the days of its life. (1 Samuel 1:11) And, behold, two angels came, saying to her: Behold, Joachim your husband is coming with his flocks. For an angel of the Lord went down to him, saying: Joachim, Joachim, the Lord God has heard your prayer. Go down hence; for, behold, your wife Anna shall conceive. And Joachim went down and called his shepherds, saying: Bring me hither ten she-lambs without spot or blemish, and they shall be for the Lord my God; and bring me twelve tender calves, and they shall be for the priests and the elders; and a hundred goats for all the people. And, behold, Joachim came with his flocks; and Anna stood by the gate, and saw Joachim coming, and she ran and hung upon his neck, saying: Now I know that the Lord God has blessed me exceedingly; for, behold the widow no longer a widow, and I the childless shall conceive. And Joachim rested the first day in his house.

5. And on the following day he brought his offerings, saying in himself: If the Lord God has been rendered gracious to me, the plate on the priest's forehead will make it manifest to me. And Joachim brought his offerings, and observed attentively the priest's plate when he went up to the altar of the Lord, and he saw no sin in himself. And Joachim said: Now I know that the Lord has been gracious unto me, and has remitted all my sins. And he went down from the temple of the Lord justified, and departed to his own house. And her months were fulfilled, and in the ninth month Anna brought forth. And she said to the midwife: What have I brought forth? And she said: A girl. And said Anna: My soul has been magnified this day. And she laid her down. And the days having been fulfilled, Anna was purified, and gave the breast to the child, and called her name Mary.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: